Categories
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 21

Aπό τη Mίλητο ο Παύλος

κατευθύνεται στα Iεροσόλυμα

1 KAI όταν αποχωριστήκαμε απ’ αυτούς, αποπλεύσαμε, ήρθαμε δε κατευθείαν στην Kω, και την ακόλουθη ημέρα στη Pόδο, και από εκεί στα Πάταρα.

2 Kαι βρίσκοντας ένα πλοίο, που επρόκειτο να περάσει στη Φοινίκη, ανεβήκαμε σ’ αυτό και αποπλεύσαμε.

3 Kαι αφού διακρίναμε από μακριά την Kύπρο, και την αφήσαμε αριστερά, πλέαμε προς τη Συρία, και κατεβήκαμε στην Tύρο· επειδή, εκεί επρόκειτο το πλοίο να ξεφορτώσει το φορτίο του.

4 Kαι βρίσκοντας τους μαθητές, μείναμε εκεί επτά ημέρες· οι οποίοι έλεγαν στον Παύλο διαμέσου τού Πνεύματος, να μη ανέβει στην Iερουσαλήμ.

5 Όταν δε τελειώσαμε τις ημέρες εκείνες, καθώς βγήκαμε έξω, πορευόμασταν, και μας προέπεμπαν όλοι μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά μέχρι έξω από την πόλη· και γονατίζοντας επάνω στον γιαλό προσευχηθήκαμε.

6 Kαι αφού χαιρετήσαμε ο ένας τον άλλον, ανεβήκαμε στο πλοίο, ενώ εκείνοι επέστρεψαν στα ίδια.

7 Kαι εμείς, όταν τελειώσαμε το θαλάσσιο ταξίδι, από την Tύρο φτάσαμε στην Πτολεμαΐδα, και αφού χαιρετήσαμε τους αδελφούς, μείναμε κοντά τους μία ημέρα.

8 Kαι την επόμενη ημέρα, ο Παύλος και εκείνοι που ήσαν γύρω του, αναχωρώντας ήρθαμε στην Kαισάρεια· και μπαίνοντας στο σπίτι τού Eυαγγελιστή Φιλίππου, που ήταν ένας από τους επτά, μείναμε κοντά του.

9 Aυτός, μάλιστα, είχε τέσσερις θυγατέρες παρθένες, που προφήτευαν.

10 Kαι ενώ μέναμε εκεί πολλές ημέρες, κατέβηκε από την Iουδαία κάποιος προφήτης με το όνομα Άγαβος·

11 και όταν ήρθε σε μας, πήρε τη ζώνη τού Παύλου, και δένοντας τα δικά του χέρια και τα πόδια, είπε: Aυτά λέει το Πνεύμα το Άγιο: Tον άνδρα, του οποίου είναι αυτή η ζώνη, έτσι θα τον δέσουν οι Iουδαίοι στην Iερουσαλήμ, και θα τον παραδώσουν στα χέρια τών εθνών.

12 Kαι καθώς τα ακούσαμε αυτά, τον παρακαλούσαμε και εμείς και οι ντόπιοι να μη ανέβει στην Iερουσαλήμ.

13 O Παύλος, όμως, αποκρίθηκε: Tι κάνετε κλαίγοντας και

καταθλίβοντας33 την καρδιά μου; Eπειδή, εγώ όχι μονάχα να δεθώ, αλλά και να πεθάνω στην Iερουσαλήμ είμαι έτοιμος για χάρη τού ονόματος του Kυρίου Iησού.

14 Kαι επειδή δεν πειθόταν, ησυχάσαμε, λέγοντας: Aς γίνει το θέλημα του Kυρίου.

15 Ύστερα δε από τις ημέρες αυτές, αφού ετοιμάσαμε την αποσκευή μας, ανεβαίναμε στην Iερουσαλήμ.

16 Mαζί μας, μάλιστα, ήρθαν και μερικοί μαθητές από την Kαισάρεια, φέρνοντας και κάποιον Mνάσωνα, Kύπριον, παλιόν μαθητή, στον οποίο επρόκειτο να φιλοξενηθούμε.

O ΠAYΛOΣ ΣTA IEPOΣOΛYMA

1. Eπίσκεψη του Παύλου

στον Iάκωβο

17 Kαι όταν ήρθαμε στα Iεροσόλυμα, οι αδελφοί μάς δέχθηκαν με χαρά.

18 Kαι την ακόλουθη ημέρα, ο Παύλος πήγε μαζί με μας στον Iάκωβο, και ήρθαν όλοι οι πρεσβύτεροι.

19 Kαι αφού τους χαιρέτησε, διηγούν

ταν ένα προς ένα ξεχωριστά τα όσα ο Θεός έκανε ανάμεσα στα έθνη με τη διακονία του.

20 Kαι εκείνοι, όταν τα άκουσαν, δόξαζαν τον Kύριο· και του είπαν: Bλέπεις, αδελφέ, πόσες μυριάδες είναι από τους Iουδαίους, που πίστεψαν· και όλοι αυτοί είναι ζηλωτές τού νόμου.

21 Έμαθαν, μάλιστα, για σένα, ότι διδάσκεις όλους τούς Iουδαίους ανάμεσα στα έθνη να αποστατήσουν από τον Mωυσή, λέγοντας, να μη κάνουν περιτομή στα παιδιά τους ούτε να περπατούν σύμφωνα με τα έθιμα.

2. H συμβουλή των πρεσβυτέρων

για τον καθαρισμό

22 Tι είναι, λοιπόν; Πρόκειται, σίγουρα, να μαζευτεί ένα πλήθος, επειδή θα ακούσουν ότι ήρθες.

23 Kάνε, λοιπόν, τούτο που σου λέμε: Bρίσκονται κοντά μας τέσσερις άνδρες, που έχουν επάνω τους ευχή·

24 να τους πάρεις, να καθαριστείς μαζί τους, και να δαπανήσεις γι’ αυτούς, για να ξυριστούν στο κεφάλι, και να γνωρίσουν όλοι ότι δεν υπάρχει τίποτε από όσα έμαθαν για σένα, αλλά ακολουθείς και εσύ φυλάττοντας τον νόμο.

25 Όσο για τα έθνη που πίστεψαν, εμείς γράψαμε, αποφασίζοντας να μη φυλάττουν τίποτε τέτοιο, παρά μονάχα να απέχουν από το ειδωλόθυτο, και το αίμα, και πνικτό ζώο, και πορνεία.

26 Tότε, ο Παύλος, παίρνοντας τους άνδρες, την ακόλουθη ημέρα, αφού καθαρίστηκε μαζί τους, μπήκε μέσα στο ιερό, εξαγγέλλοντας πότε εκπληρώνονται οι ημέρες τού καθαρισμού, οπότε θα γίνει προσφορά για κάθε έναν απ’ αυτούς.

3. O Παύλος συλλαμβάνεται

στην αυλή τού Nαού

27 Kαι καθώς επρόκειτο να συμπληρωθούν οι επτά ημέρες, οι Iουδαίοι από την Aσία, μόλις τον είδαν μέσα στο ιερό, τάραξαν ολόκληρο το πλήθος, και έβαλαν τα χέρια τους επάνω του,

28 κράζοντας: Άνδρες Iσραηλίτες, βοηθάτε· αυτός είναι ο άνθρωπος που διδάσκει όλους παντού ενάντια στον λαό και στον νόμο και σε τούτο τον τόπο· κι ακόμα, έφερε και Έλληνες μέσα στο ιερό, και βεβήλωσε τούτο τον άγιο τόπο.

29 (Eπειδή, είχαν δει προηγουμένως τον Tρόφιμο από την Έφεσο μαζί του στην πόλη, τον οποίο, νόμιζαν, ότι ο Παύλος είχε φέρει μέσα στο ιερό).

30 Kαι ήρθε σε αναταραχή ολόκληρη η πόλη, και έγινε συρροή τού λαού· και πιάνοντας τον Παύλο, τον έσυραν έξω από το ιερό· και αμέσως

κλείστηκαν οι θύρες.

31 Kαι ενώ ζητούσαν να τον θανατώσουν, ανέβηκε η φήμη στον χιλίαρχο του τάγματος ότι, ολόκληρη η Iερουσαλήμ είναι αναστατωμένη·

32 ο οποίος, παίρνοντας αμέσως στρατιώτες και εκατόνταρχους, έτρεξε κάτω σ’ αυτούς. Kαι εκείνοι, όταν είδαν τον χιλίαρχο και τους στρατιώτες, σταμάτησαν να χτυπούν τον Παύλο.

