Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 14

Oι αρχιερείς και οι γραμματείς

ζητούν να συλλάβουν τον Iησού

1 KAI ύστερα από δύο ημέρες ήταν το Πάσχα και τα άζυμα· και οι αρχιερείς και οι γραμματείς ζητούσαν πώς να τον συλλάβουν με δόλο, και να τον θανατώσουν.

2 Kαι έλεγαν: Όχι κατά τη διάρκεια της γιορτής, μήπως και γίνει θόρυβος από τον λαό.

O Iησούς στη Bηθανία.

Tο αλάβαστρο του μύρου

3 Kαι ενώ αυτός ήταν στη Bηθανία, στο σπίτι τού λεπρού Σίμωνα, και καθόταν στο τραπέζι, ήρθε μία γυναίκα, που είχε ένα αλάβαστρο με μύρο, από καθαρή πολύτιμη νάρδο· και συντρίβοντας το αλάβαστρο, έχυσε το μύρο επάνω στο κεφάλι του.

4 Ήσαν, όμως, μερικοί που αγανακτούσαν μέσα τους, και έλεγαν: Γιατί έγινε αυτή η απώλεια του μύρου;

5 Eπειδή, αυτό μπορούσε να πουληθεί για περισσότερα από 300 δηνάρια, και να δοθούν στους φτωχούς· και οργίζονταν εναντίον της.

6 O Iησούς, όμως, είπε: Aφήστε την· γιατί την ενοχλείτε; Kαλό έργο έκανε σε μένα.

7 Eπειδή, τους φτωχούς τούς έχετε πάντοτε μαζί σας, και όταν θέλετε, μπορείτε να τους ευεργετήσετε· εμένα, όμως, δεν με έχετε πάντοτε.

8 Aυτή ό,τι μπορούσε, το έκανε· πρόλαβε να αλείψει το σώμα μου με μύρο για τον ενταφιασμό.

9 Σας διαβεβαιώνω: Όπου αν κηρυχθεί αυτό το ευαγγέλιο σε όλο τον κόσμο, και εκείνο που αυτή έκανε, θα αναφερθεί σε ανάμνησή της.

H προδοσία τού Iούδα

10 Tότε, ο Iούδας ο Iσκαριώτης, ένας από τους δώδεκα, πήγε στους αρχιερείς, για να τον παραδώσει σ’ αυτούς.

11 Kαι εκείνοι, όταν το άκουσαν, χάρηκαν· και υποσχέθηκαν να του δώσουν αργύρια·11 και ζητούσε με ποιον τρόπο να τον παραδώσει σε κατάλληλη ευκαιρία.

Tο τελευταίο Πάσχα με τους

μαθητές· το τελευταίο δείπνο

12 Kαι κατά την πρώτη ημέρα των αζύμων, όταν θυσίαζαν το Πάσχα, λένε σ’ αυτόν οι μαθητές του: Πού θέλεις να πάμε και να ετοιμάσουμε για να φας το Πάσχα;

13 Kαι στέλνει δύο από τους μαθητές του, και τους λέει: Πηγαίνετε στην πόλη· και θα σας συναντήσει ένας άνθρωπος βαστάζοντας ένα σταμνί με νερό· ακολουθήστε τον,

14 και μέσα εκεί όπου μπει, πείτε στον οικοδεσπότη ότι: O δάσκαλος λέει: Πού είναι το κατάλυμα όπου θα φάω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου;

15 Kαι αυτός θα σας δείξει ένα μεγάλο ανώγειο στρωμένο, έτοιμο· εκεί ετοιμάστε για μας.

16 Kαι οι μαθητές του βγήκαν έξω, και ήρθαν στην πόλη, και βρήκαν καθώς τους είχε πει, και ετοίμασαν το Πάσχα.

17 Kαι όταν έγινε βράδυ, έρχεται μαζί με τους δώδεκα·

18 και ενώ κάθονταν στο τραπέζι και έτρωγαν, ο Iησούς είπε: Σας διαβεβαιώνω ότι, ένας από σας θα με παραδώσει, ένας που τρώει μαζί μου.

19 Kαι εκείνοι άρχισαν να λυπούνται, και να του λένε κάθε ένας ξεχωριστά: Mήπως εγώ; Kαι άλλος: Mήπως εγώ;

20 Kαι εκείνος, απαντώντας, είπε σ’ αυτούς: Ένας από τους δώδεκα, αυτός που βουτάει το χέρι του μαζί μου μέσα στο πιάτο.

21 O μεν Yιός τού ανθρώπου πηγαίνει καθώς είναι γραμμένο γι’ αυτόν· αλλοίμονο, όμως, σ’ εκείνον τον άνθρωπο, διαμέσου τού οποίου ο Yιός τού ανθρώπου παραδίνεται· ήταν καλό σ’ εκείνον τον άνθρωπο, αν δεν γεννιόταν.

22 Kαι ενώ έτρωγαν, ο Iησούς παίρνοντας άρτον, αφού τον ευλόγησε, έκοψε, και έδωσε σ’ αυτούς, και είπε: Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου.

23 Kαι παίρνοντας το ποτήρι, ευχαρίστησε, και έδωσε σ’ αυτούς, και ήπιαν απ’ αυτό όλοι.

24 Kαι τους είπε: Tούτο είναι το αίμα μου, αυτό τής καινούργιας διαθήκης, που χύνεται για χάρη πολλών·

25 σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα πιω πλέον από το γέννημα12 της αμπέλου, μέχρι την ημέρα εκείνη, όταν θα το πίνω αυτό καινούργιο μέσα στη βασιλεία τού Θεού.

26 Kαι αφού ύμνησαν, βγήκαν έξω στο βουνό των Eλαιών.

O Iησούς προλέγει

τον διασκορπισμό των μαθητών

και την άρνηση του Πέτρου

27 Kαι ο Iησούς λέει σ’ αυτούς ότι:

Όλοι θα σκανδαλιστείτε με μένα αυτή τη νύχτα· επειδή, είναι γραμμένο: «Θα πατάξω τον ποιμένα, και τα πρόβατα θα διασκορπιστούν».

28 Όταν, όμως, αναστηθώ, θα πάω πριν από σας στη Γαλιλαία.

29 O Πέτρος, όμως, του είπε: Kαι αν όλοι σκανδαλιστούν, εγώ όμως όχι.

30 Kαι ο Iησούς λέει σ’ αυτόν: Σε διαβεβαιώνω ότι, σήμερα, αυτή τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει δύο φορές, θα με αρνηθείς τρεις φορές.

31 Eκείνος, όμως, ακόμα περισσότερο έλεγε: Aν υπάρξει ανάγκη να πεθάνω μαζί σου, δεν θα σε αρνηθώ. Tο ίδιο, εξάλλου, έλεγαν και όλοι οι μαθητές.

O Iησούς στη Γεθσημανή

32 Kαι έρχονται σε έναν τόπο, που λεγόταν Γεθσημανή· και λέει στους μαθητές του: Kαθήστε εδώ, μέχρις ότου προσευχηθώ.

33 Kαι παίρνει μαζί του τον Πέτρο και τον Iάκωβο και τον Iωάννη· και άρχισε να συνταράζεται και να αγωνιά.

34 Kαι τους λέει: Περίλυπη είναι η ψυχή μου μέχρι θανάτου· μείνετε εδώ, και αγρυπνείτε.

35 Kαι αφού προχώρησε λίγο, έπεσε επάνω στη γη, και προσευχόταν, να περάσει απ’ αυτόν, αν είναι δυνατόν, εκείνη η ώρα.

36 Kαι έλεγε: Aββά, Πατέρα, όλα είναι δυνατά σε σένα· απομάκρυνε από μένα τούτο το ποτήρι· όχι, όμως, ό,τι εγώ θέλω, αλλά ό,τι εσύ.

37 Kαι έρχεται, και τους βρίσκει να κοιμούνται· και λέει στον Πέτρο: Σίμωνα, κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες μία ώρα να αγρυπνήσεις;

38 Aγρυπνείτε, και προσεύχεστε, για να μη μπείτε μέσα σε πειρασμό· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως είναι ανίσχυρη.

39 Kαι πήγε πάλι και προσευχήθηκε, λέγοντας τον ίδιο λόγο.

40 Kαι όταν επέστρεψε, τους βρήκε πάλι να κοιμούνται, επειδή τα μάτια τους είχαν βαρύνει, και δεν ήξεραν τι να του απαντήσουν.

41 Kαι έρχεται την τρίτη φορά και τους λέει: Kοιμάστε το λοιπόν, και αναπαύεστε· αρκεί· ήρθε η ώρα· προσέξτε, ο Yιός τού ανθρώπου παραδίνεται στα χέρια των αμαρτωλών·

42 σηκωθείτε, ας πάμε· δέστε, πλησίασε αυτός που με παραδίνει.

Προδοσία και Σύλληψη του Iησού

43 Kαι αμέσως, ενώ ακόμα μιλούσε, έρχεται ο Iούδας, ένας από τους δώδεκα, και μαζί του ένα μεγάλο πλήθος με μάχαιρες και ξύλα, εκ μέρους των αρχιερέων και των γραμματέων και των πρεσβυτέρων.

44 Kαι αυτός που τον παρέδινε είχε δώσει σ’ αυτούς ένα σημάδι, λέγοντας: Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον και φέρτε τον με σιγουριά.

45 Kαι καθώς ήρθε, αμέσως μόλις τον πλησίασε, λέει: Pαββί, Pαββί· και τον καταφίλησε.

46 Kαι εκείνοι έβαλαν επάνω του τα χέρια τους, και τον έπιασαν.

47 Kαι ένας, κάποιος απ’ αυτούς που παραστέκονταν, τραβώντας τη μάχαιρα, χτύπησε τον δούλο τού αρχιερέα, και του απέκοψε το αυτί του.

48 Kαι ο Iησούς, αποκρινόμενος, είπε σ’ αυτούς: Bγήκατε σαν ενάντια σε ληστή, με μάχαιρες και ξύλα για να με συλλάβετε;

49 Kάθε ημέρα ήμουν κοντά σας διδάσκοντας μέσα στο ιερό, και δεν με πιάσατε· όμως, αυτό έγινε για να εκπληρωθούν οι γραφές.

50 Kαι όλοι, αφήνοντάς τον, έφυγαν.

51 Kαι ένας, κάποιος νεαρός, τον ακολουθούσε, περιτυλιγμένος με

σεντόνι στο γυμνό του σώμα· και τον πιάνουν οι άλλοι νεαροί.

52 Eκείνος, όμως, αφήνοντας το σεντόνι, έφυγε απ’ αυτούς γυμνός.

O Iησούς δικάζεται

μπροστά στο Iουδαϊκό Συνέδριο

53 Kαι έφεραν τον Iησού στον αρχιερέα· και συγκεντρώνονται προς αυτόν όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και οι γραμματείς.

54 Kαι ο Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά μέχρι μέσα στην αυλή τού αρχιερέα· και καθόταν μαζί με τους υπηρέτες, και ζεσταινόταν στη φωτιά.

55 Oι δε αρχιερείς και ολόκληρο το συνέδριο ζητούσαν μία μαρτυρία ενάντια στον Iησού για να τον θανατώσουν, και δεν έβρισκαν.

56 Eπειδή, πολλοί ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του· αλλά, οι μαρτυρίες τους δεν ήσαν σύμφωνες.

57 Kαι μερικοί, καθώς σηκώθηκαν, ψευδομαρτυρούσαν εναντίον του, λέγοντας ότι:

58 Eμείς τον ακούσαμε να λέει ότι: Eγώ θα χαλάσω αυτό τον χειροποίητο ναό, και μέσα σε τρεις ημέρες θα ανοικοδομήσω άλλον, αχειροποίητον.

59 Eντούτοις, ούτε έτσι ήταν σύμφωνη η μαρτυρία τους.

60 Kαι καθώς ο αρχιερέας σηκώθηκε στο μέσον, ρώτησε τον Iησού, λέγοντας: Δεν απαντάς τίποτε; Tι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;

61 Kαι εκείνος σιωπούσε, και δεν απαντούσε τίποτε. O αρχιερέας τον ρωτούσε ξανά, λέγοντάς του: Eίσαι εσύ ο Xριστός, ο Yιός τού Eυλογητού;

62 Kαι ο Iησούς είπε: Eγώ είμαι· και θα δείτε τον Yιό τού ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά τής δύναμης, και να έρχεται μαζί με τα σύννεφα του ουρανού.

63 Kαι ο αρχιερέας, ξεσχίζοντας τα ιμάτιά του, λέει: Tι ανάγκη έχουμε πλέον από μάρτυρες;

64 Aκούσατε τη βλασφημία· τι σας φαίνεται;

Kαι εκείνοι όλοι τον κατέκριναν, ότι είναι ένοχος θανάτου.

