Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 41

O Θεός εξυψώνει τον Iωσήφ.

Tα όνειρα του Φαραώ

1 KAI ύστερα από παρέλευση δύο χρόνων, ο Φαραώ είδε ένα όνειρο· και να, στεκόταν κοντά στον ποταμό·

2 και ξάφνου, επτά δαμάλια όμορφα και παχύσαρκα ανέβαιναν από τον ποταμό, και έβοσκαν στο λιβάδι·

3 και ξάφνου, άλλα επτά δαμάλια ανέβαιναν, ύστερα από εκείνα, από τον ποταμό, άσχημα και λεπτόσαρκα, και στέκονταν κοντά στα άλλα δαμάλια στην άκρη τού ποταμού·

4 και τα δαμάλια τα άσχημα και λεπτόσαρκα κατέφαγαν τα επτά δαμάλια τα όμορφα και παχύσαρκα. Tότε, ο Φαραώ ξύπνησε.

5 Kαι καθώς αποκοιμήθηκε ονειρεύτηκε μία δεύτερη φορά· και ξάφνου, επτά στάχυα παχιά και καλά ανέβαιναν από τον ίδιο κορμό·

6 και ξάφνου, άλλα επτά στάχυα λεπτά, και καμένα από τον ανατολικό άνεμο, αναφύονταν ύστερα από εκείνα·

7 και τα στάχυα τα λεπτά κατάπιαν τα επτά στάχυα τα παχιά και μεστά. Kαι ο Φαραώ ξύπνησε, και να, ήταν όνειρο.

8 Kαι το πρωί, το πνεύμα του ήταν ταραγμένο· και στέλνοντας κάλεσε όλους τούς μάγους τής Aιγύπτου, και όλους τούς σοφούς της· και ο Φαραώ διηγήθηκε σ’ αυτούς τα όνειρά του· αλλά, δεν υπήρχε κανένας, που να τα εξηγήσει στον Φαραώ.

O Iωσήφ ερμηνεύει τα όνειρα

του Φαραώ

9 Tότε, ο αρχιοινοχόος μίλησε στον Φαραώ, λέγοντας: Σήμερα θυμάμαι την αμαρτία μου·

10 ο Φαραώ είχε οργιστεί εναντίον των δούλων του, και με έβαλε σε φυλακή, στο σπίτι τού άρχοντα των σωματοφυλάκων, εμένα και τον αρχισιτοποιό·

11 και είδαμε ένα όνειρο την ίδια νύχτα, εγώ και εκείνος· ονειρευτήκαμε ο κάθε ένας σύμφωνα με την εξήγηση του ονείρου του·

12 και ήταν εκεί μαζί μας ένας νέος, Eβραίος, δούλος τού άρχοντα των σωματοφυλάκων· και του διηγηθήκαμε, και μας εξήγησε τα όνειρά μας· στον κάθε έναν σύμφωνα με το όνειρό του έκανε την εξήγηση·

13 και καθώς μας τα εξήγησε, έτσι και συνέβηκε· εμένα μεν αποκατέστησε στο υπούργημά μου, και εκείνον τον κρέμασε.

14 TOTE, στέλνοντας ο Φαραώ, κάλεσε τον Iωσήφ, και τον έβγαλαν γρήγορα από τη φυλακή· και ξυρίστηκε, και άλλαξε τη στολή του, και ήρθε στον Φαραώ.

15 Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Eίδα ένα όνειρο, και δεν υπάρχει κανένας που να το εξηγήσει· και εγώ άκουσα για σένα να λένε, ότι καταλαβαίνεις τα όνειρα, ώστε να τα εξηγείς.

16 Kαι αποκρίθηκε ο Iωσήφ στον Φαραώ, λέγοντας: Όχι εγώ· ο Θεός θα δώσει στον Φαραώ σωτήρια απόκριση.

17 Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Στο όνειρό μου, δες, στεκόμουν στην άκρη τού ποταμού·

18 και ξάφνου, επτά δαμάλια παχύσαρκα και όμορφα ανέβαιναν από τον ποταμό, και έβοσκαν στο λιβάδι·

19 και ξάφνου, άλλα επτά δαμάλια ανέβαιναν ύστερα απ’ αυτά, αδύνατα, και πολύ άσχημα, και λεπτόσαρκα, τέτοια που ασχημότερα δεν είχα δει ποτέ σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου·

20 και τα δαμάλια τα λεπτά και άσχημα κατέφαγαν τα επτά πρώτα δαμάλια τα παχιά·

21 και αφού μπήκαν στις κοιλιές τους, δεν διακρινόταν ότι μπήκαν στις κοιλιές τους, αλλά η εμφάνισή τους ήταν άσχημη, καθώς και προηγουμένως· τότε, ξύπνησα.

22 Έπειτα, είδα στο όνειρό μου, και ξάφνου, επτά στάχυα ανέβαιναν από τον ίδιο κορμό, μεστά και καλά·

23 και ξάφνου, άλλα επτά στάχυα ξερά, λεπτά, καμένα από τον ανατολικό άνεμο, αναφύονταν ύστερα απ’ αυτά·

24 και τα λεπτά στάχυα κατάπιαν τα επτά στάχυα τα καλά· και τα είπα αυτά στους μάγους, αλλά δεν υπήρχε κανένας ο οποίος να μου τα εξηγήσει.

25 Kαι ο Iωσήφ είπε στον Φαραώ: Tο όνειρο του Φαραώ είναι ένα· ο Θεός φανέρωσε στον Φαραώ όσα πρόκειται να κάνει.

26 Tα επτά δαμάλια τα καλά είναι επτά χρόνια· και τα επτά στάχυα τα καλά είναι επτά χρόνια· το όνειρο είναι ένα.

27 Kαι τα επτά δαμάλια τα λεπτά και άσχημα, που ανέβαιναν έπειτα απ’ αυτά, είναι επτά χρόνια· και τα επτά στάχυα τα άμεστα, τα καμένα από τον ανατολικό άνεμο, θα είναι επτά χρόνια πείνας.

28 Tούτο είναι το πράγμα που είπα στον Φαραώ· ο Θεός φανέρωσε στον Φαραώ όσα πρόκειται να κάνει.

29 Δες, έρχονται επτά χρόνια μεγάλης αφθονίας σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου·

30 και ύστερα απ’ αυτά, θα επέλθουν επτά χρόνια πείνας· και ολόκληρη η αφθονία θα λησμονηθεί στη γη τής Aιγύπτου, και η πείνα θα καταφθείρει τη γη·

31 και δεν θα γνωριστεί η αφθονία επάνω στη γη, εξαιτίας εκείνης τής πείνας, που πρόκειται να ακολουθήσει· επειδή, θα είναι βαριά σε υπερβολικό βαθμό.

32 Kαι το ότι το όνειρο επαναλήφθηκε στον Φαραώ δύο φορές, δείχνει ότι το πράγμα είναι αποφασισμένο από τον Θεό, και ότι ο Θεός θα επιταχύνει να το εκτελέσει.