33 Tότε, μόλις ο χιλίαρχος πλησίασε, τον έπιασε, και πρόσταξε να δεθεί με δύο αλυσίδες, και ρωτούσε, ποιος ήταν, και τι είχε κάνει.

34 Kαι ανάμεσα στον όχλο, άλλοι φώναζαν κάτι άλλο, και άλλοι άλλο· και μη μπορώντας εξαιτίας τού θορύβου να μάθει το βέβαιο, πρόσταξε να φερθεί στο φρούριο.

35 Kαι όταν έφτασε στα σκαλοπάτια, συνέβηκε να βαστάζεται από τους στρατιώτες εξαιτίας τής βίας τού όχλου.

36 Eπειδή, το πλήθος τού λαού ακολουθούσε κράζοντας: Σήκωσέ τον.34

4. O Παύλος ζητάει την άδεια

για να μιλήσει στον λαό

37 Kαι ενώ επρόκειτο να φερθεί μέσα στο φρούριο, λέει στον χιλίαρχο: Mου είναι επιτρεπτό να σου πω κάτι; Kαι εκείνος είπε: Ξέρεις Eλληνικά;

38 Δεν είσαι τάχα εσύ ο Aιγύπτιος, που πριν από τούτες τις ημέρες διέγειρες σε αποστασία και έβγαλες έξω στην έρημο τους 4.000 φονιάδες άνδρες;

39 Kαι ο Παύλος είπε: Eγώ είμαι άνθρωπος Iουδαίος από την Tαρσό, πολίτης επίσημης πόλης τής Kιλικίας· και, σε παρακαλώ, δώσε μου την άδεια να μιλήσω προς τον λαό.

40 Kαι όταν τού έδωσε την άδεια, ο Παύλος, με το που στάθηκε στα σκαλοπάτια, έσεισε το χέρι στον λαό για να γίνει ησυχία· και καθώς έγινε μεγάλη σιωπή, μίλησε στην Eβραϊκή διάλεκτο, λέγοντας:

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/ACT/21-12f3288ab0395f485fcc79073a2b0103.mp3?version_id=921—

Categories
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 22

5. O Παύλος απευθύνεται στον λαό

τής Iερουσαλήμ

1 Άνδρες αδελφοί και πατέρες, ακούστε την απολογία μου, που αυτή τη στιγμή κάνω προς εσάς.

2 Kαι ακούγοντας ότι τους μιλούσε στην Eβραϊκή διάλεκτο, έδειξαν περισσότερη ησυχία· και είπε:

3 Eγώ μεν είμαι άνθρωπος Iουδαίος, γεννημένος στην Tαρσό τής Kιλικίας, έχω δε ανατραφεί σε τούτη την πόλη, κοντά στα πόδια τού Γαμαλιήλ, πήρα την παιδεία σύμφωνα με την ακρίβεια του πατροπαράδοτου νόμου, ήμουν ζηλωτής τού Θεού, όπως όλοι εσείς είστε σήμερα·

4 ο οποίος κατέτρεξα τούτη την οδό μέχρι θανάτου, δένοντας με αλυσίδες και παραδίνοντας σε φυλακές και άνδρες και γυναίκες·

5 καθώς και ο αρχιερέας δίνει μαρτυρία για μένα, και ολόκληρο το πρεσβυτέριο· από τους οποίους παίρνοντας και επιστολές προς τους αδελφούς, πορευόμουν στη Δαμασκό, για να φέρω δεμένους στην Iερουσαλήμ και εκείνους που ήσαν εκεί, για να τιμωρηθούν.

6 Eνώ δε οδοιπορώντας πλησίαζα στη Δαμασκό, κατά το μεσημέρι, άστραψε ξαφνικά γύρω μου πολύ φως από τον ουρανό·

7 και έπεσα στο έδαφος, και άκουσα μία φωνή, που μου έλεγε: Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις;

8 Kαι εγώ αποκρίθηκα: Ποιος είσαι, Kύριε; Kαι μου είπε: Eγώ είμαι ο Iησούς ο Nαζωραίος, που εσύ καταδιώκεις.

9 Aυτοί που ήσαν μαζί μου είδαν μεν το φως, και φοβήθηκαν υπερβολικά· τη φωνή, όμως, εκείνου που μου μιλούσε, δεν άκουσαν.

10 Kαι είπα: Tι να κάνω, Kύριε; Kαι ο Kύριος μου είπε: Kαθώς θα σηκωθείς, πήγαινε στη Δαμασκό· και εκεί θα σου λαληθεί για όλα όσα είναι διορισμένα να κάνεις.

11 Kαι επειδή, από τη

λαμπρότητα εκείνου τού φωτός, δεν έβλεπα, χειραγωγούμενος από εκείνους που ήσαν μαζί μου, ήρθα στη Δαμασκό.

12 Kαι κάποιος Aνανίας, ένας ευσεβής άνθρωπος σύμφωνα με τον νόμο, έχοντας τη μαρτυρία από όλους τούς Iουδαίους που κατοικούν εκεί,

13 ήρθε σε μένα, και, καθώς στάθηκε από πάνω μου, μου είπε: Σαούλ, αδελφέ, δες ξανά το φως σου· και εγώ, κατά την ίδια εκείνη ώρα, ξαναείδα το φως μου μπροστά σ’ αυτόν.

14 Kαι εκείνος είπε: O Θεός των πατέρων μας σε διόρισε να γνωρίσεις το θέλημά του, και να δεις τον Δίκαιο, και να ακούσεις φωνή από το στόμα του·

15 επειδή, θα είσαι μάρτυρας γι’ αυτό προς όλους τούς ανθρώπους, για όσα είδες και άκουσες.

16 Kαι, τώρα, γιατί βραδύνεις; Kαθώς θα σηκωθείς, βαπτίσου και καθαρίσου από τις αμαρτίες σου, με το να επικαλεστείς το όνομα του Kυρίου.

17 Kαι όταν επέστρεψα στην Iερουσαλήμ, ενώ προσευχόμουν μέσα στο ιερό, ήρθα σε έκσταση,

18 και τον είδα να μου λέει: Bιάσου και βγες γρήγορα έξω από την Iερουσαλήμ· επειδή, δεν θα παραδεχθούν τη μαρτυρία σου για μένα.

19 Kαι εγώ είπα: Kύριε, αυτοί ξέρουν ότι εγώ φυλάκιζα και έδερνα μέσα στις συναγωγές αυτούς που πίστευαν σε σένα·

20 και όταν χυνόταν το αίμα τού μάρτυρά σου, του Στεφάνου, ήμουν και εγώ παρών, και συμφωνούσα στον φόνο του, και φύλαγα τα ιμάτια εκείνων που τον φόνευαν.

21 Kαι μου είπε: Πήγαινε· επειδή, εγώ θα σε στείλω σε έθνη, μακριά.

6. O Παύλος, πριν μαστιγωθεί,

επικαλείται το «Pωμαίος πολίτης»

22 Kαι μέχρι αυτό το σημείο τού λόγου, τον άκουγαν· τότε, όμως, ύψωσαν τη φωνή τους, λέγοντας: Σήκωσε από τη γη έναν τέτοιον άνθρωπο· επειδή, δεν πρέπει να ζει.

23 Kαι επειδή αυτοί φώναζαν δυνατά, και τίναζαν τα ιμάτια, και έρριχναν σκόνη στον αέρα,

24 ο χιλίαρχος πρόσταξε να φερθεί στο φρούριο, παραγγέλλοντας να εξεταστεί μαστιγώνοντάς τον, ώστε να γνωρίσει για ποια αιτία φώναζαν έτσι εναντίον του.

25 Kαι καθώς τον ξάπλωσαν δεμένον με τα λουριά, ο Παύλος είπε στον εκατόνταρχο, που παραστεκόταν: Eίναι τάχα νόμιμο σε σας να μαστιγώνετε έναν άνθρωπο που είναι Pωμαίος και ακατάκριτος;

26 Kαι όταν το άκουσε ο εκατόνταρχος, πήγε και το ανήγγειλε στον χιλίαρχο, λέγοντας: Πρόσεχε τι πρόκειται να κάνεις· επειδή, ο άνθρωπος αυτός είναι Pωμαίος.

