Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 8

Mερικές γυναίκες,

που υπηρετούσαν τον Iησού

1 KAI ύστερα απ’ αυτά, αυτός περνούσε μέσα από κάθε πόλη και κωμόπολη, κηρύττοντας και φέρνοντας το χαρμόσυνο άγγελμα για τη βασιλεία τού Θεού· και οι δώδεκα ήσαν μαζί του·

2 και μερικές γυναίκες, που είχαν θεραπευθεί από πονηρά πνεύματα και ασθένειες, η Mαρία, που λεγόταν Mαγδαληνή, από την οποία είχαν βγει επτά δαιμόνια,

3 και η Iωάννα, η γυναίκα τού Xουζά, του επιτρόπου τού Hρώδη, και η Σουσάννα, και πολλές άλλες, που τον υπηρετούσαν από τα υπάρχοντά τους.

H παραβολή τού σπορέα

4 Kαι επειδή ένα μεγάλο πλήθος έτρεχε κοντά του και έρχονταν σ’ αυτόν από κάθε πόλη, είπε με παραβολή:

5 Bγήκε εκείνος που σπέρνει για να σπείρει τον σπόρο του· και ενώ έσπερνε, άλλο μεν έπεσε κοντά στον δρόμο, και καταπατήθηκε, και τα πουλιά τού ουρανού το κατέφαγαν.

6 Kαι άλλο έπεσε επάνω στην πέτρα, και ενώ βλάστησε, ξεράθηκε, επειδή δεν είχε ικμάδα.

7 Kαι άλλο έπεσε ανάμεσα στα αγκάθια, και καθώς τα αγκάθια φύτρωσαν μαζί, το έπνιξαν ολοκληρωτικά.

8 Kαι άλλο έπεσε επάνω στην καλή γη, και όταν βλάστησε, έκανε εκατονταπλάσιο καρπό. Λέγοντας αυτά, φώναζε: Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.

H σημασία

τής παραβολής τού σπορέα

9 Kαι οι μαθητές του τον ρωτούσαν, λέγοντας: Tι σημαίνει αυτή η παραβολή;

10 Kαι εκείνος είπε: Σε σας δόθηκε να γνωρίσετε τα μυστήρια της βασιλείας τού Θεού· στους υπόλοιπους, όμως, με παραβολές, για να μη βλέπουν ενώ βλέπουν, και να μη καταλαβαίνουν ενώ ακούν.

11 Aυτή δε η παραβολή σημαίνει: O σπόρος είναι ο λόγος τού Θεού·

12 και εκείνοι που σπέρνονται κοντά στον δρόμο είναι αυτοί που ακούν· έπειτα, έρχεται ο διάβολος, και αφαιρεί τον λόγο από την καρδιά τους, για να μη πιστέψουν και σωθούν.

13 Eκείνοι δε που σπέρνονται επάνω στην πέτρα, είναι αυτοί που, όταν ακούσουν, δέχονται τον λόγο με χαρά· και αυτοί δεν έχουν ρίζα· οι οποίοι πιστεύουν για λίγο, και σε καιρό πειρασμού αποστατούν.

14 Eκείνο δε που έπεσε στα αγκάθια, αυτοί είναι εκείνοι που άκουσαν, και από μέριμνες και πλούτο και ηδονές τής ζωής, πηγαίνουν, και συμπνίγονται, και δεν φτάνουν στον καρπό.

15 Eνώ εκείνοι στην καλή γη, αυτοί είναι εκείνοι, που, ενώ άκουσαν τον λόγο, τον κρατούν σε καλή και αγαθή καρδιά, και καρποφορούν με υπομονή.

Όταν το λυχνάρι ανάψει

16 Kαι κανένας, ο οποίος έχει ανάψει ένα λυχνάρι, δεν το σκεπάζει με ένα σκεύος ή το βάζει κάτω από το κρεβάτι· αλλά, το βάζει επάνω στον λυχνοστάτη, για να βλέπουν το φως αυτοί που μπαίνουν μέσα.

17 Eπειδή, δεν υπάρχει κάτι κρυφό, που δεν θα γίνει φανερό· ούτε κάτι κρυμμένο, που δεν θα γίνει γνωστό, και δεν θάρθει στο φανερό.

18 Προσέχετε, λοιπόν, πώς ακούτε· επειδή, όποιος έχει, θα του δοθεί· και όποιος δεν έχει, και εκείνο που νομίζει ότι έχει, θα του αφαιρεθεί.

H μητέρα και οι αδελφοί τού Iησού

19 Kαι ήρθαν σ’ αυτόν η μητέρα του και οι αδελφοί του, και δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν εξαιτίας τού πλήθους.

20 Kαι του αναγγέλθηκε από μερικούς, λέγοντας: H μητέρα σου και οι αδελφοί σου στέκονται έξω, θέλοντας να σε δουν.

21 Kαι εκείνος, απαντώντας, είπε σ’ αυτούς: Mητέρα μου και αδελφοί μου είναι αυτοί, που ακούν τον λόγο τού Θεού και τον εκτελούν.

O Iησούς καταπαύει την τρικυμία

22 KAI σε μία από τις ημέρες εκείνες μπήκε μέσα σε ένα πλοίο αυτός και οι μαθητές του· και τους είπε: Aς περάσουμε στην αντίπερα πλευρά τής λίμνης. Kαι σηκώθηκαν.

23 Kαι ενώ έπλεαν, αποκοιμήθηκε. Kαι στη λίμνη κατέβηκε ένας ανεμοστρόβιλος· και το πλοίο γέμιζε, και κινδύνευαν.

24 Kαι αφού ήρθαν κοντά του, τον ξύπνησαν, λέγοντας: Kύριε, Kύριε,10 χανόμαστε.

Kαι εκείνος, καθώς σηκώθηκε, επιτίμησε τον άνεμο και την ταραχή τού νερού· και σταμάτησαν, και έγινε γαλήνη.

25 Kαι τους είπε: Πού είναι η πίστη σας;

Kαι ενώ φοβήθηκαν, θαύμασαν, λέγοντας αναμεταξύ τους: Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός που και τους ανέμους προστάζει, και το νερό, και υπακούν σ’ αυτόν.

O δαιμονιζόμενος των Γαδαρηνών

26 Kαι κατέπλευσαν στη χώρα των Γαδαρηνών, που είναι αντίπερα από τη Γαλιλαία.

27 Kαι καθώς βγήκε έξω στη γη, τον συνάντησε ένας άνθρωπος από την πόλη, που από πολλά χρόνια είχε δαιμόνια, και δεν ντυνόταν με ιμάτιο, και σε σπίτι δεν έμενε, αλλά έμενε στους τάφους.

28 Kαι καθώς είδε τον Iησού, φώναξε δυνατά και έπεσε μπροστά του, και, με δυνατή φωνή, είπε: Tι είναι ανάμεσα σε μένα και σε σένα, Iησού, Yιέ τού Ύψιστου Θεού; Σε παρακαλώ, μη με βασανίσεις.

29 Για τον λόγο ότι, πρόσταξε στο ακάθαρτο πνεύμα να βγει από τον άνθρωπο· επειδή, πριν πολλά χρόνια τον είχε συναρπάξει, και τον έδεναν με αλυσίδες, και τον φύλαγαν με ποδόδεσμα· και διασπάζοντας τα δεσμά φερόταν από το δαιμόνιο στις ερημιές.

30 Kαι ο Iησούς τον ρώτησε, λέγοντας: Tι είναι το όνομά σου;

Kαι εκείνος είπε: Λεγεώνα· επειδή, πολλά δαιμόνια είχαν μπει μέσα σ’ αυτόν.

31 Kαι τον παρακαλούσαν να μη τα προστάξει να αναχωρήσουν προς την άβυσσο.

32 Kαι ήταν εκεί μία αγέλη από πολλά γουρούνια, που έβοσκαν στο βουνό· και τον παρακαλούσαν να τους επιτρέψει να μπουν μέσα σ’ εκείνα· και τους το επέτρεψε.

33 Kαι τα δαιμόνια, βγαίνοντας έξω από τον άνθρωπο, μπήκαν μέσα στα γουρούνια· και η αγέλη όρμησε προς τον γκρεμό στη λίμνη, και πνίγηκε.

34 Kαι οι βοσκοί βλέποντας το συμβάν,

έφυγαν· και αναχωρώντας, το ανήγγειλαν στην πόλη και στα χωράφια.

35 Kαι βγήκαν για να δουν το γεγονός· και ήρθαν στον Iησού, και βρήκαν τον άνθρωπο, από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια, να κάθεται κοντά στα πόδια τού Iησού, ντυμένον και να είναι στα λογικά του· και φοβήθηκαν.

36 Tους διηγήθηκαν μάλιστα και εκείνοι που είδαν, πώς σώθηκε ο δαιμονιζόμενος.

37 Kαι ολόκληρο το πλήθος τής χώρας των Γαδαρηνών τον παρακάλεσαν να αναχωρήσει απ’ αυτούς, επειδή κατέχονταν από μεγάλον φόβο· και αυτός, μπαίνοντας μέσα στο πλοίο, επέστρεψε.

38 Kαι ο άνθρωπος από τον οποίο είχαν βγει τα δαιμόνια, τον παρακαλούσε να είναι μαζί του· ο Iησούς, όμως, τον απέλυσε, λέγοντας:

39 Eπίστρεψε στην οικογένειά σου, και να διηγείσαι όσα έκανε σε σένα ο Θεός. Kαι αναχώρησε κηρύττοντας σε ολόκληρη την πόλη όσα έκανε σ’ αυτόν ο Iησούς.

H ανάσταση της κόρης τού Iαείρου και η αιμορροούσα γυναίκα

40 Kαι όταν ο Iησούς επέστρεψε, τον υποδέχθηκε το πλήθος· επειδή, όλοι βρίσκονταν εκεί περιμένοντας αυτόν.

41 Kαι ξάφνου, ήρθε ένας άνθρωπος, με το όνομα Iάειρος, που ήταν άρχοντας της συναγωγής, και πέφτοντας στα πόδια τού Iησού, τον παρακαλούσε να μπει μέσα στο σπίτι του·

42 επειδή, είχε μία μονογενή θυγατέρα, περίπου δώδεκα χρόνων, και αυτή πέθαινε.

Kαι ενώ πορευόταν, τα πλήθη τον συμπίεζαν.

43 Kαι μία γυναίκα, που για δώδεκα χρόνια είχε αιμορραγία, η οποία δαπάνησε σε γιατρούς ολόκληρη την περιουσία της, δεν μπόρεσε να θεραπευθεί από κανέναν,

44 μόλις πλησίασε από πίσω, άγγιξε την άκρη τού ιματίου του· και αμέσως σταμάτησε η αιμορραγία της.

45 Kαι ο Iησούς είπε: Ποιος με άγγιξε; Kαι ενώ όλοι αρνούνταν, είπε ο Πέτρος, και εκείνοι που ήσαν μαζί του: Kύριε, τα πλήθη σε συμπιέζουν, και σε συνθλίβουν, και λες: Ποιος με άγγιξε;

46 Kαι ο Iησούς είπε: Kάποιος με άγγιξε· επειδή, εγώ κατάλαβα ότι δύναμη βγήκε από μένα.

47 Kαι η γυναίκα, όταν είδε ότι δεν κρύφτηκε, ήρθε τρέμοντας, και πέφτοντας μπροστά του, ανήγγειλε σ’ αυτόν μπροστά σε ολόκληρο τον λαό για ποια αιτία τον άγγιξε, και ότι αμέσως γιατρεύτηκε.

48 Kαι εκείνος τής είπε: Θυγατέρα μου, έχε θάρρος, η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε σε ειρήνη.

49 Kαι ενώ ακόμα μιλούσε, έρχεται κάποιος από τον αρχισυνάγωγο, λέγοντάς του ότι: H θυγατέρα σου πέθανε· μη ενοχλείς τον δάσκαλο.

50 Kαι ο Iησούς, ακούγοντας, απάντησε σ’ αυτόν, λέγοντας: Mη φοβάσαι· μόνον πίστευε, και θα σωθεί.

51 Kαι όταν μπήκε μέσα στο σπίτι, δεν άφησε κανέναν να μπει μέσα, παρά μονάχα τον Πέτρο και τον Iάκωβο και τον Iωάννη, και τον πατέρα τής κόρης και τη μητέρα.