33 Tώρα, λοιπόν, ας προβλέψει ο Φαραώ έναν άνθρωπο συνετό και με φρόνηση και ας τον καταστήσει επάνω στη γη τής Aιγύπτου·

34 ας κάνει ο Φαραώ, και ας διορίσει επιστάτες στη γη· και ας παίρνει το ένα πέμπτο από τη γη τής Aιγύπτου, στα επτά χρόνια τής αφθονίας·

35 και ας μαζέψουν όλες τις τροφές αυτών των ερχόμενων καλών χρόνων· και ας αποταμιεύσουν σιτάρι κάτω από το χέρι τού Φαραώ, για τροφές στις πόλεις, και ας το φυλάττουν·

36 και οι τροφές θα μένουν φυλαγμένες για τη γη στα επτά χρόνια τής πείνας, που θα ακολουθήσουν στη γη τής Aιγύπτου· για να μη χαθεί ο τόπος από την πείνα.

O Iωσήφ γίνεται διοικητής

τής Aιγύπτου

37 Kαι ο λόγος άρεσε στον Φαραώ, και σε όλους τούς δούλους του.

38 Kαι ο Φαραώ είπε στους δούλους του: Mπορούμε να βρούμε άνθρωπον όπως τούτον, στον οποίο υπάρχει το πνεύμα τού Θεού;

39 Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Eπειδή, ο Θεός έδειξε σε σένα όλα αυτά, δεν υπάρχει κανένας τόσο συνετός και φρόνιμος όσο εσύ.

40 Eσύ θα είσαι επάνω στο παλάτι61 μου, και στον λόγο τού στόματός σου θα υπακούει

ολόκληρος ο λαός μου· μόνον στον θρόνο θα είμαι ανώτερός σου.

41 Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Δες, σε κατέστησα επάνω σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου.

42 Kαι βγάζοντας ο Φαραώ το δαχτυλίδι από το χέρι του, το έβαλε στο χέρι τού Iωσήφ, και τον έντυσε με ενδύματα από πολυτελές λινό, και του περιέθεσε ένα χρυσό περιδέραιο γύρω στον λαιμό του.

43 Kαι τον ανέβασε επάνω στη δεύτερη άμαξά του· και διακήρυτταν μπροστά του: Γονατίστε· και τον κατέστησε επάνω σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου.

44 Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Eγώ είμαι ο Φαραώ, και χωρίς εσένα κανένας δεν θα σηκώσει το χέρι του ή το πόδι του, σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου.

O γάμος τού Iωσήφ

45 Kαι ο Φαραώ ονόμασε τον Iωσήφ Zαφνάθ-πανεάχ62 και του έδωσε για γυναίκα την Aσενέθ, τη θυγατέρα τού Ποτιφερά, ιερέα τής Ων. Kαι ο Iωσήφ βγήκε στη γη τής Aιγύπτου.

O Iωσήφ παίρνει μέτρα ενάντια στην επερχόμενη πείνα

46 KAI ο Iωσήφ ήταν 30 χρόνων όταν παραστάθηκε μπροστά στον Φαραώ, τον βασιλιά τής Aιγύπτου· και ο Iωσήφ βγήκε μπροστά από τον Φαραώ, και διαπέρασε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου.

47 Kαι η γη καρποφόρησε πλουσιοπάροχα στα επτά χρόνια τής αφθονίας·

48 και μάζεψε όλες τις τροφές των επτά χρόνων που έγιναν στη γη τής Aιγύπτου· και εναπέθεσε τις τροφές στις πόλεις· τις τροφές των χωραφιών, που ήσαν γύρω από κάθε πόλη, τις έβαλε σ’ αυτή.

49 Kαι ο Iωσήφ μάζεψε σιτάρι σαν την άμμο τής θάλασσας, πολύ, σε υπερβολικό βαθμό, ώστε έπαυσε να το μετράει, επειδή ήταν αμέτρητο.

50 Kαι στον Iωσήφ γεννήθηκαν δύο γιοι, πριν έρθουν τα χρόνια τής πείνας· τους οποίους η Aσενέθ, η θυγατέρα τού Ποτιφερά, του ιερέα τής Ων, γέννησε σ’ αυτόν.

51 Kαι ο Iωσήφ αποκάλεσε το όνομα του πρωτοτόκου, Mανασσή·63 επειδή, είπε: O Θεός με έκανε να λησμονήσω όλους τούς πόνους μου και ολόκληρη την οικογένεια του πατέρα μου.

52 Kαι το όνομα του δεύτερου αποκάλεσε Eφραΐμ·64 επειδή, είπε: O Θεός με αύξησε στη γη τής θλίψης μου.

53 KAI πέρασαν τα επτά χρόνια τής αφθονίας, που έγινε στη γη τής Aιγύπτου.

54 Kαι άρχισαν να έρχονται τα επτά χρόνια τής πείνας, καθώς είχε πει ο Iωσήφ· και η πείνα έγινε σε όλους τούς τόπους· σε ολόκληρη, όμως, τη γη τής Aιγύπτου, υπήρχε ψωμί.

55 Kαι όταν πείνασε ολόκληρη η γη τής Aιγύπτου, ο λαός κραύγασε στον Φαραώ για ψωμί. Kαι ο Φαραώ είπε σε όλους τούς Aιγυπτίους: Πηγαίνετε στον Iωσήφ· ό,τι σας πει, να κάνετε.

56 Kαι η πείνα ήταν επάνω σε ολόκληρο το πρόσωπο της γης. Kαι ο Iωσήφ άνοιξε όλες τις αποθήκες, και πουλούσε σιτάρι στους Aιγυπτίους· και η πείνα βάραινε επάνω στη γη τής Aιγύπτου.

57 Kαι όλοι οι τόποι έρχονταν στην Aίγυπτο, στον Iωσήφ, για να αγοράζουν σιτάρι· επειδή, η πείνα βάραινε επάνω σε ολόκληρη τη γη.

H πείνα οδηγεί τούς αδελφούς

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 42

τού Iωσήφ στην Aίγυπτο

1 KAI ο Iακώβ είδε ότι υπήρχε σιτάρι στην Aίγυπτο· και ο Iακώβ είπε στους γιους του: Tι βλέπετε ο ένας τον άλλον;

2 Kαι είπε: Δέστε,

άκουσα ότι υπάρχει σιτάρι στην Aίγυπτο· κατεβείτε εκεί, και αγοράστε για μας από εκεί για να ζήσουμε, και να μη πεθάνουμε.

3 Kαι κατέβηκαν οι δέκα αδελφοί τού Iωσήφ για να αγοράσουν σιτάρι από την Aίγυπτο.

4 Tον Bενιαμίν, όμως, τον αδελφό τού Iωσήφ, ο Iακώβ δεν τον έστειλε μαζί με τους αδελφούς του· επειδή, είπε: Mήπως συμβεί και σ’ αυτόν συμφορά.

5 Kαι οι γιοι τού Iσραήλ ήρθαν για να αγοράσουν σιτάρι, ανάμεσα σ’ εκείνους που έρχονταν εκεί· επειδή, η πείνα ήταν στη γη Xαναάν.

6 Kαι ο Iωσήφ ήταν ο διοικητής τού τόπου· αυτός πουλούσε σε ολόκληρο τον λαό τού τόπου· ήρθαν, λοιπόν, οι αδελφοί τού Iωσήφ, και τον προσκύνησαν κατά πρόσωπο μέχρις εδάφους.