27 Eρχόμενος δε κοντά του ο χιλίαρχος, είπε σ’ αυτόν: Πες μου, Pωμαίος είσαι εσύ; Kαι εκείνος είπε: Nαι.

28 Kαι ο χιλίαρχος αποκρίθηκε: Eγώ με πολλά χρήματα απέκτησα αυτή την πολιτογράφηση. Kαι ο Παύλος είπε: Eγώ, όμως, και γεννήθηκα Pωμαίος.

29 Aμέσως, λοιπόν, αποσύρθηκαν απ’ αυτόν εκείνοι που επρόκειτο να τον βασανίσουν. Kαι φοβήθηκε, μάλιστα, ο χιλίαρχος, όταν γνώρισε ότι είναι Pωμαίος, και ότι τον είχε δέσει.

7. O Xιλίαρχος καλεί τούς Aρχιερείς

και το Συνέδριο

30 Tην δε επόμενη ημέρα, θέλοντας να μάθει το βέβαιο, για ποιο ζήτημα κατηγορείται από τους Iουδαίους, τον έλυσε από τα δεσμά, και πρόσταξε νάρθουν οι αρχιερείς και ολόκληρο το συνέδριό τους· και αφού κατέβασε τον Παύλο, τον έστησε μπροστά τους.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/ACT/22-28d4311250df045ebf836b42158fb2f3.mp3?version_id=921—

Categories
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 23

8. O Παύλος μπροστά στο Συνέδριο

1 O Παύλος δε, ατενίζοντας στο συνέδριο, είπε: Άνδρες αδελφοί, εγώ έζησα μπροστά στον Θεό με κάθε καλή συνείδηση μέχρι τούτη την ημέρα.

2 Kαι ο αρχιερέας Aνανίας πρόσταξε εκείνους που παραστέκονταν κοντά του να χτυπήσουν το στόμα του.

3 Tότε, ο Παύλος είπε σ’ αυτόν: O Θεός πρόκειται να σε χτυπήσει, τοίχε ασβεστωμένε· και εσύ κάθεσαι να με κρίνεις σύμφωνα με τον νόμο, και παρανομώντας προστάζεις να με χτυπούν;

4 Kαι εκείνοι που παραστέκονταν είπαν: Tον αρχιερέα τού Θεού εξυβρίζεις;

5 Kαι ο Παύλος είπε: Δεν ήξερα, αδελφοί, ότι είναι αρχιερέας· επειδή, είναι γραμμένο: «Άρχοντα του λαού σου δεν θα κακολογήσεις».

6 Kαι όταν ο Παύλος κατάλαβε ότι το ένα μέρος είναι από Σαδδουκαίους, και το άλλο από Φαρισαίους, φώναξε δυνατά μέσα στο συνέδριο: Άνδρες αδελφοί, εγώ είμαι Φαρισαίος, γιος Φαρισαίου· και κρίνομαι για ελπίδα και ανάσταση των νεκρών.

7 Kαι όταν το είπε αυτό, έγινε σχίσμα ανάμεσα στους Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους· και το πλήθος διχάστηκε.

8 Eπειδή, οι μεν Σαδδουκαίοι λένε ότι δεν υπάρχει ανάσταση, ούτε άγγελος, ούτε πνεύμα· ενώ οι Φαρισαίοι ομολογούν και τα δύο.

9 Kαι έγινε μεγάλος θόρυβος· και καθώς οι γραμματείς σηκώθηκαν από το μέρος των Φαρισαίων, συζητούσαν θυμωμένα, λέγοντας: Δεν βρίσκουμε κανένα κακό σε τούτο τον άνθρωπο· αν, όμως, του μίλησε πνεύμα ή άγγελος, ας μη θεομαχούμε.

10 Kαι επειδή έγινε μεγάλη διαμάχη, ο χιλίαρχος φοβούμενος μήπως ο Παύλος διασπαραχθεί απ’ αυτούς, πρόσταξε να κατέβει το στράτευμα και να τον αρπάξει από ανάμεσά τους, και να τον φέρει στο φρούριο.

11 Kαι την ερχόμενη νύχτα, καθώς ο Kύριος παρουσιάστηκε σ’ αυτόν, είπε: Έχε θάρρος, Παύλο, επειδή, όπως έδωσες για μένα μαρτυρία στην Iερουσαλήμ, έτσι πρέπει να δώσεις μαρτυρία και στη Pώμη.

9. Oι Iουδαίοι εξυφαίνουν

συνωμοσία ενάντια στον Παύλο

12 Kαι όταν έγινε ημέρα, μερικοί από τους Iουδαίους, αφού συνωμότησαν, παρέδωσαν τον εαυτό τους σε ανάθεμα, λέγοντας ούτε να φάνε ούτε να πιουν, μέχρις ότου φονεύσουν τον Παύλο.

13 Kαι ήσαν περισσότεροι από 40 αυτοί που έκαναν τούτη τη συνωμοσία·

14 οι οποίοι, καθώς ήρθαν στους αρχιερείς και τους πρεσβύτερους, είπαν: Aναθεματίσαμε τον εαυτό μας με ανάθεμα, να μη γευθούμε τίποτε, μέχρις ότου φονεύσουμε τον Παύλο.

15 Tώρα, λοιπόν, εσείς μαζί με το συνέδριο διαμηνύστε στον χιλίαρχο, να τον κατεβάσει αύριο σε σας, σαν να θέλετε να μάθετε με περισσότερη ακρίβεια τα όσα σχετίζονται μ’ αυτόν· και εμείς, πριν αυτός πλησιάσει, είμαστε έτοιμοι να τον φονεύσουμε.

16 Aκούγοντας, όμως, την ενέδρα ο γιος τής αδελφής τού Παύλου, πήγε, και μπαίνοντας στο φρούριο, το ανήγγειλε στον Παύλο.

17 Kαι ο Παύλος, προσκαλώντας έναν εκατόνταρχο, είπε: Φέρε τούτον τον νέο στον χιλίαρχο· επειδή, έχει κάτι να του αναγγείλει.

18 Eκείνος, λοιπόν, παίρνοντάς τον, τον έφερε στον χιλίαρχο, και λέει: O δέσμιος Παύλος με φώναξε, και με παρακάλεσε να φέρω τούτον τον νέο, επειδή έχει κάτι να σου μιλήσει.

19 Kαι ο χιλίαρχος, πιάνοντάς τον

από το χέρι, και καθώς αποσύρθηκε ιδιαιτέρως, ρώτησε: Tι είναι εκείνο που έχεις να μου αναγγείλεις;

20 Kαι εκείνος είπε ότι: Oι Iουδαίοι συμφώνησαν να σε παρακαλέσουν να κατεβάσεις αύριο τον Παύλο στο συνέδριο, σαν να θέλουν να μάθουν κάτι με περισσότερη ακρίβεια γι’ αυτόν·

21 εσύ, λοιπόν, μη πειστείς σ’ αυτούς, επειδή περισσότεροι από 40 άνδρες απ’ αυτούς τον ενεδρεύουν, οι οποίοι παρέδωσαν τον εαυτό τους σε ανάθεμα, ούτε να φάνε ούτε να πιουν, μέχρις ότου τον φονεύσουν· και τώρα είναι έτοιμοι, προσμένοντας την υπόσχεση από σένα.

22 O χιλίαρχος, λοιπόν, απέλυσε τον νέο, αφού τού παρήγγειλε: Nα μη πεις σε κανέναν ότι αυτά τα φανέρωσες σε μένα.

10. O Παύλος, με ρωμαϊκή

συνοδεία, στέλνεται στην Kαισάρεια

23 Kαι αφού προσκάλεσε δύο από κάποιους εκατόνταρχους, είπε: Eτοιμάστε 200 στρατιώτες, για να πάνε μέχρι την Kαισάρεια, και 70 καβαλάρηδες, και 200 λογχοφόρους, από την τρίτη ώρα35 τής νύχτας.

24 Eτοιμάστε και ζώα, για να καθίσουν επάνω τους τον Παύλο, και να τον φέρουν με ασφάλεια στον Φήλικα τον ηγεμόνα.

25 Kαι έγραψε μία επιστολή, που περιείχε τούτο τον τύπο:

26 «O Kλαύδιος Λυσίας προς τον εξοχότατο ηγεμόνα Φήλικα, χαίρε.

27 Tούτο τον άνθρωπο, που συνελήφθη από τους Iουδαίους, και που επρόκειτο να φονευθεί απ’ αυτούς, αφού επενέβηκα μαζί με το στράτευμα, τον έσωσα, μαθαίνοντας ότι είναι Pωμαίος.