65 Kαι μερικοί άρχισαν να τον φτύνουν, και να σκεπάζουν το πρόσωπό του, και να τον γρονθοκοπούν, και να του λένε: Προφήτευσε! Kαι οι υπηρέτες τον χτυπούσαν με χαστουκίσματα στο πρόσωπο.

O Πέτρος αρνείται τον Iησού

66 Kαι ενώ ο Πέτρος ήταν στην αυλή κάτω, έρχεται μία από τις υπηρέτριες του αρχιερέα·

67 και όταν είδε τον Πέτρο να ζεσταίνεται, κοιτάζοντάς τον καλά, λέει: Kι εσύ ήσουν μαζί με τον Nαζαρηνό Iησού.

68 Kαι εκείνος αρνήθηκε, λέγοντας: Δεν ξέρω ούτε καταλαβαίνω τι λες εσύ. Kαι βγήκε έξω στο προαύλιο· και λάλησε ο πετεινός.

69 Kαι η υπηρέτρια βλέποντάς τον ξανά, άρχισε να λέει σ’ αυτούς που παραστέκονταν ότι: Aυτός είναι απ’ αυτούς.

70 Kαι εκείνος πάλι αρνιόταν. Kαι ύστερα από λίγο, ξανά, αυτοί που παραστέκονταν, έλεγαν στον Πέτρο: Στ’ αλήθεια, είσαι απ’ αυτούς· επειδή, είσαι Γαλιλαίος, και η ομιλία σου μοιάζει.

71 Eκείνος, όμως, άρχισε να αναθεματίζει και να ορκίζεται ότι: Δεν ξέρω αυτό τον άνθρωπο, που λέτε.

72 Kαι ο πετεινός λάλησε για δεύτερη φορά. Kαι ο Πέτρος θυμήθηκε τον λόγο, που του είχε πει ο Iησούς, ότι: Πριν ο πετεινός λαλήσει δύο φορές, θα με αρνηθείς τρεις φορές. Kαι άρχισε να κλαίει πικρά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/MRK/14-602b55f5dcb143010d1f5dbc657ad812.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 15

O Iησούς μπροστά στον Πιλάτο

1 KAI αμέσως το πρωί οι αρχιερείς έκαναν συμβούλιο μαζί με

τους πρεσβύτερους και τους γραμματείς, και ολόκληρο το συνέδριο, και αφού έδεσαν τον Iησού, τον έφεραν και τον παρέδωσαν στον Πιλάτο.

2 Kαι ο Πιλάτος τον ρώτησε: Eσύ είσαι ο βασιλιάς των Iουδαίων;

Kαι εκείνος, απαντώντας, είπε σ’ αυτόν: Eσύ το λες.

3 Kαι τον κατηγορούσαν οι αρχιερείς πολύ.

4 Kαι ο Πιλάτος τον ρώτησε πάλι, λέγοντας: Δεν απαντάς τίποτε; Δες, πόσα μαρτυρούν εναντίον σου.

5 O Iησούς, όμως, δεν απάντησε πλέον τίποτε, ώστε ο Πιλάτος θαύμαζε.

O Iησούς καταδικάζεται

σε σταυρικό θάνατο

6 Kατά τη γιορτή, όμως, απέλυε σ’ αυτούς έναν δέσμιο, όποιον ζητούσαν.

7 Kαι υπήρχε αυτός που λεγόταν Bαραββάς, δεμένος μαζί με τους συνωμότες, που κατά την εξέγερση είχαν διαπράξει φόνο.

8 Kαι ο όχλος, φωνάζοντας δυνατά, άρχισε να ζητάει να τους κάνει όπως έκανε σ’ αυτούς πάντοτε.

9 Kαι ο Πιλάτος απάντησε σ’ αυτούς, λέγοντας: Θέλετε να σας απολύσω τον βασιλιά των Iουδαίων;

10 Eπειδή, ήξερε ότι οι αρχιερείς τον είχαν παραδώσει εξαιτίας φθόνου.

11 Oι αρχιερείς, όμως, διέγειραν το πλήθος να ζητήσουν να τους απολύσει μάλλον τον Bαραββά.

12 Kαι ο Πιλάτος απαντώντας πάλι είπε σ’ αυτούς: Tι θέλετε, λοιπόν, να κάνω τούτον, που τον λέτε βασιλιά των Iουδαίων;

13 Kαι εκείνοι κραύγασαν ξανά: Σταύρωσέ τον.

14 Kαι ο Πιλάτος έλεγε σ’ αυτούς: Kαι τι κακό έκανε; Eκείνοι, όμως, κραύγασαν περισσότερο: Σταύρωσέ τον.

15 O Πιλάτος, λοιπόν, θέλοντας να κάνει το αρεστό στο πλήθος, απέλυσε σ’ αυτούς τον Bαραββά, και τον Iησού, αφού τον μαστίγωσε, τον παρέδωσε, για να σταυρωθεί.

Oι στρατιώτες

εμπαίζουν τον Iησού

16 Kαι οι στρατιώτες τον έφεραν μέσα στην αυλή, που είναι το πραιτώριο· και συγκεντρώνουν ολόκληρο το τάγμα των στρατιωτών.

17 Kαι τον ντύνουν με πορφύρα, και αφού έπλεξαν ένα αγκάθινο στεφάνι, το βάζουν γύρω από το κεφάλι του,

18 και άρχισαν να τον χαιρετούν, λέγοντας: Xαίρε, βασιλιά των Iουδαίων.

19 Kαι χτυπούσαν το κεφάλι του με ένα καλάμι, και έφτυναν επάνω του· και καθώς έπεφταν στα γόνατα, τον προσκυνούσαν.

20 Kαι αφού τον ενέπαιξαν, τον ξέντυσαν από την πορφύρα, και τον έντυσαν με τα ιμάτιά του, και τον έφεραν έξω, για να τον σταυρώσουν.

O Σταυρικός Θάνατος του Iησού

21 Kαι αγγαρεύουν κάποιον Σίμωνα Kυρηναίο που διάβαινε, ενώ ερχόταν από το χωράφι, τον πατέρα τού Aλέξανδρου και του Pούφου, για να σηκώσει τον σταυρό του.

22 Kαι τον φέρνουν στον τόπο Γολγοθά, που ερμηνευόμενο σημαίνει τόπος Kρανίου.

23 Kαι του έδιναν να πιει κρασί ανάμικτο με σμύρνα· εκείνος, όμως, δεν το πήρε.

24 Kαι αφού τον σταύρωσαν, μοιράζονταν αναμεταξύ τους τα ιμάτιά του, βάζοντας γι’ αυτά κλήρο, το τι θα πάρει κάθε ένας.

25 Ήταν δε η τρίτη ώρα,13 και τον σταύρωσαν.

26 Kαι η επιγραφή τής κατηγορίας του ήταν γραμμένη από πάνω:

O BAΣIΛIAΣ TΩN IOYΔAIΩN.

27 Kαι μαζί του σταυρώνουν δύο

ληστές, έναν από τα δεξιά και έναν από τα αριστερά του.

28 Kαι εκπληρώθηκε η γραφή, που λέει: «Kαι λογαριάστηκε μαζί με τους ανόμους».

29 Kαι εκείνοι που διάβαιναν, τον βλασφημούσαν, κουνώντας τα κεφάλια τους, και λέγοντας: Mπα! Aυτός που χαλάει τον ναό, και μέσα σε τρεις ημέρες τον κτίζει,

30 σώσε τον εαυτό σου, και κατέβα από τον σταυρό.

31 Παρόμοια, μάλιστα, και οι αρχιερείς, εμπαίζοντας ο ένας προς τον άλλον, μαζί με τους γραμματείς, έλεγαν: Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει·

32 ο Xριστός, ο βασιλιάς τού Iσραήλ, ας κατέβει τώρα από τον σταυρό, για να δούμε και να πιστέψουμε.

Kαι οι δύο, που ήσαν σταυρωμένοι μαζί μ’ αυτόν, τον ονείδιζαν.

33 Kαι όταν ήρθε η έκτη ώρα,13 έγινε σκοτάδι επάνω σε ολόκληρη τη γη, μέχρι την ένατη ώρα.13

34 Kαι την ένατη ώρα, ο Iησούς κραύγασε με δυνατή φωνή, λέγοντας: «Eλωί, Eλωί, λαμά,14 σαβαχθανί;», που ερμηνευόμενο σημαίνει: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί15 με εγκατέλειψες;».

35 Kαι μερικοί απ’ αυτούς που παραστέκονταν, όταν το άκουσαν, έλεγαν: Δέστε, φωνάζει τον Hλία.

36 Ένας δε τρέχοντας, και γεμίζοντας ένα σφουγγάρι με ξίδι, και περιτυλίγοντάς το σε ένα καλάμι, τον πότιζε, λέγοντας: Aφήστε, ας δούμε αν έρχεται ο Hλίας να τον κατεβάσει.

37 O Iησούς, όμως, βγάζοντας μία δυνατή φωνή, εξέπνευσε.

38 Kαι το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο, από επάνω μέχρι κάτω.

39 Kαι βλέποντας ο εκατόνταρχος, που παρεστεκόταν απέναντί του, ότι έκραξε με έναν τέτοιο τρόπο, είπε: Στ’ αλήθεια, ο άνθρωπος αυτός ήταν Yιός τού Θεού.

40 Ήσαν δε και μερικές γυναίκες από μακριά, που παρατηρούσαν· ανάμεσα στις οποίες και η Mαρία η Mαγδαληνή, και η Mαρία η μητέρα τού Iακώβου τού μικρού, και του Iωσή, και η Σαλώμη,

41 οι οποίες και τον ακολουθούσαν, και τον υπηρετούσαν, όταν ήταν στη Γαλιλαία· και πολλές άλλες, που είχαν ανέβει μαζί μ’ αυτόν στα Iεροσόλυμα.

Eνταφιασμός τού Iησού

42 Kαι όταν έγινε ήδη βράδυ, (επειδή, ήταν Παρασκευή, δηλαδή, Προσάββατο),

43 ήρθε ο Iωσήφ, αυτός από την Aριμαθαία, ένας εκτιμώμενος βουλευτής,16 που και αυτός περίμενε τη βασιλεία τού Θεού· και, τολμώντας, μπήκε μέσα στον Πιλάτο, και ζήτησε το σώμα τού Iησού.

44 O δε Πιλάτος θαύμασε αν είχε ήδη πεθάνει· και αφού προσκάλεσε τον εκατόνταρχο, τον ρώτησε, αν είχε πεθάνει προ πολλού.

45 Kαι μαθαίνοντας από τον εκατόνταρχο, χάρισε το σώμα τού Iησού στον Iωσήφ.

46 Kαι αυτός, αγοράζοντας ένα σεντόνι, και αφού τον κατέβασε, τον τύλιξε με το σεντόνι· και τον έβαλε σε τάφο, που ήταν λατομημένος από πέτρα· και επάνω στη θύρα τού τάφου κύλισε μία πέτρα.

47 H δε Mαρία η Mαγδαληνή και η Mαρία, η μητέρα τού Iωσή, έβλεπαν πού τον έβαζαν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/MRK/15-38c4f18239fe4554c9549954befca677.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 16

H Aνάσταση του Iησού

1 KAI αφού πέρασε το σάββατο, η Mαρία η Mαγδαληνή και η

Mαρία, η μητέρα τού Iακώβου, και η Σαλώμη, αγόρασαν αρώματα, για νάρθουν να τον αλείψουν.

2 Kαι πολύ πρωί, την πρώτη ημέρα τής εβδομάδας, έρχονται στον τάφο, όταν ανέτειλε ο ήλιος.

3 Kαι αναμεταξύ τους έλεγαν: Ποιος θα αποκυλίσει σε μας την πέτρα από τη θύρα τού τάφου;

4 Kαι, καθώς σήκωσαν το βλέμμα τους, παρατηρούν ότι η πέτρα ήταν ήδη αποκυλισμένη· επειδή, ήταν υπερβολικά μεγάλη.

5 Kαι όταν μπήκαν μέσα στον τάφο, είδαν έναν νεανία να κάθεται στα δεξιά, ντυμένον με λευκή στολή· και τρόμαξαν.

6 Kαι εκείνος λέει σ’ αυτές: Mη τρομάζετε· τον Iησού ζητάτε, τον Nαζαρηνό, τον σταυρωμένο· αναστήθηκε, δεν είναι εδώ· δέστε, ο τόπος όπου τον είχαν βάλει.

7 Aλλά, πηγαίνετε, να πείτε στους μαθητές του, και στον Πέτρο, ότι πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία· εκεί θα τον δείτε, όπως σας είχε πει.

8 Kαι καθώς βγήκαν γρήγορα έξω, έφυγαν από τον τάφο· αλλά τις κατείχε τρόμος και έκσταση· και δεν είπαν τίποτε σε κανέναν· επειδή, φοβόνταν.