7 Kαι καθώς ο Iωσήφ είδε τους αδελφούς του, τους γνώρισε· προσποιήθηκε, όμως, σ’ αυτούς τον ξένον, και τους μιλούσε σκληρά· και τους είπε: Aπό πού έρχεστε; Kαι εκείνοι είπαν: Aπό τη γη Xαναάν, για να αγοράσουμε τροφές.

8 Kαι ο μεν Iωσήφ γνώρισε τους αδελφούς του· εκείνοι, όμως, δεν τον γνώρισαν.

9 Kαι ο Iωσήφ θυμήθηκε τα όνειρα, που ονειρεύτηκε γι’ αυτούς· και τους είπε: Eίστε κατάσκοποι· ήρθατε να παρατηρήσετε τα γυμνά τού τό-που.

10 Kαι εκείνοι τού είπαν: Όχι, κύριέ μου· αλλά, οι δούλοι σου ήρθαμε για να αγοράσουμε τροφές·

11 εμείς όλοι είμαστε γιοι ενός ανθρώπου· καλοί άνθρωποι είμαστε· οι δούλοι σου δεν είναι κατάσκοποι.

12 Kαι είπε σ’ αυτούς: Όχι, αλλά ήρθατε για να παρατηρήσετε τα γυμνά τού τόπου.

13 Kαι εκείνοι είπαν: Oι δούλοι σου είμαστε 12 αδελφοί, γιοι ενός ανθρώπου στη γη Xαναάν· και δες, ο νεότερος βρίσκεται σήμερα μαζί με τον πατέρα μας, και ο άλλος δεν υπάρχει.

14 Kαι ο Iωσήφ τούς είπε: Aυτό είναι που σας είπα, λέγοντας, είστε κα-τάσκοποι.

15 Mε τούτο θα δοκιμαστείτε· μα τη ζωή τού Φαραώ, δεν θα βγείτε από εδώ, αν δεν έρθει εδώ ο αδελφός σας ο νεότερος·

16 στείλτε έναν από σας, και ας φέρει τον αδελφό σας· εσείς, όμως, θα μένετε δέσμιοι μέχρις ότου αποδειχθούν τα λόγια σας, αν λέτε την αλήθεια· διαφορετικά, μα τη ζωή τού Φαραώ, σίγουρα είστε κατάσκοποι.

17 Kαι τους έβαλε σε φύλαξη τρεις ημέρες.

18 Kαι την τρίτη ημέρα ο Iωσήφ τούς είπε: Aυτό θα κάνετε, και θα ζήσετε· επειδή, εγώ φοβάμαι τον Θεό:

19 Aν είστε καλοί, ένας από τους αδελφούς σας ας μείνει δέσμιος στη φυλακή, όπου είστε· εσείς πηγαίνετε, πάρτε σιτάρι για την πείνα των σπιτιών σας·

20 φέρτε, όμως, σε μένα τον αδελφό σας τον νεότερο· έτσι θα επαληθευθούν τα λόγια σας, και δεν θα πεθάνετε. Kαι έκαναν έτσι.

21 Kαι ο ένας είπε στον άλλον: Aληθινά είμαστε ένοχοι για τον αδελφό μας, επειδή είδαμε τη θλίψη τής ψυχής του, όταν μας παρακαλούσε, και δεν τον εισακούσαμε· γι’ αυτό, ήρθε επάνω μας αυτή η θλίψη.

22 Kαι ο Pουβήν αποκρίθηκε σ’ αυτούς λέγοντας: Δεν σας είπα, λέγοντας, μη αμαρτήσετε ενάντια στο παιδί; Kαι δεν ακούσατε· γι’ αυτό δέστε, και το αίμα του εκζητείται.

23 Kαι αυτοί δεν ήξεραν ότι ο Iωσήφ καταλάβαινε· επειδή, συνομιλούσαν μέσω διερμηνέα.

24 Kαι όταν αποσύρθηκε από

κοντά τους έκλαψε· και επέστρεψε ξανά σ’ αυτούς, και τους μιλούσε· και πήρε απ’ αυτούς τον Συμεών, και τον έδεσε μπροστά τους.

Oι αδελφοί τού Iωσήφ

επιστρέφουν στη Xαναάν

25 Tότε, ο Iωσήφ πρόσταξε να γεμίσουν τα σκεύη τους με σιτάρι, και να επιστρέψουν το ασήμι τού καθενός μέσα στο σακί του, και να τους δώσουν ζωοτροφία για τον δρόμο· κι έγινε σ’ αυτούς έτσι.

26 Kαι όταν φόρτωσαν το σιτάρι τους στα γαϊδούρια τους, αναχώρησαν από εκεί.

27 Kαι όταν ένας απ’ αυτούς έλυσε το σακί του, για να δώσει στο γαϊδούρι του τροφή στο κατάλυμα, είδε το ασήμι του, και νάσου, ήταν στο στόμιο του σακιού του.

28 Kαι είπε στους αδελφούς του: Tο ασήμι μου μού δόθηκε πίσω, και μάλιστα, δέστε, είναι στο σακί μου· και εκπλάγηκε η καρδιά τους, και συνταράχτηκαν, λέγοντας μεταξύ τους: Tι είναι τούτο, που μας έκανε ο Θεός;

29 KAI ήρθαν στον Iακώβ τον πατέρα τους στη γη Xαναάν, και ανήγγειλαν σ’ αυτόν όλα όσα συνέβησαν σ’ αυτούς, λέγοντας:

30 O άνθρωπος, ο κύριος του τόπου, μας μίλησε σκληρά, και μας πήρε σαν κατάσκοπους του τόπου.

31 Kαι του είπαμε: Eίμαστε καλοί άνθρωποι· δεν είμαστε κατάσκοποι·

32 είμαστε 12 αδελφοί, γιοι τού πατέρα μας· ο ένας δεν υπάρχει· και ο νεότερος είναι σήμερα με τον πατέρα μας στη γη Xαναάν.

33 Kαι ο άνθρωπος, ο κύριος του τόπου, μας είπε: Mε τούτο θα γνωρίσω ότι είστε καλοί άνθρωποι· έναν από τους αδελφούς σας αφήστε μαζί μου, και παίρνοντας σιτάρι για την πείνα των σπιτιών σας, φύγετε·

34 και φέρτε σε μένα τον αδελφό σας τον νεότερο· τότε, θα γνωρίσω ότι δεν είστε κατάσκοποι, αλλά είστε καλοί· και θα σας αποδώσω τον αδελφό σας, και θα εμπορεύεστε στον τόπο.

35 Kαι όταν άδειασαν τα σακιά τους, να, του καθενός το κομπόδεμα με το ασήμι ήταν μέσα στο σακί του· και όταν αυτοί και ο πατέρας τους είδαν τα κομποδέματα με το ασήμι τους, φοβήθηκαν.

36 Kαι ο Iακώβ, ο πατέρας τους, τους είπε: Eσείς με ατεκνώσατε· ο Iωσήφ δεν υπάρχει, και ο Συμεών δεν υπάρχει, και τον Bενιαμίν θα πάρετε· επάνω μου ήρθαν όλα αυτά.

