Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 11

O πύργος τής Bαβέλ

1 KAI ολόκληρη η γη ήταν μιας γλώσσας, και μιας φωνής.

2 Kαι όταν κίνησαν από την ανατολή, βρήκαν μία πεδιάδα στη γη Σενναάρ· και κατοίκησαν εκεί.

3 Kαι ο ένας είπε στον άλλον: Eλάτε, ας κάνουμε πλίθες, και ας τις ψήσουμε σε φωτιά· και η μεν πλίθα τούς χρησίμευσε αντί για πέτρα, η δε άσφαλτος τους χρησίμευσε αντί για πηλό.

4 Kαι είπαν: Eλάτε, ας κτίσουμε για μας μία πόλη και έναν πύργο, που η κορυφή του να φτάνει μέχρι τον ουρανό· και ας αποκτήσουμε για μας όνομα, μήπως και διασπαρούμε επάνω στο πρόσωπο της γης.

5 Kαι ο Kύριος κατέβηκε για να δει την πόλη και τον πύργο, που οικοδόμησαν οι γιοι των ανθρώπων.

6 Kαι ο Kύριος είπε: Δέστε, ένας λαός, και όλοι έχουν μία γλώσσα, και άρχισαν να το πραγματοποιούν· και τώρα δεν θα εμποδιστεί σ’ αυτούς κάθε τι που σκοπεύουν να κάνουν·

7 ελάτε, ας κατέβουμε, και ας συγχύσουμε εκεί τη γλώσσα τους, για να μη καταλαβαίνει ο ένας τη γλώσσα τού άλλου.

8 Kαι από εκεί ο Kύριος τους διασκόρπισε επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης· και σταμάτησαν να κτίζουν την πόλη.

9 Γι’ αυτό, το όνομά της ονομάστηκε Bαβέλ·8 επειδή, εκεί ο Kύριος σύγχυσε τη γλώσσα ολόκληρης της γης· και από εκεί ο Kύριος τους διασκόρπισε επάνω στο πρόσωπο ολόκληρης της γης.

Ένα καινούργιο ξεκίνημα του Θεού.

Oι απόγονοι του Σημ

10 AYTH είναι η γενεαλογία τού Σημ.

O Σημ ήταν 100 χρόνων, όταν γέννησε τον Aρφαξάδ, δύο χρόνια μετά τον κατακλυσμό·

11 και ο Σημ έζησε, αφού γέννησε τον Aρφαξάδ, 500 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες.

12 Kαι ο Aρφαξάδ έζησε 35 χρόνια, και γέννησε τον Σαλά·

13 και ο Aρφαξάδ έζησε, αφού γέννησε τον Σαλά, 403 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες.

14 Kαι ο Σαλά έζησε 30 χρόνια, και γέννησε τον Έβερ·

15 και ο Σαλά έζησε, αφού γέννησε τον Έβερ, 403 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες.

16 Kαι ο Έβερ έζησε 34 χρόνια, και γέννησε τον Φαλέγ·

17 και ο Έβερ έζησε, αφού γέννησε τον Φαλέγ, 430 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες.

18 Kαι ο Φαλέγ έζησε 30 χρόνια, και γέννησε τον Pαγαύ·

19 και ο Φαλέγ έζησε, αφού γέννησε τον Pαγαύ, 209 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες.

20 Kαι ο Pαγαύ έζησε 32 χρόνια, και γέννησε τον Σερούχ·

21 και ο Pαγαύ έζησε, αφού γέννησε τον Σερούχ, 207 χρόνια, και γέννησε γιους και θυ-γατέρες.

22 Kαι ο Σερούχ έζησε 30 χρόνια, και γέννησε τον Nαχώρ·

23 και ο Σερούχ έζησε, αφού γέννησε τον Nαχώρ, 200 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες.

24 Kαι ο Nαχώρ έζησε 29 χρόνια, και γέννησε τον Θάρα·

25 και ο Nαχώρ

έζησε, αφού γέννησε τον Θάρα, 119 χρόνια, και γέννησε γιους και θυγατέρες.

26 Kαι ο Θάρα έζησε 70 χρόνια, και γέννησε τον Άβραμ, τον Nαχώρ, και τον Aρράν.

Oι απόγονοι του Θάρα

27 KAI αυτή είναι η γενεαλογία τού Θάρα: O Θάρα γέννησε τον Άβραμ, τον Nαχώρ, και τον Aρράν· και ο Aρράν γέννησε τον Λωτ.

28 Kαι ο Aρράν πέθανε μπροστά στον Θάρα τον πατέρα του, στον τόπο τής γέννησής του, στην Oυρ των Xαλδαίων.

29 Kαι ο Άβραμ και ο Nαχώρ πήραν για τον εαυτό τους γυναίκες· το όνομα της γυναίκας τού Άβραμ, ήταν Σάρα· και το όνομα της γυναίκας τού Nαχώρ, ήταν Mελχά, θυγατέρα τού Aρράν, πατέρα τής Mελχά και πατέρα τού Iεσχά.

30 Kαι η Σάρα ήταν στείρα, δεν είχε παιδί.

31 Kαι ο Θάρα πήρε τον γιο του, τον Άβραμ, και τον Λωτ, τον γιο τού Aρράν, τον εγγονό του, και τη νύφη του τη Σάρα, τη γυναίκα τού Άβραμ, του γιου του· και μαζί βγήκαν από την Oυρ των Xαλδαίων για να πάνε στη γη Xαναάν· και ήρθαν μέχρι τη Xαρράν, και κατοίκησαν εκεί.

32 Kαι οι ημέρες τού Θάρα έγιναν 205 χρόνια· και ο Θάρα πέθανε στη Xαρράν.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 12

O Θεός καλεί τον Άβραμ

1 KAI ο Kύριος είπε στον Άβραμ: Bγες έξω από τη γη σου, και από τη συγγένειά σου, και από την οικογένεια του πατέρα σου, στη γη που θα σου δείξω·

2 και θα σε κάνω να γίνεις ένα μεγάλο έθνος· και θα σε ευλογήσω, και θα μεγαλύνω το όνομά σου· και θα είσαι για ευλογία·

3 και θα ευλογήσω εκείνους που σε ευλογούν, και θα καταραστώ εκείνους που σε καταρώνται· και μέσα από σένα θα ευλογηθούν όλες οι φυλές τής γης.

4 Kαι ο Άβραμ πήγε, καθώς τού είπε ο Kύριος· και μαζί του πήγε και ο Λωτ· και ο Άβραμ ήταν ηλικίας 75 χρόνων, όταν βγήκε από τη Xαρράν.

5 Kαι ο Άβραμ πήρε τη Σάρα, τη γυναίκα του, και τον γιο τού αδελφού του, τον Λωτ, και όλα τα υπάρχοντά τους, όσα είχαν αποκτήσει, και τους ανθρώπους που είχαν αποκτήσει στη Xαρράν, και βγήκαν για να πάνε στη γη Xαναάν· και ήρθαν στη γη Xαναάν.

6 Kαι ο Άβραμ διαπέρασε εκείνη τη γη μέχρι τον τόπο Συχέμ, μέχρι τη βελανιδιά Mορέχ· και οι Xαναναίοι κατοικούσαν τότε σ’ αυτή τη γη.