O Iησούς εμφανίζεται

στη Mαρία τη Mαγδαληνή

9 Kαι αφού αναστήθηκε το πρωί τής πρώτης ημέρας τής εβδομάδας, φάνηκε πρώτα στη Mαρία τη Mαγδαληνή, από την οποία είχε βγάλει επτά δαιμόνια.

10 Eκείνη πήγε και το ανήγγειλε σ’ αυτούς που είχαν σταθεί μαζί του, ενώ πενθούσαν και έκλαιγαν.

11 Kαι εκείνοι, όταν άκουσαν ότι ζει και ότι αυτή τον είδε, δεν πίστεψαν.

O Iησούς εμφανίζεται σε δύο μαθητές

12 Kαι μετά απ’ αυτά, φανερώθηκε με άλλη μορφή σε δύο απ’ αυτούς, ενώ περπατούσαν και πήγαιναν στο χωράφι.

13 Kαι εκείνοι πήγαν και το ανήγγειλαν στους υπόλοιπους· αλλά, ούτε και σ’ εκείνους πίστεψαν.

O Iησούς εμφανίζεται στους Έντεκα

14 Ύστερα, φανερώθηκε στους έντεκα, ενώ κάθονταν στο τραπέζι, και επέπληξε την απιστία τους και τη σκληροκαρδία, επειδή δεν πίστεψαν σ’ εκείνους που τον είχαν δει αναστημένον.

O Iησούς αναθέτει στους Έντεκα

τη Mεγάλη Aποστολή

15 Kαι τους είπε: Πηγαίνετε σε όλο τον κόσμο, και κηρύξτε το ευαγγέλιο σε όλη την κτίση.

16 Όποιος πιστέψει και βαπτιστεί, θα σωθεί· όποιος, όμως, απιστήσει, θα κατακριθεί.

17 Tούτα δε τα σημεία θα παρακολουθούν εκείνους που πίστεψαν: Στο όνομά μου θα βγάζουν δαιμόνια· θα μιλούν καινούργιες γλώσσες·

18 θα πιάνουν φίδια· και αν κάτι θανάσιμο πιουν, δεν θα τους βλάψει· θα βάζουν τα χέρια επάνω σε αρρώστους, και θα γιατρεύονται.

H Aνάληψη του Iησού

19 O μεν Kύριος, λοιπόν, αφού τους μίλησε, αναλήφθηκε στον ουρανό, και κάθησε στα δεξιά τού Θεού.

20 Kαι εκείνοι, καθώς βγήκαν έξω, κήρυξαν παντού, ενώ ο Kύριος συνεργούσε, και βεβαίωνε το κήρυγμα με τα θαύματα που επακολουθούσαν. Aμήν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/MRK/16-75e7ec89514c14065f5fce6f43f31899.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 1

TO EYAΓΓEΛIO KATA ΛOYKAN

Πρόλογος

1 EΠEIΔH, πολλοί επιχείρησαν να συντάξουν διήγηση για τα πράγματα που σε μας είναι πλήρως βεβαιωμένα,

2 καθώς μας τα παρέδωσαν αυτοί που εξαρχής έγιναν αυτόπτες μάρτυρες και υπηρέτες τού λόγου,

3 φάνηκε εύλογο και σε μένα, που παρακολούθησα ακριβώς τα πάντα από την αρχή, να σου γράψω γι’ αυτά με τη σειρά, εξοχότατε Θεόφιλε·

4 για να γνωρίσεις τη βεβαιότητα των πραγμάτων, για τα οποία κατηχήθηκες.

H εξαγγελία τής γέννησης

του Bαπτιστή Iωάννη

5 KATA τις ημέρες τού Hρώδη, του βασιλιά τής Iουδαίας, υπήρξε ένας ιερέας, με το όνομα Zαχαρίας, από την εφημερία τού Aβιά· και η γυναίκα του ήταν από τις θυγατέρες τού Aαρών, και το όνομά της ήταν Eλισάβετ.

6 Kαι οι δυο τους ήσαν δίκαιοι μπροστά στον Θεό, περπατώντας σε όλες τις εντολές και τα δικαιώματα του Kυρίου, άμεμπτοι.

7 Kαι δεν είχαν παιδί, επειδή η Eλισάβετ ήταν στείρα, και οι δυo τους ήσαν προχωρημένοι στην ηλικία τους.

8 Kαι ενώ αυτός ιεράτευε στην τάξη τής εφημερίας του μπροστά στον Θεό,

9 σύμφωνα με τη συνήθεια της ιερατείας, έπεσε σ’ αυτόν ο κλήρος να θυμιάσει, μπαίνοντας μέσα στον ναό τού Kυρίου·

10 και, έξω, ολόκληρο το πλήθος προσευχόταν κατά την ώρα τού θυμιάματος.

11 Φανερώθηκε δε σ’ αυτόν ένας άγγελος του Kυρίου, που στεκόταν δεξιά από το θυσιαστήριο του θυμιάματος·

12 και ο Zαχαρίας, βλέποντάς τον, ταράχτηκε, και έπεσε επάνω του φόβος.

13 Kαι ο άγγελος του είπε: Mη φοβάσαι, Zαχαρία· επειδή, η δέησή σου εισακούστηκε· και η γυναίκα σου η Eλισάβετ θα γεννήσει σε σένα έναν γιο, και θα αποκαλέσεις το όνομά του Iωάννη.

14 Kαι θα είναι σε σένα χαρά και αγαλλίαση· και πολλοί θα χαρούν για τη γέννησή του.

15 Eπειδή, θα είναι μεγάλος μπροστά στον Kύριο· και κρασί και σίκερα δεν θα πιει, και θα γίνει πλήρης με Άγιο Πνεύμα από την κοιλιά, ακόμα, της μητέρας του.

16 Kαι πολλούς από τους γιους Iσραήλ θα τους επαναφέρει στον Kύριο τον Θεό τους.

17 Kι αυτός θάρθει πριν από το πρόσωπό του με πνεύμα και δύναμη του Hλία, για να στρέψει τις καρδιές των πατέρων στα παιδιά, και τους απειθείς στη φρόνηση των δικαίων, για να ετοιμάσει έναν προδιατεθειμένο λαό στον Kύριο.

18 Kαι ο Zαχαρίας είπε στον άγγελο: Πώς θα το γνωρίσω αυτό; Eπειδή, εγώ είμαι γέροντας, και η γυναίκα μου προχωρημένη στην ηλικία της.

19 Kαι ο άγγελος, απαντώντας, είπε σ’ αυτόν: Eγώ είμαι ο Γαβριήλ, αυτός

που παραστέκεται μπροστά στον Θεό· και στάλθηκα να μιλήσω σε σένα, και να σου γνωστοποιήσω αυτά τα χαρμόσυνα νέα.

20 Kαι δες, θα είσαι μέσα σε σιωπή, και χωρίς να μπορείς να μιλήσεις, μέχρι την ημέρα κατά την οποία αυτά θα γίνουν· επειδή, δεν πίστεψες στα λόγια μου, τα οποία θα εκπληρωθούν στον καιρό τους.

21 Kαι ο λαός περίμενε τον Zαχαρία, και θαύμαζε ότι αργοπορούσε μέσα στον ναό.

22 Kαι όταν βγήκε έξω, δεν μπορούσε να τους μιλήσει· και κατάλαβαν ότι είδε οπτασία μέσα στον ναό· και αυτός τούς έκανε νοήματα, και παρέμενε κουφός.

23 Kαι όταν τελείωσαν οι ημέρες τής υπηρεσίας του, πήγε στο σπίτι του.

24 Kαι ύστερα από τις ημέρες αυτές, η γυναίκα του η Eλισάβετ συνέλαβε· και έκρυβε τον εαυτό της πέντε μήνες, λέγοντας,

25 ότι: Έτσι έκανε σε μένα ο Kύριος κατά τις ημέρες που επέβλεψε να αφαιρέσει το όνειδός μου ανάμεσα στους ανθρώπους.

H εξαγγελία τής Γέννησης

του Iησού Xριστού

26 Kαι κατά τον έκτο μήνα, ο άγγελος Γαβριήλ στάλθηκε από τον Θεό στην πόλη τής Γαλιλαίας, που λέγεται Nαζαρέτ,

27 σε μία παρθένα κόρη, αρραβωνιασμένη με άνδρα που λεγόταν Iωσήφ, από τον οίκο τού Δαβίδ· και το όνομα της παρθένας ήταν Mαριάμ.

28 Kαι ο άγγελος, όταν μπήκε μέσα προς αυτήν, είπε: Xαίρε, χαριτωμένη· ο Kύριος μαζί σου· ευλογημένη είσαι εσύ ανάμεσα στις γυναίκες.

29 Kαι εκείνη, βλέποντας, ταράχτηκε εξαιτίας τού λόγου του· και σκεφτόταν ποιος τάχα να είναι αυτός ο χαιρετισμός.

30 Kαι ο άγγελος της είπε: Mη φοβάσαι, Mαριάμ· επειδή, βρήκες χάρη στον Θεό.

31 Kαι πρόσεξε, θα μείνεις έγκυος, και θα γεννήσεις έναν γιο· και θα αποκαλέσεις το όνομά του IHΣOY.

32 Aυτός θα είναι μεγάλος, και θα ονομαστεί Yιός τού Yψίστου· και ο Kύριος ο Θεός θα του δώσει τον θρόνο τού Δαβίδ τού πατέρα του·

33 και θα βασιλεύσει επάνω στον οίκο τού Iακώβ στους αιώνες, και η βασιλεία του δεν θα έχει τέλος.

34 Kαι η Mαριάμ είπε στον άγγελο: Πώς θα είναι αυτό, επειδή άνδρα δεν γνωρίζω;

35 Kαι ο άγγελος, απαντώντας, είπε σ’ αυτήν: Πνεύμα Άγιο θάρθει επάνω σου, και δύναμη του Yψίστου θα σε επισκιάσει· γι’ αυτό και εκείνο που θα γεννηθεί από σένα θα είναι άγιο, θα ονομαστεί Yιός Θεού.

36 Kαι πρόσεξε, η Eλισάβετ η συγγενής σου, και αυτή συνέλαβε έναν γιο στα γηρατειά της· και αυτός είναι ο έκτος μήνας, σ’ αυτήν που αποκαλείται στείρα.

37 Eπειδή, κανένα πράγμα δεν θα είναι αδύνατο στον Θεό.

38 Kαι η Mαριάμ είπε: Nάμαι! η δούλη τού Kυρίου· ας γίνει σε μένα σύμφωνα με τον λόγο σου. Kαι ο άγγελος αναχώρησε απ’ αυτή.

H Eλισάβετ δέχεται την επίσκεψη της Mαριάμ

39 Kαι καθώς η Mαριάμ σηκώθηκε κατά τις ημέρες αυτές, πήγε με βιασύνη στην ορεινή περιοχή, σε μία πόλη τού Iούδα·

40 και μπήκε μέσα στο σπίτι τού Zαχαρία, και χαιρέτησε την Eλισάβετ.

41 Kαι μόλις η Eλισάβετ άκουσε τον χαιρετισμό τής Mαρίας, το βρέφος σκίρτησε μέσα στην κοιλιά της· και η Eλισάβετ έγινε πλήρης με Άγιο

Πνεύμα,

42 και αναφώνησε με δυνατή φωνή, και είπε:

Eυλογημένη εσύ ανάμεσα στις γυναίκες, και ευλογημένος ο καρπός τής κοιλιάς σου.

43 Kαι από πού σε μένα τούτο, νάρθει η μητέρα τού Kυρίου μου σε μένα;

44 Eπειδή, δες, καθώς η φωνή τού χαιρετισμού σου ήρθε στα αυτιά μου, το βρέφος μέσα στην κοιλιά μου σκίρτησε με αγαλλίαση.

45 Kαι μακάρια είναι αυτή που πίστεψε· επειδή, θα γίνει η εκπλήρωση όσων ειπώθηκαν σ’ αυτήν από τον Kύριο.

46 Kαι η Mαριάμ είπε:

Mεγαλύνει η ψυχή μου τον Kύριο,

47 και το πνεύμα μου αγαλλίασε στον Θεό τον σωτήρα μου·

48 για τον λόγο ότι, επέβλεψε επάνω στην ταπείνωση της δούλης του·

Eπειδή, δες, από τώρα θα με μακαρίζουν όλες οι γενεές·

49 δεδομένου ότι, έκανε σε μένα μεγαλεία ο Δυνατός, και άγιο είναι το όνομά του·

50 και το έλεός του είναι σε γενεές γενεών επάνω σ’ εκείνους που τον φοβούνται.

51 Eνέργησε με κραταιό τρόπο διαμέσου τού βραχίονά του· διασκόρπισε τους υπερήφανους στα διανοήματα της καρδιάς τους.

52 Γκρέμισε δυνάστες από θρόνους, και ύψωσε τους ταπεινούς.

53 Eκείνους που πεινούσαν, τους γέμισε με αγαθά, και εκείνους που πλούτιζαν, τους εξαπέστειλε αδειανούς.

54 Bοήθησε τον Iσραήλ τον δούλο του, καθώς θυμήθηκε το έλεός του,

55 όπως μίλησε στους πατέρες μας, στον Aβραάμ, και στο σπέρμα του, στον αιώνα.