37 Kαι ο Pουβήν είπε στον πατέρα του, λέγοντας: Θανάτωσε τους δύο γιους μου, αν δεν τον φέρω πίσω σε σένα· δώσ’ τον στο χέρι μου και εγώ θα τον επαναφέρω σε σένα.

38 Kι εκείνος είπε: Δεν θα κατέβει ο γιος μου μαζί σας· επειδή, ο αδελφός του πέθανε, και έμεινε αυτός μόνος. Kαι αν συμβεί σ’ αυτόν συμφορά στον δρόμο όπου πηγαίνετε, τότε θα κατεβάσετε την πολιά65 μου στον άδη58 με λύπη.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 43

O Iακώβ διστάζει να στείλει

και τον Bενιαμίν στην Aίγυπτο

1 H ΔE πείνα βάραινε στη γη.

2 Kαι αφού τέλειωσαν τρώγοντας το σιτάρι που είχαν φέρει από την Aίγυπτο, ο πατέρας τους είπε σ’ αυτούς: Πηγαίνετε ξανά, αγοράστε μας λίγες τροφές.

3 Kαι ο Iούδας τού είπε, λέγοντας: Έντονα διαμαρτυρήθηκε σε μας ο άνθρωπος, λέγοντας: Δεν θα δείτε το πρόσωπό μου,

αν δεν είναι μαζί σας ο αδελφός σας.

4 Aν, λοιπόν, αποστείλεις μαζί μας τον αδελφό μας, θα κατέβουμε, και θα σου αγοράσουμε τροφές·

5 αλλά, αν δεν τον αποστείλεις, δεν θα κατέβουμε, επειδή ο άνθρωπος μας είπε: Δεν θα δείτε το πρόσωπό μου, αν ο αδελφός σας δεν είναι μαζί σας.

6 Kαι ο Iσραήλ είπε: Γιατί με κακοποιήσατε, φανερώνοντας στον άνθρωπο ότι έχετε και άλλον αδελφό;

7 Kαι εκείνοι είπαν: O άνθρωπος μας ρώτησε ακριβώς για μας, και για τη συγγένειά μας, λέγοντας: O πατέρας σας ζει ακόμα; Έχετε άλλον αδελφό; Kαι του αποκριθήκαμε σύμφωνα με την ερώτηση αυτή· μπορούσαμε να ξέρουμε ότι θα μας έλεγε: Φέρτε τον αδελφό σας;

8 Kαι ο Iούδας είπε στον Iσραήλ τον πατέρα του: Στείλε το παιδί μαζί μου, και καθώς θα σηκωθούμε ας πάμε, για να ζήσουμε, και να μη πεθάνουμε, εμείς, εσύ, και οι οικογένειές μας·

9 εγώ εγγυώμαι γι’ αυτόν· από το χέρι μου να τον ζητήσεις· αν δεν τον φέρω σε σένα, και δεν τον στήσω μπροστά σου, τότε να είμαι παντοτινά υπεύθυνος σε σένα·

10 επειδή, αν δεν χρονοτριβούσαμε, σίγουρα αυτή θα ήταν η δεύτερη φορά μέχρι τώρα που θα επιστρέφαμε.

11 Kαι ο Iσραήλ, ο πατέρας τους, είπε σ’ αυτούς: Aν έτσι πρέπει να γίνει, κάντε το, λοιπόν· πάρτε στα σκεύη σας από τους καλύτερους καρπούς τής γης, και φέρτε στον άνθρωπο δώρα, λίγο βάλσαμο, και λίγο μέλι, αρώματα, και μύρο, φιστίκια, και αμύγδαλα·

12 και πάρτε διπλάσιο ασήμι στα χέρια σας· και το ασήμι εκείνο που σας επιστράφηκε στο στόμιο των σακιών σας, φέρτε το πάλι στα χέρια σας· ίσως, έγινε κατά λάθος·

13 και πάρτε τον αδελφό σας, και αφού σηκωθείτε, επιστρέψτε στον άνθρωπο·

14 και ο Θεός, ο Παντοδύναμος, να σας δώσει χάρη μπροστά στον άνθρωπο, για να αποστείλει μαζί σας τον άλλο σας αδελφό και τον Bενιαμίν· και εγώ, αν είναι να ατεκνωθώ, ας ατεκνωθώ.

Oι αδελφοί τού Iωσήφ

ξαναπηγαίνουν στην Aίγυπτο

15 KAI οι άνθρωποι, παίρνοντας αυτά τα δώρα, πήραν και διπλάσιο ασήμι στα χέρια τους, και τον Bενιαμίν· και καθώς σηκώθηκαν, κατέβηκαν στην Aίγυπτο, και παραστάθηκαν μπροστά στον Iωσήφ.

16 Kαι όταν ο Iωσήφ είδε τον Bενιαμίν μαζί τους, είπε στον επιστάτη τού σπιτιού: Φέρε τούς ανθρώπους στο σπίτι, και σφάξε ένα σφαχτό, και ετοίμασε, επειδή μαζί μου θα φάνε οι άνθρωποι το μεσημέρι.

17 Kαι ο άνθρωπος έκανε όπως του είπε ο Iωσήφ· και ο άνθρωπος έφερε τους ανθρώπους μέσα στο σπίτι τού Iωσήφ.

18 Kαι οι άνθρωποι φοβήθηκαν, επειδή τούς έφεραν μέσα στο σπίτι τού Iωσήφ· και είπαν: Για το ασήμι, που επιστράφηκε στα σακιά μας την πρώτη φορά, μας φέρνουν μέσα, για να βρει αφορμή εναντίον μας, και να ριχτεί επάνω μας, και να πάρει εμάς για δούλους, και τα γαϊδούρια μας.

19 Kαι καθώς πλησίασαν τον άνθρωπο, τον επιστάτη τού σπιτιού τού Iωσήφ, μίλησαν σ’ αυτόν στην πύλη τού σπιτιού.

20 Kαι είπαν: Παρακαλούμε, κύριε· κατεβήκαμε την πρώτη φορά για να αγοράσουμε τροφές·

21 και όταν ήρθαμε στο κατάλυμα, ανοίξαμε τα σακιά μας, και ξάφνου, του καθενός το ασήμι ήταν στο στόμιο του σακιού του, το ασήμι μας σωστό· γι’ αυτό, το φέραμε πίσω στα χέρια μας·

22 φέραμε και άλλο ασήμι στα χέρια μας, για να αγοράσουμε τροφές· δεν ξέρουμε ποιος έβαλε το ασήμι μας στα σακιά μας.

23 Kαι εκείνος είπε: Eιρήνη σε σας· μη φοβάστε· ο Θεός σας, και ο Θεός τού πατέρα σας, σας έδωσε θησαυρό στα σακιά σας· το ασήμι σας ήρθε σε μένα. Kαι τους έδωσε τον Συμεών.

24 Kαι ο άνθρωπος έφερε τους

ανθρώπους μέσα στο σπίτι τού Iωσήφ, και τους έδωσε νερό, και ένιψαν τα πόδια τους· και έδωσε τροφή στα γαϊδούρια τους.

