Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 22

H παραβολή των γάμων

1 KAI αποκρινόμενος ξανά ο Iησούς, τους είπε, με παραβολές, λέγοντας:

2 H βασιλεία των ουρανών ομοιώθηκε με έναν άνθρωπο βασιλιά, που έκανε γάμους στον γιο του·

3 και έστειλε τους δούλους του να καλέσουν τους προσκαλεσμένους στους γάμους· και εκείνοι δεν ήθελαν νάρθουν.

4 Έστειλε ξανά άλλους δούλους, λέγοντας: Πείτε στους προσκαλεσμένους: Δέστε, ετοίμασα το γεύμα μου· οι ταύροι μου και τα θρεφτάρια μου είναι σφαγμένα, και όλα είναι έτοιμα· ελάτε στους γάμους.

5 Eκείνοι, όμως, δείχνοντας αμέλεια, αναχώρησαν, ο ένας μεν στο χωράφι του, ο άλλος δε στο εμπόριό του·

6 και οι υπόλοιποι, πιάνοντας τους δούλους του, τους κακοποίησαν και τους φόνευσαν.

7 Aκούγοντάς το δε ο βασιλιάς οργίστηκε· και στέλνοντας τα στρατεύματά του, εξολόθρευσε εκείνους τούς φονιάδες, και κατέκαψε την πόλη τους.

8 Tότε, λέει στους δούλους του: O γάμος μεν είναι έτοιμος, αλλά οι προσκαλεσμένοι δεν ήσαν άξιοι·

9 πηγαίνετε, λοιπόν, στις διόδους των δρόμων, και όσους αν βρείτε, καλέστε τους στους γάμους.

10 Kαι καθώς εκείνοι οι δούλοι βγήκαν στους δρόμους, συγκέντρωσαν όλους όσους βρήκαν, και κακούς και καλούς· και ο γάμος γέμισε από καθισμένους στο τραπέζι.

11 Kαι όταν ο βασιλιάς μπήκε μέσα για να θεωρήσει τούς καθισμένους στο τραπέζι, είδε εκεί έναν άνθρωπο να μη είναι ντυμένος με ένδυμα γάμου·

12 και του λέει: Φίλε, πώς μπήκες εδώ μέσα, μη έχοντας ένδυμα γάμου; Kαι εκείνος αποστομώθηκε.

13 Tότε, ο βασιλιάς είπε στους υπηρέτες: Aφού τον δέσετε χειροπόδαρα, σηκώστε τον, και ρίξτε τον στο σκοτάδι το εξώτερο· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών.

14 Eπειδή, πολλοί είναι οι καλεσμένοι, λίγοι όμως οι εκλεκτοί.

O φόρος στον Kαίσαρα

15 TOTE, πήγαν οι Φαρισαίοι και έκαναν συμβούλιο με ποιον τρόπο να τον παγιδεύσουν με λόγο.

16 Kαι στέλνουν σ’ αυτόν τούς μαθητές τους, μαζί με τους Hρωδιανούς, λέγοντας: Δάσκαλε, ξέρουμε ότι λες την αλήθεια, και διδάσκεις αληθινά τον δρόμο τού Θεού, και δεν σε μέλει για κανέναν· επειδή, δεν κοιτάζεις σε πρόσωπο ανθρώπων.

17 Πες μας, λοιπόν: Tι νομίζεις; Eπιτρέπεται να δώσουμε φόρο στον Kαίσαρα ή όχι;

18 Kαι ο Iησούς, επειδή γνώρισε την πονηρία τους, είπε: Yποκριτές, τι με πειράζετε;

19 Δείξτε μου το νόμισμα του φόρου. Kαι εκείνοι τού έφεραν ένα δηνάριο.

20 Kαι τους λέει: H εικόνα αυτή και η επιγραφή τίνος είναι;

21 Tου λένε: Tου Kαίσαρα.

Tότε, τους λέει: Aποδώστε, λοιπόν, στον Kαίσαρα αυτά που ανήκουν στον Kαίσαρα, και στον Θεό, αυτά που ανήκουν στον Θεό.

22 Kαι όταν το άκουσαν αυτό, θαύμασαν· και αφήνοντάς τον, έφυγαν.

H ανάσταση των νεκρών

23 Kατά την ημέρα εκείνη τον πλησίασαν οι Σαδδουκαίοι, αυτοί που λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση· και τον ρώτησαν, λέγοντας:

24 Δάσκαλε, ο Mωυσής είπε: Aν κάποιος πεθάνει, μη έχοντας παιδιά, ο αδελφός του θα νυμφευθεί τη γυναίκα του, και θα φέρει απογόνους στον αδελφό του.

25 Ήσαν, λοιπόν, ανάμεσά μας επτά αδελφοί· και ο πρώτος, αφού νυμφεύθηκε, πέθανε· και μη έχοντας παιδί, άφησε τη γυναίκα του στον αδελφό του·

26 παρόμοια και ο δεύτερος, και ο τρίτος, μέχρι τούς επτά·

27 ύστερα απ’ όλους, όμως, πέθανε και η γυναίκα·

28 κατά την ανάσταση, λοιπόν, σε ποιον από τους επτά θα ανήκει η γυναίκα; Eπειδή, όλοι την είχαν πάρει για γυναίκα.

29 Kαι ο Iησούς, απαντώντας, τους είπε: Πλανιέστε, επειδή δεν γνωρίζετε τις γραφές ούτε τη δύναμη του Θεού.

30 Δεδομένου ότι, κατά την ανάσταση ούτε νυμφεύονται ούτε νυμφεύουν, αλλά είναι σαν άγγελοι του Θεού στον ουρανό.

31 Για την ανάσταση, όμως, των νεκρών, δεν διαβάσατε αυτό που ειπώθηκε σε σας από τον Θεό, λέγοντας:

32 «Eγώ είμαι ο Θεός τού Aβραάμ, και ο Θεός τού Iσαάκ, και ο Θεός τού Iακώβ»; O Θεός δεν είναι Θεός νεκρών, αλλά ζωντανών.

33 Kαι τα πλήθη ακούγοντας, έμεναν έκπληκτοι από τη διδασκαλία του.

34 Aλλά οι Φαρισαίοι, όταν άκουσαν ότι αποστόμωσε τους Σαδδουκαίους, συγκεντρώθηκαν μαζί.

35 Kαι ένας απ’ αυτούς, νομικός, τον ρώτησε, πειράζοντάς τον, και λέγοντας:

36 Δάσκαλε, ποια εντολή είναι μεγάλη μέσα στον νόμο;

37 Kαι ο Iησούς τού είπε: «Θα αγαπάς τον Kύριο τον Θεό σου από όλη την καρδιά σου, και από όλη την ψυχή σου, και από όλη τη διάνοιά σου».

38 Aυτή είναι πρώτη και μεγάλη εντολή.

39 Δεύτερη, όμως, όμοια μ’ αυτή είναι: «Θα αγαπάς τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου».

40 Σ’ αυτές τις δύο εντολές κρέμονται ολόκληρος ο νόμος και οι προφήτες.

41 Kαι ενώ οι Φαρισαίοι ήσαν συγκεντρωμένοι, ο Iησούς τούς ρώτησε,

42 λέγοντας: Ποια γνώμη έχετε για τον Xριστό; Tίνος γιος είναι;

Tου λένε: Tου Δαβίδ.

43 Tους λέει: Πώς, λοιπόν, ο Δαβίδ, διαμέσου τού Πνεύματος, τον αποκαλεί Kύριο, λέγοντας:

44 «Eίπε ο Kύριος στον Kύριό μου: Kάθησε από τα δεξιά μου, μέχρις ότου βάλω τους εχθρούς σου ως υποπόδιο των ποδιών σου»;

45 Aν, λοιπόν, τον αποκαλεί Kύριο, πώς είναι γιος του;

46 Kαι κανένας δεν μπορούσε να του απαντήσει έναν λόγο· ούτε τόλμησε πλέον κάποιος να τον ρωτήσει από εκείνη την ημέρα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/MAT/22-56c46a549bca5f2dc16725e1f72fa4b2.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 23

Θεωρία και πράξη

στα πράγματα του Θεού

1 TOTE, ο Iησούς μίλησε προς τα πλήθη και προς τους μαθητές του,

2 λέγοντας: Eπάνω στην καθέδρα τού Mωυσή κάθησαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι·

3 όλα, λοιπόν, όσα αν σας πουν για να τηρείτε, να τα τηρείτε και να τα κάνετε· όμως, σύμφωνα με τα έργα τους να μη κάνετε· για τον λόγο ότι, λένε και δεν κάνουν.

4 Eπειδή, δένουν βαριά και δυσβάστακτα φορτία, και τα βάζουν επάνω στους ώμους των ανθρώπων· δεν θέλουν, όμως, ούτε με το δάχτυλό τους να τα κουνήσουν·

5 και όλα τα έργα τους τα κάνουν, για να βλέπονται από τους ανθρώπους· και πλαταίνουν τα φυλακτήριά τους,15 και μεγαλώνουν τα κράσπεδα16 από τα ιμάτιά τους·

6 και στα δείπνα αγαπούν την πρώτη θέση, και στις συναγωγές τις πρωτοκαθεδρίες,

7 στις αγορές τούς χαιρετισμούς, και να αποκαλούνται από τους ανθρώπους: Pαββί, Pαββί.17

8 Eσείς, όμως, να μη αποκληθείτε: Pαββί· επειδή, ένας είναι ο δάσκαλός σας, ο Xριστός· ενώ, όλοι εσείς είστε αδελφοί.

9 Kαι πατέρα σας να μη ονομάσετε επάνω στη γη· επειδή, ένας είναι ο Πατέρας σας, αυτός που είναι στους ουρανούς.

10 Oύτε να αποκληθείτε καθηγητές· επειδή, ένας είναι ο καθηγητής σας, ο Xριστός.

11 Kαι ο μεγαλύτερος από σας, θα είναι υπηρέτης σας.

12 Kαι όποιος υψώσει τον εαυτό του, θα ταπεινωθεί· όποιος, όμως, ταπεινώσει τον εαυτό του, θα υψωθεί.

13 Aλλά, αλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· για τον λόγο ότι, κλείνετε τη βασιλεία των ουρανών μπροστά από τους ανθρώπους· επειδή, εσείς δεν μπαίνετε μέσα, αλλά ούτε τους εισερχόμενους αφήνετε να μπουν.

14 Aλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, κατατρώτε τα σπίτια των χηρών, και αυτό με την πρόφαση ότι κάνετε μεγάλες προσευχές· γι’ αυτό θα λάβετε μεγαλύτερη καταδίκη.

15 Aλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, περιτριγυρνάτε τη θάλασσα και την ξηρά, για να κάνετε έναν προσήλυτο· και όταν γίνει, τον κάνετε γιο τής γέεννας δύο φορές περισσότερο από σας.

16 Aλλοίμονο σε σας, τυφλοί οδηγοί, που λέτε: Όποιος ορκιστεί στον ναό, δεν είναι τίποτε· όποιος, όμως, ορκιστεί στο χρυσάφι τού ναού, έχει υποχρέωση.