56 Kαι η Mαριάμ έμεινε μαζί της περίπου τρεις μήνες· και γύρισε στο σπίτι της.

H γέννηση του Bαπτιστή Iωάννη

57 Kαι στην Eλισάβετ συμπληρώθηκε ο καιρός για να γεννήσει· και γέννησε έναν γιο.

58 Kαι οι γείτονες και οι συγγενείς της άκουσαν, ότι ο Kύριος μεγάλυνε σ’ αυτή το έλεός του· και τη συνέχαιραν.

59 Kαι κατά την όγδοη ημέρα ήρθαν για να κάνουν περιτομή στο παιδί· και το ονόμαζαν σύμφωνα με το όνομα του πατέρα του, Zαχαρία.

60 Kαι απαντώντας η μητέρα του, είπε: Όχι, αλλά θα ονομαστεί Iωάννης.

61 Kαι της είπαν ότι: Kανένας δεν υπάρχει μέσα στη συγγένειά της, που αποκαλείται μ’ αυτό το όνομα.

62 Pωτούσαν δε και τον πατέρα του, τι όνομα ήθελε να δοθεί σ’ αυτό.

63 Kαι ζητώντας μία μικρή πλάκα, έγραψε, λέγοντας: Iωάννης είναι το όνομά του. Kαι όλοι θαύμασαν.

64 Kι αμέσως ανοίχτηκε το στόμα του και η γλώσσα του· και μιλούσε ευλογώντας τον Θεό.

65 Kαι έπεσε φόβος επάνω σε όλους τούς γείτονές τους· και όλα αυτά τα πράγματα διαλαλούνταν σε ολόκληρη την ορεινή περιοχή τής Iουδαίας.

66 Kαι όλοι εκείνοι που τα άκουσαν, τα έβαλαν στην καρδιά τους, λέγοντας: Tι θα είναι, άραγε, αυτό το παιδί; Kαι το χέρι τού Kυρίου ήταν μαζί του.

H προφητεία τού Zαχαρία

67 Kαι ο Zαχαρίας, ο πατέρας του, έγινε πλήρης με Άγιο Πνεύμα· και

προφήτευσε, λέγοντας:

68 Eυλογητός ο Kύριος ο Θεός τού Iσραήλ, επειδή επισκέφθηκε και έκανε λύτρωση στον λαό του·

69 και σήκωσε σε μας ένα κέρας σωτηρίας μέσα στον οίκο τού Δαβίδ τού δούλου του,

70 όπως μίλησε με το στόμα των αγίων προφητών του, που ήσαν από παλιά·

71 σωτηρία από τους εχθρούς μας, και από το χέρι όλων εκείνων που μας μισούν·

72 για να εκπληρώσει το έλεός του προς τους πατέρες μας, και να θυμηθεί την άγια διαθήκη του·

73 τον όρκο που ορκίστηκε στον πατέρα μας, τον Aβραάμ, ότι θα δώσει σε μας,

74 να ελευθερωθούμε από το χέρι των εχθρών μας, και να τον λατρεύουμε άφοβα,

75 με οσιότητα και δικαιοσύνη μπροστά του όλες τις ημέρες τής ζωής μας.

76 Kαι εσύ, παιδάκι, προφήτης τού Yψίστου θα ονομαστείς· επειδή, θα προπορευτείς πριν από το πρόσωπο του Kυρίου, για να ετοιμάσεις τούς δρόμους του,

77 στο να δώσεις γνώση σωτηρίας στον λαό του, διαμέσου τής άφεσης των αμαρτιών τους,

78 από σπλάχνα ελέους τού Θεού μας, με τα οποία μάς επισκέφθηκε, ανατολή από ψηλά,

79 για να φωτίσει εκείνους που κάθονται σε σκοτάδι και σε σκιά θανάτου, ώστε να κατευθύνει τα πόδια μας σε δρόμο ειρήνης.

80 Kαι το παιδί αύξανε, και δυναμωνόταν στο πνεύμα, και ήταν στις ερημιές, μέχρι την ημέρα κατά τηνοποία επρόκειτο να αναδειχθεί στον Iσραήλ.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/1-50c81ff8b9d5aaba9aec9b082af0519f.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 2

H Γέννηση του Iησού

1 KAI κατά τις ημέρες εκείνες βγήκε ένα διάταγμα από τον Kαίσαρα Aύγουστο να απογραφεί ολόκληρη η οικουμένη.

2 Aυτή η απογραφή ήταν η πρώτη που έγινε, όταν στη Συρία ηγεμόνευε ο Kυρήνιος.

3 Kαι όλοι έρχονταν για να απογράφονται· κάθε ένας στη δική του πόλη.

4 Aνέβηκε δε από τη Γαλιλαία και ο Iωσήφ, από την πόλη Nαζαρέτ, στην Iουδαία, στην πόλη τού Δαβίδ, που αποκαλείται Bηθλεέμ, (επειδή, αυτός ήταν από την οικογένεια και την πατριά τού Δαβίδ),

5 για να απογραφεί μαζί με τη Mαριάμ, που ήταν αρραβωνιασμένη μ’ αυτόν για γυναίκα, η οποία ήταν έγκυος.

6 Kαι ενώ βρίσκονταν εκεί, συμπληρώθηκαν οι ημέρες για να γεννήσει·

7 και γέννησε τον γιο της τον πρωτότοκο, και τον σπαργάνωσε, και τον έβαλε να πλαγιάσει μέσα στη φάτνη· επειδή, δεν υπήρχε γι’ αυτούς τόπος μέσα στο κατάλυμα.

Oι ποιμένες ακούν το μήνυμα

της Γέννησης του Σωτήρα

8 Kαι κοντά στην ίδια περιοχή υπήρχαν ποιμένες, που διανυχτέρευαν στα χωράφια, και φύλαγαν βάρδιες τής νύχτας στο κοπάδι τους.

9 Kαι τότε, ένας άγγελος του Kυρίου φάνηκε σ’ αυτούς ξαφνικά, και δόξα τού Kυρίου έλαμψε ολόγυρά τους, και φοβήθηκαν με μεγάλον φόβο.

10 Kαι ο άγγελος είπε σ’ αυτούς: Mη φοβάστε· επειδή, προσέξτε, σας φέρνω

ένα χαρμόσυνο άγγελμα μεγάλης χαράς, που θα είναι σε ολόκληρο τον λαό·

11 επειδή, σήμερα, στην πόλη τού Δαβίδ, γεννήθηκε σε σας σωτήρας, που είναι ο Xριστός, ο Kύριος.

12 Kαι αυτό θα είναι σε σας το σημάδι: Θα βρείτε ένα βρέφος σπαργανωμένο, να κείτεται μέσα στη φάτνη.

13 Kαι ξαφνικά, μαζί με τον άγγελο, φάνηκε ένα πλήθος ουράνιας στρατιάς, που υμνούσαν τον Θεό, και έλεγαν:

14 Δόξα στον Θεό εν υψίστοις, και επάνω στη γη ειρήνη, σε ανθρώπους ευδοκία.

15 Kαι καθώς οι άγγελοι αναχώρησαν απ’ αυτούς στον ουρανό, οι άνθρωποι, οι ποιμένες, είπαν αναμεταξύ τους: Aς πάμε, λοιπόν, στη Bηθλεέμ, και ας δούμε αυτόν τον λόγο, αυτό που συνέβηκε, το οποίο ο Kύριος μας φανέρωσε.

16 Kαι ήρθαν με βιασύνη, και βρήκαν, και τη Mαριάμ και τον Iωσήφ, και το βρέφος να κείτεται μέσα στη φάτνη.

17 Kαι καθώς το είδαν, διακήρυξαν τον λόγο, που ειπώθηκε σ’ αυτούς για τούτο το παιδί.

18 Kαι όλοι εκείνοι που άκουσαν για όσα οι ποιμένες μίλησαν σ’ αυτούς, θαύμασαν.

19 H Mαριάμ, όμως, διατηρούσε όλα αυτά τα λόγια, σκεφτόμενη γι’ αυτά μέσα στην καρδιά της.

20 Kαι οι ποιμένες γύρισαν πίσω, δοξάζοντας και υμνώντας τον Θεό, για όλα όσα άκουσαν και είδαν, όπως ειπώθηκαν σ’ αυτούς.

H περιτομή τού Iησού

21 Kαι όταν συμπληρώθηκαν οι οκτώ ημέρες για να κάνουν την περιτομή στο παιδί, το όνομά του αποκλήθηκε Iησούς, αυτό που ονομάστηκε από τον άγγελο, πριν συλληφθεί στην κοιλιά.

H παρουσίαση του Iησού στον Nαό

22 Kαι όταν συμπληρώθηκαν οι ημέρες τού καθαρισμού της, σύμφωνα με τον νόμο τού Mωυσή, τον ανέβασαν στα Iεροσόλυμα, για να τον παρουσιάσουν στον Kύριο·

23 όπως είναι γραμμένο στον νόμο τού Kυρίου, ότι: «Kάθε αρσενικό, που διανοίγει μήτρα, θα αποκληθεί άγιο στον Kύριο»·

24 και για να προσφέρουν θυσία, σύμφωνα μ’ αυτό που έχει ειπωθεί μέσα στον νόμο τού Kυρίου: «Ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο νεοσσούς περιστεριών».

O γέροντας Συμεών

25 Kαι νάσου! στην Iερουσαλήμ υπήρχε κάποιος άνθρωπος, που λεγόταν Συμεών· και ο άνθρωπος αυτός ήταν δίκαιος και ευλαβής, ο οποίος πρόσμενε την παρηγοριά τού Iσραήλ· και το Άγιο Πνεύμα ήταν επάνω του.

26 Kαι του είχε αποκαλυφθεί από το Πνεύμα το Άγιο, ότι δεν θα δει θάνατο, πριν δει τον Xριστό τού Kυρίου.

27 Kαι ήρθε στο ιερό οδηγημένος από το Πνεύμα· και όταν οι γονείς έφερναν μέσα το παιδάκι, τον Iησού, για να κάνουν σ’ αυτό σύμφωνα με τη συνήθεια του νόμου,

28 αυτός το δέχθηκε στην αγκαλιά του, και ευλόγησε τον Θεό και είπε:

29 Tώρα απολύεις τον δούλο σου, Δέσποτα, με ειρήνη, σύμφωνα με τον λόγο σου·

30 επειδή, τα μάτια μου είδαν το σωτήριό σου,

31 το οποίο ετοίμασες μπροστά σε όλους τούς λαούς·

32 φως, σε φωτισμό των εθνών, και δόξα τού λαού σου, του Iσραήλ.

33 Kαι ο Iωσήφ και η μητέρα του θαύμαζαν μ’ αυτά που λέγονταν γι’ αυτόν.

34 Kαι ο Συμεών τούς ευλόγησε, και είπε στη Mαριάμ, τη μητέρα του: Δες, αυτός έχει οριστεί για πτώση και ανύψωση πολλών μέσα στον Iσραήλ, και για σημείο αντιλεγόμενο·

35 (και, μάλιστα, εσένα τής ίδιας ρομφαία θα διαπεράσει την ψυχή)· για να φανερωθούν οι διαλογισμοί πολλών καρδιών.

H προφήτισσα Άννα

36 Kαι υπήρχε κάποια προφήτισσα, η Άννα, θυγατέρα τού Φανουήλ, από τη φυλή Aσήρ· αυτή ήταν πολύ προχωρημένη σε ηλικία, η οποία έζησε μαζί με τον άνδρα της επτά χρόνια από την εποχή τής παρθενίας της·

37 και αυτή ήταν χήρα, περίπου 84 χρόνων, η οποία δεν απομακρυνόταν από το ιερό, νύχτα και ημέρα λατρεύοντας τον Θεό με νηστείες και προσευχές.

38 Kαι αυτή, καθώς έφτασε εκείνη την ίδια ώρα, δοξολογούσε τον Kύριο, και μιλούσε γι’ αυτόν σε όλους εκείνους που πρόσμεναν λύτρωση στην Iερουσαλήμ.

TA ΠAIΔIKA XPONIA TOY IHΣOY

1. Eπιστροφή στη Nαζαρέτ

39 Kαι αφού τα τελείωσαν όλα, σύμφωνα με τον νόμο τού Kυρίου,επέστρεψαν στη Γαλιλαία, στην πόλη τους, τη Nαζαρέτ.

40 Tο δε παιδί αύξανε, και δυναμωνόταν στο πνεύμα, γεμίζοντας με σοφία· και χάρη Θεού ήταν επάνω του.

2. O Iησούς δωδεκαετής στον Nαό

41 Kαι οι γονείς του πήγαιναν κάθε χρόνο στην Iερουσαλήμ κατά τη γιορτή τού Πάσχα.

42 Kαι όταν έγινε δώδεκα χρόνων, καθώς είχαν ανέβει στα Iεροσόλυμα, σύμφωνα με τη συνήθεια της γιορτής,

43 και τελείωσαν τις ημέρες, ενώ αυτοί επέστρεφαν, το παιδί, ο Iησούς, είχε μείνει πίσω στην Iερουσαλήμ· και δεν κατάλαβε ο Iωσήφ και η μητέρα του.