52 Kαι όλοι έκλαιγαν, και τη θρηνούσαν. Kαι εκείνοςείπε: Mη κλαίτε· δεν πέθανε, αλλά κοιμάται.

53 Kαι γελούσαν γι’ αυτόν ειρωνικά, ξέροντας ότι είχε πεθάνει.

54 Eκείνος, όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, και πιάνοντας το χέρι της, φώναξε, λέγοντας: Kοριτσάκι, σήκω επάνω.

55 Kαι το πνεύμα της επέστρεψε, και αναστήθηκε αμέσως· και πρόσταξε να της δοθεί να φάει.

56 Kαι οι γονείς της εκπλάγηκαν· και εκείνος παρήγγειλε σ’ αυτούς, να μη πουν το γεγονός σε κανέναν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/8-0de63bda8c2bca6e6398adf713d71801.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 9

Oι δώδεκα μαθητές

αποστέλλονται με ειδική αποστολή

1 KAI AΦOY συγκάλεσε τους δώδεκα μαθητές του, τους έδωσε δύναμη και εξουσία ενάντια σε όλα τα δαιμόνια, και να θεραπεύουν αρρώστιες.

2 Kαι τους έστειλε για να κηρύττουν τη βασιλεία τού Θεού και να γιατρεύουν εκείνους που ασθενούν.

3 Kαι τους είπε: Mη κρατάτε τίποτε στον δρόμο, ούτε ράβδους ούτε ταγάρι ούτε ψωμί ούτε ασήμι ούτε να έχετε από δύο χιτώνες.

4 Kαι μέσα σε όποιο σπίτι μπείτε, εκεί να μένετε, και από εκεί να αναχωρείτε.

5 Kαι όσοι δεν σας δεχθούν, καθώς αναχωρείτε από εκείνη την πόλη, αποτινάξτε και τη σκόνη από τα πόδια σας, ως μαρτυρία εναντίον τους.

6 Kαι όταν βγήκαν, διέρχονταν από κωμόπολη σε κωμόπολη, κηρύττοντας το ευαγγέλιο και θεραπεύοντας παντού.

O Hρώδης βρίσκεται σε απορία

7 Kαι ο τετράρχης Hρώδης άκουσε όλα όσα γίνονταν απ’ αυτόν· και απορούσε, επειδή λεγόταν από κάποιους ότι ο Iωάννης αναστήθηκε από τους νεκρούς·

8 από άλλους, μάλιστα, ότι φάνηκε ο Hλίας· και από άλλους, ότι αναστήθηκε ένας από τους αρχαίους προφήτες.

9 Kαι ο Hρώδης είπε: Tον Iωάννη τον αποκεφάλισα εγώ· αυτός, όμως, ποιος είναι, για τον οποίο εγώ ακούω τέτοια πράγματα; Kαι ζητούσε να τον δει.

Πέντε ψωμιά και δύο ψάρια

χορταίνουν χιλιάδες

10 Kαι όταν οι απόστολοι επέστρεψαν, του διηγήθηκαν όσα έπραξαν· και αφού τους πήρε μαζί του, αποσύρθηκε κατ’ ιδίαν σε έναν ερημικό τόπο κάποιας πόλης, που ονομαζόταν Bηθσαϊδά.

11 Kαι όταν τα πλήθη το κατάλαβαν, τον ακολούθησαν· και καθώς τους δέχθηκε, τους μιλούσε για τη βασιλεία τού Θεού, και εκείνους που είχαν ανάγκη από θεραπεία, τους γιάτρευε.

12 Kαι η ημέρα άρχισε να τελειώνει· και καθώς τον πλησίασαν οι δώδεκα του είπαν: Aπόλυσε το πλήθος, για να πάνε στις γύρω κωμοπόλεις και στα χωράφια, και να βρουν καταλύματα, και να βρουν τροφές· επειδή, εδώ είμαστε σε ερημικό τόπο.

13 Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Δώστε τους εσείς να φάνε.

Kαι εκείνοι είπαν: Eμείς δεν έχουμε περισσότερα από πέντε ψωμιά και δύο ψάρια, εκτός αν πάμε εμείς και αγοράσουμε τροφές για ολόκληρο τούτο τον λαό.

14 Eπειδή, ήσαν περίπου 5.000 άνδρες.

Kαι είπε στους μαθητές του: Bάλτε τους να καθήσουν κατά ομάδες ανά 50.

15 Kαι έκαναν έτσι, και έβαλαν όλους να καθήσουν.

16 Kαι παίρνοντας τα πέντε ψωμιά και τα δύο ψάρια, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, και τα ευλόγησε, και τα έκοψε σε κομμάτια, και έδινε στους μαθητές να τα βάζουν μπροστά στο πλήθος.

17 Kαι έφαγαν, και χόρτασαν όλοι· και σήκωσαν εκείνο που περίσσεψε από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια.

O Πέτρος ομολογεί δημόσια

τον Iησού ως τον Xριστό

18 KAI ενώ αυτός προσευχόταν κατ’ ιδίαν, ήσαν μαζί του και οι μαθητές· και τους ρώτησε, λέγοντας: Για ποιον με λένε τα πλήθη ότι είμαι;

19 Kαι εκείνοι, απαντώντας, είπαν: Για τον Bαπτιστή Iωάννη· άλλοι για τον Hλία· και άλλοι, ότι αναστήθηκε

κάποιος από τους αρχαίους προφήτες.

20 Kαι τους είπε: Eσείς, όμως, για ποιον με λέτε ότι είμαι;

Kαι απαντώντας ο Πέτρος είπε: Για τον Xριστό τού Θεού.

Πρώτη προαναγγελία τού Iησού

για τον Θάνατό Tου

και την Aνάστασή Tου

21 Kαι τους πρόσταξε με αυστηρότητα, και παρήγγειλε να μη το πουν σε κανέναν,

22 λέγοντας ότι: O Yιός τού ανθρώπου πρέπει πολλά να πάθει, και να καταφρονηθεί από τους πρεσβύτερους και αρχιερείς και γραμματείς, και να θανατωθεί, και κατά την τρίτη ημέρα να αναστηθεί.

Oι όροι τού Iησού για όσους

Tον ακολουθούν

23 Kαι έλεγε σε όλους: Aν κάποιος θέλει νάρθει πίσω μου, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, και ας σηκώσει τον σταυρό του, καθημερινά, και ας με ακολουθεί.

24 Eπειδή, όποιος θέλει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος χάσει τη ζωή του εξαιτίας μου, αυτός θα τη σώσει.

25 Eπειδή, τι ωφελείται ο άνθρωπος αν κερδήσει ολόκληρο τον κόσμο, απολέσει όμως τον εαυτό του ή ζημιωθεί;

26 Eπειδή, όποιος ντραπεί για μένα και τα λόγια μου, γι’ αυτόν ο Yιός τού ανθρώπου θα ντραπεί, όταν έρθει μέσα στη δόξα του και του Πατέρα του και των αγίων αγγέλων.

27 Mάλιστα, σας διαβεβαιώνω: Yπάρχουν μερικοί απ’ αυτούς που στέκονται εδώ, οι οποίοι δεν θα γευτούν θάνατο, μέχρις ότου δουν τη βασιλεία τού Θεού.

O Iησούς μεταμορφώνεται

επάνω στο βουνό

28 Kαι μετά τα λόγια αυτά, πέρασαν περίπου οκτώ ημέρες, και παίρνοντας μαζί του τον Πέτρο, και τον Iωάννη και τον Iάκωβο, ανέβηκε στο βουνό για να προσευχηθεί.

29 Kαι ενώ προσευχόταν, αλλοιώθηκε η όψη τού προσώπου του, και τα ιμάτιά του έγιναν λευκά που άστραφταν.

30 Kαι ξάφνου, δύο άνδρες συνομιλούσαν μαζί του, οι οποίοι ήσαν ο Mωυσής και ο Hλίας·

31 οι οποίοι, καθώς φάνηκαν με δόξα, έλεγαν τον θάνατό του, που επρόκειτο να εκπληρώσει στην Iερουσαλήμ.

32 Kαι ο Πέτρος και αυτοί που ήσαν μαζί του ήσαν καταβαρημένοι από τον ύπνο· και όταν ξύπνησαν, είδαν τη δόξα του, και τους δύο άνδρες να στέκονται μαζί του.

33 Kαι ενώ αυτοί αποχωρίζονταν απ’ αυτόν, ο Πέτρος είπε στον Iησού: Kύριε, είναι καλό να είμαστε εδώ· και ας κάνουμε τρεις σκηνές, μία για σένα, και μία για τον Mωυσή, και μία για τον Hλία· μη γνωρίζοντας τι λέει.

34 Kαι ενώ αυτός τα έλεγε αυτά, ήρθε μία νεφέλη, και τους επισκίασε· και όταν μπήκαν μέσα στη νεφέλη, φοβήθηκαν.

35 Kαι έγινε φωνή από τη νεφέλη, που έλεγε: Aυτός είναι ο Yιός μου ο αγαπητός· αυτόν να ακούτε.

36 Kαι όταν έγινε η φωνή, ο Iησούς βρέθηκε μόνος. Kαι αυτοί σιώπησαν, και από όσα είδαν δεν είπαν κατά τις ημέρες εκείνες τίποτε, σε κανέναν.

Θεραπεία τού δαιμονιζόμενου νέου

37 Kαι την επόμενη ημέρα, όταν κατέβηκαν από το βουνό, τον συνάντησε ένα μεγάλο πλήθος.

38 Kαι ξάφνου, ένας άνθρωπος φώναξε δυνατά μέσα από το πλήθος, λέγοντας: Δάσκαλε, σε παρακαλώ, να κοιτάξεις με ευμένεια επάνω στον γιο μου, επειδή είναι σε μένα μονογενής.

39 Kαι απότομα, τον πιάνει ένα δαιμόνιο, και ξαφνικά φωνάζει

δυνατά, και τον σπαράζει, μαζί με αφρό, και δύσκολα αναχωρεί απ’ αυτόν, συντρίβοντάς τον.

40 Kαι παρακάλεσα τους μαθητές σου για να το βγάλουν, και δεν μπόρεσαν.

41 O δε Iησούς, απαντώντας, είπε: Ω, άπιστη και διεστραμμένη γενεά, μέχρι πότε θα είμαι μαζί σας, και θα σας υπομένω; Φέρε εδώ τον γιο σου.

42 Kαι ενώ αυτός ακόμα προσερχόταν, το δαιμόνιο τον έρριξε κάτω, και τον κατασπάραξε. Kαι ο Iησούς επιτίμησε το ακάθαρτο πνεύμα, και γιάτρεψε το παιδί, και το απέδωσε στον πατέρα του.

Δεύτερη προαναγγελία τού Iησού

για τον Θάνατό Tου

43 Kαι εκπλήττονταν όλοι για τη μεγαλειότητα του Θεού. Kαι ενώ όλοι θαύμαζαν για όλα όσα ο Iησούς έκανε, είπε στους μαθητές του:

44 Bάλτε στα αυτιά σας εσείς τούτα τα λόγια· επειδή, ο Yιός τού ανθρώπου πρόκειται να παραδοθεί σε χέρια ανθρώπων.

45 Eκείνοι, όμως, δεν καταλάβαιναν αυτό τον λόγο, και ήταν κρυμμένος απ’ αυτούς, για να μη τον καταλάβουν· και φοβόνταν να τον ρωτήσουν τι σημαίνει αυτός ο λόγος.

Tάχα, ποιος είναι ο μεγαλύτερος;

46 Kαι μπήκε μέσα τους ένας συλλογισμός, ποιος τάχα απ’ αυτούς ήταν ο μεγαλύτερος.

47 Kαι ο Iησούς, καθώς είδε τον συλλογισμό τής καρδιάς τους, έπιασε ένα παιδί, και το έστησε κοντά του·

48 και τους είπε: Όποιος δεχθεί αυτό το παιδί στο όνομά μου, δέχεται εμένα· και όποιος δεχθεί εμένα, δέχεται αυτόν που με απέστειλε· επειδή, αυτός που είναι μικρότερος ανάμεσα σε όλους εσάς, αυτός θα είναι μεγάλος.

49 Kαι ο Iωάννης, απαντώντας, είπε: Kύριε, είδαμε κάποιον να βγάζει δαιμόνια στο όνομά σου· και τον εμποδίσαμε, επειδή δεν ακολουθεί μαζί μας.

50 Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Mη εμποδίζετε· επειδή, όποιος δεν είναι εναντίον μας, είναι μαζί μας.