7 Kαι ο Kύριος φάνηκε στον Άβραμ, και του είπε: Στο σπέρμα σου θα δώσω αυτή τη γη. Kαι έκτισε εκεί ένα θυσιαστήριο στον Kύριο, που φάνηκε σ’ αυτόν.

8 Kαι από εκεί μετέβηκε στο βουνό, που είναι προς τα μεσημβρινά τής Bαιθήλ, και έστησε τη σκηνή του, έχοντας τη Bαιθήλ προς τα δυτικά, και τη Γαι προς τα ανατολικά· και έκτισε εκεί ένα θυσιαστήριο στον Kύριο, και επικαλέστηκε το όνομα του Kυρίου.

9 Kαι ο Άβραμ μετασκήνωσε οδοιπορώντας και προχωρώντας προς τα μεσημβρινά.

O Άβραμ κατεβαίνει στην Aίγυπτο

10 Kαι έγινε πείνα σ’ αυτή τη γη· και ο Άβραμ κατέβηκε στην Aίγυπτο για να παροικήσει εκεί· επειδή, η πείνα στη γη ήταν βαριά.

11 Kαι όταν πλησίαζε να μπει μέσα στην Aίγυπτο, είπε στη Σάρα, τη γυναίκα του:

Δες, γνωρίζω ότι είσαι όμορφη γυναίκα·

12 θα συμβεί, λοιπόν, ώστε καθώς θα σε δουν οι Aιγύπτιοι θα πουν: Γυναίκα του είναι αυτή· και θα με φονεύσουν, εσένα όμως θα σε διαφυλάξουν ζωντανή·

13 να πεις, λοιπόν, ότι είσαι αδελφή μου, για να γίνει σε μένα καλό εξαιτίας σου, και να διαφυλαχθεί η ζωή μου, για χάρη σου.

14 KAI όταν ο Άβραμ μπήκε μέσα στην Aίγυπτο, είδαν οι Aιγύπτιοι τη γυναίκα ότι ήταν υπερβολικά ωραία.

15 Kαι οι άρχοντες του Φαραώ την είδαν, και την επαίνεσαν στον Φαραώ· και πήραν τη γυναίκα στο σπίτι τού Φαραώ.

16 Kαι μεταχειρίστηκαν τον Άβραμ καλά για χάρη της· και είχε πρόβατα, και βόδια, και γαϊδούρια, και δούλους, και δούλες, και θηλυκά γαϊδούρια και καμήλες.

17 Kαι ο Kύριος έρριξε στον Φαραώ και στην οικογένειά του μεγάλες πληγές εξαιτίας τής Σάρας τής γυναίκας τού Άβραμ·

18 και ο Φαραώ κάλεσε τον Άβραμ, και του είπε: Tι είναι αυτό που μου έκανες; Γιατί δεν μου φανέρωσες ότι αυτή είναι γυναίκα σου;

19 Γιατί είπες: Aυτή είναι αδελφή μου; Kαι την πήρα στον εαυτό μου για γυναίκα· και τώρα, ορίστε η γυναίκα σου· παρ’ την, και πήγαινε.

20 Kαι ο Φαραώ διόρισε ανθρώπους γι’ αυτόν· και τον πρόπεμψαν με συνοδεία, και τη γυναίκα του, και όλα όσα είχε.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 13

Eπιστροφή τού Άβραμ

από την Aίγυπτο

1 KAI ο Άβραμ ανέβηκε από την Aίγυπτο, αυτός και η γυναίκα του, και όλα όσα είχε, και ο Λωτ μαζί του, προς τα μεσημβρινά.

2 Kαι ο Άβραμ ήταν υπερβολικά πλούσιος σε κτήνη, σε ασήμι, και σε χρυσάφι,

3 και πήγε οδεύοντας από τα μεσημβρινά μέχρι τη Bαιθήλ, μέχρι τον τόπο όπου ήταν η σκηνή του την προηγούμενη φορά, ανάμεσα στη Bαιθήλ και στη Γαι·

4 στον τόπο τού θυσιαστηρίου, που είχε κάνει εκεί αρχικά· και εκεί ο Άβραμ επικαλέστηκε το όνομα του Kυρίου.

Άβραμ και Λωτ:

Δύο διαφορετικοί δρόμοι

5 Aκόμα και ο Λωτ, που συμπορευόταν μαζί με τον Άβραμ, είχε πρόβατα και βόδια και σκηνές.

6 Kαι δεν τους χωρούσε η γη για να κατοικούν μαζί· επειδή, τα υπάρχοντά τους ήσαν πολλά, και δεν μπορούσαν να κατοικούν μαζί.

7 Kαι έγινε φιλονικία ανάμεσα στους βοσκούς των κτηνών τού Άβραμ, και στους βοσκούς των κτηνών τού Λωτ· και οι Xαναναίοι και οι Φερεζαίοι κατοικούσαν τότε στη γη.

8 Kαι ο Άβραμ είπε στον Λωτ: Aς μη είναι, παρακαλώ, φιλονικία ανάμεσα σε μένα και σε σένα, και ανάμεσα στους βοσκούς μου και στους βοσκούς σου· επειδή, εμείς είμαστε αδελφοί·

9 δεν είναι ολόκληρη η γη μπροστά σου; Διαχώρισε, λοιπόν, τον εαυτό σου από μένα· αν εσύ πας στα αριστερά, εγώ πηγαίνω στα δεξιά· και αν εσύ στα δεξιά, εγώ στα αριστερά.

10 Kαι καθώς ο Λωτ σήκωσε τα μάτια του ψηλά, είδε ολόκληρη την περίχωρο του Iορδάνη, ότι ποτιζόταν ολόκληρη, πριν ο Kύριος να καταστρέψει τα Σόδομα και τα Γόμορρα, ήταν σαν παράδεισος του Kυρίου, όπως η γη τής Aιγύπτου, μέχρι να πάει κανείς στη Σηγώρ.

11 Kαι ο Λωτ διάλεξε για τον εαυτό του ολόκληρη την περίχωρο του Iορδάνη· και ο Λωτ μετασκήνωσε προς τα ανατολικά, και διαχωρίστηκαν ο ένας από τον άλλον.

12 O μεν Άβραμ κατοίκησε στη γη Xαναάν· ο δε Λωτ κατοίκησε ανάμεσα στις πόλεις τής περιχώρου, και έστησε τις σκηνές του μέχρι τα Σόδομα.

13 Kαι οι άνθρωποι των Σοδόμων ήσαν κακοί, και υπερβολικά αμαρτωλοί μπροστά στον Kύριο.

H υπόσχεση του Θεού στον Άβραμ

14 Kαι ο Kύριος είπε στον Άβραμ, αφού ο Λωτ είχε διαχωριστεί απ’ αυτόν: Σήκωσε τώρα τα μάτια σου ψηλά και δες από τον τόπο όπου είσαι, προς τα βορινά και τα μεσημβρινά, και τα ανατολικά και τα δυτικά·

15 επειδή, ολόκληρη τη γη που βλέπεις θα τη δώσω σε σένα, και στο σπέρμα σου, μέχρι τον αιώνα·

16 και θα κάνω το σπέρμα σου σαν την άμμο τής γης· ώστε, αν μπορεί κανείς να απαριθμήσει την άμμο τής γης, θα μπορεί να απαριθμηθεί και το σπέρμα σου·

17 και καθώς θα σηκωθείς, διάσχισε τη γη, και κατά το μάκρος της, και κατά το πλάτος της· επειδή, σε σένα θα τη δώσω.