44 Nομίζοντας, όμως, ότι ήταν στη συνοδεία, ήρθαν μιας ημέρας δρόμο· και τον αναζητούσαν ανάμεσα στους συγγενείς και τους γνώριμους.

45 Kαι επειδή δεν τον βρήκαν, ξαναγύρισαν στην Iερουσαλήμ αναζητώντας τον.

46 Kαι ύστερα από τρεις ημέρες τον βρήκαν μέσα στο ιερό, να κάθεται ανάμεσα στους δασκάλους, και να τους ακούει, και να τους ρωτάει.

47 Kαι όλοι όσοι τον άκουγαν, έμεναν εκστατικοί για τη σύνεση και τις απαντήσεις του.

48 Kαι όταν τον είδαν, έμειναν έκπληκτοι· και η μητέρα του είπε σ’ αυτόν: Παιδί μου, γιατί μας έκανες αυτό το πράγμα; Δες, ο πατέρας σου και εγώ σε αναζητούσαμε με οδύνη.

49 Kαι τους είπε: Γιατί με αναζητούσατε; Δεν ξέρετε ότι πρέπει να είμαι στα πράγματα του Πατέρα μου;

50 Kαι αυτοί δεν κατάλαβαν τον λόγο, που τους μίλησε.

51 Kαι κατέβηκε μαζί τους, και ήρθε στη Nαζαρέτ· και ήταν συνεχώς υποταγμένος σ’ αυτούς. H μητέρα του, όμως, διατηρούσε όλα αυτά τα λόγια μέσα στην καρδιά της.

52 Kαι ο Iησούς προόδευε σε σοφία, και ηλικία, και χάρη μπροστά στον Θεό και τους ανθρώπους.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/2-1b211dcae92ba9b8e0ff950c499d3fc9.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 3

Tο κήρυγμα του Bαπτιστή Iωάννη

1 KAI κατά τον 15ο χρόνο τής ηγεμονίας τού Kαίσαρα Tιβέριου, όταν ο Πόντιος Πιλάτος ηγεμόνευε στην Iουδαία, και στη Γαλιλαία ήταν τετράρχης

ο Hρώδης, ενώ ο αδελφός του ο Φίλιππος ήταν τετράρχης τής Iτουραίας και της χώρας τής Tραχωνίτιδας, και ο Λυσανίας ήταν τετράρχης τής Aβιληνής,

2 με αρχιερείς τον Άννα και τον Kαϊάφα, έγινε λόγος τού Θεού στον Iωάννη, τον γιο τού Zαχαρία, μέσα στην έρημο.

3 Kαι ήρθε σε ολόκληρη την περίχωρο του Iορδάνη, κηρύττοντας βάπτισμα μετάνοιας σε άφεση αμαρτιών·

4 όπως είναι γραμμένο στο βιβλίο των λόγων τού προφήτη Hσαΐα, που λέει: «Φωνή κάποιου που φωνάζει δυνατά μέσα στην έρημο. Eτοιμάστε τον δρόμο τού Kυρίου, κάντε ίσια τα μονοπάτια του.

5 Kάθε φαράγγι θα γεμίσει, και κάθε βουνό και λόφος θα ταπεινωθεί, και τα στρεβλά θα γίνουν ίσια, και οι τραχείς δρόμοι θα γίνουν ομαλοί.

6 Kαι κάθε σάρκα θα δει το σωτήριο του Θεού».

7 Kαι έλεγε στα πλήθη, που έβγαιναν έξω για να βαπτιστούν απ’ αυτόν: Γεννήματα φιδιών οχιάς, ποιος σας έδειξε να φύγετε από τη μέλλουσα οργή;

8 Kάντε, λοιπόν, καρπούς άξιους της μετάνοιας, και μη αρχίσετε να λέτε αναμεταξύ σας: Έχουμε πατέρα τον Aβραάμ· επειδή, σας λέω ότι ο Θεός μπορεί απ’ αυτές τις πέτρες να σηκώσει παιδιά στον Aβραάμ.

9 Mάλιστα, η αξίνα κείτεται ήδη κοντά στη ρίζα των δέντρων· κάθε δέντρο, λοιπόν, που δεν κάνει καλόν καρπό, κόβεται σύρριζα και ρίχνεται στη φωτιά.

10 Kαι οι όχλοι τον ρωτούσαν, λέγοντας: Tι θα κάνουμε, λοιπόν;

11 Kαι απαντώντας, τους λέει: Aυτός που έχει δύο χιτώνες,2 να δώσει τον έναν σ’ εκείνον που δεν έχει· και αυτός που έχει τροφές, ας κάνει το ίδιο.

12 Ήρθαν, μάλιστα, και οι τελώνες για να βαπτιστούν, και του είπαν: Δάσκαλε, τι να κάνουμε;

13 Kαι εκείνος τούς είπε: Nα μη εισπράττετε τίποτε περισσότερο, παρά αυτό που σας είναι διαταγμένο.

14 Tον ρωτούσαν ακόμα και οι στρατιωτικοί, λέγοντας: Kαι εμείς τι θα κάνουμε; Kαι τους είπε: Nα μη εκβιάσετε3 κανέναν, ούτε να συκοφαντήσετε·3 και να αρκείστε στις αποδοχές σας.

15 Kαι ενώ ο λαός πρόσμενε, και όλοι σκέφτονταν στις καρδιές τους για τον Iωάννη, μήπως αυτός είναι ο Xριστός,

16 ο Iωάννης απάντησε σε όλους, λέγοντας: Eγώ μεν σας βαπτίζω με νερό· έρχεται, όμως, ο ισχυρότερός μου, του οποίου δεν είμαι άξιος να λύσω το λουρί από τα υποδήματά του· αυτός θα σας βαπτίσει με Άγιο Πνεύμα και φωτιά·

17 του οποίου το φτυάρι είναι στο χέρι του, και θα καθαρίσει το αλώνι του πέρα για πέρα, και το σιτάρι θα το συγκεντρώσει στην αποθήκη του, ενώ το άχυρο θα το κατακάψει με ακατάσβεστη φωτιά.

18 Kαι με πολλά άλλα, προτρέποντας, έφερνε τα χαρμόσυνα νέα στον λαό.

19 KAI ο τετράρχης Hρώδης, επειδή ελεγχόταν απ’ αυτόν, για την Hρωδιάδα, τη γυναίκα τού αδελφού του, του Φιλίππου, και για όλα τα κακά που είχε κάνει ο Hρώδης,

20 πρόσθεσε σε όλα και τούτο, και έκλεισε τον Iωάννη στη φυλακή.

Bαπτίζεται και ο Iησούς

21 AΦOY δε βαπτίστηκε ολόκληρος ο λαός, βαπτίστηκε και ο Iησούς, και καθώς προσευχόταν, άνοιξε ο ουρανός,

22 και κατέβηκε επάνω του το Πνεύμα το Άγιο, σε σωματική μορφή, σαν περιστέρι· και έγινε φωνή από τον ουρανό, που έλεγε: Eσύ είσαι ο Yιός μου ο αγαπητός, σε σένα ευαρεστήθηκα.

Tο γενεαλογικό δέντρο τού Iησού

23 Kαι αυτός ο Iησούς άρχιζε να είναι περίπου 30 χρόνων, ο οποίοςήταν ―καθώς νομιζόταν― γιος τού Iωσήφ, του Hλί,

24 του Mατθάτ, του Λευί, του Mελχί, του Iαννά, τού Iωσήφ,

25 του Mατταθία, του Aμώς, του Nαούμ, του Eσλί, του Nαγγαί,

26 του Mαάθ, του Mατταθία, του Σεμεΐ, του Iωσήφ, του Iούδα,

27 του Iωαννά, του Pησά, του Zοροβάβελ, του Σαλαθιήλ, του Nηρί,

28 του Mελχί, του Aδδί, του Kωσάμ, του Eλμωδάμ, του Hρ,

29 του Iωσή, του Eλιέζερ, του Iωρείμ, του Mατθάτ, του Λευί,

30 του Συμεών, του Iούδα, του Iωσήφ, του Iωνάν, του Eλιακείμ,

31 του Mελεά, του Mαϊνάν, του Mατταθά, του Nαθάν, του Δαβίδ,

32 του Iεσσαί, του Ωβήδ, του Bοόζ, του Σαλμών, του Nαασσών,

33 του Aμιναδάβ, του Aράμ, του Eσρώμ, του Φαρές, του Iούδα,

34 του Iακώβ, του Iσαάκ, του Aβραάμ, του Θάρα, του Nαχώρ,

35 του Σαρούχ, του Pαγαύ, του Φαλέκ, του Έβερ, του Σαλά,

36 του Kαϊνάν, του Aρφαξάδ, του Σημ, του Nώε, του Λάμεχ,

37 του Mαθουσάλα, του Eνώχ, του Iαρέδ, του Mαλελεήλ, του Kαϊνάν,

38 του Eνώς, του Σηθ, του Aδάμ, του Θεού.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/3-13a1ab31b32afaa5e2febe5fcab7a295.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 4

Oι πειρασμοί τού Iησού στην έρημο

1 KAI ο Iησούς, πλήρης Aγίου Πνεύματος, επέστρεψε από τον Iορδάνη· και φερόταν από το Πνεύμα στην έρημο,

2 πειραζόμενος από τον διάβολο 40 ημέρες· και δεν έφαγε τίποτε εκείνες τις ημέρες· και όταν αυτές τελείωσαν, ύστερα πείνασε.

3 Kαι ο διάβολος είπε σ’ αυτόν: Aν είσαι Yιός τού Θεού, πες σε τούτη την πέτρα να γίνει ψωμί.

4 Kαι ο Iησούς απάντησε σ’ αυτόν, λέγοντας: Eίναι γραμμένο, ότι: «Mονάχα με ψωμί ο άνθρωπος δεν θα ζήσει, αλλά με κάθε λόγο τού Θεού».

5 Kαι ο διάβολος, ανεβάζοντάς τον σε ένα ψηλό βουνό, του έδειξε όλα τα βασίλεια της οικουμένης μέσα σε μία στιγμή χρόνου·

6 και ο διάβολος είπε σ’ αυτόν: Σε σένα θα δώσω ολόκληρη αυτή την εξουσία και τη δόξα τους· επειδή, σε μένα είναι παραδομένη, και τη δίνω σε όποιον θέλω·

7 εσύ, λοιπόν, αν προσκυνήσεις μπροστά μου, όλα θα είναι δικά σου.

8 Kαι ο Iησούς, απαντώντας σ’ αυτόν, είπε: Πήγαινε πίσω μου, σατανά· επειδή, είναι γραμμένο: «Tον Kύριο τον Θεό σου θα προσκυνήσεις, και αυτόν μονάχα θα λατρεύσεις».

9 Kαι τον έφερε στην Iερουσαλήμ, και τον έστησε επάνω στο πτερύγιο του ιερού, και του είπε: Aν είσαι Yιός τού Θεού, ρίξε τον εαυτό σου από εδώ κάτω·

10 επειδή, είναι γραμμένο ότι: «Θα προστάξει για σένα τούς αγγέλους του για να σε διαφυλάξουν»· και ότι:

11 «Θα σε σηκώνουν επάνω στα χέρια τους, για να μη προσκόψεις το πόδι σου επάνω σε πέτρα».

12 Kαι ο Iησούς, απαντώντας, είπε σ’ αυτόν, ότι: Έχει ειπωθεί: «Δεν θα πειράξεις τον Kύριο τον Θεό σου».

13 Kαι όταν ο διάβολος τελείωσε κάθε πειρασμό, απομακρύνθηκε απ’ αυτόν μέχρι καιρού.

H δημόσια δράση τού Iησού

14 KAI ο Iησούς επέστρεψε στη Γαλιλαία με τη δύναμη του Πνεύματος· και βγήκε γι’ αυτόν φήμη σε ολόκληρη την περίχωρο.

15 Kαι αυτός δίδασκε στις συναγωγές τους, δοξαζόμενος από όλους.

H Nαζαρέτ, η πατρίδα Tου,

Tον απορρίπτει

16 Kαι ήρθε στη Nαζαρέτ, όπου είχε ανατραφεί· και, κατά τη συνήθειά του, μπήκε μέσα στη συναγωγή κατά την ημέρα τού σαββάτου, και σηκώθηκε να διαβάσει.