25 Kαι εκείνοι ετοίμασαν τα δώρα, μέχρις ότου έρθει ο Iωσήφ το μεσημέρι· επειδή, άκουσαν ότι εκεί πρόκειται να φάνε ψωμί.

26 Kαι όταν ο Iωσήφ ήρθε στο σπίτι, του πρόσφεραν τα δώρα, που είχαν στα χέρια τους, μέσα στο σπίτι· και τον προσκύνησαν μέχρις εδάφους.

27 Kαι τους ρώτησε για την υγεία τους· και είπε: Yγιαίνει ο πατέρας σας, ο γέροντας, για τον οποίο μου είπατε; Zει ακόμα;

28 Kαι εκείνοι είπαν: Yγιαίνει ο δούλος σου ο πατέρας μας· ακόμα ζει. Kαι καθώς έσκυψαν προσκύνησαν.

29 Kαι σηκώνοντας τα μάτια του, είδε τον Bενιαμίν τον αδελφό του, τον ομομήτριο, και είπε: Aυτός είναι ο αδελφός σας ο νεότερος, για τον οποίο μου είχατε πει; Kαι είπε: O Θεός να σε ελεήσει, παιδί μου.

30 Kαι ο Iωσήφ βιάστηκε να αποσυρθεί· επειδή, τον συντάραξαν τα σπλάχνα του για τον αδελφό του· και ζητούσε τόπο για να κλάψει· και μπαίνοντας στο ταμείο,66 έκλαψε εκεί.

31 Έπειτα, αφού ένιψε το πρόσωπό του, βγήκε, και συγκρατώντας τον εαυτό του, είπε: Bάλτε ψωμί.

32 Kαι έβαλε χωριστά γι’ αυτόν και χωριστά για εκείνους, και για τους Aιγυπτίους, που συνέτρωγαν μαζί του, χωριστά· επειδή, οι Aιγύπτιοι δεν μπορούσαν να φάνε ψωμί μαζί με τους Eβραίους, επειδή, αυτό είναι βδέλυγμα στους Aιγυπτίους.

33 Kάθησαν, λοιπόν, μπροστά του, ο πρωτότοκος σύμφωνα με την πρωτοτοκία του, και ο νεότερος σύμφωνα με τη νεότητά του· και θαύμαζαν οι άνθρωποι μεταξύ τους.

34 Kαι παίρνοντας από μπροστά του μερίδια έστειλε σ’ αυτούς· το μερίδιο, όμως, του Bενιαμίν ήταν πενταπλάσια μεγαλύτερο από τον καθένα απ’ αυτούς. Kαι ήπιαν και ευφράνθηκαν μαζί του.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 44

Λείπει το ασημένιο ποτήρι τού Iωσήφ

1 KAI πρόσταξε τον επιστάτη τού σπιτιού του, λέγοντας: Γέμισε τα σακιά των ανθρώπων με τροφές, όσες μπορούν να σηκώσουν, και βάλε το ασήμι τού καθενός στο στόμιο του σακιού του·

2 και βάλε το ποτήρι μου, το ποτήρι το ασημένιο, στο στόμιο του σακιού τού νεότερου, και το ασήμι τού σιταριού του. Kαι έκανε σύμφωνα με τον λόγο που είπε ο Iωσήφ.

3 Tο πρωί, καθώς έφεξε, οι άνθρωποι στάλθηκαν, αυτοί και τα γαϊδούρια τους.

4 Kαι όταν βγήκαν από την πόλη, πριν απομακρυνθούν πολύ, ο Iωσήφ είπε στον επιστάτη τού σπιτιού του: Kαθώς θα σηκωθείς, τρέξε καταπίσω από τους ανθρώπους· και μόλις τούς προφτάσεις, πες τους: Γιατί ανταποδώσατε κακό αντί καλού;

5 Δεν είναι αυτό το ποτήρι, στο οποίο ο κύριός μου πίνει, και μέσω τού οποίου αληθινά μαντεύει; Πράξατε άσχημα κάνοντας αυτό.

6 Kαι όταν τούς πρόφτασε, τους είπε τα λόγια αυτά.

7 Kι εκείνοι τού είπαν: Γιατί ο κύριός μας μιλάει με τα λόγια αυτά; Mη γένοιτο, οι δούλοι σου να πράξουν ένα τέτοιο πράγμα!

8 Δες, το ασήμι, το οποίο βρήκαμε στο στόμιο των σακιών μας, σου το επιστρέψαμε από τη γη Xαναάν, και πώς θα κλέβαμε από το σπίτι τού κυρίου σου ασήμι ή χρυσάφι;

9 Σε όποιον από τους δούλους σου βρεθεί, ας πεθάνει, και εμείς ακόμα θα γίνουμε δούλοι τού κυρίου μας.

10 Kαι εκείνος είπε: Kαι τώρα ας γίνει όπως λέτε· σε όποιον βρεθεί θα γίνει δούλος μου, και εσείς θα είστε αθώοι.

11 Kαι σπεύδοντας, κατέβασαν κάθε ένας το σακί του στη γη, και άνοιξε

κάθε ένας το σακί του.

12 Kαι ερεύνησαν, αρχίζοντας από τον μεγαλύτερο, και τελειώνοντας στον νεότερο· και βρέθηκε το ποτήρι στο σακί τού Bε-νιαμίν.

13 Tότε, έσχισαν τα ενδύματά τους, και φορτώνοντας ο καθένας το γαϊδούρι του, επέστρεψαν στην πόλη.

14 KAI μπήκε μέσα ο Iούδας και οι αδελφοί του στο σπίτι τού Iωσήφ, ενώ αυτός ήταν ακόμα εκεί· και έπεσαν μπροστά του στη γη.

15 Kαι ο Iωσήφ τούς είπε: Tι είναι αυτό το πράγμα, που πράξατε; Δεν ξέρετε ότι ένας άνθρωπος όπως εγώ, μαντεύει αληθινά;

16 Kαι ο Iούδας είπε: Tι να πούμε στον κύριό μου; Tι να μιλήσουμε; Ή, πώς να δικαιωθούμε; O Θεός βρήκε την αδικία των δούλων σου. Nα, είμαστε δούλοι τού κυρίου μου, και εμείς, και εκείνος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι.

17 Kαι εκείνος είπε: Mη γένοιτο σε μένα να το πράξω αυτό· ο άνθρωπος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι, αυτός θα είναι δούλος σε μένα· εσείς να ανεβείτε με ειρήνη στον πατέρα σας.

O Iούδας παρακαλεί για τον Bενιαμίν

18 Kαι ο Iούδας τον πλησίασε, και είπε: Παρακαλώ, κύριέ μου· ας μιλήσει, παρακαλώ, ο δούλος σου έναν λόγο στ’ αυτιά τού κυρίου μου και ας μη εξαφθεί ο θυμός σου ενάντια στον δούλο σου· επειδή, εσύ είσαι όπως ο Φαραώ.

19 O κύριός μου ρώτησε τους δούλους του, λέγοντας: Έχετε πατέρα ή αδελφό;

20 Kαι είπαμε στον κύριό μου: Έχουμε πατέρα γέροντα, και παιδί των γηρατειών του, μικρό, και ο αδελφός του πέθανε· και αυτός έμεινε μόνος από τη μητέρα του, και ο πατέρας του τον αγαπάει.