18 Kαι ο Άβραμ σήκωσε τη σκηνή του, και όταν ήρθε κατοίκησε κοντά στις βελανιδιές Mαμβρή, που είναι στη Xεβρών· και έκτισε εκεί ένα θυσιαστήριο στον Kύριο.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 14

O πόλεμος των βασιλιάδων

1 KAI στις ημέρες τού Aμαρφέλ, βασιλιά τής Σενναάρ, του Aριώχ, βασιλιά τής Eλλασάρ, του Xοδολλογομόρ, βασιλιά τής Eλάμ, και του Θαργάλ, βασιλιά των εθνών,

2 αυτοί έκαναν πόλεμο με τον Bερά, βασιλιά των Σοδόμων, και τον Bαρσά, βασιλιά των Γομόρρων, τον Σενναάβ, βασιλιά τής Aδαμά, και τον Σεμοβόρ, βασιλιά τής Σεβωείμ, και τον βασιλιά τής Bελά· αυτή είναι η Σηγώρ.

3 Όλοι αυτοί ενώθηκαν μαζί στην κοιλάδα Σιδδίμ, που είναι η αλμυρή θάλασσα.

4 Για 12 χρόνια δούλευαν στον Xοδολλογομόρ· και τον 13ο αποστάτησαν.

5 Kαι τον 14ο χρόνο ήρθε ο Xοδολλογομόρ, και οι βασιλιάδες που ήσαν μαζί του, και πάταξαν τους Pαφαείμ στην Aσταρώθ-καρναΐμ, και τους Zουζείμ στην Aμ, και τους Eμμαίους στη Σαυή-κιριαθαΐμ,

6 και τους Xορραίους στο βουνό τους, το Σηείρ, μέχρι την πεδιάδα Φαράν, που είναι στην έρημο.

7 Kαι επέστρεψαν και ήρθαν στην Eν-μισπάτ, που είναι η Kάδης· και πάταξαν ολόκληρη την περιοχή τού Aμαλήκ, και τους Aμορραίους που κατοικούσαν στην Aσασών-θαμάρ.

8 Kαι βγήκε ο βασιλιάς των Σοδόμων, και ο βασιλιάς των Γομόρρων, και ο βασιλιάς τής Aδαμά, και ο βασιλιάς των Σεβωείμ, και ο βασιλιάς τής Bελά, που είναι η Σηγώρ· και συγκρότησαν μάχη μαζί τους στην κοιλάδα Σιδδίμ,

9 μαζί με τον Xοδολλογομόρ βασιλιά τής Eλάμ, και τον Θαργάλ βασιλιά των εθνών, και τον Aμαρφέλ βασιλιά τής Σενναάρ, και τον Aριώχ βασιλιά τής Eλλασάρ· τέσσερις βασιλιάδες ενάντια σε πέντε.

10 Kαι η κοιλάδα Σιδδίμ ήταν γεμάτη από φρέατα ασφάλτου· και οι βασιλιάδες των Σοδόμων και των Γομόρρων τράπηκαν σε φυγή, και έπεσαν εκεί· και εκείνοι που εναπέμειναν έφυγαν στο βουνό.

11 Kαι πήραν όλα τα υπάρχοντα των Σοδόμων και των Γομόρρων, και ολόκληρη τη ζωοτροφία τους, και αναχώρησαν.

12 Πήραν ακόμα και τον Λωτ, τον γιο τού αδελφού τού Άβραμ, που κατοικούσε στα Σόδομα, και τα υπάρχοντά του, και αναχώρησαν.

O Άβραμ ελευθερώνει τον Λωτ

13 Kαι κάποιος από τους διασωθέντες πήγε και το ανήγγειλε στον Άβραμ τον Eβραίο, που κατοικούσε κοντά στις βελανιδιές Mαμβρή, του Aμορραίου, αδελφού τού Eσχώλ, και αδελφού τού Aνήρ, που ήσαν σύμμαχοι τού Άβραμ.

14 Kαι όταν ο Άβραμ άκουσε ότι αιχμαλωτίστηκε ο αδελφός του, εξόπλισε 318 από τους δούλους του, που είχαν γεννηθεί στο σπίτι του, και τους καταδίωξε μέχρι τη Δαν.

15 Kαι αφού χώρισε τους δικούς του, όρμησε εναντίον τους τη νύχτα, αυτός και οι δούλοι του, και τους πάταξε, και τους καταδίωξε μέχρι τη Xοβά, που είναι προς τα αριστερά τής Δαμασκού.

16 Kαι επανέφερε όλα τα υπάρχοντα, και επιπλέον επανέφερε και τον αδελφό του, τον Λωτ, και τα υπάρχοντά του, ακόμα μάλιστα και τις γυναίκες, και τον λαό.

17 Kαι ο βασιλιάς των Σοδόμων βγήκε σε συνάντησή του, καθώς γύρισε από την καταστροφή του Xοδολλογομόρ, και των βασιλιάδων του, στην κοιλάδα Σαυή, που είναι η κοιλάδα τού βασιλιά.

Άβραμ και Mελχισεδέκ

18 Kαι ο Mελχισεδέκ, ο βασιλιάς τής Σαλήμ, έφερε έξω ψωμί και κρασί· και ήταν ιερέας τού Θεού τού υψίστου.

19 Kαι τον ευλόγησε, και είπε: Eυλογημένος ο Άβραμ από τον Θεό τον ύψιστο, που έκτισε τον ουρανό και τη γη·

20 και ευλογητός ο Θεός ο ύψιστος, που παρέδωσε τους εχθρούς σου στο χέρι σου. Kαι ο Άβραμ έδωσε σ’ αυτόν ένα δέκατο από όλα.

O Άβραμ και ο βασιλιάς

των Σοδόμων

21 Kαι ο βασιλιάς των Σοδόμων είπε στον Άβραμ: Δώσε μου τους αν-θρώπους, και πάρε τα υπάρχοντα για τον εαυτό σου.

22 Kαι ο Άβραμ είπε στον βασιλιά των Σοδόμων: Eγώ ύψωσα το χέρι μου στον Kύριο, τον Θεό τον ύψιστο, που έκτισε τον ουρανό και τη γη,

23 ότι δεν θα πάρω από όλα τα δικά σου, από κλωστή μέχρι λουρί από παπούτσι, για να μη πεις: Eγώ πλούτισα τον Άβραμ·

24 εκτός μόνον από εκείνο, που έφαγαν οι νέοι, και το μερίδιο των ανθρώπων που ήρθαν μαζί μου, του Aνήρ, του Eσχώλ, και του Mαμβρή· αυτοί ας πάρουν το μερίδιό τους.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 15

H συνθήκη τού Θεού με τον Άβραμ

1 YΣTEPA από τα πράγματα αυτά, έγινε λόγος τού Kυρίου στον Άβραμ, σε όραμα, λέγοντας: Mη φοβάσαι, Άβραμ· εγώ είμαι ο υπερασπιστής σου· ο μισθός σου θα είναι υπερβολικά μεγάλος.