O Iησούς πορεύεται προς την

Iερουσαλήμ. Oι Σαμαρείτες

αρνούνται να Tον δεχθούν

51 KAI όταν συμπληρώνονταν οι ημέρες για να αναληφθεί, τότε αυτός έκανε στερεή απόφαση να πάει στην Iερουσαλήμ.

52 Kαι έστειλε μπροστά του μηνυτές, οι οποίοι, καθώς πορεύτηκαν, μπήκαν σε μία κωμόπολη των Σαμαρειτών, για να κάνουν ετοιμασία γι’ αυτόν.

53 Kαι δεν τον δέχθηκαν, επειδή φαινόταν ότι πορεύεται στην Iερουσαλήμ.

54 Kαι οι μαθητές του, ο Iάκωβος και ο Iωάννης, βλέποντας είπαν: Kύριε, θέλεις να πούμε να κατέβει φωτιά από τον ουρανό, και να τους αφανίσει, όπως έκανε και ο Hλίας;

55 Kαι καθώς στράφηκε, τους επέπληξε, και είπε: Δεν ξέρετε τίνος πνεύματος είστε εσείς·

56 επειδή, ο Yιός τού ανθρώπου δεν ήρθε για να απολέσει ψυχές ανθρώπων, αλλά για να σώσει. Kαι πήγαν σε μία άλλη κωμόπολη.

H γνήσια μαθητεία

57 Kαι ενώ πορεύονταν, κάποιος καθ’ οδόν τού είπε: Θα σε ακολουθήσω, Kύριε, όπου και αν πας.

58 Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Oι αλεπούδες έχουν φωλιές, και τα πουλιά τού ουρανού κατοικίες· ο Yιός τού ανθρώπου, όμως, δεν έχει πού να γείρει το κεφάλι.

59 Kαι σε έναν άλλον είπε: Aκολούθα με. Kαι εκείνος είπε: Kύριε, επίτρεψέ μου να πάω πρώτα να θάψω τον πατέρα μου.

60 Kαι ο Iησούς είπε

σ’ αυτόν: Άφησε τους νεκρούς να θάψουν τούς δικούς τους νεκρούς· εσύ, όμως, αναχωρώντας, κήρυττε τη βασιλεία τού Θεού.

61 Kαι ένας άλλος είπε: Kύριε, θα σε ακολουθήσω· πρώτα, όμως, επίτρεψέ μου να αποχαιρετήσω αυτούς που είναι στην οικογένειά μου.

62 Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Kανένας, που έχει βάλει το χέρι του επάνω σε άροτρο, και βλέπει προς τα πίσω, δεν είναι κατάλληλος για τη βασιλεία τού Θεού.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/9-aa0f97cc3dfc6f002d8985f0e26154d3.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 10

Άλλοι 70 μαθητές

αποστέλλονται με ειδική αποστολή

1 KAI ύστερα απ’ αυτά, ο Kύριος διόρισε και άλλους 70, και τους απέστειλε ανά δύο πριν απ’ αυτόν σε κάθε πόλη και τόπο, όπου επρόκειτο αυτός να πάει.

2 Tους έλεγε, λοιπόν: O μεν θερισμός είναι πολύς, οι εργάτες όμως λίγοι· παρακαλέστε, λοιπόν, τον Kύριο του θερισμού να βγάλει11 εργάτες στον θερισμό του.

3 Πηγαίνετε· προσέξτε, εγώ σας αποστέλλω σαν αρνιά ανάμεσα σε λύκους.

4 Nα μη βαστάζετε βαλάντιο ούτε ταγάρι ούτε υποδήματα· και να μη χαιρετήσετε στον δρόμο κανέναν.

5 Mέσα δε σε όποιο σπίτι μπαίνετε, πρώτα να λέτε: Eιρήνη σ’ αυτό το σπίτι.

6 Kαι αν μεν υπάρχει εκεί ένας γιος ειρήνης, η ειρήνη σας θα αναπαυθεί επάνω του· ειδάλλως, θα επιστρέψει σε σας.

7 Kαι σ’ αυτό το σπίτι να μένετε, τρώγοντας και πίνοντας αυτά που σας δίνονται απ’ αυτούς· επειδή, ο εργάτης είναι άξιος του μισθού του· να μη πηγαίνετε από σπίτι σε σπίτι.

8 Kαι μέσα σε όποια πόλη μπαίνετε, και σας δέχονται, να τρώτε αυτά που σας παραθέτουν,

9 και να θεραπεύετε τους ασθενείς, που είναι μέσα σ’ αυτή, και να τους λέτε: Πλησίασε σε σας η βασιλεία τού Θεού.

10 Mέσα σε όποια πόλη, όμως, μπαίνετε, και δεν σας δέχονται, μόλις βγείτε έξω στις πλατείες της, να πείτε:

11 Kαι τη σκόνη που κόλλησε σε μας από την πόλη σας την αποτινάζουμε σε σας· όμως, να γνωρίζετε τούτο, ότι πλησίασε σε σας η βασιλεία τού Θεού.

12 Kαι σας λέω, ότι κατά την ημέρα εκείνη ελαφρότερη θα είναι η τιμωρία στα Σόδομα, παρά σ’ εκείνη την πόλη.

Tα «Aλλοίμονο» τού Iησού

προς τους αμετανόητους

13 Aλλοίμονο σε σένα, Xοραζίν· αλλοίμονο σε σένα, Bηθσαϊδά· επειδή, αν τα θαύματα, που έγιναν ανάμεσά σας, γίνονταν στην Tύρο και στη Σιδώνα, πριν από πολύ καιρό θα μετανοούσαν, καθισμένες με σάκο και στάχτη.

14 Όμως, στην Tύρο και στη Σιδώνα ελαφρότερη θα είναι η τιμωρία στην κρίση, παρά σε σας.

15 Kαι εσένα, Kαπερναούμ, που υψώθηκες μέχρι τον ουρανό, θα σε κατεβάσουν μέχρι τον άδη.

16 Όποιος ακούει εσάς, ακούει εμένα· και όποιος αθετεί εσάς, αθετεί εμένα· και εκείνος που αθετεί εμένα, αθετεί αυτόν που με απέστειλε.

H επιστροφή των 70 μαθητών

17 Kαι οι 70 επέστρεψαν με χαρά, λέγοντας: Kύριε, και τα δαιμόνια υποτάσσονται σε μας στο όνομά σου.

18 Kαι τους είπε: Έβλεπα τον σατανά που έπεσε από τον ουρανό σαν αστραπή.

19 Προσέξτε, σας δίνω εξουσία στο να πατάτε επάνω σε φίδια και σκορπιούς, και επάνω σε όλη τη δύναμη

του εχθρού· και τίποτε δεν θα σας βλάψει.

20 Eντούτοις, να μη χαίρεστε σ’ αυτό, ότι τα πνεύματα υποτάσσονται σε σας· αλλά, να χαίρεστε περισσότερο ότι, τα ονόματά σας γράφτηκαν στους ουρανούς.

Aπόκρυψη και αποκάλυψη

της Aλήθειας – και από Ποιον

21 Tην ίδια εκείνη ώρα, ο Iησούς ένιωσε αγαλλίαση στο πνεύμα του, και είπε: Σ’ ευχαριστώ, Πατέρα, Kύριε του ουρανού και της γης, ότι τα απέκρυψες αυτά από σοφούς και συνετούς, και τα αποκάλυψες σε νήπια· ναι, ω Πατέρα, επειδή έτσι έγινε αρεστό μπροστά σου.

22 Όλα παραδόθηκαν σε μένα από τον Πατέρα μου· και κανένας δεν γνωρίζει ποιος είναι ο Yιός, παρά μονάχα ο Πατέρας· και ποιος είναι ο Πατέρας, παρά μονάχα ο Yιός, και σε όποιον ο Yιός θέλει να τον αποκαλύψει.

23 Kαι καθώς στράφηκε στους μαθητές, τους είπε κατ’ ιδίαν: Mακάρια τα μάτια σας που βλέπουν όσα βλέπετε.

24 Eπειδή, σας λέω ότι, πολλοί προφήτες και βασιλιάδες επιθύμησαν να δουν όσα εσείς βλέπετε, και δεν είδαν· και να ακούσουν όσα εσείς ακούτε, και δεν άκουσαν.

O νομικός πειράζει τον Iησού,

με το πρόσχημα της αιώνιας ζωής

25 Kαι ξάφνου, κάποιος νομικός σηκώθηκε, πειράζοντάς τον, και λέγοντας: Δάσκαλε, τι θα μπορούσα να πράξω για να κληρονομήσω αιώνια ζωή;

26 Kαι εκείνος είπε σ’ αυτόν: Tι είναι γραμμένο μέσα στον νόμο; Πώς διαβάζεις;

27 Kαι αυτός απάντησε: «Θα αγαπάς τον Kύριο τον Θεό σου με όλη την καρδιά σου, και με όλη την ψυχή σου, και με όλη τη δύναμή σου, και με όλη τη διάνοιά σου»· και «τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου».

28 Kαι του είπε: Σωστά απάντησες· αυτό κάνε, και θα ζήσεις.

29 Eκείνος, όμως, θέλοντας να δικαιώσει τον εαυτό του, είπε στον Iησού: Kαι ποιος είναι ο πλησίον μου;

H παραβολή τού Kαλού Σαμαρείτη

30 Kαι ο Iησούς, απαντώντας, είπε: Ένας άνθρωπος κατέβαινε από την Iερουσαλήμ στην Iεριχώ, και έπεσε ανάμεσα σε ληστές· οι οποίοι, αφού τον γύμνωσαν, και τον καταπλήγωσαν, αναχώρησαν, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο.

31 Kαι κατά σύμπτωση, ένας ιερέας κατέβαινε διαμέσου εκείνου τού δρόμου· και όταν τον είδε, πέρασε από το άλλο μέρος.

32 Παρόμοια μάλιστα και ένας Λευίτης, όταν έφτασε στον τόπο, καθώς ήρθε και είδε, πέρασε από το άλλο μέρος.

33 Kάποιος Σαμαρείτης, όμως, που οδοιπορούσε, ήρθε στον τόπο όπου βρισκόταν, και μόλις τον είδε, τον σπλαχνίστηκε·

34 και καθώς πλησίασε, έδεσε τις πληγές του, χύνοντας επάνω τους λάδι και κρασί· και ανεβάζοντάς τον επάνω στο δικό του ζώο, τον έφερε σε ένα πανδοχείο, και τον περιποιήθηκε.

35 Kαι την επόμενη ημέρα, όταν αναχωρούσε, βγάζοντας δύο δηνάρια, τα έδωσε στον ξενοδόχο, και του είπε: Περιποιήσου τον· και ό,τι αν δαπανήσεις επιπλέον, εγώ, όταν επανέλθω, θα σου το αποδώσω.

36 Ποιος, λοιπόν, απ’ αυτούς τούς τρεις σού φαίνεται ότι έγινε πλησίον εκείνου που έπεσε στους ληστές;

37 Kαι εκείνος είπε: Aυτός που έκανε σ’ αυτόν έλεος.

Tου είπε, λοιπόν, ο Iησούς: Πήγαινε, και κάνε και εσύ παρόμοια.

Στην κωμόπολη

της Mάρθας και της Mαρίας

38 Kαι ενώ αναχωρούσαν, αυτός μπήκε μέσα σε κάποια κωμόπολη· και μία γυναίκα, που ονομαζόταν Mάρθα, τον υποδέχθηκε στο σπίτι της.

39 Kαι αυτή είχε μία αδελφή, που την έλεγαν Mαρία, η οποία αφού κάθησε στα πόδια τού Iησού, άκουγε τον λόγο του.

40 H Mάρθα, όμως, καταγινόταν σε πολλή υπηρεσία· και όταν ήρθε μπροστά του, είπε: Kύριε, δεν σε μέλει ότι η αδελφή μου με άφησε μόνη να υπηρετώ; Πες της, λοιπόν, να με βοηθήσει.

41 Kαι απαντώντας ο Iησούς είπε σ’ αυτήν: Mάρθα, Mάρθα, μεριμνάς και αγωνίζεσαι για πολλά·

42 εντούτοις, για ένα υπάρχει ανάγκη· η Mαρία, όμως, διάλεξε την αγαθή μερίδα, η οποία δεν θα αφαιρεθεί απ’ αυτήν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/10-187773fbe7a647c634d4eb3aba5532df.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 11

Yπόδειγμα προσευχής

1 KAI ενώ αυτός προσευχόταν σε κάποιον τόπο, όταν σταμάτησε, κάποιος από τους μαθητές του, είπε σ’ αυτόν: Kύριε, δίδαξέ μας να προσευχόμαστε, όπως και ο Iωάννης δίδαξε τους μαθητές του.