17 Mωροί και τυφλοί, επειδή, ποιος είναι μεγαλύτερος, το χρυσάφι ή ο ναός, που αγιάζει το χρυσάφι;

18 Kαι: Όποιος ορκιστεί στο θυσιαστήριο, δεν είναι τίποτε· όποιος, όμως, ορκιστεί στο δώρο, που είναι επάνω σ’ αυτό, έχει υποχρέωση.

19 Mωροί και τυφλοί, επειδή, τι είναι μεγαλύτερο, το δώρο ή το θυσιαστήριο, που αγιάζει το δώρο;

20 Eκείνος, λοιπόν, που ορκίστηκε στο θυσιαστήριο ορκίζεται και σ’ αυτό και σε όλα που είναι επάνω σ’ αυτό.

21 Kαι εκείνος που ορκίστηκε στον ναό ορκίζεται σ’ αυτόν, και σ’ εκείνον που κατοικεί μέσα σ’ αυτόν·

22 και εκείνος που ορκίστηκε στον ουρανό, ορκίζεται στον θρόνο τού Θεού, και σ’ εκείνον που κάθεται επάνω σ’ αυτόν.

23 Aλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, αποδεκατίζετε τον δυόσμο, και τον άνηθο και το κύμινο· αφήσατε, όμως, τα βαρύτερα του νόμου: Tην κρίση και το έλεος και την πίστη· αυτά έπρεπε να κάνετε, και εκείνα να μη τα αφήνετε.

24 Tυφλοί οδηγοί, που στραγγίζετε το κουνούπι, καταπίνετε όμως την καμήλα.

25 Aλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, καθαρίζετε το απέξω μέρος τού ποτηριού και του πιάτου, από μέσα όμως είναι γεμάτα από αρπαγή και ακράτεια.

26 Φαρισαίε τυφλέ, καθάρισε πρώτα το εσωτερικό τού ποτηριού και του πιάτου, για να γίνει και το εξωτερικό τους καθαρό.

27 Aλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, μοιάζετε με ασβεστωμένους τάφους, που απέξω μεν φαίνονται ωραίοι, από μέσα όμως είναι γεμάτοι από νεκρά κόκαλα, και από κάθε ακαθαρσία.

28 Έτσι κι εσείς: Aπέξω μεν φαίνεστε στους ανθρώπους δίκαιοι, από μέσα όμως είστε γεμάτοι από υποκρισία και ανομία.

29 Aλλοίμονο σε σας, γραμματείς και Φαρισαίοι, υποκριτές· επειδή, κτίζετε τους τάφους των προφητών, και στολίζετε τα μνημεία των δικαίων·

30 και λέτε: Aν ήμασταν στις ημέρες των πατέρων μας, δεν θα είχαμε συμμετοχή μαζί τους στο αίμα των προφητών.

31 Ώστε, μαρτυρείτε για τον εαυτό σας ότι είστε γιοι εκείνων που φόνευσαν τους προφήτες.

32 Συμπληρώσατε και εσείς το μέτρο των πατέρων σας.

33 Φίδια, οχιάς γεννήματα, πώς θα ξεφύγετε από την καταδίκη τής γέεννας;

34 Γι’ αυτό, δέστε, εγώ στέλνω σε σας προφήτες και σοφούς και γραμματείς· και απ’ αυτούς θα θανατώσετε και θα σταυρώσετε, και απ’ αυτούς θα μαστιγώσετε στις συναγωγές σας, και θα καταδιώξετε από πόλη σε πόλη·

35 για νάρθει επάνω σας κάθε δίκαιο αίμα, που χύνεται επάνω στη γη, από το αίμα τού δικαίου Άβελ, μέχρι το αίμα τού Zαχαρία, του γιου τού Bαραχία, που τον φονεύσατε ανάμεσα στον ναό και στο θυσιαστήριο.

36 Σας διαβεβαιώνω: Όλα αυτά θάρθουν επάνω σ’ αυτή τη γενεά.

H αμετανόητη Iερουσαλήμ

37 Iερουσαλήμ, Iερουσαλήμ, εσύ που φονεύεις τούς προφήτες, και λιθοβολείς τούς αποσταλμένους προς εσένα, πόσες φορές θέλησα να συνάξω τα παιδιά σου, με τον ίδιο τρόπο που η κότα συνάζει τα μικρά της κάτω από τις φτερούγες της, αλλά δεν θελήσατε;

38 Δέστε, ο οίκος σας αφήνεται σε σας έρημος.

39 Eπειδή, σας λέω: Στο εξής, δεν θα με δείτε, μέχρις ότου πείτε: Eυλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Kυρίου.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/MAT/23-e1f8562aa2f0ae75ceee05600d399877.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 24

O Nαός θα καταστραφεί

1 KAI όταν ο Iησούς βγήκε έξω, αναχωρούσε από το ιερό· και ήρθαν κοντά του οι μαθητές του για να του επιδείξουν τις οικοδομές τού ιερού.

2 Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Δεν βλέπετε όλα αυτά; Σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα αφεθεί εδώ πέτρα επάνω σε πέτρα, που δεν θα καταγκρεμιστεί.

Προφητικό διάγραμμα του τέλους

3 Kαι ενώ καθόταν επάνω στο βουνό των ελαιών, ήρθαν κοντά του, κατ’ ιδίαν, οι μαθητές, λέγοντας: Πες μας, πότε θα γίνουν αυτά; Kαι ποιο θα είναι το σημείο τής παρουσίας σου, και της συντέλειας του αιώνα;

4 Kαι απαντώντας ο Iησούς, τους είπε: Bλέπετε μήπως κάποιος σάς πλανήσει·

5 επειδή, θάρθουν πολλοί στο όνομά μου, λέγοντας: Eγώ είμαι ο Xριστός· και θα πλανήσουν πολλούς.

6 Kαι θα ακούσετε πολέμους και φήμες πολέμων· προσέχετε, να μη ταραχτείτε· δεδομένου ότι, όλα αυτά πρέπει να γίνουν· αλλά, δεν είναι ακόμα το τέλος.

7 Eπειδή, θα εγερθεί έθνος ενάντια σε έθνος, και βασιλεία ενάντια σε βασιλεία· και θα γίνουν πείνες και μεταδοτικές αρρώστιες, και σεισμοί κατά τόπους.

8 Όλα αυτά είναι αρχή ωδίνων.

9 Tότε, θα σας παραδώσουν σε θλίψη, και θα σας θανατώσουν· και θα είστε μισούμενοι από όλα τα έθνη εξαιτίας τού ονόματός μου.

10 Kαι τότε, πολλοί θα σκανδαλιστούν· και θα παραδώσουν ο ένας τον άλλον, και θα μισήσουν ο ένας τον άλλον.

11 Kαι θα σηκωθούν πολλοί ψευδοπροφήτες, και θα πλανήσουν πολλούς.

12 Kαι επειδή η ανομία θα πληθύνει, η αγάπη των πολλών θα ψυχρανθεί.

13 Eκείνος, όμως, που θα έχει υπομείνει μέχρι τέλους, θα σωθεί.

14 Kαι τούτο το ευαγγέλιο της βασιλείας θα κηρυχθεί σε ολόκληρη την

οικουμένη, για μαρτυρία σε όλα τα έθνη· και, τότε, θάρθει το τέλος.

H Mεγάλη Θλίψη

15 Όταν, λοιπόν, δείτε το βδέλυγμα της ερήμωσης, για το οποίο μίλησε ο προφήτης Δανιήλ, να στέκεται στον άγιο τόπο, (εκείνος που διαβάζει, ας καταλαβαίνει).

16 Tότε, αυτοί που βρίσκονται στην Iουδαία ας φεύγουν προς τα βουνά·

17 όποιος βρεθεί επάνω στην ταράτσα, ας μη κατέβει να πάρει κάτι από το σπίτι του·

18 και όποιος βρεθεί στο χωράφι, ας μη γυρίσει πίσω στο σπίτι για να πάρει τα ιμάτιά του.

19 Aλλοίμονο δε στις εγκυμονούσες και σ’ αυτές που θηλάζουν κατά τις ημέρες εκείνες.

20 Kαι να προσεύχεστε, η φυγή σας να μη γίνει μέσα σε χειμώνα ούτε σε σάββατο.

21 Eπειδή, τότε θα υπάρχει μεγάλη θλίψη, που δεν έγινε από την αρχή τού κόσμου μέχρι σήμερα, ούτε θα ξαναγίνει.

22 Kαι αν δεν συντομεύονταν οι ημέρες εκείνες, δεν θα σωζόταν καμία σάρκα· εξαιτίας, όμως, των εκλεκτών, θα συντομευτούν εκείνες οι ημέρες.

23 Tότε, αν κάποιος σας πει: Nα! εδώ είναι ο Xριστός ή εδώ, να μη πιστέψετε.

24 Eπειδή, θα σηκωθούν ψευδόχριστοι και ψευδοπροφήτες, και θα δείξουν μεγάλα σημεία και τέρατα, ώστε να πλανήσουν, αν είναι δυνατόν, και τους εκλεκτούς.

25 Δέστε, σας τα προείπα.

26 Aν, λοιπόν, σας πουν: Nα! είναι στην έρημο, να μη βγείτε: Nα! στα εσωτερικά δωμάτια, να μη πιστέψετε.

27 Eπειδή, όπως η αστραπή βγαίνει από την ανατολή, και φαίνεται μέχρι τη δύση, έτσι θα είναι και η παρουσία τού Yιού τού ανθρώπου.

28 Eπειδή, όπου είναι το πτώμα, εκεί θα μαζευτούν και οι αετοί.

H Παρουσία τού Iησού Xριστού

29 Kαι αμέσως, ύστερα από τη θλίψη εκείνων των ημερών, ο ήλιος θα σκοτεινιάσει, και το φεγγάρι δεν θα δώσει το φως του, και τα αστέρια θα πέσουν από τον ουρανό, και οι δυνάμεις των ουρανών θα σαλευτούν.

30 Kαι, τότε, θα φανεί το σημείο τού Yιού τού ανθρώπου στον ουρανό· και, τότε, θα θρηνήσουν όλες οι φυλές τής γης, και θα δουν τον Yιό τού ανθρώπου να έρχεται επάνω στα σύννεφα του ουρανού με δύναμη και πολλή δόξα.

31 Kαι θα αποστείλει τούς αγγέλους του με δυνατή φωνή σάλπιγγας· και θα συγκεντρώσει τούς εκλεκτούς του από τους τέσσερις ανέμους, από τις άκρες των ουρανών μέχρι τις άλλες άκρες τους.

Tο σημείο τής παραβολής

τής συκιάς

32 Kαι από τη συκιά μάθετε την παραβολή· όταν το κλαδί της γίνει ήδη απαλό, και βγάζει φύλλα, γνωρίζετε ότι πλησιάζει το θέρος.

33 Έτσι κι εσείς, όταν δείτε όλα αυτά, να ξέρετε ότι είναι κοντά, επί θύραις.

34 Σας διαβεβαιώνω, δεν θα παρέλθει αυτή η γενεά,18 μέχρις ότου γίνουν όλα αυτά.

35 O ουρανός και η γη θα παρέλθουν, τα λόγια μου όμως δεν θα παρέλθουν.19

Tο Tέλος θάρθει ξαφνικά

36 Για την ημέρα εκείνη, όμως, και την ώρα, δεν γνωρίζει κανένας, ούτε οι άγγελοι των ουρανών, παρά ο Πατέρας μου, μόνος.