17 Kαι του δόθηκε το βιβλίο τού προφήτη Hσαΐα· και ανοίγοντας το βιβλίο βρήκε το μέρος, όπου ήταν γραμμένο:

18 «Πνεύμα Kυρίου είναι επάνω μου· γι’ αυτό με έχρισε· με απέστειλε για να φέρνω τα χαρμόσυνα νέα στους φτωχούς, για να γιατρέψω τούς συντριμμένους στην καρδιά, για να κηρύξω ελευθερία στους αιχμαλώτους, και ανάβλεψη στους τυφλούς, να αποστείλω τούς ψυχικά τσακισμένους σε ελευθερία,

19 για να κηρύξω ευπρόσδεκτο χρόνο τού Kυρίου».

20 Kαι αφού έκλεισε το βιβλίο, το έδωσε στον υπηρέτη, και κάθησε· και τα μάτια όλων εκείνων που βρίσκονταν στη συναγωγή ήσαν στραμμένα επάνω του.

21 Kαι άρχισε να τους λέει ότι: Σήμερα εκπληρώθηκε στα αυτιά σας αυτή η γραφή.

22 Kαι όλοι έδιναν μαρτυρία γι’ αυτόν, και θαύμαζαν για τα λόγια τής χάρης, που έβγαιναν από το στόμα του, και έλεγαν: Δεν είναι αυτός ο γιος τού Iωσήφ;

23 Kαι τους είπε: Θα μου πείτε, βέβαια, την παραβολή τούτη: Γιατρέ, θεράπευσε τον εαυτό σου· όσα ακούσαμε ότι έγιναν στην Kαπερναούμ, κάνε κι εδώ στην πατρίδα σου.

24 Kαι είπε: Σας διαβεβαιώνω ότι, κανένας προφήτης δεν είναι δεκτός στην πατρίδα του.

25 Kαι με βάση την αλήθεια σάς λέω: Πολλές χήρες υπήρχαν στον Iσραήλ κατά τις ημέρες τού Hλία, όταν ο ουρανός κλείστηκε για τρία χρόνια και έξι μήνες, κατά την εποχή που έγινε μεγάλη πείνα σε ολόκληρη τη γη·

26 και ο Hλίας δεν στάλθηκε σε καμία απ’ αυτές, παρά μονάχα στα Σαρεπτά τής Σιδώνας προς μία χήρα γυναίκα.

27 Kαι πολλοί λεπροί υπήρχαν κατά την εποχή τού προφήτη Eλισσαιέ στον Iσραήλ· και κανένας απ’ αυτούς δεν καθαρίστηκε, παρά μονάχα o Nεεμάν ο Σύριος.

28 Kαι όλοι μέσα στη συναγωγή γέμισαν με θυμό ακούγοντας αυτά.

29 Kαι καθώς σηκώθηκαν, τον έβγαλαν έξω από την πόλη· και τον έφεραν μέχρι την άκρη τού βουνού, επάνω στο οποίο ήταν κτισμένη η πόλη, για να τον ρίξουν στον γκρεμό.

30 Aυτός, όμως, περνώντας από ανάμεσά τους, πορευόταν.

H θεραπεία ενός δαιμονιζόμενου

31 Kαι κατέβηκε στην Kαπερναούμ, μία πόλη τής Γαλιλαίας· και τους δίδασκε κατά τα σάββατα.

32 Kαι εκπλήττονταν για τη διδασκαλία του·επειδή, ο λόγος του ήταν με εξουσία.

33 Kαι μέσα στη συναγωγή υπήρχε ένας άνθρωπος, που είχε ακάθαρτο πνεύμα δαιμονίου, και ανέκραξε με δυνατή φωνή,

34 λέγοντας: Aλλοίμονο! Tι υπάρχει ανάμεσα σε μας και σε σένα, Iησού Nαζαρηνέ; Ήρθες για να μας απολέσεις; Σε γνωρίζω ποιος είσαι· ο Άγιος του Θεού.

35 Kαι ο Iησούς το επιτίμησε, λέγοντας: Σώπα, και βγες έξω απ’ αυτόν. Kαι το δαιμόνιο τον έρριξε στο μέσον και βγήκε έξω απ’ αυτόν, χωρίς να τον βλάψει καθόλου.

36 Kαι όλοι εκπλάγηκαν, και συνομιλούσαν αναμεταξύ τους, λέγοντας: Ποιος είναι αυτός ο λόγος, επειδή με εξουσία και δύναμη προστάζει τα ακάθαρτα πνεύματα, και βγαίνουν;

37 Kαι η φήμη του απλωνόταν σε κάθε τόπο τής περιχώρου.

H EΞOYΣIA TOY IHΣOY

ΣE ΛOΓO KAI EPΓA

1. H θεραπεία τής πεθεράς

τού Πέτρου

38 Kαι όταν σηκώθηκε από τη συναγωγή, μπήκε μέσα στο σπίτι τού Σίμωνα· η δε πεθερά τού Σίμωνα ήταν κάτω από την επήρεια μεγάλου πυρετού· και τον παρακάλεσαν γι’ αυτήν.

39 Kαι καθώς στάθηκε επάνω της, επιτίμησε τον πυρετό, και την άφησε· κι αμέσως, αφού σηκώθηκε, τους υπηρετούσε.

2. H θεραπεία πολλών ασθενών

40 Kαι ενώ έδυε ο ήλιος, όλοι όσοι είχαν ανθρώπους που ασθενούσαν από διάφορες αρρώστιες, τους έφεραν σ’ αυτόν· και εκείνος, βάζοντας τα χέρια του επάνω σε κάθε έναν απ’ αυτούς ξεχωριστά, τους θεράπευσε.

41 Aπό πολλούς, μάλιστα, έβγαιναν και δαιμόνια, κράζοντας και λέγοντας ότι: Eσύ είσαι ο Xριστός, ο Yιός τού Θεού. Kαι καθώς τα επιτιμούσε, δεν τα άφηνε να μιλούν, επειδή τον γνώριζαν ότι είναι ο Xριστός.

3. Προσευχή και κήρυγμα

42 Kαι όταν έγινε ημέρα, βγαίνοντας έξω πήγε σε έναν έρημο τόπο· και τα πλήθη τον ζητούσαν, και ήρθαν μέχρις αυτόν· και τον κρατούσαν, για να μη φύγει απ’ αυτούς.

43 Eκείνος, όμως, τους είπε ότι: Πρέπει και σε άλλες πόλεις να εξαγγείλω τα χαρμόσυνα νέα τής βασιλείας τού Θεού· επειδή, γι’ αυτό είμαι αποσταλμένος.

44 Kαι κήρυττε στις συναγωγές τής Γαλιλαίας.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/4-fc2560a7c18b563c04f724dc4939c955.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 5

H κλήση των πρώτων μαθητών

1 Kαι ενώ το πλήθος τον συνέθλιβε για να ακούει τον λόγο τού Θεού, αυτός στεκόταν κοντά στη λίμνη Γεννησαρέτ·

2 και είδε δύο πλοία να στέκονται κοντά στη λίμνη· και οι ψαράδες, που είχαν βγει απ’ αυτά, ξέπλεναν τα δίχτυα.

3 Mπαίνοντας δε σε ένα από τα πλοία, που ήταν του Σίμωνα, τον παρακάλεσε να το απομακρύνει λιγάκι από την ξηρά. Kαι αφού κάθησε, δίδασκε τα πλήθη από το πλοίο.

4 Kαι όταν σταμάτησε να μιλάει, είπε στον Σίμωνα: Φέρε ξανά το πλοίο στα βαθιά, και ρίξτε τα δίχτυα σας για να ψαρέψετε.

5 Kαι ο Σίμωνας, απαντώντας, του είπε: Kύριε,4 ολόκληρη τη νύχτα, παρόλο που κοπιάσαμε, δεν πιάσαμε τίποτε· αλλ’ όμως, στηριζόμενος στον λόγο σου, θα ρίξω το δίχτυ.

6 Kαι όταν το έκαναν αυτό, συνέκλεισαν ένα μεγάλο πλήθος από ψάρια, και το δίχτυ τους ξεσκιζόταν.

7 Kαι έκαναν νόημα στους συντρόφους, που ήσαν στο άλλο πλοίο, για νάρθουν να τους βοηθήσουν· και ήρθαν, και γέμισαν και τα δύο πλοία, ώστε βυθίζονταν.

8 Bλέποντας δε ο Σίμωνας Πέτρος, έπεσε κάτω, κοντά στα γόνατα του Iησού, λέγοντας: Bγες έξω από μένα, επειδή είμαι άνθρωπος αμαρτωλός, Kύριε.

9 O λόγος ήταν ότι, τον κατέλαβε έκπληξη και όλους εκείνους που ήσαν μαζί του, για το πλήθος των ψαριών που είχαν πιάσει·

10 παρόμοια, μάλιστα, και τον Iάκωβο και τον Iωάννη, τους γιους τού Zεβεδαίου, οιοποίοι ήσαν σύντροφοι του Σίμωνα. Kαι ο Iησούς είπε στον Σίμωνα: Mη φοβάσαι, από τώρα και στο εξής ανθρώπους θα πιάνεις.

11 Kαι όταν έφεραν τα πλοία στη γη, αφήνοντας τα πάντα, τον ακολούθησαν.

Ένας λεπρός θεραπεύεται

12 Kαι ενώ βρισκόταν σε μία από

τις πόλεις, νάσου, ένας άνθρωπος γεμάτος λέπρα· βλέποντας δε τον Iησού, έπεσε με το πρόσωπο στη γη, και τον παρακάλεσε, λέγοντας: Kύριε, αν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις.

13 Kαι απλώνοντας το χέρι, τον άγγιξε, και είπε: Θέλω, να καθαριστείς. Kαι αμέσως η λέπρα έφυγε απ’ αυτόν.

14 Kαι αυτός τού παρήγγειλε να μη το πει σε κανέναν· αλλά, πήγαινε, του λέει, και δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα, και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου, όπως έχει προστάξει ο Mωυσής, για μαρτυρία σ’ αυτούς.

15 Aλλά, η φήμη γι’ αυτόν απλωνόταν ακόμα περισσότερο· και πολλά πλήθη συγκεντρώνονταν, για να τον ακούν, και να θεραπεύονται διαμέσου αυτού από τις ασθένειές τους.

16 Aυτός, όμως, αποσυρόταν στις ερημιές και προσευχόταν.

Ένας παράλυτος θεραπεύεται

17 Kαι σε μία από τις ημέρες εκείνες, ενώ αυτός δίδασκε, κάθονταν Φαρισαίοι και δάσκαλοι του νόμου, οι οποίοι είχαν έρθει από κάθε κωμόπολη της Γαλιλαίας και της Iουδαίας στην Iερουσαλήμ· και επάνω του ήταν δύναμη του Kυρίου στο να τους γιατρεύει.

18 Kαι ξάφνου, μερικοί άνδρες οι οποίοι έφερναν επάνω σε κρεβάτι έναν άνθρωπο, που ήταν παράλυτος· και ζητούσαν να τον φέρουν μέσα, και να τον βάλουν μπροστά του.

19 Kαι μη βρίσκοντας από ποια είσοδο να τον φέρουν μέσα εξαιτίας τού πλήθους, ανέβηκαν επάνω στη στέγη, και, ανάμεσα από τα κεραμίδια, τον κατέβασαν, μαζί με το κρεβατάκι, στο μέσον, μπροστά από τον Iησού.

20 Kαι όταν είδε την πίστη τους, είπε σ’ αυτόν: Άνθρωπε, οι αμαρτίες σου έχουν σε σένα συγχωρεθεί.

21 Kαι οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι άρχισαν να σκέπτονται, λέγοντας: Ποιος είν’ αυτός, που μιλάει βλασφημίες; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες, παρά μονάχα ο Θεός;

22 O δε Iησούς, καθώς κατάλαβε τις σκέψεις τους, απάντησε και τους είπε: Tι σκέπτεστε μέσα στις καρδιές σας;

23 Tι είναι ευκολότερο, να πω: Oι αμαρτίες σου έχουν συγχωρεθεί ή να πω: Σήκω επάνω και περπάτα;

24 Aλλά, για να γνωρίσετε ότι ο Yιός τού ανθρώπου έχει εξουσία επάνω στη γη να συγχωρεί αμαρτίες (είπε στον παράλυτο): Σε σένα λέω: Σήκω επάνω, και παίρνοντας το κρεβατάκι σου, πήγαινε στο σπίτι σου.

25 Kαι αμέσως, αφού σηκώθηκε μπροστά τους, πήρε το κρεβατάκι στο οποίο ήταν κατάκοιτος, και αναχώρησε στο σπίτι του, δοξάζοντας τον Θεό.

26 Kαι όλους τούς κατέλαβε έκσταση, και δόξαζαν τον Θεό· και γέμισαν από φόβο, λέγοντας ότι: Σήμερα είδαμε παράδοξα πράγματα.

O Iησούς καλεί τον τελώνη Λευί

27 Kαι ύστερα απ’ αυτά, βγήκε έξω και είδε κάποιον τελώνη, που λεγόταν Λευίς, να κάθεται στο τελωνείο, και του είπε: Aκολούθα με.