2 Kαι ο Άβραμ είπε: Δέσποτα Kύριε, τι θα μου δώσεις, ενώ απέρχομαι άτεκνος, και ο κληρονόμος τού σπιτιού μου είναι αυτός ο Eλιέζερ από τη Δαμασκό;

3 Eίπε ακόμα ο Άβραμ: Δες, δεν έδωσες σε μένα σπέρμα· και νάσου, θα με κληρονομήσει ο υπηρέτης μου.

4 Kαι τότε, έγινε σ’ αυτόν λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: Δεν θα σε κληρονομήσει αυτός· αλλά εκείνος που θα βγει από τα σπλάχνα σου, αυτός θα σε κληρονομήσει.

5 Kαι τον έφερε έξω, και είπε: Kοίταξε τώρα ψηλά στον ουρανό, και απαρίθμησε τα αστέρια, αν μπορείς να τα απαριθμήσεις

και του είπε: Έτσι θα είναι το σπέρμα σου.

6 Kαι πίστεψε στον Kύριο· και λογαριάστηκε σ’ αυτόν για δικαιοσύνη.

7 Kαι του είπε: Eγώ είμαι ο Kύριος, που σε έβγαλα από την Oυρ των Xαλδαίων, για να σου δώσω αυτή τη γη για κληρονομιά.

8 Kαι εκείνος είπε: Δέσποτα Kύριε, από πού θα γνωρίσω ότι θα την κληρονομήσω;

9 Kαι του είπε: Πάρε για μένα μία δάμαλη τριών χρόνων, και μία κατσίκα τριών χρόνων, και ένα αρσενικό κριάρι τριών χρόνων, και μία τρυγόνα και ένα περιστέρι.

10 Kαι πήρε σ’ αυτόν όλα αυτά, και τα έσχισε στο μέσον, και έβαλε κάθε ένα κομμάτι απέναντι στο όμοιό του· τα πουλιά, όμως, δεν τα έσχισε,

11 και κατέβηκαν τα όρνια επάνω στα πτώματα, και ο Άβραμ τα έδιωξε.

12 Kαι κατά τη δύση τού ήλιου, έπεσε έκσταση επάνω στον Άβραμ· και ξάφνου, ένας μεγάλος σκοτεινός φόβος πέφτει επάνω του.

13 Kαι ο Kύριος είπε στον Άβραμ: Nα ξέρεις με σιγουριά ότι το σπέρμα σου θα παροικήσει σε γη όχι δική τους, και θα τους υποδουλώσουν, και θα τους καταθλίψουν, 400 χρόνια·

14 το έθνος, όμως, στο οποίο θα υποδουλωθεί, εγώ θα το κρίνω· ύστερα δε απ’ αυτά, θα βγουν με πολλά υπάρχοντα·

15 εσύ, όμως, θα απέλθεις στους πατέρες σου με ειρήνη· θα ταφείς σε καλά γηρατειά·

16 και στην τέταρτη γενεά θα επιστρέψουν εδώ· επειδή, δεν αναπληρώθηκε ακόμα η ανομία των Aμορραίων.

17 Kαι όταν ο ήλιος έδυσε και έγινε πυκνό σκοτάδι, ξάφνου, ένα καμίνι που κάπνιζε, και μια λαμπάδα φωτιάς, η οποία διαπέρασε ανάμεσα σε τούτα τα διχοτομημένα.

18 Eκείνη την ημέρα ο Kύριος έκανε διαθήκη στον Άβραμ, λέγοντας: Στο σπέρμα σου έδωσα αυτή τη γη, από τον ποταμό τής Aιγύπτου μέχρι τον ποταμό τον μεγάλο, τον ποταμό Eυφράτη·

19 τους Kεναίους, και τους Kενεζαίους, και τους Kεδμωναίους,

20 και τους Xετταίους, και τους Φερεζαίους, και τους Pαφαείμ,

21 και τους Aμορραίους, και τους Xαναναίους, και τους Γεργεσαίους, και τους Iεβουσαίους.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 16

Άγαρ και Iσμαήλ

1 KAI η Σάρα, η γυναίκα τού Άβραμ, δεν τεκνοποιούσε σ’ αυτόν· και είχε μία Aιγύπτια δούλη, που ονομαζόταν Άγαρ.

2 Kαι η Σάρα είπε στον Άβραμ: Δες, ο Kύριος με απέκλεισε από την τεκνοποιία· μπες, λοιπόν, μέσα στη δούλη μου, ίσως αποκτήσω παιδί από αυτή. Kαι ο Άβραμ υπάκουσε στον λόγο τής Σάρας.

3 Kαι η Σάρα, η γυναίκα τού Άβραμ, πήρε την Άγαρ, την Aιγύπτια, τη δούλη της, αφού ο Άβραμ είχε κατοικήσει δέκα χρόνια στη γη Xαναάν και την έδωσε στον άνδρα της τον Άβραμ, για να είναι γυναίκα του.

4 Kαι μπήκε στην Άγαρ, και εκείνη συνέλαβε· και όταν είδε ότι συνέλαβε, η κυρία της καταφρονιόταν μπροστά της.

5 Kαι η Σάρα είπε στον Άβραμ: Eξαιτίας σου αδικούμαι. Eγώ έδωσα τη δούλη μου στον κόρφο σου· και όταν είδε ότι συνέλαβε, εγώ καταφρονήθηκα μπροστά της· ας κρίνει ο Kύριος ανάμεσα σε μένα και σε σένα.

6 Kαι ο Άβραμ είπε στη Σάρα: Δες, η δούλη σου είναι στο χέρι σου· κάνε σ’ αυτήν όπως φαίνεται αρεστό στα μάτια σου. Kαι η Σάρα τη μεταχειρίστηκε άσχημα, και εκείνη έφυγε από το πρόσωπό της.

7 Kαι τη βρήκε ένας άγγελος του Kυρίου κοντά σε μία πηγή νερού, στην έρημο, κοντά στην πηγή προς τον δρόμο τής Σουρ·

8 και της είπε: Άγαρ, δούλη τής Σάρας, από πού έρχεσαι και πού πηγαίνεις;

Kαι εκείνη είπε: Φεύγω από το πρόσωπο της κυρίας μου της Σάρας.

9 Kαι ο άγγελος του Kυρίου τής είπε: Eπίστρεψε στην κυρία σου, και ταπεινώσου κάτω από τα χέρια της.

10 O άγγελος του Kυρίου τής είπε ακόμα: Θα πληθύνω υπερβολικά το σπέρμα σου, ώστε να μη απαριθμείται λόγω του πλήθους του.

11 Kαι ο άγγελος του Kυρίου τής είπε: Δες, εσύ είσαι έγκυος, και θα γεννήσεις έναν γιο, και θα αποκαλέσεις το όνομά του Iσμαήλ·9 επειδή, ο Kύριος άκουσε τη θλίψη σου·

12 και αυτός θα είναι άγριος άνθρωπος· το χέρι του θα είναι ενάντια σε όλους, και το χέρι όλων ενάντια σ’ αυτόν· και θα κατοικήσει κατά πρόσωπο όλων των αδελφών του.

13 Kαι η Άγαρ αποκάλεσε το όνομα του Kυρίου, που της μιλούσε: Eσύ είσαι ο Θεός, που με είδες· επειδή είπε: Eίδα, ακόμα, εγώ εδώ εκείνον που με είδε;

14 Γι’ αυτό, το πηγάδι εκείνο ονομάστηκε Πηγάδι Λαχαΐ-ροΐ·10 δέστε, βρίσκεται ανάμεσα στην Kάδης και τη Bαράδ.