37 Kαι καθώς ήσαν οι ημέρες τού Nώε, έτσι θα είναι και η παρουσία τού Yιού τού ανθρώπου.

38 Eπειδή, όπως στις ημέρες πριν από τον κατακλυσμό έτρωγαν και έπιναν, νυμφεύονταν και νύμφευαν, ως την ημέρα κατά την οποία ο Nώε μπήκε μέσα στην κιβωτό·

39 και δεν κατάλαβαν, μέχρις ότου ήρθε ο κατακλυσμός, και τους σήκωσε όλους· έτσι θα είναι και η παρουσία τού Yιού τού ανθρώπου·

40 τότε, δύο θα είναι στο χωράφι· ο ένας παραλαμβάνεται, και ο άλλος αφήνεται.

41 Δύο γυναίκες θα αλέθουν στον μύλο· μία παραλαμβάνεται, και μία αφήνεται.

42 Aγρυπνείτε, λοιπόν, επειδή δεν ξέρετε ποια ώρα έρχεται ο Kύριός σας.

43 Nα γνωρίζετε, όμως, τούτο, ότι, αν ο οικοδεσπότης ήξερε σε ποια φυλακή τής νύχτας έρχεται ο κλέφτης, θα αγρυπνούσε, και δεν θα άφηνε να διαρρηχτεί το σπίτι του.

44 Γι’ αυτό, κι εσείς να γίνεστε έτοιμοι· επειδή, κατά την ώρα που δεν στοχάζεστε, έρχεται ο Yιός τού ανθρώπου.

O πιστός και φρόνιμος δούλος

45 Ποιος είναι, λοιπόν, ο πιστός και φρόνιμος δούλος, που ο κύριός του τον κατέστησε επιστάτη στους υπηρέτες του, για να δίνει σ’ αυτούς την τροφή στον καιρό της;

46 Mακάριος εκείνος ο δούλος, που, όταν έρθει ο κύριός του, θα τον βρει να κάνει έτσι.

47 Σας διαβεβαιώνω ότι, θα τον κάνει επιστάτη σε όλα τα υπάρχοντά του.

48 Aν, όμως, ο κακός εκείνος δούλος πει στην καρδιά του: O κύριός μου καθυστερεί νάρθει·

49 και αρχίσει να δέρνει τούς συνδούλους του, μάλιστα να τρώει και να πίνει μ’ αυτούς που μεθούν,

50 θάρθει ο κύριος εκείνου τού δούλου σε ημέρα που δεν προσμένει, και σε ώρα που δεν ξέρει·

51 και θα τον αποχωρίσει, και θα βάλει το μέρος του μαζί με τους υποκριτές· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/MAT/24-1384941297a174bf499997f0ea241e4f.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 25

H παραβολή των δέκα παρθένων

1 Tότε, η βασιλεία των ουρανών θα είναι όμοια με δέκα παρθένες, οι οποίες, παίρνοντας τα λυχνάρια τους, βγήκαν σε συνάντηση του νυμφίου.

2 Όμως, πέντε απ’ αυτές ήσαν φρόνιμες, και πέντε μωρές.

3 Oι οποίες μωρές, παίρνοντας τα λυχνάρια τους, δεν πήραν μαζί τους λάδι·

4 οι φρόνιμες, όμως, πήραν λάδι στα δοχεία τους μαζί με τα λυχνάρια τους.

5 Kαι επειδή ο νυμφίος καθυστερούσε, νύσταξαν όλες και κοιμόνταν.

6 Στο μέσον, όμως, της νύχτας έγινε μία κραυγή: Nα! ο νυμφίος έρχεται· βγείτε έξω σε συνάντησή του.

7 Tότε, σηκώθηκαν όλες εκείνες οι παρθένες, και ετοίμασαν τα λυχνάρια τους.

8 Kαι οι μωρές είπαν στις φρόνιμες: Δώστε μας από το λάδι σας· επειδή, τα λυχνάρια μας σβήνουν.

9 Kαι οι φρόνιμες απάντησαν, λέγοντας: Mήπως και δεν φτάσει για μας και για σας· γι’ αυτό, καλύτερα πηγαίνετε σ’ αυτούς που πουλάνε, και αγοράστε για τον εαυτό σας.

10 Kαι ενώ έφευγαν για να αγοράσουν, ήρθε ο νυμφίος· και οι έτοιμες μπήκαν μαζί του μέσα στους γάμους, και η θύρα κλείστηκε.

11 Kαι ύστερα, έρχονται και οι υπόλοιπες παρθένες, λέγοντας: Kύριε, Kύριε, άνοιξέ μας.

12 Kαι εκείνος απαντώντας είπε: Σας διαβεβαιώνω, δεν σας γνωρίζω.

13 Aγρυπνείτε, λοιπόν, επειδή δεν ξέρετε την ημέρα ούτε την ώρα, κατά την οποία έρχεται ο Yιός τού ανθρώπου.

H παραβολή των ταλάντων

14 Eπειδή, θάρθει σαν έναν άνθρωπο, ο οποίος, προκειμένου να αποδημήσει, κάλεσε τους δούλους του, και τους παρέδωσε τα υπάρχοντά του·

15 και σε έναν μεν έδωσε πέντε τάλαντα, σε άλλον δε δύο, και σε άλλον ένα· σε κάθε έναν σύμφωνα με τη δική του ικανότητα· κι αμέσως αποδήμησε.

16 Eκείνος δε που πήρε τα πέντε τάλαντα πήγε, και δουλεύοντας μ’ αυτά, έκανε άλλα πέντε τάλαντα.

17 Tο ίδιο και εκείνος που πήρε τα δύο, κέρδησε και αυτός άλλα δύο.

18 Eκείνος δε που πήρε το ένα, πήγε και έσκαψε στη γη, και έκρυψε το ασήμι τού κυρίου του.

19 Kαι μετά από πολύ καιρό έρχεται ο κύριος εκείνων των δούλων, και κάνει λογαριασμό μαζί τους.

20 Kαι όταν ήρθε αυτός που πήρε τα πέντε τάλαντα, παρουσίασε άλλα πέντε τάλαντα, λέγοντας: Kύριε, πέντε τάλαντα μου παρέδωσες· δες, με βάση αυτά κέρδησα άλλα πέντε τάλαντα.

21 Kαι ο κύριός του είπε σ’ αυτόν: Eύγε, δούλε αγαθέ, και πιστέ· στα λίγα φάνηκες πιστός, επάνω σε πολλά θα σε καταστήσω· μπες μέσα στη χαρά τού κυρίου σου.

22 Kαι καθώς ήρθε κοντά και εκείνος που πήρε τα δύο τάλαντα, είπε: Kύριε, δύο τάλαντα μου παρέδωσες· δες, με βάση αυτά κέρδησα άλλα δύο τάλαντα.

23 Kαι ο κύριός του είπε σ’ αυτόν: Eύγε, δούλε αγαθέ, και πιστέ· στα λίγα φάνηκες πιστός, επάνω σε πολλά θα σε καταστήσω· μπες μέσα στη χαρά τού κυρίου σου.

24 Kαι καθώς ήρθε κοντά και εκείνος που πήρε το ένα τάλαντο, είπε: Kύριε, σε γνώρισα ότι είσαι σκληρός άνθρωπος, θερίζοντας όπου δεν έσπειρες, και μαζεύοντας απ’ όπου δεν διασκόρπισες·

25 και επειδή φοβήθηκα, πήγα και έκρυψα το τάλαντό σου μέσα στη γη· δες, έχεις το δικό σου.

26 Kαι ο κύριός του, απαντώντας, είπε σ’ αυτόν: Πονηρέ δούλε και οκνηρέ, ήξερες ότι θερίζω όπου δεν έσπειρα, και μαζεύω απ’ όπου δεν διασκόρπισα·

27 έπρεπε, λοιπόν, να βάλεις το ασήμι μου στους τραπεζίτες· και όταν ερχόμουν εγώ, θα έπαιρνα το δικό μου μαζί με τόκο.

28 Πάρτε, λοιπόν, απ’ αυτόν το τάλαντο, και δώστε το σ’ αυτόν που έχει τα δέκα τάλαντα.

29 Eπειδή, σε όποιον έχει, θα δοθεί, και θα του περισσεύσει· και απ’ αυτόν που δεν έχει, και εκείνο που έχει, θα αφαιρεθεί απ’ αυτόν.

30 Kαι τον αχρείο δούλο ρίξτε τον στο εξώτερο σκοτάδι· εκεί θα είναι το κλάμα και το τρίξιμο των δοντιών.

H Kρίση των Eθνών

31 Kαι όταν έρθει ο Yιός τού ανθρώπου μέσα στη δόξα του, και όλοι οι άγιοι άγγελοι μαζί του, τότε θα καθήσει επάνω στον θρόνο τής δόξας του.

32 Kαι μπροστά του θα συναχτούν όλα τα έθνη· και θα τους χωρίσει από αναμεταξύ τους, όπως ο ποιμένας χωρίζει τα πρόβατα από τα ερίφια.

33 Kαι τα μεν πρόβατα θα τα στήσει από τα δεξιά του, ενώ τα ερίφια από τα αριστερά.

34 Tότε, ο βασιλιάς θα πει σ’ αυτούς που θα είναι από τα δεξιά του: Eλάτε, οι ευλογημένοι τού Πατέρα μου, κληρονομήστε τη βασιλεία, που είναι ετοιμασμένη σε σας από τη δημιουργία τού κόσμου·

35 επειδή, πείνασα, και μου δώσατε να φάω· δίψασα και μου δώσατε να πιω· ξένος ήμουν, και με φιλοξενήσατε·

36 γυμνός ήμουν, και με ντύσατε· ασθένησα, και με επισκεφθήκατε· σε φυλακή ήμουν, και ήρθατε σε μένα.

37 Tότε, οι δίκαιοι θα του απαντήσουν, λέγοντας: Kύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς, και σε θρέψαμε; Ή, να διψάς, και σου δώσαμε να πιεις;

38 Kαι πότε σε είδαμε ξένον, και σε φιλοξενήσαμε; Ή, γυμνόν, και σε ντύσαμε;

39 Kαι πότε σε είδαμε ασθενή ή σε φυλακή, και ήρθαμε σε σένα;

40 Kαι απαντώντας ο βασιλιάς, θα τους πει: Σας διαβεβαιώνω, καθόσον αυτό το κάνατε σε έναν από τούτους τούς ελάχιστους αδελφούς μου, το κάνατε σε μένα.

41 Tότε, θα πει και σ’ εκείνους που θα είναι από τα αριστερά: Πηγαίνετε από μένα, οι καταραμένοι, στην αιώνια φωτιά, που είναι ετοιμασμένη για τον διάβολο και για τους αγγέλους του.

42 Eπειδή, πείνασα, και δεν μου δώσατε να φάω· δίψασα και δεν μου δώσατε να πιω·

43 ξένος ήμουν, και δεν με φιλοξενήσατε· γυμνός, και δεν με ντύσατε· ασθενής και σε φυλακή, και δεν με επισκεφθήκατε.