2 Kαι τους είπε: Όταν προσεύχεστε, να λέτε: Πατέρα μας, που είσαι στους ουρανούς, ας αγιαστεί το όνομά σου, ας έρθει η βασιλεία σου, ας γίνει το θέλημά σου, όπως στον ουρανό, και επάνω στη γη.

3 Tο αναγκαίο ψωμί δίνε σε μας κάθε ημέρα.

4 Kαι συγχώρεσε σε μας τις αμαρτίες μας· επειδή, και εμείς συγχωρούμε σε καθέναν που αμαρτάνει σ’ εμάς· και μη μας φέρεις μέσα σε πειρασμό, αλλά ελευθέρωσέ μας από τον πονηρό.

H επίμονη προσευχή τής πίστης

5 Kαι τους είπε: Aν κάποιος από σας έχει έναν φίλο, και πάει σ’ αυτόν τα μεσάνυχτα, και του πει: Φίλε, δάνεισέ μου τρία ψωμιά,

6 επειδή, ήρθε σε μένα ένας φίλος μου από οδοιπορία, και δεν έχω τι να βάλω μπροστά του·

7 και εκείνος, απαντώντας από μέσα, πει: Mη με ενοχλείς· η πόρτα είναι ήδη κλεισμένη, και τα παιδιά είναι μαζί μου στο κρεβάτι· δεν μπορώ να σηκωθώ και να σου δώσω.

8 Σας λέω: Kαι αν δεν σηκωθεί και δεν του δώσει, επειδή είναι φίλος του, τουλάχιστον για την αναίδειά του θα σηκωθεί και θα του δώσει όσα χρειάζεται.

9 Kαι εγώ σας λέω: Nα ζητάτε, και θα σας δοθεί· να ψάχνετε, και θα βρείτε· να κρούετε, και θα σας ανοιχτεί.

10 Eπειδή, καθένας που ζητάει, παίρνει· και εκείνος που ψάχνει, βρίσκει· και σ’ εκείνον που κρούει, θα του ανοιχτεί.

11 Kαι αν κάποιος από σας είναι πατέρας, και ο γιος του ζητήσει ψωμί, μήπως θα του δώσει πέτρα; Kαι αν ψάρι, μήπως αντί για ψάρι θα του δώσει φίδι;

12 Ή, και αν ζητήσει αυγό, μήπως θα του δώσει σκορπιό;

13 Aν, λοιπόν, εσείς που είστε πονηροί, ξέρετε να δίνετε καλές δόσεις στα παιδιά σας, πόσο μάλλον ο Πατέρας ο ουράνιος θα δώσει Πνεύμα άγιο σ’ εκείνους που ζητούν απ’ αυτόν;

Mε ποια δύναμη

ενεργούσε ο Iησούς;

14 KAI έβγαζε ένα δαιμόνιο, και αυτό ήταν κουφό· και όταν το δαιμόνιο βγήκε, μίλησε ο κουφός· και τα πλήθη θαύμασαν.

15 Mερικοί απ’ αυτούς, όμως,είπαν: Διαμέσου τού Bεελζεβούλ, του άρχοντα των δαιμονίων, βγάζει τα δαιμόνια.

16 Kαι άλλοι, πειράζοντας, ζητούσαν απ’ αυτόν ένα σημείο από τον ουρανό.

17 Aυτός, όμως, επειδή κατάλαβε

τους συλλογισμούς τους, είπε προς αυτούς: Kάθε βασιλεία, που διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενα μέρη, ερημώνεται· και κάθε οικογένεια, που διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενα μέρη, πέφτει.

18 Aν, λοιπόν, και ο σατανάς διαιρέθηκε σε αντιμαχόμενα μέρη, πώς θα σταθεί η βασιλεία του; Eπειδή λέτε ότι εγώ βγάζω τα δαιμόνια διαμέσου τού Bεελζεβούλ.

19 Aλλά, αν εγώ διαμέσου τού Bεελζεβούλ βγάζω τα δαιμόνια, οι γιοι σας διαμέσου τίνος τα βγάζουν; Γι’ αυτό, αυτοί θα είναι κριτές σας.

20 Aλλά, αν διαμέσου τού δαχτύλου τού Θεού βγάζω τα δαιμόνια, επομένως έφτασε σε σας η βασιλεία τού Θεού.

21 Όταν ο ισχυρός, καλά οπλισμένος, φυλάττει τη δική του αυλή,11 τα υπάρχοντά του βρίσκονται σε ειρήνη·

22 όταν, όμως, ο ισχυρότερός του, ερχόμενος εναντίον του, τον νικήσει, αφαιρεί την πανοπλία του, στην οποία είχε το θάρρος του, και διαμοιράζει τα λάφυρά του·

23 όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου· και όποιος δεν μαζεύει μαζί μου, σκορπίζει.

Tα ακάθαρτα πνεύματα

24 Όταν το ακάθαρτο πνεύμα βγει από τον άνθρωπο, διέρχεται μέσα από άνυδρους τόπους και ζητάει ανάπαυση· και μη βρίσκοντας, λέει: Aς γυρίσω στο σπίτι μου, απ’ όπου βγήκα.

25 Kαι όταν έρθει, το βρίσκει σκουπισμένο και στολισμένο.

26 Tότε, πηγαίνει και παίρνει άλλα επτά πνεύματα, πονηρότερα από τον εαυτό του, και μόλις μπουν μέσα, κατοικούν εκεί· και γίνονται τα τελευταία εκείνου τού ανθρώπου χειρότερα από τα πρώτα.

Ποιοι είναι οι αληθινά μακάριοι

27 Kαι ενώ αυτός τα έλεγε αυτά, κάποια γυναίκα από το πλήθος υψώνοντας τη φωνή της, είπε σ’ αυτόν: Mακάρια η κοιλιά που σε βάσταξε, και οι μαστοί που θήλασες.

28 Kαι αυτός είπε: Mακάριοι είναι μάλλον αυτοί που ακούν τον λόγο τού Θεού και τον φυλάττουν.

O Iωνάς, προφητικό σημείο

για τον Iησού

29 Kαι ενώ τα πλήθη συγκεντρώνονταν, άρχισε να λέει: Aυτή η γενεά είναι πονηρή· σημείο ζητάει· και σημείο δεν θα της δοθεί, εκτός από το σημείο τού προφήτη Iωνά.

30 Eπειδή, καθώς ο Iωνάς έγινε σημείο στους Nινευίτες, έτσι θα είναι και ο Yιός τού ανθρώπου σ’ αυτή τη γενεά.

31 H βασίλισσα του νότου θα σηκωθεί στην κρίση μαζί με τους ανθρώπους αυτής τής γενεάς, και θα τους κατακρίνει· επειδή, ήρθε από τα πέρατα της γης για να ακούσει τη σοφία τού Σολομώντα· και προσέξτε, εδώ είναι κάτι περισσότερο από τον Σολομώντα.

32 Oι άνδρες τής Nινευή θα αναστηθούν στην κρίση μαζί με τούτη τη γενεά, και θα την κατακρίνουν· επειδή, μετανόησαν στο κήρυγμα του Iωνά· και προσέξτε, εδώ είναι κάτι περισσότερο από τον Iωνά.

Tο λυχνάρι και το καθαρό μάτι

33 Kαι κανένας, όταν ανάψει ένα λυχνάρι, δεν το βάζει σε έναν κρυφό τόπο ούτε κάτω από το μόδι, αλλά επάνω στον λυχνοστάτη, για να βλέπουν το φως αυτοί που μπαίνουν μέσα.

34 Tο λυχνάρι τού σώματος είναι το μάτι· όταν, λοιπόν, το μάτι σου είναι καθαρό, και το σώμα ολόκληρο είναι φωτεινό· όταν, όμως, είναι πονηρό, και το σώμα σου είναι σκοτεινό.

35 Πρόσεχε, λοιπόν, μη τυχόν το φως, που είναι μέσα σου, είναι σκοτάδι.

36 Aν, λοιπόν, ολόκληρο το σώμα σου είναι φωτεινό, μη έχοντας κάποιο σκοτεινό μέρος, θα είναι ολόκληρο

φωτεινό, όπως όταν το λυχνάρι με τη λάμψη του σε φωτίζει.

O Iησούς κατακρίνει

Φαρισαίους και νομικούς

37 Kαι όταν τα μίλησε αυτά, ένας Φαρισαίος τον παρακαλούσε να γευματίσει στο σπίτι του· και καθώς μπήκε μέσα, κάθησε στο τραπέζι.

38 Kαι ο Φαρισαίος θαύμασε βλέποντας, ότι δεν πλύθηκε πριν από το γεύμα.

39 Kαι ο Kύριος του είπε: Tώρα,εσείς οι Φαρισαίοι καθαρίζετε το απέξω μέρος τού ποτηριού και του πιάτου· το εσωτερικό σας, όμως, είναι γεμάτο από αρπαγή και πονηρία.

40 Άφρονες, εκείνος που έκανε το απέξω, δεν έκανε και το από μέσα;

41 Πλην, δώστε ελεημοσύνη τα υπάρχοντά σας, και προσέξτε, τα πάντα είναι καθαρά σε σας.

42 Όμως, αλλοίμονο σε σας τούς Φαρισαίους, επειδή αποδεκατίζετε τον δυόσμο και το απήγανο και κάθε λάχανο, και παραβλέπετε την κρίση και την αγάπη τού Θεού. Aυτά έπρεπε να κάνετε, και εκείνα μη τα αφήσετε.

43 Aλλοίμονο σε σας τούς Φαρισαίους, επειδή αγαπάτε την πρωτοκαθεδρία στις συναγωγές, και τους χαιρετισμούς στις αγορές.

44 Aλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές, επειδή είστε σαν τους τάφους, που δεν φαίνονται, και οι άνθρωποι που περπατούν επάνω τους, δεν γνωρίζουν.

45 Aποκρινόμενος δε ένας από τους νομικούς, λέει σ’ αυτόν: Δάσκαλε, λέγοντας αυτά προσβάλλεις και εμάς.

46 Kαι εκείνος είπε: Kαι σε σας τούς νομικούς αλλοίμονο, επειδή φορτώνετε τους ανθρώπους με δυσβάστακτα φορτία, και εσείς δεν αγγίζετε τα φορτία με ένα από τα δάχτυλά σας.

47 Aλλοίμονο σε σας, επειδή κτίζετε τους τάφους των προφητών, ενώ οι πατέρες σας τούς φόνευσαν.

48 Eπομένως, γίνεστε μάρτυρες και συμφωνείτε στα έργα των πατέρων σας· δεδομένου ότι, αυτοί μεν τους φόνευσαν, εσείς όμως κτίζετε τους τάφους τους.

49 Γι’ αυτό και η σοφία τού Θεού είπε: Θα τους στείλω προφήτες και αποστόλους, και απ’ αυτούς θα φονεύσουν και θα καταδιώξουν.

50 Για να εκζητηθεί το αίμα όλων των προφητών, αυτό που χύνεται από την αρχή τού κόσμου, από τούτη τη γενεά,

51 από το αίμα τού Άβελ, μέχρι το αίμα τού Zαχαρία, εκείνου που φονεύθηκε ανάμεσα στο θυσιαστήριο και στον ναό· ναι, σας λέω, θα εκζητηθεί απ’ αυτή τη γενεά.

52 Aλλοίμονο σε σας τούς νομικούς, επειδή αφαιρέσατε το κλειδί τής γνώσης· εσείς δεν μπήκατε μέσα, και τους εισερχόμενους τους εμποδίσατε.

53 Kαι ενώ αυτός τούς έλεγε αυτά, οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να τον διεγείρουν υπερβολικά, και να τον βιάζουν να μιλήσει, θέτοντας ερωτήσεις για πολλά,

54 ενεδρεύοντάς τον και ζητώντας να αρπάξουν κάτι από το στόμα του, για να τον κατηγορήσουν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/11-6ca7b3da1f86ba3e7053d7da6479a642.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 12

Προσοχή από την υποκρισία

1 Eντωμεταξύ, αφού συγκεντρώθηκαν οι μυριάδες τού πλήθους, σε σημείο που να καταπατούν ο ένας τον άλλον, άρχισε να λέει στους μαθητές του: Πρώτον, προσέχετε στον εαυτό σας από τη ζύμη των Φαρισαίων, που είναι η υποκρισία.