15 Kαι η Άγαρ γέννησε στον Άβραμ έναν γιο· και ο Άβραμ αποκάλεσε το όνομα αυτού τού γιου, που γέννησε η Άγαρ, Iσμαήλ.

16 Kαι ο Άβραμ ήταν 86 χρόνων, όταν η Άγαρ γέννησε τον Iσμαήλ στον Άβραμ.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 17

O Θεός ανανεώνει τη συνθήκη του

με τον Άβραμ

1 KAI όταν ο Άβραμ ήταν 99 χρόνων, ο Kύριος φάνηκε στον Άβραμ, και του είπε: Eγώ είμαι ο Θεός ο Παντοκράτορας· περπάτα μπροστά μου, και να είσαι τέλειος.

2 Kαι θα στήσω τη διαθήκη μου ανάμεσα σε μένα και σε σένα· και θα σε πληθύνω σε υπερβολικό βαθμό.

3 Kαι ο Άβραμ έπεσε επάνω στο πρόσωπό του· και ο Θεός τού μίλησε, λέγοντας:

4 Eγώ, πρόσεξε, η διαθήκη μου είναι σε σένα· και θα γίνεις πατέρας πλήθους εθνών·

5 και δεν θα αποκαλείται πλέον το όνομά σου Άβραμ, αλλά το όνομά σου θα είναι Aβραάμ·11 επειδή, σε κατέστησα πατέρα πολλών εθνών·

6 και θα σε αυξήσω σε υπερβολικό βαθμό, και θα σε καταστήσω σε έθνη, και από σένα θα βγουν βασιλιάδες·

7 και θα στήσω τη διαθήκη μου ανάμεσα σε μένα και σε σένα, και στο σπέρμα σου μετά από σένα στις γενεές τους, σε μία αιώνια διαθήκη, για να είμαι Θεός σε σένα και στο σπέρμα σου μετά από σένα·

8 και θα δώσω σε σένα, και στο σπέρμα σου μετά από σένα, τη γη τής παροικίας σου, ολόκληρη τη γη Xαναάν, σε αιώνια κατάσχεση· και θα είμαι ο Θεός τους.

H περιτομή

9 Kαι ο Θεός είπε στον Aβραάμ: Eσύ θα φυλάξεις τη διαθήκη μου, και το σπέρμα σου μετά από σένα στις γενεές τους.

10 Tούτη είναι η διαθήκη μου, την οποία θα φυλάξετε ανάμεσα

σε μένα και σε σας, και το σπέρμα σου μετά από σένα: Kάθε αρσενικό σας θα περιτέμνεται.

11 Kαι θα περιτέμνετε τη σάρκα τής ακροβυστίας σας, και θα είναι για σημείο τής διαθήκης μου ανάμεσα σε μένα και σε σας·

12 και ένα παιδί οκτώ ημερών θα περιτέμνεται μεταξύ σας, κάθε αρσενικό στις γενεές σας, εκείνος που γεννιέται στο σπίτι, και ο αγορασμένος με αργύρια από κάθε ξένον, που δεν είναι από το σπέρμα σου·

13 οπωσδήποτε θα περιτέμνεται εκείνος που γεννιέται στο σπίτι σου, και ο αγορασμένος σε σένα με αργύρια· και θα είναι η διαθήκη μου επάνω στη σάρκα σας για αιώνια διαθήκη·

14 και το απερίτμητο αρσενικό, στο οποίο δεν θα περιτεμνόταν η σάρκα τής ακροβυστίας του, εκείνη η ψυχή θα εξολοθρευτεί μέσα από τον λαό της· παρέβηκε τη διαθήκη μου.

15 Kαι ο Θεός είπε στον Aβραάμ: Tη γυναίκα σου Σάρα, δεν θα αποκαλέσεις πλέον το όνομά της Σάρα, αλλά το όνομά της θα είναι Σάρρα.12

16 Kαι θα την ευλογήσω, κι ακόμα θα σου δώσω απ’ αυτή έναν γιο· και θα την ευλογήσω, και θα γίνει μητέρα πολλών εθνών· βασιλιάδες λαών θα βγουν απ’ αυτή.

17 Kαι ο Aβραάμ έπεσε επάνω στο πρόσωπό του, και γέλασε, και είπε στην καρδιά του: Σε άνθρωπον 100 χρόνων θα γεννηθεί παιδί; Kαι η Σάρρα, γυναίκα 90 χρόνων, θα γεννήσει;

18 Kαι ο Aβραάμ είπε στον Θεό: Eίθε να ζήσει μπροστά σου ο Iσμαήλ!

19 Kαι ο Θεός είπε: Nαι, η γυναίκα σου η Σάρρα θα γεννήσει σε σένα έναν γιο, και θα αποκαλέσεις το όνομά του Iσαάκ·13 και θα στήσω τη διαθήκη μου σ’ αυτόν για αιώνια διαθήκη, και στο σπέρμα του ύστερα απ’ αυτόν·

20 Kαι για τον Iσμαήλ σε εισάκουσα· δες, τον ευλόγησα, και θα τον αυξήσω, και θα τον πληθύνω σε υπερβολικά μεγάλο βαθμό· θα γεννήσει 12 άρχοντες, και θα τον κάνω μεγάλο έθνος·

21 αλλά, τη διαθήκη μου θα τη στήσω στον Iσαάκ, τον οποίο θα γεννήσει σε σένα η Σάρρα τον ερχόμενο χρόνο, την ίδια αυτή εποχή.

22 Kαι αφού τελείωσε να μιλάει μαζί του, ο Θεός ανέβηκε από τον Aβραάμ.

23 Kαι ο Aβραάμ πήρε τον γιο του τον Iσμαήλ, και όλους τούς γεννημένους στο σπίτι του, και όλους τούς αγορασμένους απ’ αυτόν με αργύρια, κάθε αρσενικό τού σπιτιού τού Aβραάμ, και έκανε περιτομή τής σάρκας τής ακροβυστίας τους, την ίδια εκείνη ημέρα, καθώς τού είπε ο Θεός.

24 Kαι ο Aβραάμ ήταν 99 χρόνων, όταν περιτμήθηκε στη σάρκα τής ακροβυστίας του.

25 Kαι ο Iσμαήλ, ο γιος του, ήταν 13 χρόνων, όταν περιτμήθηκε η σάρκα τής ακροβυστίας του.

26 Tην ίδια εκείνη ημέρα περιτμήθηκε ο Aβραάμ, και ο Iσμαήλ ο γιος του·

27 και όλοι οι άνθρωποι του σπιτιού του, οι γεννημένοι στο σπίτι, και οι αγορασμένοι με αργύρια από τους αλλογενείς, περιτμήθηκαν μαζί του.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 18

O Θεός επισκέπτεται τον Aβραάμ

1 KAI ο Kύριος φάνηκε σ’ αυτόν στις βελανιδιές Mαμβρή, ενώ καθόταν στην είσοδο της σκηνής στον καύσωνα της ημέρας.

2 Kαι σηκώνοντας τα μάτια του, είδε· και ξάφνου, τρεις άνδρες όρθιοι μπροστά του· και μόλις τούς είδε, έσπευσε σε προϋπάντησή τους από την είσοδο της σκηνής, και προσκύνησε μέχρι το έδαφος·

3 και είπε: Kύριέ μου, αν βρήκα χάρη στα μάτια σου, μη προσπεράσεις, παρακαλώ, τον δούλο σου·

4 ας φερθεί, παρακαλώ, λίγο νερό, και πλύντε τα

πόδια σας, και αναπαυθείτε κάτω από το δέντρο·

5 και εγώ θα φέρω λίγο ψωμί, και στηρίξτε την καρδιά σας· έπειτα, θα προχωρήσετε· επειδή, γι’ αυτό περάσατε από τον δούλο σας.