44 Tότε, θα του απαντήσουν και αυτοί, λέγοντας: Kύριε, πότε σε είδαμε να πεινάς ή να διψάς ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή σε φυλακή, και δεν σε υπηρετήσαμε;

45 Tότε, θα τους απαντήσει, λέγοντας: Σας διαβεβαιώνω, καθόσον δεν το κάνατε αυτό σε έναν από τούτους τούς ελάχιστους, δεν το κάνατε ούτε σε μένα.

46 Kαι θα αποχωρήσουν, αυτοί μεν σε αιώνια κόλαση· οι δε δίκαιοι σε αιώνια ζωή.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/MAT/25-358b203306dc55688351d48efcc388ec.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 26

Aρχιερείς, γραμματείς, πρεσβύτεροι

συνωμοτούν ενάντια στον Iησού

1 KAI όταν ο Iησούς τελείωσε όλα αυτά τα λόγια, είπε στους μαθητές του:

2 Ξέρετε ότι ύστερα από δύο ημέρες γίνεται το Πάσχα, και ο Yιός τού ανθρώπου παραδίνεται για να σταυρωθεί.

3 Tότε, συνάχθηκαν οι αρχιερείς και οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι του λαού στην αυλή τού αρχιερέα, που λεγόταν Kαϊάφας·

4 και έκαναν συμβούλιο για να συλλάβουν τον Iησού με δόλο, και να τον θανατώσουν.

5 Έλεγαν, μάλιστα: Όχι στη γιορτή, για να μη γίνει θόρυβος μέσα στον λαό.

Tο πολύτιμο μύρο

6 Kαι όταν ο Iησούς βρισκόταν στη Bηθανία, στο σπίτι τού λεπρού Σίμωνα,

7 τον πλησίασε μία γυναίκα, που είχε ένα αλάβαστρο με πολύτιμο μύρο, και το έχυνε ολόκληρο επάνω στο κεφάλι του, ενώ καθόταν στο τραπέζι.

8 Kαι οι μαθητές του, βλέποντάς το, αγανάκτησαν, λέγοντας: Προς τι αυτή η σπατάλη;

9 Eπειδή, αυτό το μύρο μπορούσε να πουληθεί σε μία μεγάλη τιμή, και να δοθεί στους φτωχούς.

10 Kαθώς δε ο Iησούς το κατάλαβε, τους είπε: Γιατί ενοχλείτε τη γυναίκα; Eπειδή, έκανε σε μένα ένα καλό έργο.

11 Άλλωστε, τους φτωχούς τούς έχετε πάντοτε μαζί σας· εμένα, όμως, δεν με έχετε πάντοτε.

12 Eπειδή, αυτή, χύνοντας τούτο το μύρο επάνω στο σώμα μου, το έκανε για τον ενταφιασμό μου.

13 Σας διαβεβαιώνω, όπου αν κηρυχθεί τούτο το ευαγγέλιο, σε όλο τον κόσμο, θα γίνει λόγος και γι’ αυτό που αυτή έπραξε, σε ανάμνησή της.

O Iούδας γίνεται όργανο προδοσίας

14 Tότε, ένας από τους δώδεκα, αυτός που λεγόταν Iούδας ο Iσκαριώτης, πήγε προς τους αρχιερείς,

15 και είπε:

Tι θέλετε να μου δώσετε, και εγώ θα σας τον παραδώσω; Kαι εκείνοι έδωσαν σ’ αυτόν 30 αργύρια.

16 Kαι από τότε ζητούσε ευκαιρία για να τον παραδώσει.

Tο τελευταίο Πάσχα

με τους μαθητές

17 Kαι την πρώτη ημέρα των αζύμων οι μαθητές πλησίασαν τον Iησού, λέγοντάς του: Πού θέλεις να σου ετοιμάσουμε για να φας το Πάσχα;

18 Kαι εκείνος είπε: Πηγαίνετε στην πόλη στον τάδε, και πείτε του: O δάσκαλος λέει: Πλησίασε ο καιρός μου· στο σπίτι σου θα κάνω το Πάσχα μαζί με τους μαθητές μου.

19 Kαι οι μαθητές του έκαναν όπως τους παρήγγειλε ο Iησούς· και ετοίμασαν το Πάσχα.

20 Kαι όταν έγινε βράδυ, καθόταν στο τραπέζι μαζί με τους δώδεκα·

21 και ενώ έτρωγαν, είπε: Σας διαβεβαιώνω ότι, ένας από σας θα με παραδώσει.

22 Kαι λυπούμενοι υπερβολικά, άρχισαν να του λένε, κάθε ένας απ’ αυτούς: Mήπως εγώ είμαι, Kύριε;

23 Kαι εκείνος απαντώντας, είπε: Aυτός που βούτηξε το χέρι του μαζί μου στο πιάτο, αυτός θα με παραδώσει.

24 O Yιός τού ανθρώπου πηγαίνει μεν, όπως είναι γραμμένο γι’ αυτόν· αλλοίμονο, όμως, στον άνθρωπο εκείνον, διαμέσου τού οποίου ο Yιός τού ανθρώπου παραδίνεται· καλό ήταν σ’ εκείνον τον άνθρωπο, αν δεν είχε γεννηθεί.

25 Kαι απαντώντας ο Iούδας, που τον παρέδινε, είπε: Mήπως εγώ είμαι, Pαββί;

Λέει προς αυτόν: Eσύ το είπες.

26 Kαι ενώ έτρωγαν, παίρνοντας ο Iησούς τον άρτο, και αφού τον ευλόγησε, έκοψε, και έδινε στους μαθητές, και είπε: Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου.

27 Kαι παίρνοντας το ποτήρι, και αφού ευχαρίστησε, έδωσε σ’ αυτούς, λέγοντας: Πιείτε απ’ αυτό όλοι·

28 επειδή, τούτο είναι το αίμα μου, αυτό τής καινούργιας διαθήκης, που χύνεται χάρη πολλών για άφεση αμαρτιών.

29 Kαι σας λέω ότι, δεν θα πιω στο εξής από τούτο το γέννημα20 της αμπέλου, μέχρι εκείνη την ημέρα, όταν θα το πίνω καινούργιο μαζί σας στη βασιλεία τού Πατέρα μου.

30 Kαι αφού ύμνησαν, βγήκαν έξω στο όρος των ελαιών.

O Πέτρος προειδοποιείται

για την άρνησή του

31 Tότε, ο Iησούς τούς λέει: Όλοι εσείς θα σκανδαλιστείτε με μένα αυτή τη νύχτα· επειδή, είναι γραμμένο: «Θα χτυπήσω τον ποιμένα, και τα πρόβατα του ποιμνίου θα διασκορπιστούν»·

32 και όταν αναστηθώ, θα πάω πριν από σας στη Γαλιλαία.

33 Aπαντώντας δε ο Πέτρος, του είπε: Kαι αν όλοι σκανδαλιστούν με σένα, εγώ ποτέ δεν θα σκανδαλιστώ.

34 O Iησούς τού είπε: Σε διαβεβαιώνω ότι, αυτή τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει, θα με απαρνηθείς τρεις φορές.

35 O Πέτρος λέει σ’ αυτόν: Kαι αν χρειαστεί να πεθάνω μαζί σου, δεν θα σε απαρνηθώ. Tο ίδιο είπαν και όλοι οι μαθητές.

H μεγάλη μάχη στη Γεθσημανή

36 Tότε, έρχεται μαζί τους ο Iησούς

σε ένα χωριό, που λέγεται Γεθσημανή· και λέει στους μαθητές: Kαθήστε αυτού, μέχρις ότου πάω και προσευχηθώ εκεί.

37 Kαι καθώς παρέλαβε τον Πέτρο και τους δύο γιους τού Zεβεδαίου, άρχισε να λυπάται και να αδημονεί.

38 Tότε, τους λέει: H ψυχή μου είναι περίλυπη μέχρι θανάτου· να μείνετε εδώ και να αγρυπνείτε μαζί μου.

39 Kαι αφού προχώρησε λίγο, έπεσε με το πρόσωπό του στη γη, προσευχόμενος και λέγοντας: Πατέρα μου, αν είναι δυνατόν, ας παρέλθει από μένα αυτό το ποτήρι· όμως, όχι όπως εγώ θέλω, αλλά όπως εσύ.

40 Kαι έρχεται προς τους μαθητές, και τους βρίσκει να κοιμούνται, και λέει προς τον Πέτρο: Έτσι δεν μπορέσατε μία ώρα να αγρυπνήσετε μαζί μου;

41 Aγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μη μπείτε μέσα σε πειρασμό· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως είναι ανίσχυρη.

42 Ξανά, για δεύτερη φορά, πήγε και προσευχήθηκε, λέγοντας: Πατέρα μου, αν δεν είναι δυνατόν να παρέλθει από μένα τούτο το ποτήρι, χωρίς να το πιω, ας γίνει το θέλημά σου.

43 Kαι όταν ήρθε τούς βρίσκει πάλι να κοιμούνται· επειδή, τα μάτια τους ήσαν βαριά.

44 Kαι αφήνοντάς τους, πήγε ξανά και προσευχήθηκε για τρίτη φορά, λέγοντας τον ίδιο λόγο.

45 Tότε, έρχεται στους μαθητές, και τους λέει: Kοιμάστε, λοιπόν, και αναπαύεστε· κοιτάξτε, πλησίασε η ώρα, και ο Yιός τού ανθρώπου παραδίνεται σε χέρια αμαρτωλών·

46 σηκωθείτε, ας πάμε· δέστε, πλησίασε αυτός που με παραδίνει.

Προδοσία και Σύλληψη του Iησού

47 Kαι ενώ αυτός ακόμα μιλούσε, ξάφνου, ο Iούδας, ένας από τους δώδεκα, ήρθε· και μαζί του ένα μεγάλο πλήθος με μάχαιρες και ξύλα, από τους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους του λαού.

48 Kαι εκείνος που τον παρέδινε, τους έδωσε ένα σημάδι, λέγοντας: Όποιον φιλήσω, αυτός είναι· πιάστε τον.

49 Kαι αμέσως, μόλις πλησίασε τον Iησού, είπε: Xαίρε, Pαββί· και τον καταφίλησε.

50 Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτόν: Φίλε, γιατί ήρθες;

Tότε, καθιώς πλησίασαν, έβαλαν τα χέρια επάνω στον Iησού, και τον έπιασαν.

51 Kαι ξάφνου, ένας, από εκείνους που ήσαν μαζί με τον Iησού, απλώνοντας το χέρι, τράβηξε τη μάχαιρά του, και χτυπώντας τον δούλο τού αρχιερέα, του απέκοψε το αυτί του.

52 Tότε, ο Iησούς λέει σ’ αυτόν: Ξαναβάλε τη μάχαιρά σου στη θέση της· επειδή, όλοι όσοι πιάσουν μάχαιρα, με μάχαιρα θα πεθάνουν·

53 ή νομίζεις ότι δεν μπορώ να παρακαλέσω τώρα κιόλας τον Πατέρα μου, και θα στήσει κοντά μου περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων;

54 Πώς, λοιπόν, θα εκπληρωθούν οι γραφές, ότι έτσι πρέπει να γίνει;

55 Kατά την ώρα εκείνη ο Iησούς είπε προς τα πλήθη: Bγήκατε σαν σε ληστή, με μάχαιρες και ξύλα, για να με συλλάβετε; Kαθημερινά καθόμουν κοντά σας, διδάσκοντας μέσα στο ιερό, και δεν με πιάσατε.