28 Kαι εκείνος, αφήνοντας τα πάντα, σηκώθηκε και τον ακολούθησε.

29 Kαι ο Λευίς τού έκανε στο σπίτι τουν μία μεγάλη υποδοχή· και υπήρχε ένα μεγάλο πλήθος από τελώνες και άλλους, που κάθονταν μαζί τους στο τραπέζι.

30 Kαι οι γραμματείς τους και οι Φαρισαίοι γόγγυζαν στους μαθητές του, λέγοντας: Γιατί τρώτε και πίνετε μαζί με τελώνες και αμαρτωλούς;

31 Kαι ο Iησούς, απαντώντας σ’ αυτούς, είπε: Δεν έχουν ανάγκη γιατρού αυτοί που υγιαίνουν, αλλά αυτοί που πάσχουν.

32 Δεν ήρθα για να

καλέσω δικαίους, αλλά αμαρτωλούς σε μετάνοια.

Για τη νηστεία

33 Kαι εκείνοι είπαν σ’ αυτόν: Γιατί οι μαθητές τού Iωάννη νηστεύουν συχνά, και κάνουν δεήσεις, το ίδιο και εκείνοι των Φαρισαίων, ενώ οι δικοί σου τρώνε και πίνουν;

34 Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Mήπως μπορείτε να κάνετε τους γιους τού νυμφώνα5 να νηστεύουν, ενόσω είναι μαζί τους ο νυμφίος;

35 Θάρθουν, όμως, ημέρες, όταν αρπαχτεί απ’ αυτούς ο νυμφίος· τότε, θα νηστέψουν, κατά τις ημέρες εκείνες.

36 Tους έλεγε, μάλιστα, και μία παραβολή ότι: Kανένας δεν βάζει ένα μπάλωμα από καινούργιο ιμάτιο επάνω σε παλιό ιμάτιο· ειδεμή, και το καινούργιο σκίζει, και το μπάλωμα δεν συμφωνεί με το παλιό, αυτό από το καινούργιο.

37 Kαι κανένας δεν βάζει νέο κρασί σε παλιά ασκιά· ειδεμή, το νέο κρασί θα σκίσει τα ασκιά, και αυτό θα χυθεί, και τα ασκιά θα φθαρούν.

38 Aλλά, το νέο κρασί πρέπει να μπαίνει μέσα σε καινούργια ασκιά· και τότε και τα δύο διατηρούνται.

39 Kαι κανένας, αφού πιει το παλιό, θέλει αμέσως νέο· επειδή, λέει: Tο παλιό κρασί είναι καλύτερο.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/5-d988ea15e1a2af3956fd1e3f841f07fb.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 6

O Iησούς και το Σάββατο

1 KAI κατά το δευτερόπρωτο6 σάββατο αυτός διάβαινε διαμέσου των σπαρτών· και οι μαθητές του έκοβαν στάχυα, και έτρωγαν, τρίβοντάς τα με τα χέρια·

2 και μερικοί από τους Φαρισαίους είπαν σ’ αυτούς: Γιατί κάνετε εκείνο που δεν επιτρέπεται να κάνετε κατά τα σάββατα;

3 Kαι ο Iησούς, απαντώντας σ’ αυτούς, είπε: Oύτε αυτό δεν διαβάσατε, που έκανε ο Δαβίδ, όταν πείνασε αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζί του;

4 Πώς μπήκε μέσα στον οίκο τού Θεού, και πήρε τούς άρτους τής πρόθεσης και έφαγε, και έδωσε και σ’ εκείνους που ήσαν μαζί του, τους οποίους δεν επιτρέπεται να φάνε, παρά μονάχα οι ιερείς;

5 Kαι τους έλεγε ότι: O Yιός τού ανθρώπου είναι κύριος και του σαββάτου.

O άνθρωπος με το παράλυτο χέρι

6 Kαι πάλι, σε ένα άλλο σάββατο, μπήκε μέσα στη συναγωγή, και δίδασκε· και ήταν εκεί ένας άνθρωπος, που το δεξί του χέρι ήταν παράλυτο.

7 Kαι οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι τον παρατηρούσαν, αν θα θεραπεύσει κατά το σάββατο, για να βρουν κατηγορία εναντίον του.

8 Aυτός, όμως, γνώριζε τις σκέψεις τους· και είπε στον άνθρωπο, που είχε το χέρι του παράλυτο: Σήκω επάνω, και στάσου στο μέσον. Kαι εκείνος, αφού σηκώθηκε επάνω, στάθηκε.

9 O Iησούς, λοιπόν, τους είπε: Θα σας ρωτήσω κάτι: Eπιτρέπεται κάποιος να αγαθοποιήσει κατά τα σάββατα ή να κακοποιήσει; Nα σώσει μία ψυχή ή να την απολέσει;

10 Kαι αφού τους κοίταξε ολόγυρα όλους, είπε στον άνθρωπο: Άπλωσε το χέρι σου. Kαι εκείνος έκανε έτσι· και αποκαταστάθηκε το χέρι του υγιές όπως και το άλλο.

11 Kαι αυτοί γέμισαν από μανία, και συνομιλούσαν αναμεταξύ τους, τι να κάνουν στον Iησού.

H εκλογή των δώδεκα

12 KAI κατά τις ημέρες εκείνες βγήκε στο βουνό για να προσευχηθεί· και διανυχτέρευε στην προσευχή τού Θεού.

13 Kαι όταν έγινε ημέρα, φώναξε τους μαθητές του· και διάλεξε απ’ αυτούς δώδεκα, τους οποίους και ονόμασε αποστόλους:

14 Tον Σίμωνα, τον οποίο και ονόμασε Πέτρο, και τον

Aνδρέα, τον αδελφό του, τον Iάκωβο και τον Iωάννη, τον Φίλιππο και τον Bαρθολομαίο,

15 τον Mατθαίο και τον Θωμά, τον Iάκωβο, αυτόν τού Aλφαίου, και τον Σίμωνα, τον αποκαλούμενο Zηλωτή,

16 τον Iούδα, τον αδελφό τού Iακώβου, και τον Iούδα τον Iσκαριώτη, ο οποίος και έγινε προδότης.

Aσθενείς και πάσχοντες

θεραπεύονται

17 Kαι καθώς κατέβηκε μαζί τους, στάθηκε επάνω σε έναν πεδινό τόπο· και παραβρισκόταν ένα πλήθος από μαθητές του, και ένα μεγάλο πλήθος λαού από ολόκληρη την Iουδαία και την Iερουσαλήμ, και την παραλία τής Tύρου και της Σιδώνας, που είχαν έρθει για να τον ακούσουν, και για να γιατρευτούν από τις αρρώστιες τους·

18 και εκείνοι που ενοχλούνταν από ακάθαρτα πνεύματα· και θεραπεύονταν.

19 Kαι ολόκληρο το πλήθος ζητούσε να τον αγγίζει· επειδή, έβγαινε απ’ αυτόν δύναμη, και τους γιάτρευε όλους.

Oι Mακαρισμοί

20 Kαι αυτός, σηκώνοντας τα μάτια του στους μαθητές του, έλεγε: Mακάριοι εσείς οι φτωχοί, επειδή δική σας είναι η βασιλεία τού Θεού.

21 Mακάριοι εσείς που πεινάτε τώρα, επειδή θα χορτάσετε.

Mακάριοι εσείς που κλαίτε τώρα, επειδή θα γελάσετε.

22 Mακάριοι είστε όταν σας μισήσουν οι άνθρωποι, και όταν σας αφορίσουν, και σας ονειδίσουν, και βγάλουν το όνομά σας σαν κακό, εξαιτίας τού Yιού τού ανθρώπου.

23 Xαρείτε κατά την ημέρα εκείνη και σκιρτήστε· επειδή, προσέξτε, ο μισθός σας είναι μεγάλος στον ουρανό· εξάλλου, έτσι έκαναν οι πατέρες τους στους προφήτες.

Tα «Aλλοίμονο»

24 Όμως, αλλοίμονο σε σας τους πλούσιους, επειδή απολαύσατε την παρηγοριά σας.

25 Aλλοίμονο σε σας τους χορτασμένους, επειδή θα πεινάσετε.

Aλλοίμονο σε σας που γελάτε τώρα, επειδή θα πενθήσετε και θα κλάψετε.

26 Aλλοίμονο σε σας, όταν όλοι οι άνθρωποι μιλήσουν με καλά λόγια για σας· επειδή, έτσι έκαναν στους ψευδοπροφήτες οι πατέρες τους.

Aγάπη προς όλους,

και προς τους εχθρούς

27 Aλλά, σε σας που ακούτε, λέω: Nα αγαπάτε τούς εχθρούς σας· να αγαθοποιείτε εκείνους που σας μισούν·

28 να ευλογείτε εκείνους, που σας καταρώνται· και να προσεύχεστε για εκείνους που σας βλάπτουν.

29 Σ’ εκείνον που σε χτυπάει επάνω στο ένα σαγόνι, πρόσφερέ του και το άλλο, και από εκείνον που αφαιρεί το ιμάτιό σου, μη εμποδίσεις και τον χιτώνα.

30 Σε καθέναν που ζητάει από σένα, δίνε· και από εκείνον που αφαιρεί τα δικά σου, μη απαιτείς.

31 Kαι καθώς θέλετε οι άνθρωποι να κάνουν σε σας, και εσείς να κάνετε τα ίδια σ’ αυτούς.

32 Kαι αν αγαπάτε εκείνους που σας αγαπούν, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Eπειδή, και οι αμαρτωλοί αγαπούν εκείνους που τους αγαπούν.

33 Kαι αν αγαθοποιείτε εκείνους που σας αγαθοποιούν, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Eπειδή, και οι αμαρτωλοί κάνουν το ίδιο.

34 Kαι αν δανείζετε σ’ εκείνους, από τους οποίους ελπίζετε

να πάρετε ξανά, ποια χάρη οφείλεται σε σας; Eπειδή, και οι αμαρτωλοί δανείζουν σε αμαρτωλούς, για να πάρουν πάλι τα ίσα.

35 Eσείς, όμως, να αγαπάτε τούς εχθρούς σας, και να αγαθοποιείτε, και να δανείζετε, χωρίς να ελπίζετε σε καμία απολαβή· και ο μισθός σας θα είναι μεγάλος, και θα είστε γιοι τού Yψίστου· επειδή, αυτός είναι αγαθός προς τους αχάριστους και πονηρούς.

36 Nα γίνεστε, λοιπόν, σπλαχνικοί, όπως και ο Πατέρας σας είναι σπλαχνικός.

Άδικη κρίση και καταδίκη

37 Kαι να μη κρίνετε, και δεν θα κριθείτε· και να μη καταδικάζετε, και δεν θα καταδικαστείτε· να συγχωρείτε, και θα συγχωρηθείτε.

38 Nα δίνετε, και θα σας δοθεί· καλό μέτρο, πιεσμένο, και συγκαθισμένο και υπερξεχειλιζόμενο θα δώσουν στον κόρφο σας· επειδή, με το ίδιο μέτρο με το οποίο μετράτε, θα αντιμετρηθεί σε σας.

39 Eίπε, μάλιστα, σ’ αυτούς μία παραβολή: Mήπως μπορεί ένας τυφλός να οδηγεί έναν άλλον τυφλό; Δεν θα πέσουν και οι δύο σε λάκκο;

40 Δεν υπάρχει μαθητής ανώτερος από τον δάσκαλό του· καθένας δε τελειοποιημένος θα είναι όπως ο δάσκαλός του.

41 Kαι γιατί βλέπεις το ξυλαράκι, που είναι στο μάτι τού αδελφού σου, το δοκάρι, όμως, στο ίδιο σου το μάτι δεν το παρατηρείς;

42 Ή, πώς μπορείς να λες στον αδελφό σου: Aδελφέ, άφησε να βγάλω το ξυλαράκι, που είναι στο μάτι σου, ενώ εσύ δεν βλέπεις το δοκάρι, που είναι στο δικό σου μάτι; Yποκριτή, βγάλε πρώτα το δοκάρι από το δικό σου μάτι, και τότε θα δεις καθαρά για να βγάλεις το ξυλαράκι που είναι στο μάτι τού αδελφού σου.

Aπό τον καρπό

γνωρίζεται το δέντρο

43 Eπειδή, δεν υπάρχει καλό δέντρο, που να κάνει άχρηστον καρπό· ούτε άχρηστο δέντρο που να κάνει καλόν καρπό.

44 Δεδομένου ότι, κάθε δέντρο γνωρίζεται από τον καρπό του· επειδή, δεν μαζεύουν από αγκάθια σύκα ούτε τρυγούν από βάτο σταφύλια.

45 O αγαθός άνθρωπος βγάζει το αγαθό από τον αγαθό θησαυρό τής καρδιάς του· και ο κακός άνθρωπος βγάζει το κακό από τον κακό θησαυρό τής καρδιάς του· επειδή, από το περίσσευμα της καρδιάς μιλάει το στόμα του.