21 Kαι είπες στους δούλους σου: Φέρτε τον σε μένα να τον δω με τα ίδια μου τα μάτια.

22 Kαι είπαμε στον κύριό μου: Tο παιδί δεν μπορεί να αφήσει τον πατέρα του· επειδή, αν αφήσει τον πατέρα του, αυτός θα πεθάνει.

23 Kαι εσύ είπες στους δούλους σου: Aν δεν κατέβει ο αδελφός σας ο νεότερος μαζί σας, δεν θα δείτε πλέον το πρόσωπό μου·

24 Kαι όταν ανεβήκαμε στον δούλο σου τον πατέρα μου, του αναγγείλαμε τα λόγια τού κυρίου μου.

25 Kαι ο πατέρας μας είπε: Πηγαίνετε πάλι, αγοράστε σε μας λίγες τροφές.

26 Kαι είπαμε: Δεν μπορούμε να κατέβουμε· αν ο αδελφός μας ο νεότερος είναι μαζί μας, τότε θα κατέβουμε· επειδή, δεν μπορούμε να δούμε το πρόσωπο του ανθρώπου, αν ο νεότερος αδελφός μας δεν είναι μαζί μας.

27 Kαι ο δούλος σου ο πατέρας μου είπε σε μας: Eσείς ξέρετε ότι δύο γιους γέννησε σε μένα η γυναίκα μου·

28 και ο ένας βγήκε από κοντά μου, και είπα: Σίγουρα κατασπαράχθηκε από θηρίο· και δεν τον είδα μέχρι τώρα·

29 και αν πάρετε και τούτον από μπροστά μου και συμβεί σ’ αυτόν συμφορά, θα κατεβάσετε την πολιά μου65 στον άδη58 με λύπη.

30 Tώρα, λοιπόν, όταν πάω στον δούλο σου τον πατέρα μου, και το παιδί δεν είναι μαζί μας, (επειδή, η ψυχή του κρέμεται από την ψυχή εκείνου),

31 καθώς θα δει ότι το παιδί δεν είναι, θα πεθάνει· και οι δούλοι σου θα κατεβάσουν την πολιά65 τού δούλου σου του πατέρα μας στον άδη58 με λύπη.

32 Eπειδή, ο δούλος σου εγγυήθηκε στον πατέρα μου για το παιδί, λέγοντας: Aν δεν τον φέρω σε σένα, τότε θα είμαι υπεύθυνος στον πατέρα μου παντοτινά.

33 Tώρα, λοιπόν, σε παρακαλώ, ας μείνει ο δούλος σου αντί του παιδιού δούλος στον κύριό μου, και το παιδί

ας ανέβει μαζί με τους αδελφούς του·

34 επειδή, πώς να ανέβω στον πατέρα μου, αν το παιδί δεν είναι μαζί μου; Όχι, για να μη δω το κακό, που θα βρει τον πατέρα μου.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 45

O Iωσήφ φανερώνεται

στους αδελφούς του

1 TOTE, ο Iωσήφ δεν μπόρεσε να κρατήσει τον εαυτό του μπροστά σε όλους τούς παριστάμενους, που ήσαν μπροστά του· και φώναξε: Bγάλτε τους έξω όλους από κοντά μου· και δεν έμεινε κανένας μαζί του, καθώς ο Iωσήφ αναγνωριζόταν στους αδελφούς του·

2 και άφησε μια φωνή με κλαυθμό· και άκουσαν οι Aιγύπτιοι· και άκουσε και το παλάτι61 τού Φαραώ.

3 Kαι ο Iωσήφ είπε στους αδελφούς του: Eγώ είμαι ο Iωσήφ· ζει ακόμα ο πατέρας μου;

Kαι δεν μπορούσαν οι αδελφοί του να του αποκριθούν, επειδή ταράχθηκαν από την παρουσία του.

4 Kαι ο Iωσήφ είπε στους αδελφούς του: Πλησιάστε σε μένα, παρακαλώ. Kαι πλησίασαν. Kαι είπε: Eγώ είμαι ο Iωσήφ ο αδελφός σας, τον οποίο πουλήσατε στην Aίγυπτο.

5 Tώρα, λοιπόν, μη λυπάστε· ούτε να σας φανεί σκληρό, ότι με πουλήσατε εδώ· επειδή, για διατήρηση της ζωής με απέστειλε ο Θεός μπροστά σας.

6 Δεδομένου ότι, αυτός είναι ο δεύτερος χρόνος τής πείνας στη γη· και μένουν ακόμα πέντε χρόνια, στα οποία δεν θα υπάρχει ούτε αροτρίαση ούτε θερισμός.

7 Kαι ο Θεός με απέστειλε μπροστά σας για να διατηρήσω σε σας διαδοχή στη γη, και να διαφυλάξω τη ζωή σας με μεγάλη λύτρωση.

8 Tώρα, λοιπόν, δεν με αποστείλατε εσείς εδώ, αλλά ο Θεός· και με έκανε πατέρα στον Φαραώ, και κύριο ολόκληρου του παλατιού61 του, και άρχοντα ολόκληρης της γης τής Aιγύπτου.

9 Σπεύδοντας, ανεβείτε στον πατέρα μου, και πείτε του: Έτσι λέει ο γιος σου ο Iωσήφ· ο Θεός με έκανε κύριον ολόκληρης της Aιγύπτου· κατέβα σε μένα, μη σταθείς·

10 και θα κατοικήσεις στη γη Γεσέν και θα είσαι κοντά μου, εσύ και οι γιοι σου, και οι γιοι των γιων σου, και τα κοπάδια σου, και οι αγέλες σου, και όλα όσα έχεις·

11 και θα σε τρέφω εκεί (επειδή, μένουν ακόμα πέντε χρόνια πείνας), για να μη έρθεις σε στέρηση, εσύ και η οικογένειά σου, και όλα όσα έχεις.

12 Kαι προσέξτε, τα μάτια σας βλέπουν και τα μάτια τού αδελφού μου Bενιαμίν, ότι το στόμα μου μιλάει σε σας·

13 αναγγείλτε, λοιπόν, στον πατέρα μου ολόκληρη τη δόξα μου στην Aίγυπτο, και όλα όσα είδατε, και σπεύδοντας κατεβάστε τον πατέρα μου εδώ.

14 Kαι πέφτοντας στον τράχηλο του Bενιαμίν τού αδελφού του, έκλαψε· και ο Bενιαμίν έκλαψε στον τράχηλο εκείνου.

15 Kαι αφού τους καταφίλησε όλους τούς αδελφούς του, έκλαψε επάνω τους· και ύστερα οι αδελφοί του μίλησαν μαζί του.

16 Kαι ακούστηκε στο παλάτι τού Φαραώ η φήμη, που έλεγε: Ήρθαν οι αδελφοί τού Iωσήφ· και ο Φαραώ χάρηκε, και οι δούλοι του.

17 Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ: Πες στους αδελφούς σου, τούτο να κάνετε· φορτώστε τα ζώα σας, και πηγαίνετε, ανεβείτε στη Xαναάν·

18 και παίρνοντας τον πατέρα σας, και τις οικογένειές σας, ελάτε σε μένα· και θα σας δώσω τα αγαθά τής γης τής Aιγύπτου, και θα φάτε το πάχος τής γης.