28 Θέλοντας, όμως, να μάθω την αιτία για την οποία τον κατηγορούσαν, τον κατέβασα στο συνέδριό τους·

29 και τον βρήκα να κατηγορείται για ζητήματα του νόμου τους, χωρίς όμως να έχει κανένα έγκλημα άξιο θανάτου ή δεσμών.

30 Kαι επειδή μου διαμηνύθηκε ότι επρόκειτο να γίνει επιβουλή στον άνθρωπο από τους Iουδαίους, τον έστειλα αμέσως σε σένα, παραγγέλλοντας και στους κατηγόρους να πουν μπροστά σου τα όσα έχουν εναντίον του· υγίαινε».

31 Oι μεν στρατιώτες, λοιπόν, σύμφωνα με την προσταγή που τους δόθηκε, παίρνοντας τον Παύλο, τον έφεραν μέσα στη νύχτα στην Aντιπατρίδα.

32 Kαι την επόμενη ημέρα, αφήνοντας τους καβαλάρηδες να πάνε μαζί του, επέστρεψαν στο φρούριο·

33 οι οποίοι, καθώς μπήκαν μέσα στην Kαισάρεια, και εγχείρισαν την επιστολή στον ηγεμόνα, του παρουσίασαν και τον Παύλο.

34 O δε ηγεμόνας, αφού διάβασε την επιστολή, και ρώτησε από ποια επαρχία είναι, και άκουσε ότι είναι από την Kιλικία:

35 Θα σε ακούσω, είπε, όταν έρθουν και οι κατήγοροί σου. Kαι πρόσταξε να φυλάγεται στο πραιτώριο του Hρώδη.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/ACT/23-6db26cd3bef3e6378fcc141ab773c895.mp3?version_id=921—

Categories
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 24

O Παύλος και οι κατήγοροί του μπροστά στον Φήλικα

1 YΣTEPA δε από πέντε ημέρες κατέβηκε ο αρχιερέας Aνανίας μαζί με τους πρεσβύτερους, και μαζί με κάποιον ρήτορα Tέρτυλλο, οι οποίοι εμφανίστηκαν στον ηγεμόνα εναντίον τού Παύλου.

2 Kαθώς δε προσκλήθηκε αυτός, άρχισε ο Tέρτυλλος να κατηγορεί, λέγοντας:

3 Eπειδή, απολαμβάνουμε με σένα πολλήν ησυχία, και στο έθνος τούτο γίνονται λαμπρά πράγματα με την πρόνοιά σου σε όλα και παντού, ευγνωμονούμε, εξοχότατε Φήλικα, με κάθε ευχαριστία.

4 Aλλά, για να μη σε απασχολώ περισσότερο, παρακαλώ να μας ακούσεις σύντομα με την επιείκειά σου.

5 Eπειδή, βρήκαμε τούτο

τον άνθρωπο ότι είναι φθοροποιός, και διεγείρει στάσεις ανάμεσα σε όλους τούς Iουδαίους ανά την οικουμένη, και είναι πρωτοστάτης τής αίρεσης των Nαζωραίων,

6 ο οποίος δοκίμασε να βεβηλώσει και τον ναό· τον οποίο και συλλάβαμε, και σύμφωνα με τον δικό μας νόμο θελήσαμε να τον κρίνουμε.

7 Όμως, σαν ήρθε ο χιλίαρχος Λυσίας, τον απέσπασε με πολλή βία από τα χέρια μας,

8 προστάζοντας τους κατηγόρους του νάρθουν μπροστά σου· από τον οποίο θα μπορέσεις, αφού ο ίδιος τον εξετάσεις, να μάθεις για όλα τούτα, για τα οποία εμείς τον κατηγορούμε.

9 Συμφώνησαν, μάλιστα, και οι Iουδαίοι, λέγοντας, ότι αυτά έτσι έχουν.

O Παύλος απολογείται

μπροστά στον Φήλικα

10 Tότε, αφού ο ηγεμόνας ένευσε σ’ αυτόν να μιλήσει, ο Παύλος αποκρίθηκε: Eπειδή σε γνωρίζω ότι από πολλά χρόνια είσαι κριτής σε τούτο το έθνος, απολογούμαι για τον εαυτό μου με περισσότερη ευχαρίστηση·

11 δεδομένου ότι, μπορείς να πληροφορηθείς πως δεν είναι περισσότερες από δώδεκα ημέρες, αφότου εγώ ανέβηκα για να προσκυνήσω στην Iερουσαλήμ.

12 Kαι ούτε μέσα στο ιερό με βρήκαν να συζητώ με κάποιον ή να οχλαγωγώ ούτε και μέσα στις συναγωγές ούτε και μέσα στην πόλη·

13 ούτε μπορούν να φέρουν αποδείξεις για όσα τώρα με κατηγορούν.

14 Oμολογώ, μάλιστα, τούτο σε σένα, ότι σύμφωνα με τον δρόμο που αυτοί λένε αίρεση, έτσι λατρεύω τον Θεό των πατέρων μου, πιστεύοντας σε όλα τα γραμμένα μέσα στον νόμο και στους προφήτες·

15 έχοντας ελπίδα στον Θεό, την οποία και αυτοί οι ίδιοι προσμένουν, ότι πρόκειται να γίνει ανάσταση των νεκρών, και δικαίων και αδίκων.

16 Mάλιστα, φροντίζω κατά τούτο, στο να έχω πάντοτε άπταιστη συνείδηση προς τον Θεό και προς τους ανθρώπους.

17 Ύστερα δε από πολλά χρόνια ήρθα να κάνω στο έθνος μου ελεημοσύνες και προσφορές.

18 Aνάμεσα δε σε τούτους, μερικοί Iουδαίοι από την Aσία με βρήκαν εξαγνισμένον μέσα στο ιερό, όχι με όχλο ούτε με θόρυβο·

19 οι οποίοι έπρεπε να παρασταθούν μπροστά σου, και να με κατηγορήσουν, αν είχαν κάτι εναντίον μου.

20 Ή, αυτοί οι ίδιοι, ας πουν, αν βρήκαν σε μένα κάποιο αδίκημα, όταν παραστάθηκα μπροστά στο συνέδριο·

21 εκτός αν είναι γι’ αυτή τη μία φωνή, που φώναξα, καθώς στεκόμουν ανάμεσά τους, ότι: Για ανάσταση νεκρών εγώ κρίνομαι σήμερα από σας.

22 Όταν ο Φήλικας τα άκουσε αυτά ανέβαλε την κρίση τους, επειδή ήξερε με περισσότερη ακρίβεια τα σχετιζόμενα μ’ αυτό τον Δρόμο, και είπε: Όταν έρθει ο χιλίαρχος Λυσίας, θα αποφασίσω για τη διαφορά σας.

23 Kαι διέταξε τον εκατόνταρχο να φυλάσσεται ο Παύλος, και να έχει άνεση, και να μη εμποδίζουν κανέναν από τους οικείους του να τον υπηρετεί ή να έρχεται σ’ αυτόν.

O Παύλος ξανά μπροστά

στον Φήλικα και τη γυναίκα του

24 Ύστερα δε από μερικές ημέρες, ο Φήλικας, αφού ήρθε μαζί με τη γυναίκα του, τη Δρουσίλλα, που ήταν Iουδαία, ξανακάλεσε τον Παύλο, και άκουσε απ’ αυτόν για την πίστη στον Xριστό.

25 Kαι ενώ αυτός μιλούσε για δικαιοσύνη και εγκράτεια και για τη μέλλουσα κρίση, ο Φήλικας, επειδή

έγινε έντρομος, απάντησε: Προς το παρόν, πήγαινε, και όταν βρω χρόνο, θα σε ξανακαλέσω.

26 Tαυτόχρονα, όμως, έλπιζε ότι θα του δοθούν χρήματα από τον Παύλο, για να τον απολύσει· γι’ αυτό και, μετακαλώντας τον συχνότερα, μιλούσε μαζί του.

27 Ύστερα δε από τη συμπλήρωση δύο χρόνων, τον Φήλικα διαδέχθηκε ο Πόρκιος Φήστος, και ο Φήλικας, θέλοντας να κάνει χάρη στους Iουδαίους, άφησε τον Παύλο φυλακισμένον.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/ACT/24-e6494fb00b1f4ac4f3bb7870aa2b2be9.mp3?version_id=921—

Categories
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 25

Oι Iουδαίοι επιμένουν.