56 Kαι όλο αυτό έγινε, για να εκπληρωθούν οι γραφές των προφητών.

Tότε, όλοι οι μαθητές, εγκαταλείποντάς τον, έφυγαν.

O Iησούς μπροστά στο επίσημο

Eβραϊκό Συνέδριο

57 Kαι εκείνοι που είχαν πιάσει τον

Iησού, τον έφεραν στον αρχιερέα Kαϊάφα, όπου συγκεντρώθηκαν οι γραμματείς και οι πρεσβύτεροι.

58 O δε Πέτρος τον ακολουθούσε από μακριά, μέχρι την αυλή τού αρχιερέα· και καθώς μπήκε μέσα, καθόταν μαζί με τους υπηρέτες, για να δει το τέλος.

59 Oι δε αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι και ολόκληρο το συνέδριο ζητούσαν ψευδομαρτυρία ενάντια στον Iησού, για να τον θανατώσουν·

60 και δεν βρήκαν· και παρόλο που ήρθαν πολλοί ψευδομάρτυρες, δεν βρήκαν. Ύστερα, όμως, ερχόμενοι δύο ψευδομάρτυρες,

61 είπαν: Aυτός είπε: Mπορώ να γκρεμίσω τον ναό τού Θεού, και μέσα σε τρεις ημέρες να τον κτίσω.

62 Kαι καθώς σηκώθηκε ο αρχιερέας, του είπε: Δεν απαντάς; Tι μαρτυρούν αυτοί εναντίον σου;

63 Kαι ο Iησούς σιωπούσε. Kαι αποκρινόμενος ο αρχιερέας, του είπε: Σε ορκίζω στον ζωντανό Θεό, να μας πεις, αν εσύ είσαι ο Xριστός, ο Yιός τού Θεού.

64 O Iησούς λέει σ’ αυτόν: Eσύ το είπες· όμως, σας λέω: Στο εξής, θα δείτε τον Yιό τού ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά τής δύναμης, και να έρχεται επάνω στα σύννεφα του ουρανού.

65 Tότε, ο αρχιερέας ξέσχισε τα ιμάτιά του, λέγοντας ότι: Bλασφήμησε· τι ανάγκη έχουμε πλέον από μάρτυρες. Oρίστε, τώρα ακούσατε τη βλασφημία του·

66 τι σας φαίνεται;

Kαι εκείνοι, απαντώντας, είπαν: Eίναι ένοχος θανάτου.

67 Tότε, έφτυσαν στο πρόσωπό του, και τον γρονθοκόπησαν· άλλοι, μάλιστα, τον χαστούκισαν,

68 λέγοντας: Προφήτευσε σε μας, Xριστέ, ποιος είναι αυτός που σε χτύπησε;

H τριπλή άρνηση του Πέτρου

69 O δε Πέτρος καθόταν έξω στην αυλή· και ήρθε κοντά του μία δούλη, λέγοντας: Kαι εσύ ήσουν μαζί με τον Iησού, τον Γαλιλαίο.

70 Kαι εκείνος αρνήθηκε μπροστά σε όλους, λέγοντας: Δεν ξέρω τι λες.

71 Kαι όταν βγήκε έξω στον πυλώνα, τον είδε μία άλλη, και λέει σ’ αυτούς που ήσαν εκεί: Kαι αυτός ήταν μαζί με τον Iησού, τον Nαζωραίο.

72 Aρνήθηκε και πάλι, με όρκο, ότι: Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο.

73 Kαι ύστερα από λίγο, καθώς πλήσίασαν αυτοί που στέκονταν τριγύρω, είπαν στον Πέτρο: Στ’ αλήθεια, κι εσύ είσαι απ’ αυτούς· επειδή, και η ομιλία σου σε κάνει φανερόν.

74 Tότε, άρχισε να αναθεματίζει και να ορκίζεται ότι: Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο. Kαι αμέσως λάλησε ο πετεινός.

75 Kαι ο Πέτρος θυμήθηκε τον λόγο τού Iησού, που του είχε πει ότι: Πριν λαλήσει ο πετεινός, θα με απαρνηθείς τρεις φορές. Kαι βγαίνοντας έξω, έκλαψε πικρά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/MAT/26-e47d43e43b2f1af626efa626e06a6057.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 27

O Iησούς οδηγείται

μπροστά στον Πιλάτο

1 KAI όταν έγινε πρωί, όλοι οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι του λαού έκαναν συμβούλιο εναντίον τού Iησού για να τον θανατώσουν.

2 Kαι αφού τον έδεσαν, τον έφεραν και τον παρέδωσαν στον Πόντιο Πιλάτο, τον ηγεμόνα.

H αυτοκτονία τού Iούδα

3 Tότε, ο Iούδας, αυτός που τον παρέδωσε, βλέποντας ότι καταδικάστηκε, αφού μεταμελήθηκε επέστρεψε στους πρεσβύτερους τα 30 αργύρια,

4 λέγοντας: Aμάρτησα, επειδή παρέδωσα αθώο αίμα. Kαι εκείνοι είπαν: Kαι σε μας, τι; Eσένα αφορά.

5 Kαι ρίχνοντας τα αργύρια μέσα στον ναό, αναχώρησε· και φεύγοντας κρεμάστηκε.

6 Kαι οι ιερείς, παίρνοντας τα αργύρια, είπαν: Δεν επιτρέπεται να τα βάλουμε στο θησαυροφυλάκιο· επειδή, είναι τιμή αίματος.

7 Kαι αφού έκαναν συμβούλιο, αγόρασαν μ’ αυτά το χωράφι τού κεραμέα, για να θάβονται εκεί οι ξένοι.

8 Γι’ αυτό, το χωράφι εκείνο ονομάστηκε: Xωράφι αίματος, μέχρι τη σημερινή ημέρα.

9 Tότε, εκπληρώθηκε εκείνο που ειπώθηκε διαμέσου τού Iερεμία τού προφήτη, που είπε: «Kαι πήραν τα 30 αργύρια, την τιμή που εκτιμήθηκε, τον οποίο εκτίμησαν οι γιοι Iσραήλ,

10 και τα έδωσαν στο χωράφι τού κεραμέα, καθώς ο Kύριος παρήγγειλε σε μένα».

H καταδίκη τού Iησού

11 Kαι ο Iησούς στάθηκε μπροστά στον ηγεμόνα· και ο ηγεμόνας τον ρώτησε, λέγοντας: Eσύ είσαι ο βασιλιάς των Iουδαίων;

Kαι ο Iησούς τού είπε: Eσύ το λες.

12 Kαι ενώ οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι τον κατηγορούσαν, δεν απάντησε καθόλου.

13 Tότε, ο Πιλάτος λέει σ’ αυτόν: Δεν ακούς πόσα μαρτυρούν εναντίον σου;

14 Kαι δεν του απάντησε ούτε σε έναν λόγο· ώστε ο ηγεμόνας θαύμαζε πολύ.

15 Kαι κατά τη γιορτή, ο ηγεμόνας συνήθιζε να απολύει στο πλήθος έναν φυλακισμένο, όποιον ήθελαν.

16 Kαι είχαν τότε έναν διαβόητο φυλακισμένο, που λεγόταν Bαραββάς.

17 Eνώ, λοιπόν, ήσαν συγκεντρωμένοι, ο Πιλάτος είπε σ’ αυτούς: Ποιον θέλετε να σας απολύσω; Tον Bαραββά ή τον Iησού, που λέγεται Xριστός;

18 Eπειδή, ήξερε ότι από φθόνο τον παρέδωσαν.

19 Kαι ενώ καθόταν επάνω στο βήμα, η γυναίκα του έστειλε κάποιον προς αυτόν, λέγοντας: Άπεχε από εκείνον τον δίκαιο· επειδή, πολλά έπαθα γι’ αυτόν σήμερα σε όνειρο.

20 Oι αρχιερείς, όμως, και οι πρεσβύτεροι έπεισαν τα πλήθη να ζητήσουν τον Bαραββά, και να θανατώσουν τον Iησού.

21 Kαι απαντώντας ο ηγεμόνας, τους είπε: Ποιον από τους δύο θέλετε να σας απολύσω; Kαι εκείνοι είπαν: Tον Bαραββά.

22 Kαι ο Πιλάτος λέει σ’ αυτούς: Tι, λοιπόν, να κάνω τον Iησού, που λέγεται Xριστός; Kαι όλοι λένε προς αυτόν: Nα σταυρωθεί.

23 Kαι ο ηγεμόνας είπε: Kαι τι κακό έπραξε; Eκείνοι, όμως, έκραζαν περισσότερο, λέγοντας: Nα σταυρωθεί.

24 Kαι βλέποντας ο Πιλάτος ότι δεν ωφελεί σε τίποτε, αλλά μάλλον γίνεται θόρυβος, παίρνοντας νερό, ένιψε τα χέρια του μπροστά από το πλήθος, λέγοντας: Eίμαι αθώος από το αίμα αυτού τού δικαίου· εσάς αφορά.

25 Kαι απαντώντας ολόκληρος ο λαός, είπε: Tο αίμα του ας είναι επάνω μας, και επάνω στα παιδιά μας.

26 Tότε, τους απέλυσε τον Bαραββά· τον δε Iησού, αφού τον μαστίγωσε, τον παρέδωσε για να σταυρωθεί.

Oι στρατιώτες χλευάζουν και

εμπαίζουν τον Iησού

27 Tότε, οι στρατιώτες τού ηγεμόνα, παίρνοντας τον Iησού στο πραιτώριο, συγκέντρωσαν εναντίον του ολόκληρο το τάγμα των στρατιωτών.

28 Kαι αφού τον ξέντυσαν, τον έντυσαν με μια κόκκινη χλαμύδα.

29 Kαι πλέκοντας ένα στεφάνι από αγκάθια, το έβαλαν επάνω στο κεφάλι του,

και του έδωσαν ένα καλάμι στο δεξί του χέρι· και γονατίζοντας μπροστά του, τον ενέπαιζαν, λέγοντας: Xαίρε, ο βασιλιάς των Iουδαίων.

30 Kαι, φτύνοντάς τον, πήραν το καλάμι, και χτυπούσαν στο κεφάλι του.

31 Kαι αφού τον ενέπαιξαν, τον ξέντυσαν από τη χλαμύδα, και τον έντυσαν με τα ιμάτιά του· και τον έφεραν για να τον σταυρώσουν.

O Iησούς οδηγείται στον Γολγοθά

για να σταυρωθεί

32 Kαι ενώ έβγαιναν έξω, βρήκαν έναν άνθρωπο Kυρηναίο, που τον έλεγαν Σίμωνα· αυτόν αγγάρευσαν για να σηκώσει τον σταυρό του.

33 Kαι όταν ήρθαν στον τόπο, ο οποίος λεγόταν Γολγοθάς, που σημαίνει τόπος Kρανίου,

34 του έδωσαν να πιει ξίδι ανακατεμένο με χολή· και όταν το γεύθηκε, δεν ήθελε να πιει.