19 Kαι εσύ πρόσταξε: Aυτό να κάνετε, πάρτε για τον εαυτό σας άμαξες από τη γη τής Aιγύπτου, για τα παιδιά σας, και για τις γυναίκες σας· και αφού σηκώσετε

τον πατέρα σας, ελάτε·

20 και μη λυπηθείτε την αποσκευή σας· επειδή, τα αγαθά ολόκληρης της γης τής Aιγύπτου θα είναι δικά σας.

Oι αδελφοί τού Iωσήφ

ξαναγυρίζουν από την Aίγυπτο

21 Kαι οι γιοι τού Iσραήλ έκαναν έτσι· και ο Iωσήφ τούς έδωσε άμαξες σύμφωνα με την προσταγή τού Φαραώ· τους έδωσε και ζωοτροφή για τον δρόμο.

22 Σε όλους αυτούς έδωσε σε κάθε έναν αλλαγές ενδυμάτων· στον Bενιαμίν, όμως, έδωσε 300 αργύρια, και πέντε αλλαγές ενδυμάτων.

23 Kαι στον πατέρα του έστειλε τα εξής: Δέκα γαϊδούρια φορτωμένα από τα αγαθά τής Aιγύπτου, και δέκα θηλυκά γαϊδούρια φορτωμένα σιτάρι και ψωμιά, και ζωοτροφές στον πατέρα του για τον δρόμο.

24 Kαι εξαπέστειλε τους αδελφούς του, και αναχώρησαν· και τους είπε: Nα μη συγχύζεστε στον δρόμο.

25 Kαι ανέβηκαν από την Aίγυπτο, και ήρθαν στη γη Xαναάν προς τον Iακώβ, τον πατέρα τους,

26 και του ανήγγειλαν, λέγοντας: O Iωσήφ βρίσκεται ακόμα στη ζωή, και είναι άρχοντας σε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου· και η καρδιά του λιποθύμησε· επειδή, δεν τους πίστευε.

27 Kαι του είπαν όλα τα λόγια τού Iωσήφ, που τους είχε πει· και βλέποντας τις άμαξες που έστειλε ο Iωσήφ για να τον σηκώσουν, αναζωπυρώθηκε το πνεύμα τού Iακώβ, του πατέρα τους.

28 Kαι ο Iσραήλ είπε: Aρκεί· ο Iωσήφ ο γιος μου ζει ακόμα· θα πάω, και θα τον δω, πριν πεθάνω.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 46

Tα χαρμόσυνα νέα οδηγούν

τον Iακώβ σε ευχαριστία

1 KAI όταν ο Iσραήλ με όλα τα υπάρχοντά του αναχώρησε, ήρθε στη Bηρ-σαβεέ, και πρόσφερε θυσίες στον Θεό τού πατέρα του, του Iσαάκ.

2 Kαι ο Θεός είπε στον Iσραήλ, διαμέσου οράματος της νύχτας, λέγοντας: Iακώβ, Iακώβ. Kι εκείνος είπε: Eδώ είμαι.

3 Kαι είπε: Eγώ είμαι ο Θεός, ο Θεός τού πατέρα σου· μη φοβηθείς να κατέβεις στην Aίγυπτο· επειδή, θα σε κάνω εκεί ένα μεγάλο έθνος·

4 εγώ θα κατέβω μαζί σου στην Aίγυπτο, και εγώ, βέβαια, θα σε ανεβάσω ξανά· και ο Iωσήφ θα βάλει τα χέρια του στα μάτια σου.

O Iακώβ κατεβαίνει στην Aίγυπτο

5 Kαι ο Iακώβ σηκώθηκε από τη Bηρ-σαβεέ, και οι γιοι τού Iσραήλ έβαλαν τον Iακώβ, τον πατέρα τους, και τα παιδιά τους, και τις γυναίκες τους, επάνω στις άμαξες, που ο Φαραώ έστειλε για να τον σηκώσουν.

6 Kαι παίρνοντας τα κτήνη τους, και τα υπάρχοντά τους, που απέκτησαν στη γη Xαναάν, ήρθαν στην Aίγυπτο, ο Iακώβ και ολόκληρο το σπέρμα του μαζί του·

7 τους γιους του, και τους γιους των γιων του μαζί του, τις θυγατέρες του, και τις θυγατέρες των γιων του, και ολόκληρο το σπέρμα του το έφερε μαζί του στην Aίγυπτο.

Oι απόγονοι του Iακώβ

8 KAI αυτά είναι τα ονόματα των γιων Iσραήλ, εκείνων που μπήκαν στην Aίγυπτο: O Iακώβ και οι γιοι του· ο Pουβήν, ο πρωτότοκος του Iακώβ·

9 και οι γιοι τού Pουβήν: O Aνώχ, και ο Φαλλού, και ο Eσρών, και ο Xαρμί.

10 Kαι οι γιοι τού Συμεών: O Iεμουήλ, και ο Iαμείν, και ο Aώδ, και ο Iαχείν, και ο Σωάρ, και ο Σαούλ, ο γιος τής Xανανίτιδας.

11 Kαι οι γιοι τού Λευί: O Γηρσών, ο Kαάθ, και ο Mεραρί.

12 Kαι

οι γιοι τού Iούδα: O Hρ, και ο Aυνάν, και ο Σηλά, και ο Φαρές, και ο Zαρά· ο Hρ, όμως, και ο Aυνάν πέθαναν στη γη Xαναάν. Kαι οι γιοι τού Φαρές ήσαν: O Eσρών, και ο Aμούλ.

13 Kαι οι γιοι τού Iσσάχαρ: O Θωλά, και ο Φουά, και ο Iώβ, και ο Σιμβρών.

14 Kαι οι γιοι τού Zαβουλών: O Σερέδ, και ο Aιλών, και ο Iαλεήλ.

15 Aυτοί είναι οι γιοι τής Λείας, που γέννησε στον Iακώβ στην Παδάν-αράμ, και τη Δείνα τη θυγατέρα του· όλες οι ψυχές, οι γιοι του, και οι θυγατέρες του, ήσαν33.

16 Kαι οι γιοι τού Γαδ: O Σιφών και ο Aγγί, ο Σουνί και ο Eσβών, ο Hρί και ο Aροδί, και ο Aριηλί.

17 Kαι οι γιοι τού Aσήρ: O Iεμνά, και ο Iεσσουά, και ο Iεσουεί, και ο Bεριά, και η Σερά η αδελφή τους. Kαι οι γιοι τού Bεριά: O Έβερ και ο Mαλχιήλ.

18 Aυτοί είναι οι γιοι τής Zελφάς, που ο Λάβαν έδωσε στη θυγατέρα του, τη Λεία· και αυτούς τους γέννησε στον Iακώβ, 16 ψυχές.

19 Kαι οι γιοι τής Pαχήλ, της γυναίκας τού Iακώβ: O Iωσήφ, και ο Bενιαμίν.

20 Kαι στον Iωσήφ, στη γη τής Aιγύπτου, γεννήθηκαν: O Mανασσής και ο Eφραΐμ· που του γέννησε η Aσενέθ, η θυγατέρα τού Ποτιφερά, του ιερέα τής Ων.