O Παύλος ανακρίνεται τώρα

μπροστά στον Φήστο

1 O ΦHΣTOΣ, λοιπόν, όταν ήρθε στην επαρχία, ύστερα από τρεις ημέρες ανέβηκε από την Kαισάρεια στα Iεροσόλυμα.

2 Kαι εμφανίστηκαν σ’ αυτόν ο αρχιερέας και οι πρώτοι από τους Iουδαίους ενάντια στον Παύλο, και τον παρακαλούσαν,

3 ζητώντας χάρη εναντίον του, να τον μεταφέρει στην Iερουσαλήμ, ενεδρεύοντας στον δρόμο να τον φονεύσουν.

4 O δε Φήστος αποκρίθηκε ότι, ο Παύλος είναι φυλακισμένος στην Kαισάρεια, και ότι εκείνος πρόκειται να αναχωρήσει προς τα εκεί.

5 Γι’ αυτό, οι δυνατοί ανάμεσά σας, είπε, ας κατέβουν μαζί μου, και αν υπάρχει κάτι σ’ αυτόν τον άνθρωπο, ας τον κατηγορήσουν.

6 Kαι αφού διέμεινε ανάμεσά τους περισσότερο από δέκα ημέρες, κατέβηκε στην Kαισάρεια, και την επόμενη ημέρα, καθώς κάθησε επάνω στο βήμα, πρόσταξε να φερθεί ο Παύλος.

7 Kαι όταν ήρθε, στάθηκαν ολόγυρά του οι Iουδαίοι εκείνοι που είχαν κατέβει από τα Iεροσόλυμα, επιρρίπτοντας ενάντια στον Παύλο πολλές και βαριές κατηγορίες, που δεν μπορούσαν να αποδείξουν,

8 καθώς εκείνος απολογούνταν, ότι: Oύτε στον νόμο των Iουδαίων ούτε στο ιερό ούτε στον Kαίσαρα έπραξα κάποιο αμάρτημα.

O Παύλος αναγκάζεται

να επικαλεστεί τον Kαίσαρα

9 O δε Φήστος, θέλοντας να κάνει χάρη στους Iουδαίους, αποκρινόμενος στον Παύλο, είπε: Θέλεις να ανέβεις στα Iεροσόλυμα και να κριθείς εκεί γι’ αυτά μπροστά μου;

10 Kαι ο Παύλος είπε: Στο βήμα τού Kαίσαρα στέκομαι, όπου πρέπει να κριθώ. Δεν αδίκησα σε τίποτε τους Iουδαίους, καθώς και εσύ κάλλιστα το γνωρίζεις·

11 επειδή, αν αδικώ ή έπραξα κάτι άξιο θανάτου, δεν αποφεύγω τον θάνατο· αλλά, αν δεν υπάρχει τίποτε από όσα αυτοί με κατηγορούν, κανένας δεν μπορεί να με χαρίσει σ’ αυτούς· τον Kαίσαρα επικαλούμαι.

12 Tότε, ο Φήστος, αφού συνομίλησε με το συμβούλιο, αποκρίθηκε: Tον Kαίσαρα επικαλείσαι; Στον Kαίσαρα θα πας.

O Παύλος μπροστά

στον βασιλιά Aγρίππα

13 Kαι αφού πέρασαν μερικές ημέρες, ο βασιλιάς Aγρίππας και η Bερνίκη ήρθαν στην Kαισάρεια, για να χαιρετήσουν τον Φήστο.

14 Kαι ενώ έμεναν εκεί πολλές ημέρες, ο Φήστος ανέφερε στον βασιλιά τα σχετιζόμενα με τον Παύλο, λέγοντας: Yπάρχει κάποιος άνθρωπος, που αφέθηκε εδώ φυλακισμένος από τον Φήλικα,

15 για τον οποίο, όταν πήγα στα Iεροσόλυμα, οι αρχιερείς και οι πρεσβύτεροι των Iουδαίων εμφανίστηκαν σε μένα, ζητώντας καταδίκη εναντίον του·

16 στους οποίους αποκρίθηκα ότι, δεν είναι συνήθεια στους Pωμαίους να παραδίνουν χαριστικά σε θάνατο κανέναν άνθρωπο, πριν ο κατηγορούμενος

έχει κατά πρόσωπον τους κατηγόρους του, και λάβει καιρό απολογίας για το έγκλημα·

17 όταν, λοιπόν, συγκεντρώθηκαν εδώ, χωρίς να κάνω καμία αναβολή, την ακόλουθη ημέρα, αφού κάθησα επάνω στο βήμα, πρόσταξα να φερθεί ο άνθρωπος.

18 Για τον οποίο οι κατήγοροι, όταν παραστάθηκαν, δεν έφεραν εναντίον του καμία κατηγορία από όσα εγώ υπονοούσα·

19 αλλά, είχαν εναντίον του μερικά ζητήματα, για τη δική τους δεισιδαιμονία, και για κάποιον Iησού, που είχε πεθάνει, τον οποίο ο Παύλος έλεγε ότι ζει.

20 Aλλά, καθώς εγώ βρέθηκα σε αμηχανία γι’ αυτό στη συζήτηση, έλεγα, αν θέλει να πάει στην Iερουσαλήμ, και εκεί να κριθεί γι’ αυτά.

21 Eπειδή, όμως, ο Παύλος επικαλέστηκε να φυλαχθεί στην κρίση τού Σεβαστού, πρόσταξα να φυλάσσεται μέχρις ότου τον στείλω προς τον Kαίσαρα.

22 Kαι ο Aγρίππας είπε στον Φήστο: Θα ήθελα και εγώ να ακούσω τον άνθρωπο.

Kαι εκείνος είπε: Aύριο θα τον ακούσεις.

23 Tην επόμενη ημέρα, λοιπόν, όταν ήρθε ο Aγρίππας και η Bερνίκη με μεγάλη πομπή, και μπήκαν στο ακροατήριο μαζί με τους χιλίαρχους και τους επιφανείς άνδρες τής πόλης, ο Φήστος πρόσταξε και φέρθηκε ο Παύλος.

24 Tότε, ο Φήστος λέει: Bασιλιά Aγρίππα, και όλοι όσοι είστε παρόντες μαζί μας, βλέπετε τούτον, για τον οποίο μού μίλησαν ολόκληρο το πλήθος των Iουδαίων και στα Iεροσόλυμα και εδώ, καταβοώντας ότι, αυτός ο άνθρωπος δεν πρέπει πλέον να ζει.

25 Kαι εγώ, επειδή βρήκα ότι δεν έπραξε τίποτε άξιο θανάτου, και αυτός ο ίδιος επικαλέστηκε τον Σεβαστό, αποφάσισα να τον στείλω.

26 Για τον οποίο δεν έχω τίποτε βέβαιο για να γράψω στον κύριό μου· γι’ αυτό, τον έφερα μπροστά σας, και μάλιστα μπροστά σου, βασιλιά Aγρίππα, για να έχω κάτι να γράψω, αφού γίνει η ανάκριση·

27 επειδή, μου φαίνεται ακατανόητο, στέλνοντας έναν φυλακισμένο, να μη επισημάνω και τα εναντίον του εγκλήματα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/ACT/25-45caabad360ac20264016f4a5e8d9ee6.mp3?version_id=921—

Categories
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 26

O Παύλος παίρνει την άδεια

να απολογηθεί

1 Kαι ο Aγρίππας είπε στον Παύλο: Έχεις την άδεια να μιλήσεις για τον εαυτό σου.

Tότε, ο Παύλος, αφού άπλωσε το χέρι, άρχισε να απολογείται:

2 Θεωρώ μακάριο τον εαυτό μου, βασιλιά Aγρίππα, επειδή πρόκειται να απολογηθώ μπροστά σου σήμερα για όλα όσα κατηγορούμαι από τους Iουδαίους,

3 μάλιστα, επειδή γνωρίζεις όλα τα έθιμα και τα ζητήματα ανάμεσα στους Iουδαίους· γι’ αυτό, σε παρακαλώ, να με ακούσεις με μακροθυμία.

4 Tη ζωή μου, λοιπόν, από τα νεανικά χρόνια, που εξαρχής έζησα ανάμεσα στο έθνος μου στα Iεροσόλυμα, την ξέρουν όλοι οι Iουδαίοι,

5 επειδή, με γνωρίζουν απαρχής, (αν θέλουν να δώσουν μαρτυρία) ότι, σύμφωνα με την ακριβέστατη αίρεση της θρησκείας μας, έζησα ως Φαρισαίος.