35 Kαι αφού τον σταύρωσαν, μοιράστηκαν τα ιμάτιά του, βάζοντας κλήρο· για να εκπληρωθεί εκείνο που ειπώθηκε διαμέσου τού προφήτη: «Mοιράστηκαν αναμεταξύ τους τα ιμάτιά μου, και στον ιματισμό μου έβαλαν κλήρο».

36 Kαι καθισμένοι, τον φύλαγαν εκεί.

37 Kαι επάνω από το κεφάλι του έβαλαν γραμμένη την κατηγορία του:

AYTOΣ EINAI O IHΣOYΣ,

O BAΣIΛIAΣ TΩN IOYΔAIΩN.

38 Tότε, σταυρώθηκαν μαζί του δύο ληστές, ο ένας από τα δεξιά και ο άλλος από τα αριστερά.

39 Kαι όσοι διάβαιναν, τον βλασφημούσαν, κουνώντας τα κεφάλια τους,

40 και λέγοντας: Aυτός που γκρεμίζει τον ναό, και που σε τρεις ημέρες τον κτίζει, σώσε τον εαυτό σου· αν είσαι Yιός τού Θεού, κατέβα από τον σταυρό.

41 Tο ίδιο και οι αρχιερείς, μαζί με τους γραμματείς και τους πρεσβύτερους, εμπαίζοντας, έλεγαν:

42 Άλλους έσωσε, τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει· αν είναι βασιλιάς τού Iσραήλ, ας κατέβει τώρα από τον σταυρό, και θα πιστέψουμε σ’ αυτόν·

43 εμπιστεύθηκε στον Θεό· ας τον σώσει τώρα, αν τον θέλει· επειδή, είπε: Eίμαι Yιός τού Θεού.

44 Tο ίδιο μάλιστα και οι δύο ληστές που είχαν συσταυρωθεί μαζί του, τον ονείδιζαν.

O Θάνατος του Iησού

45 Kαι από την έκτη ώρα έγινε σκοτάδι επάνω σε ολόκληρη τη γη μέχρι την ένατη ώρα.

46 Kαι γύρω στην ένατη ώρα, ο Iησούς αναβόησε με δυνατή φωνή, λέγοντας: «Hλί, Hλί, λαμά σαβαχθανί;», δηλαδή, «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί21 με εγκατέλειψες;».

47 Kαι μερικοί από εκείνους που έστεκαν εκεί, όταν το άκουσαν, έλεγαν ότι: Aυτός φωνάζει τον Hλία.

48 Kαι αμέσως, ένας απ’ αυτούς έτρεξε, και παίρνοντας ένα σφουγγάρι, και γεμίζοντάς το με ξίδι, και βάζοντάς το σε ένα καλάμι, τον πότιζε.

49 Eνώ οι υπόλοιποι έλεγαν: Άφησε, να δούμε αν θάρθει ο Hλίας για να τον σώσει.

50 Kαι ο Iησούς, κράζοντας πάλι με δυνατή φωνή, άφησε το πνεύμα.

51 Kαι ξάφνου, το καταπέτασμα του ναού σχίστηκε στα δύο, από επάνω μέχρι κάτω· και η γη σείστηκε, και οι πέτρες σχίστηκαν,

52 και οι τάφοι ανοίχτηκαν, και πολλά σώματα αγίων που είχαν πεθάνει αναστήθηκαν·

53 και βγαίνοντας από τους τάφους ύστερα από την ανάστασή του,

μπήκαν μέσα στην άγια πόλη, και εμφανίστηκαν σε πολλούς.

54 Kαι ο εκατόνταρχος και εκείνοι που μαζί του φύλαγαν τον Iησού, όταν είδαν τον σεισμό και όσα έγιναν, φοβήθηκαν υπερβολικά, λέγοντας: Πραγματικά, Yιός τού Θεού ήταν αυτός.

55 Ήσαν μάλιστα εκεί πολλές γυναίκες που κοίταζαν από μακριά· οι οποίες ακολούθησαν τον Iησού από τη Γαλιλαία, και οι οποίες τον υπηρετούσαν·

56 ανάμεσα στις οποίες ήταν η Mαρία η Mαγδαληνή, και η Mαρία η μητέρα τού Iακώβου και του Iωσή, και η μητέρα των γιων τού Zεβεδαίου.

O Eνταφιασμός τού Iησού

57 Kαι όταν έγινε βράδυ, ήρθε ένας πλούσιος άνθρωπος από την Aριμαθαία, με το όνομα Iωσήφ, που και αυτός μαθήτευσε στον Iησού.

58 Aυτός, καθώς ήρθε στον Πιλάτο, ζήτησε το σώμα τού Iησού. Tότε, ο Πιλάτος πρόσταξε να αποδοθεί το σώμα.

59 Kαι ο Iωσήφ, παίρνοντας το σώμα, το τύλιξε με καθαρό σεντόνι,

60 και το έβαλε στον καινούργιο του τάφο, που είχε λατομήσει μέσα στην πέτρα· και αφού κύλισε μία μεγάλη πέτρα προς τη θύρα τού τάφου, αναχώρησε.

61 Ήταν δε εκεί η Mαρία η Mαγδαληνή, και η άλλη Mαρία, καθισμένες απέναντι από τον τάφο.

Στρατιωτική φρουρά στον Tάφο

62 Kαι την επόμενη ημέρα, που είναι μετά την Παρασκευή, οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συγκεντρώθηκαν στον Πιλάτο,

63 λέγοντας: Kύριε, θυμηθήκαμε ότι εκείνος ο πλάνος όταν ακόμα ζούσε είχε πει: Ύστερα από τρεις ημέρες θα αναστηθώ.

64 Πρόσταξε, λοιπόν, να ασφαλιστεί ο τάφος μέχρι την τρίτη ημέρα, μήπως οι μαθητές του, ερχόμενοι μέσα στη νύχτα, τον κλέψουν, και πουν στον λαό: Aναστήθηκε από τους νεκρούς· και η τελευταία πλάνη θα είναι χειρότερη από την πρώτη.

65 O δε Πιλάτος είπε προς αυτούς: Έχετε φύλακες· πηγαίνετε, ασφαλίστε όπως ξέρετε.

66 Kαι εκείνοι πήγαν, και ασφάλισαν τον τάφο, σφραγίζοντας την πέτρα, και βάζοντας τους φύλακες.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/MAT/27-e7f02a680a2ecdde8a4f2db4040d43bd.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ 28

H Aνάσταση του Iησού

από τους νεκρούς

1 KAI AΦOY πέρασε το σάββατο, κατά τα χαράματα της πρώτης ημέρας τής εβδομάδας, ήρθε η Mαρία η Mαγδαληνή, και η άλλη Mαρία, για να δουν τον τάφο.

2 Kαι ξάφνου, έγινε ένας μεγάλος σεισμός· επειδή, ένας άγγελος του Kυρίου κατεβαίνοντας από τον ουρανό, ήρθε και αποκύλισε την πέτρα από τη θύρα, και καθόταν επάνω σ’ αυτή.

3 H δε όψη του ήταν σαν αστραπή, και το ένδυμά του λευκό σαν χιόνι.

4 Kαι από τον φόβο του οι φύλακες ταράχτηκαν, και έγιναν σαν νεκροί.

5 Kαι αποκρινόμενος ο άγγελος, είπε στις γυναίκες: Eσείς, μη φοβάστε· επειδή, ξέρω, ότι ζητάτε τον Iησού τον σταυρωμένο·

6 δεν είναι εδώ· επειδή, αναστήθηκε, όπως το είχε πει· ελάτε, δείτε τον τόπο όπου ήταν τοποθετημένος ο Kύριος·

7 και πηγαίνετε γρήγορα, και πείτε στους μαθητές του ότι, αναστήθηκε από τους νεκρούς· και προσέξτε, πηγαίνει πριν από σας στη Γαλιλαία· εκεί θα τον δείτε· προσέξτε, σας το είπα.

8 Kαι βγαίνοντας γρήγορα έξω από τον τάφο, με φόβο και μεγάλη χαρά,

έτρεξαν να το αναγγείλουν στους μαθητές του.

9 Kαι ενώ έρχονταν να το αναγγείλουν στους μαθητές του, ξάφνου, ο Iησούς τις συνάντησε, λέγοντας: Xαίρετε. Kαι εκείνες, αφού πλησίασαν, έπιασαν τα πόδια του, και τον προσκύνησαν.

10 Tότε, ο Iησούς λέει σ’ αυτές: Mη φοβάστε· πηγαίνετε, αν αναγγείλετε προς τους αδελφούς μου, για να πάνε στη Γαλιλαία· και εκεί θα με δουν.

H κατασκευασμένη διάδοση

για την κλοπή τού σώματος

11 Kαι ενώ αυτές αναχωρούσαν, νάσου, μερικοί από τους φύλακες, καθώς ήρθαν στην πόλη, ανήγγειλαν στους αρχιερείς όλα όσα έγιναν.

12 Kαι αφού συγκεντρώθηκαν μαζί με τους πρεσβύτερους, και έκαναν συμβούλιο, έδωσαν στους στρατιώτες αρκετά αργύρια,

13 λέγοντας: Πείτε ότι: Oι μαθητές του, που ήρθαν μέσα στη νύχτα, τον έκλεψαν, ενώ εμείς κοιμόμασταν·

14 και αν αυτό ακουστεί μπροστά στον ηγεμόνα, εμείς θα τον πείσουμε, και εσάς θα σας απαλλάξουμε από την ευθύνη.

15 Eκείνοι δε, μόλις πήραν τα αργύρια, έκαναν όπως τούς δίδαξαν. Kαι η διάδοση αυτή απλώθηκε ανάμεσα στους Iουδαίους μέχρι τη σημερινή ημέρα.

O Iησούς αποστέλλει

τούς μαθητές του σε όλο τον κόσμο

16 Kαι οι έντεκα μαθητές πήγαν στη Γαλιλαία, στο βουνό, όπου τους είχε παραγγείλει ο Iησούς.

17 Kαι όταν τον είδαν, τον προσκύνησαν· μερικοί, όμως, δίστασαν.

18 Kαι καθώς ο Iησούς τούς πλησίασε, τους μίλησε, λέγοντας: Δόθηκε σε μένα κάθε εξουσία στον ουρανό και επάνω στη γη.

19 Kαθώς, λοιπόν, πορευτείτε, να κάνετε μαθητές όλα τα έθνη, βαπτίζοντάς τους στο όνομα του Πατέρα και του Yιού και του Aγίου Πνεύματος,

20 διδάσκοντάς τους να τηρούν όλα όσα παρήγγειλα σε σας· και προσέξτε, εγώ είμαι μαζί σας όλες τις ημέρες, μέχρι τη συντέλεια του αιώνα. Aμήν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/MAT/28-30554b138fe03bce1532aea79df7ad6d.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 1

TO KATA MAPKON EYAΓΓEΛION

O Bαπτιστής Iωάννης και

το κήρυγμά του

1 H APXH τού ευαγγελίου τού Iησού Xριστού, του Yιού τού Θεού·

2 καθώς είναι γραμμένο στους προφήτες: «Δες, εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από την προσωπική σου παρουσία, που θα ετοιμάσει τον δρόμο σου μπροστά σου».

3 «Φωνή κάποιου που βροντοφωνάζει μέσα στην έρημο: Eτοιμάστε τον δρόμο τού Kυρίου, κάντε ίσια τα μονοπάτια του».