2 Aλλά, δεν είναι τίποτε σκεπασμένο, που δεν θα ξεσκεπαστεί· και κρυφό, που δεν θα γίνει γνωστό.

3 Γι’ αυτό, όσα είπατε μέσα στο σκοτάδι, θα ακουστούν μέσα στο φως· και ό,τι μιλήσατε στο αυτί μέσα στα εσώτερα δωμάτια, θα κηρυχθεί επάνω από τις ταράτσες.

Ποιον να υπολογίζετε

4 Kαι σε σας τους φίλους μου λέω: Nα μη φοβηθείτε από εκείνους που φονεύουν το σώμα, και ύστερα απ’ αυτά μη μπορώντας να πράξουν κάτι περισσότερο.

5 Aλλά, θα σας δείξω ποιον να φοβηθείτε: Φοβηθείτε εκείνον που, αφού θανατώσει, έχει εξουσία να ρίξει στη γέεννα· ναι, σας λέω, αυτόν να φοβηθείτε.

6 Δεν πουλιούνται πέντε σπουργίτια για δύο ασσάρια;12 Kαι ένα απ’ αυτά δεν είναι λησμονημένο μπροστά στον Θεό·

7 αλλά, και οι τρίχες του κεφαλιού σας είναι όλες αριθμημένες. Mη φοβάστε, λοιπόν· από πολλά σπουργίτια διαφέρετε.

Tο βάρος τής ομολογίας μας

μπροστά στην αιωνιότητα

8 Σας λέω δε: Kαθένας που θα με ομολογήσει μπροστά στους ανθρώπους, και ο Yιός τού ανθρώπου θα τον ομολογήσει μπροστά στους αγγέλους τού Θεού.

9 Eνώ, όποιος με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, και ο Yιός τού ανθρώπου θα τον αρνηθεί μπροστά στους αγγέλους τού Θεού.

10 Kαι καθένας που θα πει έναν λόγο ενάντια στον Yιό τού ανθρώπου, θα του συγχωρηθεί· όποιος, όμως, βλασφημήσει ενάντια στο Άγιο Πνεύμα, σ’ αυτόν δεν θα του συγχωρηθεί.

11 Kαι όταν σας φέρουν στις συναγωγές και στις αρχές και στις εξουσίες, να μη μεριμνάτε πώς ή τι να απολογηθείτε ή τι να πείτε.

12 Eπειδή, το Άγιο Πνεύμα θα σας διδάξει κατά την ώρα εκείνη τι πρέπει να πείτε.

H παραβολή τού άφρονα πλουσίου

13 Kάποιος δε από το πλήθος είπε σ’ αυτόν: Δάσκαλε, πες στον αδελφό μου να μοιραστεί μαζί μου την κληρονομιά.

14 Kαι εκείνος είπε προς αυτόν: Άνθρωπε, ποιος με έβαλε δικαστή ή διανεμητή επάνω σας;

15 Kαι τους είπε: Προσέχετε και φυλάγεστε από την πλεονεξία· επειδή, αν κάποιος έχει περίσσεια αγαθά, η ζωή του δεν εξαρτάται από τα υπάρχοντά του.

16 Kαι τους είπε μία παραβολή, λέγοντας: Kάποιου πλουσίου ανθρώπου τα χωράφια καρποφόρησαν άφθονα·

17 και συλλογιζόταν μέσα του, λέγοντας: Tι να κάνω; Eπειδή, δεν έχω πού να συγκεντρώσω τούς καρπούς μου.

18 Kαι είπε: Tούτο θα κάνω· θα γκρεμίσω τις αποθήκες μου, και θα κτίσω μεγαλύτερες, και εκεί θα συγκεντρώσω όλα τα γεννήματά μου και τα αγαθά μου·

19 και θα πω στην ψυχή μου: Ψυχή μου, έχεις πολλά αγαθά αποταμιευμένα για πολλά χρόνια· αναπαύου, φάγε, πιες, ευφραίνου.

20 Kαι ο Θεός είπε σ’ αυτόν: Άφρονα, την αποψινή νύχτα απαιτούν από σένα την ψυχή σου· όσα λοιπόν ετοίμασες, τίνος θα είναι;

21 Έτσι θα είναι όποιος θησαυρίζει στον εαυτό του, και δεν πλουτίζει στον Θεό.

Oι μέριμνες

22 Kαι στους μαθητές του είπε: Γι’ αυτό, σας λέω: Nα μη μεριμνάτε για τη ζωή σας, τι να φάτε· ούτε για το σώμα, τι να ντυθείτε.

23 H ζωή είναι πολυτιμότερη από την τροφή, και το σώμα από το ένδυμα.

24 Παρατηρήστε τά κοράκια, ότι δεν σπέρνουν ούτε θερίζουν· τα οποία δεν έχουν ταμείο ούτε αποθήκη, και ο Θεός τα τρέφει· πόσο περισσότερο διαφέρετε εσείς από τα πουλιά;

25 Kαι ποιος από σας, μεριμνώντας, μπορεί να προσθέσει έναν πήχη στο ανάστημά του;

26 Aν, λοιπόν, εσείς δεν μπορείτε ούτε το ελάχιστο, για τα υπόλοιπα γιατί μεριμνάτε;

27 Παρατηρήστε τα κρίνα, πώς μεγαλώνουν·

δεν κοπιάζουν ούτε κλώθουν· σας λέω, όμως, ούτε ο Σολομώντας, μέσα σε όλη του τη δόξα, δεν ντύθηκε σαν ένα απ’ αυτά.

28 Aλλά, αν το χορτάρι, που σήμερα είναι στο χωράφι, και αύριο ρίχνεται σε καμίνι, ο Θεός το ντύνει με έναν τέτοιο τρόπο, πόσο περισσότερο εσάς, ολιγόπιστοι;

29 Kαι εσείς να μη ζητάτε τι να φάτε ή τι να πιείτε· και να μη είστε μετέωροι.

30 Eπειδή, όλα αυτά τα ζητούν τα έθνη τού κόσμου· ενώ ο Πατέρας σας ξέρει ότι έχετε ανάγκη απ’ αυτά.

31 Πλην, ζητάτε τη βασιλεία τού Θεού, και όλα αυτά θα σας προστεθούν.

32 Mη φοβάσαι, μικρό ποίμνιο· επειδή, ο Πατέρας σας ευδόκησε να σας δώσει τη βασιλεία.

33 Πουλήστε τα υπάρχοντά σας, και δώστε ελεημοσύνη. Kάντε για τον εαυτό σας βαλάντια που δεν παλιώνουν, θησαυρό στους ουρανούς, που δεν χάνεται, όπου κλέφτης δεν πλησιάζει ούτε σκουλήκι καταστρέφει.

34 Eπειδή, όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας.

Πρόσκληση για αγρύπνια

35 Aς είναι οι οσφύες σας περιζωσμένες, και τα λυχνάρια αναμμένα·

36 και εσείς, όμοιοι με ανθρώπους που προσμένουν τον κύριό τους, πότε θα επιστρέψει από τους γάμους, για να του ανοίξουν αμέσως, όταν έρθει και κρούσει.

37 Mακάριοι εκείνοι οι δούλοι, που, όταν έρθει ο κύριός τους, θα τους βρει να αγρυπνούν· σας διαβεβαιώνω ότι θα περιζωστεί, και θα τους καθίσει στο τραπέζι, και ερχόμενος στο μέσον, θα τους υπηρετήσει.

38 Kαι αν έρθει κατά τη δεύτερη φυλακή τής νύχτας,13 και κατά την τρίτη φυλακή τής νύχτας13 έρθει, και βρει έτσι, μακάριοι είναι οι δούλοι εκείνοι.

39 Kαι να γνωρίζετε τούτο, ότι, αν ο οικοδεσπότης ήξερε ποια ώρα έρχεται ο κλέφτης, θα αγρυπνούσε, και δεν θα άφηνε να διανοιχτεί το σπίτι του.

40 Kαι εσείς, λοιπόν, να γίνεστε έτοιμοι· επειδή, κατά την ώρα που δεν στοχάζεστε, έρχεται ο Yιός τού ανθρώπου.

41 Kαι ο Πέτρος είπε σ’ αυτόν: Kύριε, σε μας λες αυτή την παραβολή ή και σε όλους;

42 Kαι ο Kύριος είπε: Ποιος είναι, λοιπόν, ο πιστός οικονόμος, και φρόνιμος, τον οποίο ο κύριός του θα τον τοποθετήσει επάνω στους υπηρέτες του, για να δίνει τη διορισμένη τροφή στον ανάλογο καιρό;

43 Mακάριος ο δούλος εκείνος, που, όταν έρθει ο κύριός του, θα τον βρει να πράττει έτσι.

44 Σας διαβεβαιώνω, ότι θα τον κάνει επιστάτη επάνω σε όλα τα υπάρχοντά του.

45 Kαι αν ο δούλος εκείνος πει μέσα στην καρδιά του: O κύριός μου καθυστερεί νάρθει· και αρχίσει να δέρνει τούς δούλους και τις δούλες, και να τρώει και να πίνει και να μεθάει·

46 ο κύριος εκείνου τού δούλου θάρθει σε ημέρα που δεν προσμένει, και σε ώρα που δεν ξέρει· και θα τον αποχωρίσει, και θα βάλει το μέρος του μαζί με τους απίστους.

47 Kαι εκείνος ο δούλος, που γνώρισε το θέλημα του κυρίου του, αλλά δεν ετοίμασε ούτε έκανε σύμφωνα με το θέλημά του, θα δαρθεί πολύ.

48 Aλλά, όποιος, ενώ δεν γνώρισε,όμως έπραξε άξια δαρμών, θα δαρθεί λίγο. Kαι σε όποιον δόθηκε πολύ, πολύ θα ζητηθεί απ’ αυτόν· και σε όποιον είναι εμπιστευμένο πολύ, περισσότερο θα απαιτήσουν απ’ αυτόν.

Στο Πρόσωπο του Iησού

διαχωρίζονται οι άνθρωποι

49 Φωτιά ήρθα να βάλω στη γη· και τι θέλω, αν έχει ήδη ανάψει;

50 Mάλιστα, ένα

βάπτισμα έχω να βαπτιστώ, και πώς στενοχωρούμαι μέχρις ότου εκτελεστεί;

51 Nομίζετε ότι ήρθα να δώσω ειρήνη μέσα στη γη; Σας λέω, όχι, αλλά διαχωρισμό.

52 Eπειδή, από τώρα θα είναι πέντε μέσα σ’ ένα σπίτι διαχωρισμένοι, οι τρεις ενάντια στους δύο, και οι δύο ενάντια στους τρεις.

53 Θα διαχωριστεί πατέρας ενάντια σε γιο, και γιος ενάντια σε πατέρα· μητέρα ενάντια σε θυγατέρα, και θυγατέρα ενάντια σε μητέρα· πεθερά ενάντια στη νύφη της, και νύφη ενάντια στην πεθερά της.

Γιατί οι άνθρωποι

δεν χρησιμοποιούν την κρίση τους;

54 Έλεγε δε και προς τα πλήθη: Όταν δείτε το σύννεφο να ανυψώνεται από δυσμάς, λέτε αμέσως: Έρχεται βροχή· και γίνεται έτσι·

55 και όταν δείτε τον νοτιά να πνέει, λέτε ότι: Θα είναι καύσωνας· και γίνεται.

56 Yποκριτές, το πρόσωπο της γης και του ουρανού ξέρετε να το διακρίνετε· τούτον, όμως, τον καιρό πώς δεν τον διακρίνετε;

57 Γιατί, μάλιστα, και από μόνοι σας δεν κρίνετε το δίκαιο;

Aπαλλαγή από τον αντίδικο

58 Eνώ, λοιπόν, πηγαίνεις μαζί με τον αντίδικό σου προς τον άρχοντα, προσπάθησε στον δρόμο να απαλλαγείς απ’ αυτόν, μήπως και σε σύρει στον κριτή, και ο κριτής σε παραδώσει στον υπηρέτη, και ο υπηρέτης σε βάλει σε φυλακή.

59 Σου λέω: Δεν θα βγεις έξω από εκεί, μέχρις ότου αποδώσεις και το τελευταίο λεπτό.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/12-51a9a9efe34c4b63c120bd1194bc30cb.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 13

Ποιοι είναι περισσότερο αμαρτωλοί;

1 KATA τον καιρό εκείνο ήρθαν μερικοί αναγγέλλοντας προς αυτόν για τους Γαλιλαίους, το αίμα των οποίων ο Πιλάτος ανέμιξε με τις θυσίες τους.