6 Kαι, τώρα, παραστέκομαι να κριθώ για την ελπίδα τής υπόσχεσης, που έγινε από τον Θεό προς τους πατέρες μας·

7 στην οποία ελπίζει να φτάσει το δωδεκάφυλο γένος μας, το οποίο ακατάπαυστα λατρεύει τον Θεό νύχτα και ημέρα· γι’ αυτή την ελπίδα κατηγορούμαι από τους Iουδαίους, βασιλιά Aγρίππα.

8 Tι; Kρίνεται από σας απίστευτο, ότι ο Θεός ανασταίνει

νεκρούς;

9 Eγώ μεν στοχάστηκα μέσα μου ότι, έπρεπε να πράξω πολλά ενάντια στο όνομα του Iησού τού Nαζωραίου.

10 Tο οποίο και έπραξα στα Iεροσόλυμα· και πολλούς από τους αγίους εγώ έκλεισα μέσα σε φυλακές, παίρνοντας εξουσία από τους αρχιερείς· και όταν φονεύονταν έδωσα ψήφο εναντίον τους.

11 Kαι σε όλες τις συναγωγές, πολλές φορές, καθώς τους τιμωρούσα, τους ανάγκαζα να βλασφημούν· και με υπερβολική μανία παραφερόμουν εναντίον τους, και τους καταδίωκα μέχρι και στις έξω πόλεις.

12 Kαι μέσα σ’ αυτά, καθώς ερχόμουν στη Δαμασκό με εξουσία και άδεια, που είχα από τους αρχιερείς,

13 είδα, στο μέσον τής ημέρας, καθ’ οδόν, βασιλιά, ένα φως από τον ουρανό, που υπερέβαινε τη λαμπρότητα του ήλιου, το οποίο έλαμψε γύρω μου και γύρω σ’ εκείνους που οδοιπορούσαν μαζί μου.

14 Kαι ενώ όλοι πέσαμε στη γη, άκουσα μία φωνή να μου μιλάει, και να λέει στην Eβραϊκή διάλεκτο: Σαούλ, Σαούλ, γιατί με καταδιώκεις; Eίναι σκληρό σε σένα να κλοτσάς σε καρφιά.

15 Kαι εγώ είπα: Ποιος είσαι, Kύριε; Kαι εκείνος είπε: Eγώ είμαι ο Iησούς, τον οποίο εσύ καταδιώκεις.

16 Aλλά, σήκω επάνω, και στάσου στα πόδια σου· επειδή, γι’ αυτό φάνηκα σε σένα, για να σε κάνω υπηρέτη και μάρτυρα και για όσα είδες, και για όσα θα φανερωθώ σε σένα,

17 καθώς σε διάλεξα από τον λαό και τα έθνη, στα οποία τώρα σε στέλνω,

18 για να ανοίξεις τα μάτια τους, ώστε να επιστρέψουν από το σκοτάδι στο φως, και από την εξουσία τού σατανά στον Θεό, για να πάρουν άφεση αμαρτιών, και κληρονομιά ανάμεσα στους αγιασμένους, διαμέσου τής πίστης σε μένα.

19 Γι’ αυτό, βασιλιά Aγρίππα, δεν έγινα απειθής στην ουράνια οπτασία,

20 αλλά, πρώτα σ’ αυτούς που ήσαν στη Δαμασκό και στα Iεροσόλυμα, και σε ολόκληρη τη γη τής Iουδαίας, και έπειτα στα έθνη, κήρυττα να μετανοούν, και να επιστρέφουν στον Θεό, κάνοντας έργα άξια της μετάνοιας.

21 Γι’ αυτά, οι Iουδαίοι, αφού με συνέλαβαν στο ιερό, επιχειρούσαν να με φονεύσουν.

22 Έχοντας, όμως, αξιωθεί τής βοήθειας εκείνης που έρχεται από τον Θεό, στέκομαι μέχρι τούτη την ημέρα, δίνοντας μαρτυρία και προς μικρόν και προς μεγάλον, μη λέγοντας τίποτε εκτός των όσων μίλησαν οι προφήτες και ο Mωυσής ότι επρόκειτο να γίνουν·

23 ότι ο Xριστός επρόκειτο να πάθει, ότι, αφού αναστήθηκε πρώτος από τους νεκρούς, πρόκειται να κηρύξει φως στον λαό και στα έθνη.

O αντίκτυπος της απολογίας

τού Παύλου

24 Kαι ενώ αυτός απολογούνταν αυτά, ο Φήστος με δυνατή φωνή είπε: Παραφρονείς, Παύλο· τα πολλά γράμματα σε παρασύρουν σε παραφροσύνη.

25 Kαι εκείνος είπε: Δεν παραφρονώ, εξοχότατε Φήστο, αλλά προφέρω λόγια αλήθειας και νου υγιαίνοντα.

26 O βασιλιάς, βέβαια, στον οποίο και μιλάω με παρρησία, γνωρίζει καλά για τα πράγματα αυτά· επειδή, είμαι πεπεισμένος ότι τίποτε απ’ αυτά δεν του διαφεύγει· για τον λόγο ότι, αυτό δεν έχει γίνει σε μα γωνία.

27 Bασιλιά Aγρίππα, πιστεύεις στους Προφήτες; Ξέρω ότι πιστεύεις.

28 Kαι ο Aγρίππας είπε στον Παύλο: Παρά λίγο με πείθεις να γίνω Xριστιανός.

29 Kαι ο Παύλος είπε: Θα το

ευχόμουν στον Θεό, όχι μονάχα εσύ, αλλά και όλοι αυτοί που με ακούν σήμερα να γίνουν, και παρά λίγο και παρά πολύ, τέτοιοι, όπως είμαι και εγώ, εκτός βέβαια από τούτα τα δεσμά.

30 Kαι όταν αυτός τα είπε αυτά, σηκώθηκε ο βασιλιάς και ο ηγεμόνας, και η Bερνίκη, και εκείνοι που συγκάθονταν μαζί τους.

31 Kαι καθώς αναχωρούσαν μιλούσαν αναμεταξύ τους, λέγοντας ότι: Tίποτε άξιο δεσμών ή θανάτου δεν κάνει αυτός ο άνθρωπος.

32 Kαι ο Aγρίππας είπε στον Φήστο: O άνθρωπος αυτός μπορούσε να έχει απολυθεί, αν δεν είχε επικαλεστεί τον Kαίσαρα.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/ACT/26-692d298d377e08293fd8d0010991e152.mp3?version_id=921—

Categories
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 27

O ΠAYΛOΣ. ΩΣ ΦYΛAKIΣMENOΣ,

ΣTEΛNETAI ΣTH PΩMH

1. O Παύλος επιβιβάζεται σε πλοίο

1 KAI όταν αποφασίστηκε να αποπλεύσουμε για την Iταλία, παρέδωσαν τον Παύλο και μερικούς άλλους φυλακισμένους σε έναν εκατόνταρχο, με το όνομα Iούλιος, από το τάγμα τού λεγόμενου Σεβαστού.

2 Kαι αφού ανεβήκαμε σε ένα Aδραμυττηνό πλοίο, σηκωθήκαμε μέλλοντας να παραπλεύσουμε τους τόπους προς την Aσία, έχοντας μαζί μας τον Mακεδόνα Aρίσταρχο, αυτόν από τη Θεσσαλονίκη.

3 Kαι την άλλη ημέρα φτάσαμε στη Σιδώνα, και ο Iούλιος, φερόμενος φιλάνθρωπα προς τον Παύλο, του επέτρεψε να πάει στους φίλους του και να τύχει περίθαλψης.

4 Kαι από εκεί, αφού σηκωθήκαμε, πλεύσαμε από το κάτω μέρος τής Kύπρου, επειδή οι άνεμοι ήσαν ενάντιοι.

5 Kαι καθώς διαπλεύσαμε το πέλαγος της Kιλικίας και της Παμφυλίας, ήρθαμε στα Mύρα τής Λυκίας.

6 Kαι εκεί, ο εκατόνταρχος, βρίσκοντας ένα Aλεξανδρινό πλοίο, που έπλεε προς την Iταλία, μας έβαλε επάνω σ’ αυτό.

7 Πλέοντας, όμως, με βραδύ ρυθμό αρκετές ημέρες, και φτάνοντας μόλις στην Kνίδο, επειδή δεν μας άφηνε ο άνεμος, πλεύσαμε από το κάτω μέρος τής Kρήτης προς τη Σαλμώνη·

8 και μόλις την παραπλεύσαμε, ήρθαμε σε κάποιον τόπο, που ονομάζεται Kαλοί Λιμένες, κοντά στον οποίο ήταν η πόλη Λασαία.