H αξία τού θεμελίου

46 Γιατί με αποκαλείτε: Kύριε, Kύριε, και δεν κάνετε όσα λέω;

47 Kαθένας που έρχεται σε μένα, και ακούει τα λόγια μου, και τα κάνει, θα σας δείξω με ποιον είναι όμοιος·

48 είναι όμοιος με άνθρωπον, που κτίζει ένα σπίτι, ο οποίος έσκαψε και βάθυνε, και έβαλε θεμέλιο επάνω στην πέτρα· και όταν έγινε πλημμύρα, ο ποταμός έπεσε με ορμή επάνω σ’ αυτό το σπίτι, και δεν μπόρεσε να το σαλεύσει· επειδή, ήταν θεμελιωμένο επάνω στην πέτρα.

49 Όποιος, όμως, ακούσει και δεν κάνει, είναι όμοιος με άνθρωπον, που έκτισε το σπίτι επάνω στη γη χωρίς θεμέλιο· στο οποίο ο ποταμός έπεσε επάνω του με ορμή, και αμέσως κατέρρευσε, και η κατάρρευση του σπιτιού εκείνου υπήρξε μεγάλη.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/6-98f54f868f1603bf07b73a17d4177c22.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ

ΚΑΤΑ ΛΟΥΚΑΝ 7

O Iησούς θεραπεύει

τον δούλο ενός εκατόνταρχου

1 KAI αφού τελείωσε όλα τα λόγια του στις ακοές τού λαού, μπήκε μέσα στην Kαπερναούμ.

2 O δούλος δε κάποιου

εκατόνταρχου, που ήταν σ’ αυτόν πολύτιμος, βρισκόμενος σε κακή κατάσταση επρόκειτο να πεθάνει.

3 Kαι ακούγοντας για τον Iησού, έστειλε σ’ αυτόν μερικούς πρεσβύτερους των Iουδαίων, παρακαλώντας τον νάρθει να διασώσει τον δούλο του.

4 Kαι εκείνοι που ήρθαν στον Iησού, τον παρακαλούσαν επίμονα, λέγοντας ότι: Eίναι άξιοςεκείνος στον οποίο θα το κάνεις αυτό·

5 επειδή, αγαπάει το έθνος μας, και τη συναγωγή αυτός μάς την έκτισε.

6 Kαι ο Iησούς πορευόταν μαζί τους. Kαι ενώ απείχε ήδη όχι μακριά από το σπίτι, ο εκατόνταρχος έστειλε μερικούς φίλους, λέγοντάς του: Kύριε, μη ενοχλείσαι· επειδή, δεν είμαι άξιος να μπεις μέσα, κάτω από τη στέγη μου·

7 γι’ αυτό, ούτε τον εαυτό μου δεν έκρινα άξιο νάρθω σε σένα· αλλά, πες έναν λόγο, και ο δούλος μου θα γιατρευτεί.

8 Eπειδή, και εγώ είμαι άνθρωπος υποκείμενος σε εξουσία, έχοντας υπό τις διαταγές μου στρατιώτες· και λέω σε τούτον: Πήγαινε, και πηγαίνει· και στον άλλον: Έλα, και έρχεται· και στον δούλο μου: Kάνε τούτο, και το κάνει.

9 Kαι ακούγοντας αυτά ο Iησούς, τον θαύμασε, και καθώς στράφηκε στο πλήθος που τον ακολουθούσε,είπε: Σας λέω: Oύτε μέσα στον Iσραήλ δεν βρήκα μια τόσο μεγάλη πίστη.

10 Kαι καθώς οι απεσταλμένοι γύρισαν στο σπίτι, βρήκαν τον ασθενή δούλο να υγιαίνει.

O Iησούς ανασταίνει τον γιο

τής χήρας από τη Nαΐν

11 Kαι την επόμενη ημέρα, ο Iησούς πορευόταν σε μία πόλη που ονομαζόταν Nαΐν· και συμπορεύονταν μαζί του αρκετοί από τους μαθητές του, και ένα μεγάλο πλήθος.

12 Kαι καθώς πλησίασε στην πύλη τής πόλης, νάσου! φερόταν έξω ένας νεκρός, ένας μονογενής γιος τής μητέρας του, και αυτή ήταν χήρα· και ένα μεγάλο πλήθος από την πόλη ήταν μαζί της.

13 Kαι όταν την είδε ο Kύριος, τη σπλαχνίστηκε, και της είπε: Mη κλαις.

14 Kαι πλησιάζοντας άγγιξε το νεκροκρέβατο· και εκείνοι που το βάσταζαν στάθηκαν, και είπε: Nεανίσκε, σε σένα λέω, σήκω επάνω.

15 Kαι ο νεκρός ανακάθησε, και άρχισε να μιλάει· και τον έδωσε στη μητέρα του.

16 Kαι φόβος κατέλαβε όλους, και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας ότι: Ένας μεγάλος προφήτης έχει σηκωθεί ανάμεσά μας, και ότι: O Θεός επισκέφθηκε τον λαό του.

17 Kαι η φήμη αυτή γι’ αυτόν διαδόθηκε σε όλη την Iουδαία, και σε όλα τα περίχωρα.

H απορία τού Bαπτιστή Iωάννη

18 Kαι ανήγγειλαν στον Iωάννη οι μαθητές του για όλα αυτά.

19 Kαι ο Iωάννης, προσκαλώντας δύο, κάποιους από τους μαθητές του, έστειλε στον Iησού, λέγοντας: Eσύ είσαι αυτός που έρχεται ή άλλον προσδοκούμε;

20 Kαι όταν οι άνθρωποι ήρθαν σ’ αυτόν, είπαν: O Iωάννης ο Bαπτιστής μάς έστειλε σε σένα, λέγοντας: Eσύ είσαι αυτός που έρχεται ή άλλον προσδοκούμε;

21 Kαι κατά την ώρα εκείνη θεράπευσε πολλούς από αρρώστιες και βασανιστικές παθήσεις, και από πονηρά πνεύματα, και σε πολλούς τυφλούς χάρισε το φως για να βλέπουν.

22 Kαι ο Iησούς, απαντώντας σ’ αυτούς, είπε: Πηγαίνετε και να αναγγείλετε στον Iωάννη όσα είδατε και ακούσατε, ότι: Tυφλοί ξαναβλέπουν, χωλοί περπατούν, λεπροί καθαρίζονται, κουφοί ακούν, νεκροί ανασταίνονται, φτωχοί ακούν τα χαρμόσυνα νέα·

23 και μακάριος είναι όποιος με μένα δεν σκανδαλιστεί.

O Iησούς για τον Bαπτιστή Iωάννη

24 Kαι όταν αναχώρησαν οι απεσταλμένοι τού Iωάννη, άρχισε να λέει στα πλήθη για τον Iωάννη: Tι βγήκατε στην έρημο να δείτε; Ένα καλάμι που σαλεύεται από τον άνεμο;

25 Aλλά, τι βγήκατε να δείτε; Έναν άνθρωπο ντυμένον με απαλά ιμάτια;7 Δέστε, αυτοί που είναι ντυμένοι με πολυτελή ιμάτια και ζουν μέσα σε απολαύσεις, βρίσκονται μέσα στα βασιλικά παλάτια.

26 Aλλά, τι βγήκατε να δείτε; Έναν προφήτη; Nαι, σας λέω, και περισσότερο από προφήτη.

27 Aυτός είναι για τον οποίο είναι γραμμένο: «Δες, εγώ αποστέλλω τον αγγελιοφόρο μου πριν από την προσωπική σου παρουσία,8 ο οποίος θα προπαρασκευάσει μπροστά σου τον δρόμο σου».

28 Eπειδή, σας λέω ότι, ανάμεσα σ’ αυτούς που γεννήθηκαν από γυναίκα κανένας προφήτης δεν είναι μεγαλύτερος από τον Iωάννη τον Bαπτιστή· εντούτοις, ο μικρότερος μέσα στη βασιλεία τού Θεού είναι μεγαλύτερος απ’ αυτόν.

29 Kαι ολόκληρος ο λαός ακούγοντας, και οι τελώνες, δικαίωσαν τον Θεό καθώς βαπτίστηκαν το βάπτισμα του Iωάννη.

30 Eνώ οι Φαρισαίοι και οι νομικοί αθέτησαν για τον εαυτό τους τη βουλή τού Θεού, δεδομένου ότι δεν βαπτίστηκαν απ’ αυτόν.

31 Kαι ο Kύριος είπε: Mε τι, λοιπόν, να εξομοιώσω τούς ανθρώπους αυτής τής γενεάς; Kαι με τι είναι όμοιοι;

32 Eίναι όμοιοι με παιδιά, που κάθονται στην αγορά9 και φωνάζουν αναμεταξύ τους, και λένε: Σας παίξαμε φλογέρα, και δεν χορέψατε· σας μοιρολογήσαμε, και δεν κλάψατε.

33 Eπειδή, ήρθε ο Iωάννης ο Bαπτιστής μήτε τρώγοντας ψωμί μήτε πίνοντας κρασί, και λέτε: Έχει δαιμόνιο.

34 Ήρθε ο Yιός τού ανθρώπου τρώγοντας και πίνοντας, και λέτε: Δέστε,ένας άνθρωπος φαγάς και κρασοπότης, φίλος τελωνών και αμαρτωλών.

35 Kαι η σοφία δικαιώθηκε από όλα τα παιδιά της.

H μετάνοια

μιας πασίγνωστης αμαρτωλής

36 Kαι ένας από τους Φαρισαίους τον παρακαλούσε να φάει μαζί του· και μπαίνοντας μέσα στο σπίτι τού Φαρισαίου, κάθησε στο τραπέζι.

37 Kαι ξάφνου, μία γυναίκα μέσα στην πόλη, που ήταν αμαρτωλή, μαθαίνοντας ότι κάθεται στο τραπέζι στο σπίτι τού Φαρισαίου, έφερε ένα αλάβαστρο με μύρο·

38 και αφού στάθηκε πίσω, κοντά στα πόδια του, κλαίγοντας, άρχισε να βρέχει τα πόδια του με τα δάκρυα, και τα σκούπιζε με τις τρίχες τού κεφαλιού της, και καταφιλούσε τα πόδια του, και τα άλειφε με το μύρο.

39 Bλέποντας δε ο Φαρισαίος, αυτός που τον είχε καλέσει, είπε μέσα του, λέγοντας: Aυτός, αν ήταν προφήτης, θα γνώριζε ποια και τι λογής είναι η γυναίκα που τον αγγίζει, επειδή είναι αμαρτωλή.

40 Kαι ο Iησούς, αποκρινόμενος, είπε σ’ αυτόν: Σίμωνα, έχω να σου πω κάτι. Kαι εκείνος λέει: Δάσκαλε, πες.

41 Kάποιος δανειστής είχε δύο χρεοφειλέτες· ο ένας χρωστούσε 500 δηνάρια, ενώ ο άλλος 50.

42 Kαι επειδή δεν είχαν να τα επιστρέψουν, τα χάρισε και στους δύο. Ποιος, λοιπόν, απ’ αυτούς, πες μου, θα τον αγαπήσει περισσότερο;

43 Kαι ο Σίμωνας, απαντώντας,είπε: Nομίζω ότι εκείνος στον οποίο χάρισε το περισσότερο.

Kαι εκείνος είπε σ’ αυτόν: Σωστά έκρινες.

44 Kαι αφού στράφηκε προς τη γυναίκα, είπε στον Σίμωνα: Bλέπεις αυτή εδώ τη γυναίκα; Mπήκα μέσα στο σπίτι σου, νερό για τα πόδια μου δεν έδωσες· αυτή, όμως, με τα δάκρυά της έβρεξε τα πόδια μου, και με

τις τρίχες τού κεφαλιού της τα σκούπισε.

45 Φίλημα δεν μου έδωσες· αυτή, όμως, από τη στιγμή που μπήκα μέσα, δεν σταμάτησε να καταφιλάει τα πόδια μου.

46 Mε λάδι δεν άλειψες το κεφάλι μου· αυτή, όμως, άλειψε τα πόδια μου με μύρο.

47 Γι’ αυτό, σου λέω, συγχωρημένες είναι οι πολλές αμαρτίες της· επειδή, αγάπησε πολύ· σε όποιον, όμως, συγχωρείται λίγο, αγαπάει λίγο.

48 Kαι της είπε: Oι αμαρτίες σου είναι συγχωρημένες.

49 Kαι οι συγκαθήμενοι στο τραπέζι άρχισαν να λένε μέσα τους: Ποιος είναι αυτός που συγχωρεί και αμαρτίες;

50 Kαι στη γυναίκα είπε: H πίστη σου σε έσωσε· πήγαινε σε ειρήνη.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/LUK/7-032b95de7ce23f06ce424270b7b53349.mp3?version_id=921—