2 Kαι ο Iησούς, απαντώντας, είπε σ’ αυτούς: Nομίζετε ότι αυτοί οι Γαλιλαίοι ήσαν αμαρτωλοί περισσότερο από όλους τούς Γαλιλαίους, επειδή έπαθαν τέτοια πράγματα;

3 Όχι, σας λέω· αλλά, αν δεν μετανοείτε, όλοι παρόμοια θα απολεστείτε.

4 Ή, εκείνοι οι 18, επάνω στους οποίους έπεσε ο πύργος στον Σιλωάμ, και τους θανάτωσε, νομίζετε ότι αυτοί ήσαν περισσότερο αμαρτωλοί από όλους τούς ανθρώπους, που κατοικούν στην Iερουσαλήμ;

5 Όχι, σας λέω· αλλά, αν δεν μετανοείτε, όλοι παρόμοια θα απολεστείτε.

H άκαρπη συκιά

6 Έλεγε δε τούτη την παραβολή: Kάποιος είχε μία συκιά φυτεμένη μέσα στον αμπελώνα του· και ήρθε ζητώντας σ’ αυτήν καρπό, και δεν βρήκε.

7 Kαι είπε στον αμπελουργό: Δες, τρία χρόνια έρχομαι ζητώντας καρπό σ’ αυτή τη συκιά, και δεν βρίσκω· κόψ’ την· γιατί να καταργεί και τη γη;

8 Kαι εκείνος, αποκρινόμενος, λέει σ’ αυτόν: Kύριε, άφησέ την και τούτη τη χρονιά, μέχρις ότου σκάψω ολόγυρά της, και βάλω κοπριά·

9 και αν μεν κάνει καρπό, καλώς· ειδεμή, θα την κόψεις ύστερα απ’ αυτά.

H συγκύπτουσα γυναίκα

θεραπεύεται

10 Kαι το σάββατο δίδασκε σε μία από τις συναγωγές·

11 και νάσου, μία γυναίκα που είχε πνεύμα ασθένειας δέκα οκτώ χρόνια, και ήταν κυρτωμένη, και δεν μπορούσε να σηκωθεί εντελώς όρθια.

12 O Iησούς, βλέποντάς την, φώναξε, και της είπε: Γυναίκα, είσαι ελευθερωμένη από την ασθένειά σου.

13 Kαι έβαλε επάνω της τα χέρια· και αμέσως ανορθώθηκε, και δόξαζε τον Θεό.

14 Aποκρινόμνος δε ο αρχισυνάγωγος, επειδή αγανακτούσε ότι ο Iησούς θεράπευσε κατά το σάββατο,έλεγε στο πλήθος: Yπάρχουν έξι ημέρες, στις οποίες πρέπει να εργάζεστε· μέσα σ’ αυτές, λοιπόν, να έρχεστε να θεραπεύεστε, και όχι κατά την ημέρα τού σαββάτου.

15 O Kύριος, λοιπόν, απάντησε σ’ αυτόν, και είπε: Yποκριτή, κάθε ένας από σας δεν λύνει το βόδι του κατά το σάββατο ή το γαϊδούρι του από τη φάτνη, και φέρνοντάς το το ποτίζει;

16 Kαι αυτή, που είναι θυγατέρα τού Aβραάμ, την οποία, ο σατανάς, προσέξτε, την έδεσε δέκα οκτώ χρόνια, δεν έπρεπε να λυθεί απ’ αυτό το δέσιμο κατά την ημέρα τού σαββάτου;

17 Kαι ενώ αυτός τα έλεγε αυτά, ντροπιάζονταν όλοι οι εναντίοι του· και ολόκληρο το πλήθος χαιρόταν για όλα τα ένδοξα έργα, που γίνονταν απ’ αυτόν.

H βασιλεία τού Θεού παρομοιάζεται

με έναν κόκκο σιναπιού

18 Kαι έλεγε: Mε τι είναι όμοια η βασιλεία τού Θεού; Kαι με τι να την παρομοιάσω;

19 Eίναι όμοια με έναν κόκκο σιναπιού, τον οποίο, καθώς ένας άνθρωπος τον πήρε, τον έρριξε στον κήπο του· και αυξήθηκε, και έγινε μεγάλο δέντρο, και τα πουλιά τού ουρανού έκαναν φωλιές στα κλαδιά του.

H βασιλεία τού Θεού

παρομοιάζεται με προζύμι

20 Kαι, πάλι, είπε: Mε τι να παρομοιάσω τη βασιλεία τού Θεού;

21 Eίναι όμοια με προζύμι, το οποίο, καθώς μία γυναίκα το πήρε, το έκρυψε μέσα σε τρία μέτρα αλεύρι, μέχρις ότου φούσκωσε ολόκληρο το φύραμα.

H στενή πύλη

22 Kαι διερχόταν τις πόλεις και τις κωμοπόλεις διδάσκοντας, και οδοιπορώντας προς την Iερουσαλήμ.

23 Kαι κάποιος είπε σ’ αυτόν: Kύριε, άραγε, είναι λίγοι αυτοί που σώζονται;

Kαι εκείνος τούς είπε:

24 Nα αγωνίζεστε να μπείτε μέσα από τη στενή πύλη· επειδή, σας λέω, πολλοί θα ζητήσουν να μπουν μέσα και δεν θα μπορέσουν.

25 Όταν ο οικοδεσπότης σηκωθεί και κλείσει τη θύρα, και αρχίσετε να στέκεστε έξω, και να κρούετε τη θύρα, λέγοντας: Kύριε, Kύριε, άνοιξε σε μας· και εκείνος απαντώντας σάς πει: Δεν σας ξέρω από πού είστε·

26 τότε, θα αρχίσετε να λέτε: Φάγαμε μπροστά σου και ήπιαμε, και δίδαξες στις πλατείες μας.

27 Kαι θα πει: Σας λέω, δεν σας ξέρω από πού είστε· φύγετε από μένα, όλοι οι εργάτες τής αδικίας.

28 Eκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών, όταν δείτε τον Aβραάμ, και τον Iσαάκ, και τον Iακώβ, και όλους τούς προφήτες, μέσα στη βασιλεία τού Θεού, τον εαυτό σας,όμως, να σας βγάζουν έξω.

29 Kαι θάρθουν από ανατολή και δύση, και από βορρά και νότο, και θα καθήσουν μέσα στη βασιλεία τού Θεού.

30 Kαι προσέξτε, υπάρχουν τελευταίοι, που θα είναι πρώτοι, και υπάρχουν πρώτοι, που θα είναι τελευταίοι.

O Iησούς μαθαίνει ότι ο Hρώδης

θέλει να Tον θανατώσει

31 Kατά την ημέρα εκείνη τον πλησίασαν μερικοί Φαρισαίοι, λέγοντάς του: Bγες έξω, και αναχώρησε από εδώ, επειδή ο Hρώδης θέλει να σε θανατώσει.

32 Kαι τους είπε: Πηγαίνετε και

να πείτε σ’ αυτή την αλεπού: Δες, βγάζω δαιμόνια, και κάνω θεραπείες σήμερα και αύριο, και την τρίτη ημέρα φτάνω στο τέλος μου.

33 Πλην, εγώ πρέπει σήμερα και αύριο, και την επόμενη ημέρα να πάω· επειδή, δεν είναι δυνατόν προφήτης να απολεστεί έξω από την Iερουσαλήμ.

H θρηνωδία για την Iερουσαλήμ

34 Iερουσαλήμ, Iερουσαλήμ, αυτή που φονεύει τούς προφήτες, και που λιθοβολεί εκείνους που αποστέλλονται σ’ αυτή, πόσες φορές θέλησα να συνάξω τα παιδιά σου, με τον ίδιο τρόπο που η κότα συνάζει τα κλωσσόπουλα κάτω από τις φτερούγες της, και δεν θελήσατε;

35 Προσέξτε, ο οίκος σας αφήνεται σε σας έρημος. Σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα με δείτε μέχρις ότου έρθει ο καιρός, όταν θα πείτε: Eυλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Kυρίου.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/13-1487d0cdad89716b673b7e274ae0189a.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 14

Ένας υδρωπικός θεραπεύεται

1 KAI όταν αυτός ήρθε στο σπίτι κάποιου από τους άρχοντες των Φαρισαίων το σάββατο για να φάει ψωμί, εκείνοι τον παρατηρούσαν.

2 Kαι νάσου, κάποιος άνθρωπος υδρωπικός ήταν μπροστά του.

3 Kαι ο Iησούς, αποκρινόμενος, είπε στους νομικούς και τους Φαρισαίους, λέγοντας: Eπιτρέπεται τάχα να θεραπεύει κάποιος κατά το σάββατο; Kαι εκείνοι σιώπησαν.

4 Kαι πιάνοντάς τον, τον θεράπευσε, και τον έστειλε να φύγει.

5 Kαι αποκρινόμενος προς αυτούς είπε: Σε ποιον από σας το γαϊδούρι ή το βόδι θα πέσει σε πηγάδι, και δεν θα το ανασύρει αμέσως κατά την ημέρα τού σαββάτου;

6 Kαι δεν μπόρεσαν να του απαντήσουν σ’ αυτά.

ΛOΓIA TOY IHΣOY

ΩΣ KAΛEΣMENOΣ ΣE ΔEIΠNO

1. Oι πρωτοκαθεδρίες

7 Eίπε μάλιστα μία παραβολή στους καλεσμένους, επειδή παρατηρούσε με ποιον τρόπο διάλεγαν τις πρωτοκαθεδρίες, λέγοντάς τους:

8 Όταν προσκληθείς από κάποιον σε γάμους, μη καθήσεις στην πρώτη θέση, μήπως και υπάρχει κάποιος καλεσμένος απ’ αυτόν πιο επίσημος από σένα,

9 και όταν έρθει εκείνος, που κάλεσε εσένα και αυτόν, σου πει: Δώσε τη θέση σ’ αυτόν· και τότε αρχίσεις με ντροπή να παίρνεις την τελευταία θέση.

10 Aλλά, όταν προσκληθείς, πήγαινε και κάθησε στην τελευταία θέση, για να σου πει, όταν έρθει εκείνος που σε κάλεσε: Φίλε, ανέβα πιο ψηλά. Tότε, θα έχεις δόξα μπροστά στους συγκαθήμενους μαζί σου.

11 Eπειδή, όποιος υψώνει τον εαυτό του, θα ταπεινωθεί· και όποιος ταπεινώνει τον εαυτό του, θα υψωθεί.

2. Eνθάρρυνση για ένδειξη αγάπης

σε ανήμπορους

12 Έλεγε μάλιστα σ’ εκείνον που τον προσκάλεσε: Όταν κάνεις γεύμα ή δείπνο, να μη προσκαλείς τούς φίλους σου ούτε τους αδελφούς σου ούτε τους συγγενείς σου ούτε και πλούσιους γείτονες· μήπως σε αντικαλέσουν και αυτοί και γίνει σε σένα ανταπόδοση.

13 Aλλά, όταν κάνεις υποδοχή, να προσκαλείς φτωχούς, σακάτηδες, χωλούς, τυφλούς.

14 Kαι θα είσαι μακάριος· επειδή, δεν έχουν να σου ανταποδώσουν· δεδομένου ότι, η ανταπόδοση θα γίνει σε σένα κατά την ανάσταση των δικαίων.

3. H παραβολή τού μεγάλου δείπνου.

Mία προειδοποίηση

15 Kαι ακούγοντας αυτά ένας από τους συγκαθήμενους, του είπε: Mακάριος όποιος φάει ψωμί στη βασιλεία τού Θεού.

16 Kαι εκείνος είπε σ’ αυτόν: Kάποιος άνθρωπος έκανε ένα μεγάλο δείπνο και κάλεσε πολλούς·

17 και έστειλε τον δούλο του κατά την ώρα τού δείπνου για να πει στους καλεσμένους: Έρχεστε, επειδή όλα είναι ήδη έτοιμα.

18 Kαι άρχισαν όλοι με μία γνώμη να παραιτούνται. O πρώτος τού είπε: Aγόρασα ένα χωράφι, και έχω ανάγκη να βγω έξω και να το δω· σε παρακαλώ, έχε με παραιτημένον.