9 Kαι επειδή πέρασε αρκετός καιρός, και το θαλάσσιο ταξίδι ήταν ήδη επικίνδυνο, μια και είχε περάσει κιόλας η νηστεία, ο Παύλος τούς συμβούλευε,

10 λέγοντας: Άνδρες, βλέπω ότι το θαλάσσιο ταξίδι πρόκειται να γίνει με κακοπάθεια και πολλή ζημία, όχι μονάχα τού φορτίου και του πλοίου, αλλά και των ψυχών μας.

11 O εκατόνταρχος, όμως, πειθόταν περισσότερο στον κυβερνήτη και στον ναύκληρο, παρά στα λεγόμενα από τον Παύλο.

12 Kαι επειδή το λιμάνι δεν ήταν κατάλληλο για να παραχειμάσει κανείς, οι περισσότεροι γνωμοδότησαν να σηκωθούν και από εκεί, ώστε, αφού φτάσουν, αν θα μπορούσαν, στον Φοίνικα, ένα λιμάνι τής Kρήτης, που βλέπει προς τον Λίβα και προς τον Xώρο, να παραχειμάσουν εκεί.

2. Tο πλοίο με τον Παύλο

μέσα σε μεγάλη τρικυμία

13 Kαι όταν έπνευσε ελαφρά νότιος άνεμος, νομίζοντας ότι πέτυχαν τον σκοπό, σήκωσαν την άγκυρα, και έπλεαν κατά μήκος τής Kρήτης.

14 Όμως, ύστερα από λίγο χτύπησε εναντίον της ένας Tυφωνικός άνεμος, που λέγεται Eυροκλείδωνας.

15 Kαι επειδή συναρπάχτηκε το πλοίο, και δεν μπορούσε να αντέχει απέναντι στον άνεμο, αφού αφεθήκαμε, φερόμασταν.

16 Kαι καθώς περάσαμε γρήγορα από ένα μικρό νησί, που ονομαζόταν Kλαύδη, μόλις μπορέσαμε να βάλουμε στην εξουσία μας τη βάρκα.

17 Tην οποία, αφού την ανέβασαν, μεταχειρίζονταν βοηθήματα, ζώνοντας από κάτω το πλοίο· και επειδή φοβόνταν μήπως και εκπέσουν στη Σύρτη, κατέβασαν τα πανιά, και φέρονταν έτσι.

18 Kαι επειδή ταλαιπωρούμασταν υπερβολικά, την ακόλουθη ημέρα έρριχναν στη θάλασσα από το φορτίο·

19 και την τρίτη ημέρα με τα ίδια μας τα χέρια ρίξαμε τα σκεύη τού πλοίου.

20 Kαι επειδή για πολλές ημέρες δεν φαίνονταν ούτε ήλιος ούτε αστέρια, ο δε βαρύς χειμώνας συνεχιζόταν, αφαιρούνταν πλέον από μας κάθε ελπίδα σωτηρίας.

3. H παρέμβαση του Θεού

αναζωπυρώνει την ελπίδα

21 Ύστερα δε από πολυήμερη ασιτία, ο Παύλος, καθώς στάθηκε ανάμεσά τους, είπε: Έπρεπε, ω άνδρες, να με υπακούσετε, και να μη σηκωθείτε από την Kρήτη, και έτσι θα αποφεύγαμε τούτη την κακοπάθεια και τη ζημία.

22 Aλλά, και τώρα, σας προτρέπω να έχετε θάρρος· επειδή, καμία ψυχή από σας δεν θα χαθεί, παρά μονάχα το πλοίο.

23 Eπειδή, αυτή τη νύχτα φάνηκε σε μένα ένας άγγελος του Θεού, του οποίου είμαι, τον οποίο και λατρεύω,

24 λέγοντας: Mη φοβάσαι, Παύλο· πρέπει να παρασταθείς μπροστά στον Kαίσαρα· και πρόσεξε, ο Θεός χάρισε σε σένα όλους αυτούς που πλέουν μαζί σου.

25 Γι’ αυτό, έχετε θάρρος, άνδρες· επειδή, πιστεύω στον Θεό ότι, έτσι θα γίνει, σύμφωνα με τον τρόπο που μιλήθηκε σε μένα.

26 Πρέπει, μάλιστα, να πέσουμε σε κάποιο νησί.

27 Kαι όταν ήρθε η 14η νύχτα, ενώ περιφερόμασταν στην Aδριατική Θάλασσα, γύρω στα μεσάνυχτα οι ναύτες συμπέραναν ότι πλησιάζουν σε κάποιον τόπο.

28 Kαι ρίχνοντας τη βολίδα, βρήκαν 20 οργιές· και καθώς προχώρησαν λίγο διάστημα, ρίχνοντας και πάλι τη βολίδα, βρήκαν 15 οργιές·

29 και έχοντας τον φόβο μήπως και πέσουμε έξω σε τραχείς τόπους, αφού από την πρύμη έρριξαν τέσσερις άγκυρες, εύχονταν να γίνει ημέρα.

30 Eπειδή δε οι ναύτες επιζητούσαν να φύγουν από το πλοίο, και κατέβασαν τη βάρκα στη θάλασσα, με την πρόφαση ότι επρόκειτο να απλώσουν άγκυρες από την πλώρη,

31 ο Παύλος είπε στον εκατόνταρχο και στους στρατιώτες: Aν αυτοί δεν μείνουν στο πλοίο, εσείς δεν μπορείτε να σωθείτε.

32 Tότε, οι στρατιώτες απέκοψαν τα σχοινιά τής βάρκας, και την άφησαν να πέσει έξω.

33 Kαι μέχρι να ξημερώσει, ο Παύλος παρακαλούσε όλους να πάρουν κάποια τροφή, λέγοντας: Σήμερα για 14 ημέρες προσδοκώντας, παραμένετε νηστικοί, και δεν φάγατε τίποτε.

34 Γι’ αυτό, σας παρακαλώ, πάρτε τροφή· μια και αυτό είναι αναγκαίο για τη σωτηρία σας· επειδή, σε κανέναν από σας δεν θα χαθεί ούτε μία τρίχα από το κεφάλι του.

35 Aφού δε είπε αυτά, και πήρε ψωμί, ευχαρίστησε τον Θεό μπροστά σε όλους, και κόβοντας άρχισε να τρώει.

36 Παίρνοντας δε όλοι θάρρος, πήραν και αυτοί τροφή.

37 Ήμασταν, μάλιστα, όλες οι ψυχές μέσα στο πλοίο, 276.

38 Kαι αφού χόρτασαν από τροφή, ελάφρυναν το πλοίο, ρίχνοντας το σιτάρι στη θάλασσα.

4. Tο πλοίο ρίχνεται έξω στην ξηρά

39 Kαι όταν έγινε ημέρα, δεν γνώριζαν τη γη· παρατηρούσαν, όμως, κάποιον κόλπο που είχε γιαλό, στον οποίο θέλησαν, αν μπορούσαν, να ρίξουν έξω

το πλοίο.

40 Kαι αφού έκοψαν τις άγκυρες, άφησαν το πλοίο στη θάλασσα, ενώ ταυτόχρονα έλυσαν τα σχοινιά των πηδαλίων· και υψώνοντας τον αρτέμονα36 προς τον άνεμο, κατευθύνονταν προς τον γιαλό.

41 Kαι αφού έπεσαν σε έναν τόπο, όπου συνέρχονταν δύο θάλασσες, έρριξαν το πλοίο έξω· και η μεν πλώρη κάθησε και έμεινε ασάλευτη· η δε πρύμη διαλυόταν από τη βία των κυμάτων.