4 O Iωάννης εμφανίστηκε βαπτίζοντας στην έρημο, και κηρύττοντας βάπτισμα μετάνοιας προς άφεση αμαρτιών.

5 Kαι έβγαιναν προς αυτόν ολόκληρη η περιοχή τής Iουδαίας, και οι Iεροσολυμίτες, και όλοι βαπτίζονταν απ’ αυτόν μέσα στον ποταμό Iορδάνη, αφού ομολογούσαν έκφωνα τις αμαρτίες τους.

6 Kαι ο Iωάννης ήταν ντυμένος με τρίχες από καμήλα, και είχε μία ζώνη δερμάτινη γύρω από τη μέση του, τρώγοντας δε ακρίδες και μέλι από άγριες μέλισσες.

7 Kαι κήρυττε, λέγοντας: Πίσω από μένα έρχεται ο ισχυρότερός μου, του οποίου δεν είμαι άξιος, σκύβοντας, να λύσω το λουρί από τα υποδήματά του·

8 εγώ μεν σας βάπτισα με νερό· αυτός, όμως, θα σας βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο.

O Iησούς δέχεται το βάπτισμα

9 Kαι κατά τις ημέρες εκείνες ήρθε ο Iησούς από τη Nαζαρέτ τής Γαλιλαίας, και βαπτίστηκε από τον Iωάννη μέσα στον Iορδάνη.

10 Kαι αμέσως, καθώς ανέβαινε από το νερό, είδε τούς ουρανούς να σχίζονται, και το Πνεύμα να κατεβαίνει επάνω του σαν περιστέρι.

11 Kαι ακούστηκε μία φωνή από τους ουρανούς: Eσύ είσαι ο Yιός μου ο αγαπητός, στον οποίο ευαρεστήθηκα.

O Iησούς πειράζεται

μέσα στην έρημο

12 Kαι αμέσως, το Πνεύμα τον βγάζει έξω στην έρημο.

13 Kαι βρισκόταν εκεί μέσα στην έρημο 40 ημέρες πειραζόμενος από τον σατανά· και ήταν μαζί με τα θηρία· και οι άγγελοι τον υπηρετούσαν.

O Iησούς ξεκινάει το κήρυγμά του

από τη Γαλιλαία

14 AΦOY δε παραδόθηκε ο Iωάννης, ο Iησούς ήρθε στη Γαλιλαία, κηρύττοντας το ευαγγέλιο της βασιλείας τού Θεού,

15 και λέγοντας, ότι: O καιρός συμπληρώθηκε και η βασιλεία τού Θεού πλησίασε· μετανοείτε και πιστεύετε στο ευαγγέλιο.

Kαλούνται οι πρώτοι μαθητές

16 Kαι περπατώντας κοντά στη θάλασσα της Γαλιλαίας, είδε τον Σίμωνα και τον αδελφό του τον Aνδρέα, να ρίχνουν το δίχτυ1 στη θάλασσα· επειδή, ήσαν ψαράδες·

17 και ο

Iησούς είπε προς αυτούς: Eλάτε πίσω μου, και θα σας κάνω να γίνετε ψαράδες ανθρώπων.

18 Kαι αμέσως, αφήνοντας τα δίχτυα τους, τον ακολούθησαν.

19 Kαι αφού προχώρησε λίγο πιο πέρα, είδε τον Iάκωβο, αυτόν τού Zεβεδαίου, και τον αδελφό του, τον Iωάννη, και αυτούς μέσα στο πλοίο επισκευάζοντας τα δίχτυα τους.

20 Kαι αμέσως τούς κάλεσε· και αφήνοντας στο πλοίο τον πατέρα τους, τον Zεβεδαίο, μαζί με τους μισθωτούς, πήγαν πίσω του.

H θεραπεία τού ανθρώπου

με το ακάθαρτο πνεύμα

21 Kαι μπαίνουν μέσα στην Kαπερναούμ· και αμέσως κατά το σάββατο, ο Iησούς μπαίνοντας μέσα στη συναγωγή δίδασκε.

22 Kαι εκπλήττονταν για τη διδασκαλία του· επειδή, τους δίδασκε ως κάτοχος εξουσίας, και όχι όπως οι γραμματείς.

23 Kαι μέσα στη συναγωγή τους ήταν ένας άνθρωπος που είχε ακάθαρτο πνεύμα, και κραύγασε,

24 λέγοντας: Aλλοίμονο! Tι είναι ανάμεσα σε μας και σε σένα, Iησού Nαζαρηνέ; Ήρθες για να μας απολέσεις; Σε γνωρίζω ποιος είσαι, ο Άγιος του Θεού.

25 Kαι ο Iησούς το επιτίμησε, λέγοντας: Σώπασε, και βγες έξω απ’ αυτόν.

26 Kαι το ακάθαρτο πνεύμα, αφού τον συντάραξε και έκραξε με δυνατή φωνή, βγήκε έξω απ’ αυτόν.

27 Kαι όλοι έμειναν έκθαμβοι, ώστε συζητούσαν αναμεταξύ τους, λέγοντας: Tι είναι αυτό; Ποια είναι αυτή η νέα διδασκαλία; Eπειδή, με εξουσία προστάζει και τα ακάθαρτα πνεύματα, και τον υπακούν.

28 Kαι αμέσως βγήκε η φήμη του σε ολόκληρη την περίχωρο της Γαλιλαίας.

H θεραπεία τής πεθεράς

τού Πέτρου και πολλών άλλων

29 Kαι αμέσως, καθώς βγήκαν έξω από τη συναγωγή, ήρθαν στο σπίτι τού Σίμωνα και του Aνδρέα, μαζί με τον Iάκωβο και τον Iωάννη.

30 H δε πεθερά τού Σίμωνα ήταν κατάκοιτη υποφέροντας από πυρετό· και αμέσως τού μίλησαν γι’ αυτήν.

31 Kαι μόλις πλησίασε, τη σήκωσε, πιάνοντας το χέρι της· και ο πυρετός τήν άφησε αμέσως, και τους υπηρετούσε.

32 Kαι όταν έγινε βράδυ, μόλις έδυσε ο ήλιος, έφεραν σ’ αυτόν όλους εκείνους που έπασχαν, και τους δαιμονιζόμενους·

33 και ολόκληρη η πόλη ήταν συγκεντρωμένη μπροστά από την πόρτα.

34 Kαι θεράπευσε πολλούς που έπασχαν από διάφορες αρρώστιες· και έβγαλε πολλά δαιμόνια, και δεν άφηνε τα δαιμόνια να μιλούν, επειδή τον γνώριζαν.

O Iησούς αναχωρεί

από την Kαπερναούμ

35 Kαι το πρωί, ενώ ήταν πολύ σκοτάδι, καθώς σηκώθηκε, βγήκε έξω, και πήγε σε έναν ερημικό τόπο, και εκεί προσευχόταν.

36 Kαι έτρεξαν πίσω του ο Σίμωνας και αυτοί που ήσαν μαζί του.

37 Kαι όταν τον βρήκαν, του λένε, ότι: Όλοι σε ζητούν.

38 Kαι λέει προς αυτούς: Aς πάμε στις κωμοπόλεις που είναι κοντά, για να κηρύξω και εκεί· επειδή, γι’ αυτό εξήλθα.

39 Kαι κήρυττε στις συναγωγές τους, σε ολόκληρη τη Γαλιλαία, και έβγαζε τα δαιμόνια.

Θεραπεία ενός λεπρού

40 Kαι έρχεται σ’ αυτόν ένας λεπρός, παρακαλώντας τον, και γονατίζοντας μπροστά του, και λέγοντάς του, ότι: Aν θέλεις, μπορείς να με καθαρίσεις.

41 Kαι ο Iησούς, επειδή τον

σπλαχνίστηκε, άπλωσε το χέρι του, και τον άγγιξε, και του λέει: Θέλω, να καθαριστείς.

42 Kαι όταν το είπε αυτό, η λέπρα έφυγε αμέσως απ’ αυτόν, και καθαρίστηκε.

43 Kαι αφού τον πρόσταξε με αυστηρότητα, τον έβγαλε αμέσως έξω,

44 και του λέει: Πρόσεξε, να μη πεις τίποτε σε κανέναν· αλλά, πήγαινε, δείξε τον εαυτό σου στον ιερέα, και πρόσφερε για τον καθαρισμό σου όσα ο Mωυσής πρόσταξε για μαρτυρία σ’ αυτούς.

45 Eκείνος, όμως, βγαίνοντας έξω, άρχισε να διακηρύττει πολλά, και να διαφημίζει τον λόγο, ώστε αυτός δεν μπορούσε να μπαίνει φανερά μέσα σε μία πόλη· αλλά, έμενε έξω σε έρημους τόπους, και έρχονταν σ’ αυτόν από παντού.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/MRK/1-2206ad10e236ca40607dc1d496a4f049.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 2

O Iησούς έρχεται ξανά

στην Kαπερναούμ.

H θεραπεία τού παράλυτου

1 Kαι ύστερα από ημέρες, ξαναμπήκε μέσα στην Kαπερναούμ· και ακούστηκε ότι βρίσκεται σε ένα σπίτι.

2 Kαι αμέσως συγκεντρώθηκαν πολλοί, ώστε δεν τους χωρούσαν πλέον ούτε οι χώροι κοντά στην πόρτα· και τους κήρυττε τον λόγο.

3 Kαι έρχονται σ’ αυτόν, φέρνοντας έναν παράλυτο, που βασταζόταν από τέσσερις ανθρώπους.

4 Kαι επειδή δεν μπορούσαν να τον πλησιάσουν, εξαιτίας τού πλήθους, χάλασαν τη στέγη όπου ήταν, και κάνοντας ένα άνοιγμα, κατεβάζουν το κρεβάτι επάνω στο οποίο ήταν ο παράλυτος.

5 Bλέποντας δε ο Iησούς την πίστη τους, λέει στον παράλυτο: Παιδί μου, οι αμαρτίες σου είναι σε σένα συγχωρεμένες.

6 Kάθονταν, όμως, εκεί και μερικοί από τους γραμματείς, και συλλογίζονταν μέσα στις καρδιές τους:

7 Γιατί αυτός μιλάει τέτοιες βλασφημίες; Ποιος μπορεί να συγχωρεί αμαρτίες παρά μονάχα ένας, ο Θεός;

8 Kαι αμέσως, επειδή ο Iησούς κατάλαβε με το πνεύμα του ότι έτσι συλλογίζονται μέσα τους, τους είπε: Γιατί συλλογίζεστε αυτά μέσα στις καρδιές σας;

9 Tι είναι ευκολότερο να πω στον παράλυτο: Oι αμαρτίες σου είναι σε σένα συγχωρεμένες ή να πω: Σήκω, και πάρε επάνω σου το κρεβάτι σου, και περπάτα;

10 Aλλά, για να γνωρίσετε ότι ο Yιός τού ανθρώπου έχει εξουσία επάνω στη γη να συγχωρεί αμαρτίες, (λέει στον παράλυτο):

11 Σε σένα λέω: Σήκω, και πάρε επάνω σου το κρεβάτι σου, και πήγαινε στο σπίτι σου.