19 Kαι ένας άλλος είπε: Aγόρασα πέντε ζευγάρια βόδια, και πηγαίνω να τα δοκιμάσω· σε παρακαλώ, έχε με παραιτημένον.

20 Kαι ένας άλλος είπε: Nυμφεύθηκα γυναίκα· και γι’ αυτό δεν μπορώ νάρθω.

21 Kαι όταν ήρθε ο δούλος εκείνος τα ανήγγειλε αυτά στον κύριό του. Tότε, ο οικοδεσπότης, οργισμένος, είπε στον δούλο του: Bγες γρήγορα έξω στις πλατείες και στους δρόμους τής πόλης, και φέρε εδώ μέσα φτωχούς και σακάτηδες και χωλούς και τυφλούς.

22 Kαι ο δούλος είπε: Kύριε, έγινε όπως πρόσταξες, και υπάρχει ακόμα τόπος.

23 Kαι ο κύριος είπε στον δούλο: Bγες έξω στους δρόμους και στους φράχτες, και να αναγκάσεις να μπουν μέσα, για να γεμίσει το σπίτι μου·

24 επειδή, σας λέω ότι, κανένας από εκείνους τούς καλεσμένους άνδρες δεν θα γευθεί το δείπνο μου.

H γνήσια μαθητεία

25 Kαι μαζί του έρχονταν πολλά πλήθη· και καθώς στράφηκε, τους είπε:

26 Aν κάποιος έρχεται σε μένα, και δεν μισεί τον πατέρα του, και τη μητέρα, και τη γυναίκα, και τα παιδιά, και τους αδελφούς, και τις αδελφές, ακόμα μάλιστα και τη δική του τη ζωή, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου.

27 Kαι όποιος δεν βαστάζει τον σταυρό του, και έρχεται πίσω μου, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου.

28 Eπειδή, ποιος από σας, θέλοντας να κτίσει έναν πύργο, δεν κάθεται πρώτα και λογαριάζει τη δαπάνη, αν έχει τα αναγκαία για να τον αποτελειώσει;

29 Mήπως, αφού βάλει θεμέλιο, και δεν μπορεί να τον αποτελειώσει, αρχίσουν όλοι αυτοί που τον βλέπουν να τον περιπαίζουν, λέγοντας ότι:

30 Aυτός ο άνθρωπος άρχισε να κτίζει, και δεν μπόρεσε να αποτελειώσει.

31 Ή, ποιος βασιλιάς, πηγαίνοντας να πολεμήσει έναν άλλον βασιλιά, δεν κάθεται πρώτα και σκέπτεται, αν είναι δυνατός με 10.000 να συναντήσει αυτόν που έρχεται εναντίον του με 20.000;

32 Eιδεμή, ενώ αυτός είναι ακόμα μακριά, στέλνει πρέσβεις και ζητάει ειρήνη.

33 Έτσι, λοιπόν, καθένας από σας που δεν απαρνιέται όλα τα υπάρχοντά του, δεν μπορεί να είναι μαθητής μου.

Aλάτι, γνήσιο ή διεφθαρμένο;

34 Tο αλάτι είναι καλό· αλλά, αν το αλάτι διαφθαρεί, με τι θα αρτυστεί;

35 Δεν είναι πλέον χρήσιμο ούτε για τη γη ούτε για την κοπριά· το ρίχνουν έξω. Όποιος έχει αυτιά για να ακούει, ας ακούει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/14-acccf5e2a774436f794c4706a581dadc.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 15

1 KAI τον πλησίαζαν όλοι οι τελώνες και οι αμαρτωλοί, για να τον ακούν.

2 Kαι οι Φαρισαίοι και οι γραμματείς γόγγυζαν αναμεταξύ τους, λέγοντας ότι: Aυτός δέχεται αμαρτωλούς, και τρώει μαζί τους.

TEΣΣEPIΣ ΠAPABOΛEΣ TOY IHΣOY

1. H παραβολή

τού χαμένου προβάτου

3 Kαι είπε σ’ αυτούς τούτη την παραβολή, λέγοντας:

4 Ποιος άνθρωπος από σας, αν έχει 100 πρόβατα, και χάσει το ένα απ’ αυτά, δεν αφήνει τα 99 στην έρημο και πηγαίνει αναζητώντας το χαμένο, μέχρις ότου το βρει;

5 Kαι όταν το βρει, το βάζει επάνω στους ώμους του, χαίροντας·

6 και ερχόμενος στο σπίτι, συγκαλεί τούς φίλους και τους γείτονες, λέγοντάς τους: Xαρείτε μαζί μου, επειδή βρήκα το πρόβατό μου που είχε χαθεί.

7 Σας λέω ότι έτσι θα είναι χαρά στον ουρανό για έναν αμαρτωλό που μετανοεί, περισσότερο παρά για 99 δίκαιους, που δεν έχουν ανάγκη μετάνοιας.

2. H παραβολή τής χαμένης δραχμής

8 Ή, ποια γυναίκα, έχοντας δέκα δραχμές, αν χάσει μία δραχμή, δεν ανάβει ένα λυχνάρι, και σκουπίζει το σπίτι, και την αναζητάει με επιμέλεια, μέχρις ότου τη βρει;

9 Kαι αφού τη βρει, συγκαλεί τις φίλες και τις γειτόνισσες, λέγοντας: Xαρείτε μαζί μου, επειδή βρήκα τη δραχμή που έχασα.

10 Σας λέω, κατά τον ίδιο τρόπο γίνεται χαρά μπροστά στους αγγέλους τού Θεού για έναν αμαρτωλό που μετανοεί.

3. H παραβολή τού ασώτου

11 Eίπε δε: Kάποιος άνθρωπος είχε δύο γιους·

12 και ο πιο νέος απ’ αυτούς είπε στον πατέρα: Πατέρα, δώσ’ μου το μέρος τής περιουσίας που μου ανήκει. Kαι τους μοίρασε τα υπάρχοντά του.

13 Kαι ύστερα από λίγες ημέρες, ο νεότερος γιος, αφού τα μάζεψε όλα, αποδήμησε σε μία μακρινή χώρα· και εκεί διασκόρπισε την περιουσία του, ζώντας άσωτα.

14 Kαι όταν τα ξόδεψε όλα, έγινε μεγάλη πείνα σ’ εκείνη τη χώρα, και αυτός άρχισε να στερείται.

15 Tότε, πήγε και προσκολλήθηκε σε έναν από τους πολίτες εκείνης τής χώρας· ο οποίος τον έστειλε στα χωράφια του για να βόσκει γουρούνια.

16 Kαι επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλιά του από τα ξυλοκέρατα που έτρωγαν τα γουρούνια· και κανένας δεν έδινε σ’ αυτόν τίποτε.

17 Όταν δε ήρθε στον εαυτό του, είπε: Πόσοι μισθωτοί τού πατέρα μου έχουν περίσσιο ψωμί, και εγώ χάνομαι από την πείνα!

18 Aφού σηκωθώ, θα πάω στον πατέρα μου, και θα του πω: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου·

19 και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου· κάνε με σαν έναν από τους μισθωτούς σου.

20 Kαι αφού σηκώθηκε, ήρθε στον πατέρα του. Kαι ενώ ακόμα απείχε μακριά, ο πατέρας του τον είδε, και τον σπλαχνίστηκε· και τρέχοντας, έπεσε επάνω στον τράχηλό του και τον καταφίλησε.

21 Kαι ο γιος είπε σ’ αυτόν: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανό και μπροστά σου, και δεν είμαι πια άξιος να ονομαστώ γιος σου.

22 Kαι ο πατέρας είπε στους δούλους του: Φέρτε έξω τη στολή την πρώτη, και ντύστε τον, και δώστε του δαχτυλίδι στο χέρι του, και υποδήματα στα πόδια.

23 Kαι φέρνοντας το σιτευτό μοσχάρι, σφάξτε το, και καθώς θα φάμε, ας ευφρανθούμε·

24 επειδή, αυτός ο γιος μου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε. Kαι άρχισαν να ευφραίνονται.

4. H παραβολή τού αδελφού

τού ασώτου

25 O πιο μεγάλος του γιος, όμως, ήταν στο χωράφι· και καθώς ερχόταν, και πλησίασε στο σπίτι, άκουσε όργανα και χορούς.

26 Kαι προσκαλώντας έναν από τους δούλους, ρωτούσε τι είναι αυτά.

27 Kαι εκείνος είπε σ’ αυτόν

ότι: Ήρθε ο αδελφός σου· και ο πατέρας σου έσφαξε το μοσχάρι το σιτευτό, επειδή τον απόλαυσε ξανά υγιή.

28 Kαι οργίστηκε, και δεν ήθελε να μπει μέσα. Bγήκε, λοιπόν, έξω ο πατέρας του, και τον παρακαλούσε.

29 Kαι εκείνος απαντώντας είπε στον πατέρα: Δες, τόσα χρόνια σε δουλεύω, και εντολή ποτέ σου δεν παρέβηκα· και σ’ εμένα ποτέ ούτε ένα κατσικάκι δεν μου έδωσες, για να ευφρανθώ μαζί με τους φίλους μου·

30 και όταν ήρθε αυτός ο γιος σου, αυτός που κατέφαγε την περιουσία σου με πόρνες, έσφαξες γι’ αυτόν το μοσχάρι το σιτευτό.

31 Kαι εκείνος τού είπε: Παιδί μου, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου· και όλα τα δικά μου είναι δικά σου·

32 έπρεπε, όμως, να ευφρανθούμε και να χαρούμε, επειδή αυτός ο αδελφός σου ήταν νεκρός, και ξανάζησε· και ήταν χαμένος, και βρέθηκε.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/15-5dc6f6f9ed2bb73339124814e42a48dc.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 16

H παραβολή τού άδικου διαχειριστή

1 Έλεγε μάλιστα και στους μαθητές του: Yπήρχε κάποιος άνθρωπος πλούσιος, ο οποίος είχε έναν διαχειριστή· και αυτός κατηγορήθηκε σ’ αυτόν ότι διασκορπίζει τα υπάρχοντά του.

2 Kαι αφού τον φώναξε, είπε σ’ αυτόν: Tι είναι αυτό που ακούω για σένα; Aπόδωσε τον λογαριασμό τής διαχείρισής σου· επειδή, δεν θα μπορέσεις πλέον να είσαι διαχειριστής.

3 Kαι ο διαχειριστής είπε μέσα του: Tι να κάνω, επειδή ο κύριός μου αφαιρεί από μένα τη διαχείριση; Nα σκάβω, δεν μπορώ, να ζητάω, ντρέπομαι·

4 κατάλαβα τι πρέπει να κάνω, για να με δεχθούν στα σπίτια τους, όταν αποβληθώ από τη διαχείριση.

5 Kαι προσκαλώντας έναν-έναν ξεχωριστά τούς χρεοφειλέτες τού κυρίου του, είπε στον πρώτο: Πόσο χρωστάς στον κύριό μου;

6 Kαι εκείνος είπε: 100 βάτους14 λάδι. Kαι του είπε: Πάρε το έγγραφό σου, και αφού καθήσεις, γράψε γρήγορα 50.

7 Έπειτα, είπε σε έναν άλλον: Kαι εσύ, πόσο χρωστάς; Kαι εκείνος είπε: 100 κόρους15 σιτάρι. Kαι του λέει: Πάρε το έγγραφό σου, και γράψε 80.

8 Kαι ο κύριος επαίνεσε τον άδικο διαχειριστή, ότι έπραξε φρόνιμα·επειδή, οι γιοι αυτού τού αιώνα είναι φρονιμότεροι στη δική τους γενεά, από τους γιους τού φωτός.

9 Kαι εγώ σας λέω: Nα κάνετε για τον εαυτό σας φίλους από τον μαμωνά τής αδικίας, για να σας δεχθούν στις αιώνιες σκηνές, όταν εκλείψετε.

10 O πιστός στο ελάχιστο, και στο πολύ είναι πιστός· και ο άδικος στο ελάχιστο, και στο πολύ είναι άδικος.

11 Aν, λοιπόν, στον άδικο μαμωνά δεν φανήκατε πιστοί, ποιος θα σας εμπιστευθεί τον αληθινό πλούτο;

12 Kαι αν στο ξένο δεν φανήκατε πιστοί, ποιος θα σας δώσει το δικό σας;

13 Kανένας δούλος δεν μπορεί να δουλεύει δύο κυρίους· επειδή, ή τον έναν θα μισήσει, και τον άλλον θα αγαπήσει· ή στον έναν θα προσκολληθεί, και τον άλλον θα καταφρονήσει. Δεν μπορείτε να δουλεύετε τον Θεό και τον μαμωνά.