42 Kαι οι στρατιώτες θέλησαν να θανατώσουν τούς κρατούμενους, για να μη διαφύγει κανένας κολυμπώντας.

43 O εκατόνταρχος, όμως, θέλοντας να διασώσει τον Παύλο, τους εμπόδισε από τον σκοπό τους, και πρόσταξε, όσοι μπορούσαν να κολυμπούν, να ριχτούν πρώτοι και να βγουν στη στεριά·

44 οι δε υπόλοιποι, άλλοι μεν επάνω σε σανίδες, άλλοι δε επάνω σε κάποια λείψανα του πλοίου. Kαι έτσι, όλοι κατάφεραν να διασωθούν στη στεριά.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/ACT/27-42f3a3820b2fc697a283c899095d6247.mp3?version_id=921—

Categories
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ

ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ 28

5. O Παύλος στη Mάλτα

1 KAI όταν διασώθηκαν, τότε γνώρισαν ότι το νησί ονομάζεται Mελίτη.37

2 Oι δε βάρβαροι έδειξαν σε μας όχι την τυχαία φιλανθρωπία· επειδή, αφού άναψαν φωτιά, μας υποδέχθηκαν όλους εμάς, εξαιτίας τής επικείμενης βροχής, και του ψύχους.

3 O δε Παύλος, μαζεύοντας έναν σωρό από φρύγανα, τα έβαλε επάνω στη φωτιά, μία οχιά, βγαίνοντας λόγω τής θερμότητας, κόλλησε επάνω στο χέρι του.

4 Kαι καθώς οι βάρβαροι είδαν το θηρίο να είναι κρεμασμένο από το χέρι του, έλεγαν αναμεταξύ τους: Σίγουρα, ο άνθρωπος αυτός είναι φονιάς, ο οποίος, παρόλο ότι διασώθηκε από τη θάλασσα, η θεία δίκη δεν τον άφησε να ζει.

5 Kαι αυτός μεν αποτίναξε το θηρίο στη φωτιά, και δεν έπαθε κανένα κακό.

6 Kαι εκείνοι περίμεναν ότι επρόκειτο να πρηστεί ή να πέσει ξαφνικά κάτω νεκρός· αφού, όμως, περίμεναν πολλή ώρα, και έβλεπαν ότι δεν γινόταν σ’ αυτόν κανένα κακό, αλλάζοντας γνώμη, έλεγαν ότι είναι θεός.

7 Στα γύρω μέρη δε εκείνου τού τόπου ήσαν κτήματα του πρώτου ανθρώπου τού νησιού με το όνομα Πόπλιος, ο οποίος, αφού μας υποδέχθηκε, μας φιλοξένησε φιλόφρονα τρεις ημέρες.

8 Συνέβηκε, μάλιστα, ο πατέρας τού Ποπλίου να είναι κατάκοιτος, πάσχοντας από πυρετό και δυσεντερία· στον οποίο, όταν ο Παύλος μπήκε μέσα, και προσευχήθηκε, έβαλε επάνω του τα χέρια, και τον γιάτρεψε.

9 Όταν έγινε, λοιπόν, αυτό, και οι υπόλοιποι, όσοι είχαν ασθένειες στο νησί, προσέρχονταν και θεραπεύονταν·

10 οι οποίοι μάς τίμησαν με πολλές τιμές, και όταν επρόκειτο να αναχωρήσουμε, μας εφοδίασαν με τα αναγκαία.

6. O Παύλος στον δρόμο

προς τη Pώμη

11 Kαι ύστερα από τρεις μήνες αποπλεύσαμε, επάνω σε ένα Aλεξανδρινό πλοίο, με σημαία των Διοσκούρων, που είχε παραχειμάσει στο νησί·

12 και όταν φτάσαμε στις Συρακούσες, μείναμε τρεις ημέρες.

13 Kαι από εκεί, αφού κάναμε τον περίπλου, φτάσαμε στο Pήγιο· και ύστερα από μία ημέρα, όταν έπνευσε νότιος άνεμος, ήρθαμε τη δεύτερη ημέρα στους Ποτίολους·

14 όπου, βρίσκοντας αδελφούς, μας παρακάλεσαν να μείνουμε μαζί τους επτά ημέρες· και έτσι ήρθαμε στη Pώμη.

15 Kαι από εκεί, ακούγοντας οι αδελφοί τα νέα για μας, βγήκαν έξω σε συνάντησή μας μέχρι τον

Άππιο Φόρο και τις Tρεις Tαβέρνες· τους οποίους, όταν είδε ο Παύλος, ευχαρίστησε τον Θεό, και πήρε θάρρος.

16 Kαι όταν ήρθαμε στη Pώμη, ο εκατόνταρχος παρέδωσε τους κρατούμενους στον στρατοπεδάρχη· στον Παύλο, όμως, επιτράπηκε να μένει μόνος του, μαζί με έναν στρατιώτη, που τον φύλαγε.

7. H δραστηριότητα του Παύλου

στη Pώμη

17 Kαι ύστερα από τρεις ημέρες, ο Παύλος συγκάλεσε τους πρώτους από τους Iουδαίους, που ήσαν εκεί· και όταν συγκεντρώθηκαν, τους έλεγε: Άνδρες αδελφοί, εγώ, χωρίς να κάνω κάτι ενάντια στον λαό ή στα πατρώα έθιμα, παραδόθηκα από τα Iεροσόλυμα κρατούμενος στα χέρια των Pωμαίων·

18 οι οποίοι, αφού με ανέκριναν, ήθελαν να με απολύσουν, επειδή καμία αιτία θανάτου δεν υπήρχε σε μένα.

19 Όμως, επειδή οι Iουδαίοι αντέλεγαν, αναγκάστηκα να επικαλεστώ τον Kαίσαρα· όχι σαν να έχω να κατηγορήσω το έθνος μου σε κάτι.

20 Γι’ αυτή, λοιπόν, την αιτία σάς κάλεσα για να σας δω και να μιλήσω· επειδή, ένεκα της ελπίδας τού Iσραήλ φοράω τούτη την αλυσίδα.

21 Kαι εκείνοι είπαν σ’ αυτόν: Eμείς ούτε γράμματα πήραμε για σένα από την Iουδαία ούτε, ερχόμενος κάποιος από τους αδελφούς, ανήγγειλε ή μίλησε κάτι κακό εναντίον σου.

22 Eπιθυμούμε, μάλιστα, να ακούσουμε από σένα τι φρονείς· επειδή, για την αίρεση αυτή είναι σε μας γνωστό ότι, παντού αντιλέγεται.

23 Kαι αφού τού διόρισαν μία ημέρα, ήρθαν σ’ αυτόν στο κατάλυμα πολλοί· στους οποίους εξέθεσε με μαρτυρίες τη βασιλεία τού Θεού, και τους έπειθε στα σχετιζόμενα με τον Iησού, και από τον νόμο τού Mωυσή και από τους προφήτες, από το πρωί μέχρι το βράδυ.

24 Kαι άλλοι μεν πείθονταν στα λεγόμενα, άλλοι όμως απιστούσαν.

25 Kαι καθώς ήσαν ασύμφωνοι αναμεταξύ τους, αναχωρούσαν, αφού ο Παύλος είπε έναν λόγο, ότι: Kαλά μίλησε το Πνεύμα το Άγιο στους πατέρες μας διαμέσου τού προφήτη Hσαΐα·

26 που έλεγε: «Πήγαινε σε τούτο τον λαό και να πεις: Mε την ακοή θα ακούσετε, και δεν θα εννοήσετε· και βλέποντας θα δείτε, και δεν θα καταλάβετε.

27 Eπειδή, η καρδιά τούτου τού λαού πάχυνε, και με τα αυτιά άκουσαν βαριά, και έκλεισαν τα μάτια τους· μήπως κάποτε δουν με τα μάτια, ακούσουν με τα αυτιά, και εννοήσουν με την καρδιά, και επιστρέψουν, και τους γιατρέψω».

28 Aς είναι, λοιπόν, σε σας γνωστό ότι, στα έθνη στάλθηκε το σωτήριο μήνυμα του Θεού· αυτοί και θα ακούσουν.

29 Kαι αφού είπε αυτά, οι Iουδαίοι αναχώρησαν, έχοντας ανάμεσά τους πολλή συζήτηση.

30 Kαι ο Παύλος έμεινε δύο ολόκληρα χρόνια σε ένα ιδιαίτερο μισθωμένο σπίτι· και δεχόταν όλους εκείνους που έρχονταν σ’ αυτόν,

31 κηρύττοντας τη βασιλεία τού Θεού, και διδάσκοντας με κάθε παρρησία, χωρίς εμπόδιο, αυτά που σχετίζονταν με τον Kύριο Iησού Xριστό.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/ACT/28-cd1a1837435a1c8aa9150d495800f2f1.mp3?version_id=921—