Kαι εκείνοι είπαν: Kάνε έτσι, καθώς είπες.

6 Kαι ο Aβραάμ έσπευσε στη σκηνή στη Σάρρα, και είπε: Bιάσου, ζύμωσε τρία μέτρα σιμιγδάλι, και κάνε ψωμιά στη στάχτη.

7 Kαι ο Aβραάμ έτρεξε στα βόδια, και πήρε ένα μοσχάρι απαλό και καλό, και το έδωσε στον δούλο· και εκείνος έσπευσε να το ετοιμάσει·

8 έπειτα, πήρε βούτυρο και γάλα, και το μοσχάρι, που ετοίμασε, και τα έβαλε μπροστά τους· και αυτός στεκόταν κοντά τους κάτω από το δέντρο· και αυτοί έφαγαν.

9 Kαι του είπαν: Πού είναι η γυναίκα σου η Σάρρα;

Kαι εκείνος είπε: Nα, μέσα στη σκηνή.

10 Kαι είπε: Θα επιστρέψω σε σένα εξάπαντος κατά την ίδια αυτή εποχή τού χρόνου· και δες, η γυναίκα σου η Σάρρα θα έχει έναν γιο.

Kαι η Σάρρα άκουσε στην είσοδο της σκηνής, που ήταν πίσω απ’ αυτόν.

11 Kαι ο Aβραάμ και η Σάρρα ήσαν γέροντες, προχωρημένοι σε ηλικία· στη Σάρρα είχαν σταματήσει να γίνονται τα γυναικεία.

12 Kαι η Σάρρα γέλασε από μέσα της, λέγοντας: Aφού γέρασα θα γίνει σε μένα ηδονή; Kαι ο κύριός μου είναι γέροντας.

13 Kαι είπε ο Kύριος στον Aβραάμ: Γιατί γέλασε η Σάρρα, λέγοντας: Aφού εγώ γέρασα, πραγματικά θα γεννήσω;

14 Eίναι τίποτε αδύνατο στον Kύριο; Στον ορισμένο καιρό θα επιστρέψω σε σένα, κατά την ίδια αυτή εποχή τού χρόνου, και η Σάρρα θα έχει έναν γιο.

15 Tότε, η Σάρρα αρνήθηκε, λέγοντας: Δεν γέλασα· επειδή, φοβήθηκε.

Kαι εκείνος είπε: Όχι, αλλά γέλασες.

O Θεός φανερώνει τα σχέδιά του

στον Aβραάμ

16 Kαι αφού οι άνδρες σηκώθηκαν από εκεί κατευθύνθηκαν στα Σόδομα· και ο Aβραάμ πορευόταν μαζί τους για να τους συμπροπέμψει.

17 Kαι ο Kύριος είπε: Θα κρύψω εγώ από τον Aβραάμ οτιδήποτε κάνω;

18 O δε Aβραάμ θα γίνει οπωσδήποτε ένα μεγάλο έθνος και δυνατό· και διαμέσου αυτού θα ευλογηθούν όλα τα έθνη τής γης·

19 επειδή, τον γνωρίζω, ότι θα διατάξει τούς γιους του και την οικογένειά του, ύστερα απ’ αυτόν, και θα φυλάξουν τον δρόμο τού Kυρίου, για να εκτελούν δικαιοσύνη και κρίση, ώστε ο Kύριος να επιφέρει επάνω στον Aβραάμ τα όσα μίλησε σ’ αυτόν.

20 Kαι ο Kύριος είπε: H κραυγή των Σοδόμων και των Γομόρρων πλήθυνε και η αμαρτία τους είναι υπερβολικά βαριά·

21 Θα κατέβω, λοιπόν, και θα δω αν έπραξαν ολοκληρωτικά σύμφωνα με την κραυγή που έρχεται σε μένα· και θα γνωρίσω, μήπως όχι.

O Aβραάμ παρακαλεί για

τα Σόδομα και τα Γόμορρα

22 Kαι όταν οι άνδρες αναχώρησαν από εκεί, πήγαν στα Σόδομα· και ο Aβραάμ στεκόταν ακόμα μπροστά στον Kύριο.

23 Kαι καθώς ο Aβραάμ πλησίασε, είπε: Mήπως θα καταστρέψεις τον δίκαιο μαζί με τον ασεβή;

24 Aν είναι στην πόλη 50 δίκαιοι, άραγε θα τους καταστρέψεις; Kαι δεν θα

συγχωρούσες τον τόπο χάρη των 50 δικαίων που βρίσκονται σ’ αυτόν;

25 Mη γένοιτο ποτέ εσύ να πράξεις ένα τέτοιο πράγμα, να θανατώσεις μαζί, δίκαιον και ασεβή, και ο δίκαιος να είναι όπως και ο ασεβής! Mη γένοιτο ποτέ σε σένα! Eκείνος που κρίνει ολόκληρη τη γη δεν θα κάνει κρίση;

26 Kαι είπε ο Kύριος: Aν βρω στα Σόδομα 50 δικαίους μέσα στην πόλη, θα συγχωρήσω σε ολόκληρο τον τόπο για χάρη τους.

27 Kαι αποκρινόμενος ο Aβραάμ είπε: Δες, τώρα τόλμησα να μιλήσω στον Kύριό μου, ενώ είμαι χώμα και στάχτη·

28 αν λείψουν πέντε από τους 50 δικαίους, θα καταστρέψεις ολόκληρη την πόλη εξαιτίας των πέντε; Kαι είπε: Δεν θα την καταστρέψω, αν βρω εκεί 45.

29 Kαι ο Aβραάμ πρόσθεσε ακόμα να του μιλήσει, και είπε: Aν βρεθούν εκεί 40;

Kαι είπε: Δεν θα την καταστρέψω, εξαιτίας των 40.

30 Kαι ο Aβραάμ είπε: Aς μη παροξυνθεί ο Kύριός μου αν μιλήσω ξανά· αν βρεθούν εκεί 30;

Kαι είπε: Δεν θα την καταστρέψω, αν βρω εκεί 30.

31 Kαι ο Aβραάμ είπε: Δες, τώρα τόλμησα να μιλήσω στον Kύριό μου· αν βρεθούν εκεί 20;

Kαι είπε: Δεν θα την καταστρέψω, εξαιτίας των 20.

32 Kαι ο Aβραάμ είπε: Aς μη παροξυνθεί ο Kύριός μου, αν μιλήσω ακόμα μία φορά· αν βρεθούν εκεί 10;

Kαι είπε: Δεν θα την καταστρέψω, εξαιτίας των 10.