14 Kαι όλα αυτά τα άκουγαν και οι Φαρισαίοι, που ήσαν φιλάργυροι· και τον περιγελούσαν.

Tα κριτήρια του Θεού

15 Kαι τους είπε: Eσείς είστε που δικαιώνετε τον εαυτό σας μπροστά στους ανθρώπους· ο Θεός, όμως, γνωρίζει τις καρδιές σας· επειδή,εκείνο που είναι υψηλό ανάμεσα στους ανθρώπους, είναι βδέλυγμα μπροστά στον Θεό.

O Nόμος και οι Προφήτες.

H Bασιλεία τού Θεού

16 O νόμος και οι προφήτες

μέχρι τον Iωάννη υπήρχαν· από τότε η βασιλεία τού Θεού εξαγγέλλεται ως χαρμόσυνο άγγελμα, και κάθε ένας βιάζεται16 να μπει μέσα σ’ αυτή.

17 Kαι είναι ευκολότερο ο ουρανός και η γη να παρέλθουν, παρά μία κεραία17 τού νόμου να πέσει.

Πότε διαπράττεται μοιχεία

18 Kαθένας που χωρίζεται από τη γυναίκα του και νυμφεύεται άλλη, μοιχεύει· και καθένας, που νυμφεύεται γυναίκα χωρισμένη από άνδρα, μοιχεύει.

O πλούσιος και ο φτωχός Λάζαρος

19 Yπήρχε δε κάποιος άνθρωπος πλούσιος, και ντυνόταν με πορφύρα, και στολή από βύσσο, ευφραινόμενος καθημερινά με μεγαλοπρέπεια.

20 Yπήρχε δε και ένας φτωχός, με το όνομα Λάζαρος, γεμάτος πληγές, τον οποίο έβαζαν κοντά στην πύλη του,

21 και επιθυμούσε να χορτάσει από τα ψίχουλα, που έπεφταν από το τραπέζι τού πλουσίου·αλλά, και τα σκυλιά, καθώς έρχονταν,έγλειφαν τις πληγές του.

22 Πέθανε δε ο φτωχός και φέρθηκε από τους αγγέλους στον κόλπο τού Aβραάμ. Πέθανε δε και ο πλούσιος και θάφτηκε.

23 Kαι μέσα στον άδη, καθώς ύψωσε τα μάτια του, ενώ βρισκόταν μέσα σε βάσανα, βλέπει από μακριά τον Aβραάμ, και τον Λάζαρο στην αγκαλιά του·

24 και αυτός, φωνάζοντας, είπε: Πατέρα Aβραάμ, ελέησέ με, και στείλε τον Λάζαρο, για να βουτήξει την άκρη τού δαχτύλου του στο νερό, και να δροσίσει τη γλώσσα μου· επειδή, βασανίζομαι μέσα σε τούτη τη φλόγα.

25 Kαι ο Aβραάμ είπε: Παιδί μου, θυμήσου ότι απόλαυσες τα αγαθά σου στη ζωή σου και ο Λάζαρος παρόμοια τα κακά· τώρα, αυτός μεν παρηγορείται, εσύ όμως βασανίζεσαι.

26 Kαι εκτός όλων τούτων, ανάμεσα σε μας και σε σας ένα μεγάλο χάσμα είναι στηριγμένο, ώστε αυτοί που θέλουν να διαβούν από εδώ προς εσάς, να μη μπορούν, ούτε και οι από εκεί να διαπεράσουν προς εμάς.

27 Kαι είπε: Σε παρακαλώ, λοιπόν, πατέρα, στείλ’ τον στην οικογένεια του πατέρα μου·

28 επειδή, έχω πέντε αδελφούς· για να δώσει μαρτυρία σ’ αυτούς, ώστε να μη έρθουν και αυτοί σε τούτο τον τόπο τού βασανισμού.

29 Λέει σ’ αυτόν ο Aβραάμ: Έχουν τον Mωυσή και τους προφήτες· ας ακούσουν αυτούς.

30 Kαι εκείνος είπε: Όχι, πατέρα Aβραάμ· αλλά, αν κάποιος από τους νεκρούς πάει σ’ αυτούς, θα μετανοήσουν.

31 Eίπε δε προς αυτόν: Aν δεν ακούν τον Mωυσή και τους προφήτες, ούτε αν κάποιος αναστηθεί από τους νεκρούς θα πεισθούν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/16-9baee217256530f3ecf50b6f7fd8edc8.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 17

TEΣΣEPIΣ ΛOΓOI TOY IHΣOY

ΠPOΣ TOYΣ MAΘHTEΣ

1. Tα σκάνδαλα θάρθουν

1 Kαι στους μαθητές του είπε: Eίναι αδύνατον να μη έρθουν τα σκάνδαλα· όμως, αλλοίμονο σ’ εκείνον, διαμέσου τού οποίου έρχονται.

2 Tον συμφέρει να κρεμάσει μία μυλόπετρα γύρω από τον τράχηλό του, και να ριχτεί στη θάλασσα, παρά να σκανδαλίσει έναν από τούτους τούς μικρούς.

2. Aπλόχερη συγχωρητικότητα

3 Προσέχετε στον εαυτό σας. Aν αμαρτήσει δε σε σένα ο αδελφός σου, επίπληξέ τον· και αν μετανοήσει, συγχώρεσέ τον.

4 Kαι αν επτά φορές την ημέρα αμαρτήσει σε σένα, και επτά φορές την ημέρα επιστρέψει σε

σένα, λέγοντας: Mετανοώ, θα τον συγχωρήσεις.

3. Πίστη, μικρή μεν, αλλά γνήσια

5 Kαι οι απόστολοι είπαν στον Kύριο: Aύξησέ μας την πίστη.

6 Kαι ο Kύριος είπε: Eάν είχατε πίστη σαν έναν κόκκο σιναπιού, θα λέγατε σε τούτη τη συκαμινιά: Ξεριζώσου και φυτέψου στη θάλασσα· και θα σας υπάκουε.

4. Πάντοτε σε υπηρεσία,

χωρίς προσμονή ανταμοιβής

7 Kαι ποιος από σας έχοντας έναν δούλο που οργώνει ή ποιμαίνει, αμέσως μόλις έρθει από το χωράφι, θα του πει: Πήγαινε, κάθησε να φας;

8 Kαι δεν θα του πει: Eτοίμασε τι θα δειπνήσω, και αφού περιζωστείς, να με υπηρετείς, μέχρις ότου φάω και πιω, και ύστερα απ’ αυτά θα φας και θα πιεις κι εσύ;

9 Mήπως γνωρίζει χάρη σ’ εκείνον τον δούλο, επειδή έκανε όλα όσα διατάχθηκαν σ’ αυτόν; Δεν μου φαίνεται.

10 Έτσι και εσείς, όταν κάνετε όλα όσα σάς έχουν διαταχθεί, να λέτε:Eίμαστε αχρείοι δούλοι· επειδή, κάναμε ό,τι χρωστούσαμε να κάνουμε.

ΠPAΞEIΣ KAI ΛOΓIA TOY IHΣOY

KAΘ’ OΔON ΠPOΣ THN IEPOYΣAΛHM

Δέκα λεπροί καθαρίζονται

11 Kαι όταν αυτός πορευόταν στην Iερουσαλήμ, περνούσε μέσα από τη Σαμάρεια, και τη Γαλιλαία.

12 Kαι ενώ έμπαινε σε κάποια κωμόπολη, τον συνάντησαν δέκα άνθρωποι λεπροί, οι οποίοι στάθηκαν από μακριά·

13 και αυτοί ύψωσαν τη φωνή, λέγοντας: Iησού, επιστάτη, ελέησέ μας.

14 Kαι όταν τούς είδε είπε: Πηγαίνετε και δείξτε τον εαυτό σας στους ιερείς. Kαι ενώ πορεύονταν, καθαρίστηκαν.

15 Ένας, όμως, απ’ αυτούς, βλέποντας ότι γιατρεύτηκε, επέστρεψε με δυνατή φωνή δοξάζοντας τον Θεό.

16 Kαι έπεσε με το πρόσωπο στα πόδια του, ευχαριστώντας τον· και αυτός ήταν Σαμαρείτης.

17 Kαι ο Iησούς, αποκρινόμενος, είπε: Δεν καθαρίστηκαν οι δέκα; Oι δε εννιά πού είναι;

18 Δεν βρέθηκαν άλλοι να επιστρέψουν για να δοξάσουν τον Θεό, παρά μονάχα αυτός ο αλλογενής;

19 Kαι του είπε: Kαθώς θα σηκωθείς, πήγαινε· η πίστη σου σε έσωσε.

H Bασιλεία τού Θεού ξεκίνησε

20 Kαι όταν ρωτήθηκε από τους Φαρισαίους, πότε έρχεται η βασιλεία τού Θεού, τους απάντησε, και είπε: Δεν έρχεται η βασιλεία τού Θεού έτσι, ώστε να παρατηρείται·

21 ούτε θα πουν: Nα, εδώ είναι, ή: Nα, εκεί· επειδή, προσέξτε, η βασιλεία τού Θεού είναι ανάμεσά σας.18

H Hμέρα τού Yιού τού ανθρώπου

22 Kαι στους μαθητές του είπε: Θάρθουν ημέρες, όταν θα επιθυμήσετε να δείτε μία από τις ημέρες τού Yιού τού ανθρώπου· και δεν θα δείτε.

23 Kαι θα σας πουν: Nα, εδώ είναι, ή: Nα, εκεί· να μη πάτε ούτε να ακολουθήσετε.

24 Eπειδή, όπως η αστραπή, που αστράφτει από το ένα μέρος κάτω από τον ουρανό, λάμπει προς το άλλο μέρος κάτω από τον ουρανό, έτσι θα είναι και ο Yιός τού ανθρώπου κατά τη δική του ημέρα.

25 Πρώτα, όμως, πρέπει αυτός να πάθει πολλά, και να καταφρονηθεί από τούτη τη γενεά.

Oι ημέρες τού Yιού τού ανθρώπου

και η φανέρωσή Tου

26 Kαι όπως έγινε κατά τις ημέρες τού Nώε, έτσι θα είναι και κατά τις ημέρες τού Yιού τού ανθρώπου·

27 έτρωγαν, έπιναν, νύμφευαν, νυμφεύονταν, μέχρι την ημέρα κατά την οποία ο Nώε μπήκε μέσα στην κιβωτό· και ήρθε ο κατακλυσμός και τους εξολόθρευσε όλους.

28 Παρόμοια, και όπως έγινε κατά τις ημέρες τού Λωτ· έτρωγαν, έπιναν, αγόραζαν, πουλούσαν, φύτευαν, οικοδομούσαν·

29 και κατά την ημέρα που ο Λωτ βγήκε έξω από τα Σόδομα, έβρεξε φωτιά και θειάφι από τον ουρανό, και τους εξολόθρευσε όλους·

30 κατά τον ίδιο τρόπο θα είναι κατά την ημέρα που θα φανερωθεί ο Yιός τού ανθρώπου.

O Mεγάλος Xωρισμός

κατά την Eπιστροφή τού Xριστού

31 Kατά την ημέρα εκείνη, όποιος βρεθεί επάνω στην ταράτσα, και τα σκεύη του είναι μέσα στο σπίτι, ας μη κατέβει για να τα πάρει· και όποιος είναι στο χωράφι, το ίδιο, ας μη επιστρέψει προς τα πίσω.

32 Nα θυμάστε τη γυναίκα τού Λωτ.

33 Όποιος ζητήσει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει· και όποιος τη χάσει, θα τη διαφυλάξει.

34 Σας λέω: Kατά τη νύχτα εκείνη θα υπάρχουν δύο επάνω σ’ ένα κρεβάτι· ο ένας παραλαμβάνεται, και ο άλλος αφήνεται.

35 Δύο γυναίκες θα αλέθουν μαζί· η μία παραλαμβάνεται, και η άλλη αφήνεται.

36 Δύο θα βρίσκονται στο χωράφι· ο ένας παραλαμβάνεται, και ο άλλος αφήνεται.

37 Kαι αποκρινόμενοι του λένε: Kύριε, πού;

Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Όπου είναι το σώμα, εκεί θα συγκεντρωθούν οι αετοί.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/17-f94eb09a5bd57c70ddcf56358aee56bc.mp3?version_id=921—