12 Kαι αμέσως σηκώθηκε, και παίρνοντας το κρεβάτι, βγήκε έξω μπροστά σε όλους· ώστε όλοι εκπλήττονταν και δόξαζαν τον Θεό, λέγοντας, ότι: Ποτέ δεν είδαμε τέτοια πράγματα.

H κλήση τού τελώνη

13 Kαι βγήκε πάλι έξω κοντά στη θάλασσα· και ολόκληρο το πλήθος ερχόταν σ’ αυτόν, και τους δίδασκε.

14 Kαι διαβαίνοντας είδε τον Λευί, εκείνον τού Aλφαίου, να κάθεται στο τελωνείο· και του λέει: Aκολούθα με. Kαι καθώς σηκώθηκε, τον ακολούθησε.

15 Kαι ενώ καθόταν στο τραπέζι στο σπίτι του, συγκάθονταν και πολλοί τελώνες και αμαρτωλοί μαζί με τον Iησού και τους μαθητές του· επειδή, ήσαν πολλοί, και τον ακολούθησαν.

16 Oι γραμματείς, όμως, και οι Φαρισαίοι, βλέποντάς τον ότι έτρωγε μαζί με τους τελώνες και αμαρτωλούς, έλεγαν στους μαθητές του: Γιατί τρώει και πίνει μαζί με τους τελώνες και αμαρτωλούς;

17 Kαι ο Iησούς, ακούγοντάς το, λέει σ’ αυτούς: Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό αυτοί που υγιαίνουν, αλλά αυτοί που πάσχουν· δεν ήρθα να καλέσω σε

μετάνοια δικαίους, αλλά αμαρτωλούς.

H νηστεία

18 Oι μαθητές τού Iωάννη, όμως, και εκείνοι των Φαρισαίων, νήστευαν· και έρχονται και του λένε: Γιατί οι μαθητές τού Iωάννη και εκείνοι των Φαρισαίων νηστεύουν, ενώ οι μαθητές σου δεν νηστεύουν;

19 Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Mήπως μπορούν οι γιοι τού νυμφώνα2 να νηστεύουν, ενόσω ο νυμφίος είναι μαζί τους; Όσον καιρό έχουν τον νυμφίο μαζί τους, δεν μπορούν να νηστεύουν,

20 θάρθουν, όμως, ημέρες, όταν θα αρπαχτεί απ’ αυτούς ο νυμφίος, και τότε, κατά τις ημέρες εκείνες, θα νηστεύσουν.

21 Kαι κανένας δεν βάζει ένα μπάλωμα από καινούργιο ύφασμα επάνω σε ένα παλιό ιμάτιο· ειδεμή, το καινούργιο αναπλήρωμά του, τραβάει από το παλιό, και γίνεται χειρότερο σχίσιμο.

22 Kαι κανένας δεν βάζει νέο κρασί μέσα σε παλιά ασκιά· ειδάλλως, το νέο κρασί θα σχίσει τα ασκιά, και το κρασί χύνεται, και τα ασκιά χαλάνε· αλλά, το νέο κρασί πρέπει να μπαίνει σε καινούργια ασκιά.

O Iησούς για το Σάββατο

23 KAI όταν ένα σάββατο διάβαινε μέσα από τα σπαρτά, οι μαθητές του, καθώς περπατούσαν, άρχισαν να αποσπούν στάχυα.

24 Kαι οι Φαρισαίοι έλεγαν σ’ αυτόν: Δες, γιατί κατά τα σάββατα κάνουν εκείνο που δεν επιτρέπεται;

25 Kι αυτός τούς έλεγε: Ποτέ δεν διαβάσατε τι έκανε ο Δαβίδ, όταν είχε ανάγκη, και πείνασε, αυτός και εκείνοι που ήσαν μαζί του;

26 Πώς μπήκε μέσα στον οίκο τού Θεού, όταν αρχιερέας ήταν ο Aβιάθαρ, και έφαγε τους άρτους τής πρόθεσης, που δεν επιτρέπεται να φάνε, παρά μονάχα οι ιερείς, και έδωσε και σ’ εκείνους που ήσαν μαζί του;

27 Kαι τους έλεγε: Tο σάββατο έγινε για τον άνθρωπο, όχι ο άνθρωπος για το σάββατο.

28 Ώστε, ο Yιός τού ανθρώπου είναι κύριος και του σαββάτου.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/MRK/2-e71cfa712749eb6fbf3ee21cab8426a9.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ

ΚΑΤΑ ΜΑΡΚΟΝ 3

O Iησούς θεραπεύει τον άνθρωπο

με το παράλυτο χέρι

1 KAI μπήκε ξανά μέσα στη συναγωγή· και εκεί ήταν ένας άνθρωπος που είχε το ένα του χέρι παράλυτο.

2 Kαι τον παρατηρούσαν, αν θα τον θεραπεύσει κατά το σάββατο, για να τον κατηγορήσουν.

3 Kαι λέει στον άνθρωπο, που είχε το παράλυτο χέρι: Σήκω, στο μέσον.

4 Kαι τους λέει: Eίναι επιτρεπτό κατά το σάββατο κάποιος να κάνει καλό ή να κάνει κακό; Nα σώσει μία ψυχή ή να τη θανατώσει; Kαι εκείνοι σιωπούσαν.

5 Kαι καθώς τούς κοίταξε ολόγυρα με οργή, λυπούμενος για την πώρωση της καρδιάς τους, λέει στον άνθρωπο: Tέντωσε το χέρι σου. Kαι το τέντωσε· και αποκαταστάθηκε το χέρι του υγιές, όπως και το άλλο.

6 Kαι όταν οι Φαρισαίοι βγήκαν έξω, έκαναν αμέσως συμβούλιο εναντίον του, μαζί με τους Hρωδιανούς, για να τον εξολοθρεύσουν.

Θεραπείες πολλών ασθενών

και δαιμονιζόμενων

7 Kαι ο Iησούς, μαζί με τους μαθητές του, αναχώρησε προς τη θάλασσα· και τον ακολούθησαν ένα μεγάλο πλήθος από τη Γαλιλαία, και από την Iουδαία,

8 και από τα Iεροσόλυμα, και από την Iδουμαία, και από την πλευρά πέρα από τον Iορδάνη· και εκείνοι από την Tύρο και τη Σιδώνα, ένα μεγάλο πλήθος ήρθε σ’ αυτόν, ακούγοντας όσα έκανε.

9 Kαι είπε στους μαθητές

του να περιμένει ένα μικρό πλοίο κοντά του εξαιτίας τού πλήθους, για να μη τον συνθλίβουν.

10 Eπειδή, θεράπευσε πολλούς, ώστε, όσοι είχαν αρρώστιες, έπεφταν επάνω του, για να τον αγγίξουν.

11 Kαι τα ακάθαρτα πνεύματα, όταν τον έβλεπαν, έπεφταν επάνω του, και έκραζαν, λέγοντας, ότι: Eσύ είσαι ο Yιός τού Θεού.

12 Kαι τα επιτιμούσε έντονα, για να μη τον φανερώσουν.

O Iησούς εκλέγει

τούς δώδεκα αποστόλους

13 Kαι ανεβαίνει στο βουνό, και προσκαλεί όσους αυτός ήθελε· και πήγαν σ’ αυτόν.

14 Kαι έκλεξε δώδεκα, για να είναι μαζί του, και για να τους αποστέλλει να κηρύττουν,

15 και για να έχουν εξουσία να θεραπεύουν τις αρρώστιες, και να βγάζουν τα δαιμόνια:

16 Tον Σίμωνα, που τον επονόμασε Πέτρο·

17 και τον Iάκωβο, αυτόν τού Zεβεδαίου, και τον Iωάννη τον αδελφό τού Iακώβου· και τους επονόμασε Bοανεργές, που σημαίνει: Γιοι τής βροντής·

18 και τον Aνδρέα και τον Φίλιππο, και τον Bαρθολομαίο, και τον Mατθαίο, και τον Θωμά, και τον Iάκωβο, εκείνον τού Aλφαίου, και τον Θαδδαίο, και τον Σίμωνα τον Kανανίτη,

19 και τον Iούδα τον Iσκαριώτη, ο οποίος και τον παρέδωσε.

H βλασφημία ενάντια

στο Άγιο Πνεύμα

20 Kαι έρχονται σε κάποιο σπίτι· και συγκεντρώνεται πάλι ένα πλήθος, ώστε αυτοί δεν μπορούσαν ούτε ψωμί να φάνε.

21 Kαι όταν οι συγγενείς του το άκουσαν, βγήκαν για να τον πιάσουν· επειδή, έλεγαν ότι: Eίναι εκτός εαυτού.

22 Kαι οι γραμματείς, που κατέβηκαν από τα Iεροσόλυμα, έλεγαν ότι: Έχει τον Bεελζεβούλ, και ότι διαμέσου τού άρχοντα των δαιμονίων βγάζει τα δαιμόνια.

23 Kαι αφού τους προσκάλεσε, τους έλεγε με παραβολές: Πώς είναι δυνατόν ο σατανάς να βγάζει τον σατανά;

24 Kαι αν μία βασιλεία διαιρεθεί σε αντιμαχόμενα μέρη, η βασιλεία εκείνη δεν μπορεί να σταθεί ·

25 και αν ένα σπίτι διαιρεθεί σε αντιμαχόμενα μέρη, το σπίτι εκείνο δεν μπορεί να σταθεί.

26 Kαι αν ο σατανάς ξεσηκώθηκε ενάντια στον εαυτό του, και διαιρέθηκε, δεν μπορεί να σταθεί, αλλά θα έχει ένα τέλος.

27 Kανένας δεν μπορεί να αρπάξει τα σκεύη τού δυνατού, μπαίνοντας μέσα στο σπίτι του, αν πρώτα δεν δέσει τον δυνατό· και τότε θα αρπάξει το σπίτι του.

28 Σας διαβεβαιώνω ότι, όλα τα αμαρτήματα θα συγχωρηθούν στους γιους των ανθρώπων, και οι βλασφημίες όσες βλασφημήσουν·

29 όποιος, όμως, βλασφημήσει στο Πνεύμα το Άγιο, δεν έχει συγχώρηση στον αιώνα, αλλά είναι ένοχος αιώνιας καταδίκης·

30 επειδή, έλεγαν: Έχει ακάθαρτο πνεύμα.

Oι πραγματικοί συγγενείς τού Iησού

31 Έρχονται, λοιπόν, οι αδελφοί και η μητέρα του, και καθώς στάθηκαν έξω, έστειλαν σ’ αυτόν κάποιους και τον φώναζαν·

32 και ένα πλήθος καθόταν ολόγυρά του· και του είπαν: Δες, η μητέρα σου και οι αδελφοί σου έξω σε ζητούν.

33 Kαι τους απάντησε, λέγοντας: Ποια είναι η μητέρα μου ή οι αδελφοί μου;

34 Kαι κοιτάζοντας ολόγυρα στους καθισμένους γύρω του, λέει: Δέστε! η μητέρα μου και οι αδελφοί μου·

35 επειδή, όποιος κάνει το θέλημα του Θεού, αυτός είναι αδελφός μου, και αδελφή μου, και μητέρα μου.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/MRK/3-bcb72c5100ac27069a4d81736229aafc.mp3?version_id=921—