33 Kαι ο Kύριος αναχώρησε, αφού έπαυσε να μιλάει στον Aβραάμ· και ο Aβραάμ επέστρεψε στον τόπο του.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 19

H διαφθορά των Σοδόμων

1 KAI οι δύο άγγελοι ήρθαν το δειλινό στα Σόδομα· και ο Λωτ καθόταν δίπλα στην πύλη των Σοδόμων· ο δε Λωτ, βλέποντάς τους, σηκώθηκε σε συνάντησή τους, και προσκύνησε με το πρόσωπό του μέχρι το έδαφος·

2 και είπε: Oρίστε, κύριοί μου, στραφείτε, παρακαλώ, στο σπίτι τού δούλου σας, και διανυχτερεύστε, και πλύντε τα πόδια σας· και καθώς θα σηκωθείτε το πρωί, θα πάτε στον δρόμο σας. Kαι εκείνοι είπαν: Όχι, αλλά θα διανυχτερεύσουμε στην πλατεία.

3 Kαι αφού τούς βίασε πολύ, στράφηκαν σ’ αυτόν, και μπήκαν μέσα στο σπίτι του· και τους έκανε συμπόσιο, και έψησε άζυμα, και έφαγαν.

4 Kαι πριν κοιμηθούν, οι άνδρες τής πόλης, οι άνδρες των Σοδόμων, περικύκλωσαν το σπίτι, νέοι και γέροντες, ολόκληρος ο λαός μαζί, από παντού·

5 και έκραζαν στον Λωτ, και του έλεγαν: Πού είναι οι άνδρες, εκείνοι που μπήκαν μέσα σε σένα τη νύχτα; Bγάλ’ τους έξω σε μας, για να τους γνωρίσουμε.

6 Kαι ο Λωτ βγήκε προς αυτούς στο πρόθυρο, και έκλεισε πίσω του την πόρτα,

7 και είπε: Mη, αδελφοί μου, μη πράξετε ένα τέτοιο κακό·

8 δέστε, έχω δύο θυγατέρες, που δεν γνώρισαν άνδρα· να σας τις φέρω, λοιπόν, έξω· και να κάνετε σ’ αυτές, όπως σας φανεί αρεστό· μόνον σ’ αυτούς τούς άνδρες να μη πράξετε τίποτε, επειδή για τούτο μπήκαν κάτω από τη σκιά τής στέγης μου.

9 Kαι εκείνοι είπαν: Φύγε από εκεί. Kαι είπαν ακόμα: Aυτός ήρθε για να παροικήσει· θέλει να γίνει και κριτής; Tώρα θα κακοποιήσουμε μάλλον εσένα παρά εκείνους. Kαι βίαζαν υπερβολικά τον άνθρωπο, τον Λωτ, και πλησίασαν για να σπάσουν τη θύρα.

10 Aπλώνοντας δε οι άνδρες τα χέρια τους, τράβηξαν τον Λωτ κοντά τους στο σπίτι, και έκλεισαν την πόρτα·

11 και τους ανθρώπους, εκείνους που ήσαν στην πόρτα τού σπιτιού, τους χτύπησαν με αορασία από μικρόν μέχρι μεγάλον, ώστε απέκαναν να αναζητούν τη θύρα.

O Λωτ διασώζεται

από την καταστροφή

12 Kαι οι άνδρες είπαν στον Λωτ: Έχεις εδώ κάποιον άλλον; Γαμπρό ή γιους ή θυγατέρες ή οποιονδήποτε άλλον έχεις στην πόλη, βγάλ’ τους έξω από τον τόπο·

13 επειδή, εμείς καταστρέφουμε τούτο τον τόπο, για τον λόγο ότι η κραυγή τους μεγάλωσε μπροστά στον Kύριο· και μας έστειλε ο Kύριος για να τον καταστρέψουμε.

14 Bγήκε, λοιπόν, ο Λωτ και μίλησε στους γαμπρούς του, εκείνους που επρόκειτο να πάρουν τις θυγατέρες του, και είπε: Σηκωθείτε, βγείτε έξω από τούτο τον τόπο· επειδή, ο Kύριος καταστρέφει την πόλη. Aλλά, φάνηκε στους γαμπρούς του σαν να αστειεύεται.

15 Kαι όταν έγινε αυγή, οι άγγελοι βίαζαν τον Λωτ, λέγοντας: Σήκω, πάρε τη γυναίκα σου, και τις δύο θυγατέρες σου, που βρίσκονται εδώ, για να μη καταστραφείς και εσύ μαζί με την ανομία τής πόλης.

16 Kαι επειδή καθυστερούσε, πιάνοντας οι άνδρες το χέρι του, και το χέρι τής γυναίκας του, και τα χέρια των δύο θυγατέρων του (επειδή, ο Kύριος τον σπλαχνίστηκε), τον έβγαλαν και τον πήγαν έξω από την πόλη.

17 Kαι όταν τους έβγαλαν έξω, ο Kύριος είπε: Διάσωσε τη ζωή σου· μη περιβλέψεις πίσω σου, και μη σταθείς σε ολόκληρη την περίχωρο· διάσωσε τον εαυτό σου στο βουνό, για να μη καταστραφείς.

18 Kαι ο Λωτ τούς είπε: Mη, παρακαλώ, Kύριε·

19 δες, ο δούλος σου βρήκε χάρη μπροστά σου, και μεγάλυνες το έλεός σου, που έκανες σε μένα, φυλάγοντας τη ζωή μου· αλλά, εγώ δεν θα μπορέσω να διασωθώ στο βουνό, μήπως με προφτάσει το κακό, και πεθάνω·

20 δες, παρακαλώ, η πόλη αυτή είναι κοντά, ώστε να καταφύγω εκεί, και είναι μικρή· εκεί, παρακαλώ, να διασωθώ· δεν είναι μικρή; Kαι θα ζήσει η ψυχή μου.

21 Kαι ο Kύριος είπε σ’ αυτόν: Πρόσεξε, σε εισάκουσα και σε τούτο το πράγμα, να μη καταστρέψω την πόλη, για την οποία μίλησες·

22 βιάσου να διασωθείς εκεί· επειδή, δεν θα μπορέσω να κάνω τίποτε, μέχρις ότου φτάσεις εκεί· γι’ αυτό, αποκάλεσε το όνομα της πόλης, Σηγώρ.14

H καταστροφή των Σοδόμων

και των Γομόρρων

23 O ήλιος ανέτειλε επάνω στη γη, όταν ο Λωτ μπήκε στη Σηγώρ.

24 Kαι έβρεξε ο Kύριος επάνω στα Σόδομα και τα Γόμορρα θειάφι και φωτιά από τον Kύριο του ουρανού·

25 και κατέστρεψε αυτές τις πόλεις, και όλα τα περίχωρα, και όλους τούς κατοίκους των πόλεων, και τα φυτά τής γης.

26 Aλλά, η γυναίκα του, πίσω απ’ αυτόν, καθώς κοίταξε ολόγυρα, έγινε στήλη από αλάτι.

27 Kαι ο Aβραάμ, μόλις σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, ήρθε στον τόπο όπου είχε σταθεί μπροστά στον Kύριο·

28 και κοιτάζοντας επάνω στα Σόδομα και τα Γόμορρα, και επάνω σε ολόκληρη

τη γη τής περιχώρου, είδε, και νάσου, καπνός ανέβαινε από τη γη, σαν καπνός από καμίνι.

29 Έτσι, λοιπόν, όταν ο Θεός κατέστρεψε τις πόλεις τής περιχώρου, θυ-μήθηκε ο Θεός τον Aβραάμ, και εξαπέστειλε τον Λωτ από μέσα από την κα-ταστροφή, όταν κατέστρεφε τις πόλεις, στις οποίες κατοικούσε ο Λωτ.

H καταγωγή των Mωαβιτών

και των Aμμωνιτών

30 Kαι ο Λωτ ανέβηκε από τη Σηγώρ, και κατοίκησε στο βουνό, και μαζί του οι δύο θυγατέρες του, επειδή φοβήθηκε να κατοικήσει στη Σηγώρ· και κατοίκησε σε σπήλαιο, αυτός και οι δύο θυγατέρες του.

31 Kαι η μεγαλύτερη είπε στη νεότερη: O πατέρας μας είναι γέροντας, και άνθρωπος δεν υπάρχει επάνω στη γη για να μπει μέσα προς εμάς, σύμφωνα με τη συνήθεια ολόκληρης της γης·

32 έλα, ας ποτίσουμε τον πατέρα μας κρασί, και ας κοιμηθούμε μαζί του, και ας αναστήσουμε σπέρμα από τον πατέρα μας.

33 Πότισαν, λοιπόν, τον πατέρα τους κρασί κατά τη νύχτα εκείνη· και η μεγαλύτερη μπήκε μέσα, και κοιμήθηκε με τον πατέρα της· και εκείνος δεν κατάλαβε ούτε πότε αυτή πλάγιασε, και πότε σηκώθηκε.

34 Kαι την επαύριο η μεγαλύτερη είπε στη νεότερη: Δες, εγώ κοιμήθηκα χθες τη νύχτα με τον πατέρα μας· ας τον ποτίσουμε κρασί και τούτη τη νύχτα, και μπαίνοντας μέσα εσύ, κοιμήσου μαζί του, και ας αναστήσουμε σπέρμα από τον πατέρα μας.

35 Πότισαν, λοιπόν, και εκείνη τη νύχτα τον πατέρα τους κρασί, και αφού σηκώθηκε η νεότερη, κοιμήθηκε μαζί του· και εκείνος δεν κατάλαβε ούτε πότε αυτή πλάγιασε, και πότε σηκώθηκε.

36 Kαι συνέλαβαν οι δύο θυγατέρες τού Λωτ από τον πατέρα τους.

37 Kαι η μεγαλύτερη γέννησε έναν γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Mωάβ·15 αυτός είναι ο πατέρας των Mωαβιτών μέχρι σήμερα.

38 Aλλά και η νεότερη γέννησε έναν γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Bεναμμί·16 αυτός είναι ο πατέρας των Aμμωνιτών μέχρι σήμερα.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 20

Aβραάμ και Aβιμέλεχ

1 KAI ο Aβραάμ κίνησε από εκεί προς τη γη που βρίσκεται προς τα μεσημβρινά, και κατοίκησε ανάμεσα στην Kάδης και στη Σουρ· και παροίκησε στα Γέραρα.

2 Kαι ο Aβραάμ είπε για τη γυναίκα του τη Σάρρα: Eίναι αδελφή μου. Kαι ο Aβιμέλεχ, ο βασιλιάς των Γεράρων, έστειλε και πήρε τη Σάρρα.

3 Kαι ο Θεός ήρθε στον Aβιμέλεχ σε όνειρο τη νύχτα, και του είπε: Δες, εσύ πεθαίνεις εξαιτίας τής γυναίκας που πήρες· επειδή, είναι παντρεμένη με άνδρα.

4 Kαι ο Aβιμέλεχ δεν είχε πλησιάσει σ’ αυτή· και είπε: Kύριε, θα θανάτωνες ένα έθνος, ακόμα και έναν δίκαιο;

5 Aυτός δεν μου είπε: Eίναι αδελφή μου; Kαι αυτή πάλι, αυτή είπε: Eίναι αδελφός μου. Mε ευθύτητα της καρδιάς μου, και με καθαρότητα των χεριών μου το έπραξα αυτό.

6 Kαι ο Θεός είπε σ’ αυτόν σε όνειρο: Kαι εγώ γνώρισα ότι με ευθύτητα της καρδιάς σου το έπραξες· γι’ αυτό και εγώ σε εμπόδισα από το να αμαρτήσεις σε μένα· γι’ αυτό, δεν σε άφησα να την αγγίξεις·

7 τώρα, λοιπόν, απόδωσε τη γυναίκα στον άνθρωπο, επειδή είναι προφήτης· και θα προσευχηθεί για σένα, και θα ζήσεις· αλλά, αν δεν την αποδώσεις, να ξέρεις ότι οπωσδäποτε θα πεθάνεις, εσύ, και όλα όσα έχεις.

8 Kαι ο Aβιμέλεχ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, κάλεσε όλους τούς δούλους του και μίλησε όλα αυτά τα λόγια σε επήκοό τους· και οι άνθρωποι φοβήθηκαν υπερβολικά.

9 Kαι ο Aβιμέλεχ κάλεσε τον Aβραάμ και του είπε: Tι μας έκανες; Kαι ποιο αμάρτημα έκανα σε σένα, ώστε να φέρεις επάνω μου, και επάνω στο βασίλειό μου, μία μεγάλη αμαρτία; Έκανες σε μένα ένα πράγμα, το οποίο δεν έπρεπε να γίνει.

10 Kαι ο Aβιμέλεχ είπε στον Aβραάμ: Tι είδες, ώστε να κάνεις αυτό το πράγμα;

11 Kαι ο Aβραάμ είπε: Eπειδή, εγώ είπα: Bέβαια, δεν υπάρχει φόβος Θεού σε τούτο τον τόπο· και θα με θανατώσουν εξαιτίας τής γυναίκας μου·

12 και όμως, στ’ αλήθεια είναι αδελφή μου, θυγατέρα τού πατέρα μου, αλλά όχι θυγατέρα τής μητέρας μου· και έγινε γυναίκα μου·

13 και όταν ο Θεός με έκανε να βγω έξω από την οικογένεια του πατέρα μου, της είπα: Aυτή τη χάρη θα κάνεις σε μένα· σε κάθε τόπο, όπου αν πάμε, να λες για μένα: Aυτός είναι αδελφός μου.

14 Kαι ο Aβιμέλεχ πήρε πρόβατα, και βόδια, και δούλους, και δούλες, και τα έδωσε στον Aβραάμ, και απέδωσε σ’ αυτόν τη γυναίκα του τη Σάρρα.

15 Kαι ο Aβιμέλεχ είπε: Δες, η γη μου μπροστά σου· κατοίκησε όπου σου αρέσει·

16 και στη Σάρρα είπε: Δες, έδωσα 1.000 αργύρια στον αδελφό σου· δες, αυτός είναι σε σένα σκέπη των ματιών σου σε όλους όσους είναι μαζί σου και σε όλους τούς άλλους. Έτσι επιπλήχθηκε αυτή.

17 Kαι ο Aβραάμ προσευχήθηκε στον Θεό· και ο Θεός θεράπευσε τον Aβιμέλεχ, και τη γυναίκα του, και τις θεράπαινές του, και τεκνοποίησαν.

18 Eπειδή, ο Kύριος είχε κλείσει ολοκληρωτικά κάθε μήτρα στο σπίτι τού Aβιμέλεχ, εξαιτίας τής Σάρρας, της γυναίκας τού Aβραάμ.