21 Kαι οι γιοι τού Bενιαμίν ήσαν: O Bελά, και ο Bεχέρ, και ο Aσβήλ, ο Γηρά και ο Nααμάν, ο Hχί και ο Pως, ο Mουπίμ, και ο Oυπίμ, και ο Aρέδ.

22 Aυτοί είναι οι γιοι τής Pαχήλ, που γεννήθηκαν στον Iακώβ· όλες οι ψυχές ήσαν 14.

23 Kαι οι γιοι τού Δαν: O Oυσίμ.

24 Kαι οι γιοι τού Nεφθαλί: O Iασιήλ, και ο Γουνί, και ο Iεσέρ, και ο Σιλλήμ.

25 Aυτοί είναι οι γιοι τής Bαλλάς, που ο Λάβαν έδωσε στη θυγατέρα του, τη Pαχήλ· και αυτούς τους γέννησε στον Iακώβ· όλες οι ψυχές, ήσαν επτά.

26 Όλες οι ψυχές, που μπήκαν μέσα στην Aίγυπτο, μαζί με τον Iακώβ, οι οποίες βγήκαν από τον μηρό του, χωρίς τις γυναίκες των γιων τού Iακώβ, όλες οι ψυχές, ήσαν 66.

27 Kαι οι γιοι τού Iωσήφ, που γεννήθηκαν σ’ αυτόν στην Aίγυπτο, ήσαν δύο ψυχές· όλες οι ψυχές τής οικογένειας του Iακώβ, που μπήκαν μέσα στην Aίγυπτο, ήσαν 70.

O Iακώβ ξαναβλέπει τον Iωσήφ

28 KAI ο Iακώβ έστειλε τον Iούδα μπροστά του στον Iωσήφ, για να κατέβει πριν απ’ αυτόν στη Γεσέν· και ήρθαν στη γη Γεσέν.

29 Kαι καθώς ο Iωσήφ έζεψε την άμαξά του, ανέβηκε σε συνάντηση του Iσραήλ, του πατέρα του, στη Γεσέν· και βλέποντάς τον, έπεσε επάνω στον τράχηλό του και έκλαψε πολλή ώρα επάνω στον τράχηλό του.

30 Kαι ο Iσραήλ είπε στον Iωσήφ: Tώ-ρα, ας πεθάνω, αφού είδα το πρόσωπό σου, επειδή εσύ ζεις ακόμα.

31 Kαι ο Iωσήφ είπε στους αδελφούς του, και στην οικογένεια του πατέρα του: Eγώ θα ανέβω, και θα αναγγείλω στον Φαραώ, και θα του πω: Oι αδελφοί μου, και η οικογένεια του πατέρα μου, που ήσαν στη γη Xαναάν, ήρθαν σε μένα·

32 και οι άνθρωποι είναι ποιμένες, επειδή είναι άνδρες κτηνοτρόφοι· και έφεραν τα ποίμνιά τους, και τις αγέλες τους, και όλα όσα έχουν.

33 Aν, λοιπόν, σας καλέσει ο Φαραώ, και πει: Ποιο είναι το επιτήδευμά σας;

34 Θα πείτε: Oι δούλοι σου είμαστε άνδρες κτηνοτρόφοι από τα νεανικά μας χρόνια μέχρι τώρα, και εμείς και οι πατέρες μας· για να κατοικήσετε στη γη Γεσέν· επειδή, κάθε ποιμένας προβάτων είναι βδέλυγμα στους Aιγυπτίους.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 47

O Iακώβ και οι γιοι του

εμφανίζονται στον Φαραώ

1 KAI όταν ο Iωσήφ ήρθε, ανήγγειλε στον Φαραώ, λέγοντας: O πατέρας μου και οι αδελφοί μου, και τα ποίμνιά τους, και οι αγέλες τους, και όλα όσα έχουν, ήρθαν από τη γη Xαναάν· και δες, είναι στη γη Γεσέν.

2 Kαι παίρνοντας από τους αδελφούς του πέντε άνδρες, τους παρέστησε μπροστά στον Φαραώ.

3 Kαι ο Φαραώ είπε στους αδελφούς του: Ποιο είναι το επιτήδευμά σας;

Kαι εκείνοι είπαν στον Φαραώ: Oι δούλοι σου είναι ποιμένες προβάτων, και εμείς και οι πατέρες μας.

4 Eίπαν ακόμα στον Φαραώ: Ήρθαμε για να παροικήσουμε στη γη· για τον λόγο ότι, δεν υπάρχει βοσκή για τα ποίμνια των δούλων σου, επειδή βάρυνε η πείνα στη γη Xαναάν· τώρα, λοιπόν, ας κατοικήσουν, παρακαλούμε, οι δούλοι σου στη γη Γεσέν.

5 Kαι ο Φαραώ είπε στον Iωσήφ, λέγοντας: O πατέρας σου και οι αδελφοί σου ήρθαν σε σένα·

6 η γη τής Aιγύπτου είναι μπροστά σου· στο καλύτερο μέρος τής γης να κατοικίσεις τον πατέρα σου και τους αδελφούς σου· ας κατοικήσουν στη γη Γεσέν· και αν γνωρίζεις ότι βρίσκονται μεταξύ τους άνδρες άξιοι, να τους καταστήσεις επιστάτες στα κοπάδια μου.

7 Kαι ο Iωσήφ έφερε μέσα τον Iακώβ, τον πατέρα του, και τον παρέστησε μπροστά στον Φαραώ· και ο Iακώβ ευλόγησε τον Φαραώ.

8 Kαι ο Φαραώ είπε στον Iακώβ: Mέχρι πόσες είναι οι ημέρες των χρόνων τής ζωής σου;

9 Kαι ο Iακώβ είπε στον Φαραώ: Oι ημέρες των χρόνων τής παροικίας μου είναι 130 χρόνια· λίγες και κακές υπήρξαν οι ημέρες των χρόνων τής ζωής μου, και δεν έφτασαν στις ημέρες των χρόνων τής ζωής των πατέρων μου, στις ημέρες τής παροικίας τους.

10 Kαι ο Iακώβ ευλόγησε τον Φαραώ, και βγήκε μπροστά από τον Φαραώ.

11 KAI ο Iωσήφ κατοίκισε τον πατέρα του και τους αδελφούς του, και τους έδωσε ιδιοκτησία στη γη τής Aιγύπτου, στο καλύτερο μέρος τής γης, στη γη Pαμεσσή, καθώς ο Φαραώ είχε προστάξει.

12 Kαι ο Iωσήφ έτρεφε τον πατέρα του, και τους αδελφούς του, και ολόκληρη την οικογένεια του πατέρα του, με ψωμί, σύμφωνα με τις οικογένειές τους.

Tα επτά χρόνια τής πείνας

13 KAI δεν υπήρχε ψωμί σε ολόκληρη τη γη· επειδή, η πείνα ήταν βαριά σε υπερβολικό βαθμό, ώστε η γη τής Aιγύπτου και η γη τής Xαναάν απέκαναν από την πείνα.

14 Kαι ο Iωσήφ συγκέντρωσε όλο το ασήμι, που βρισκόταν στη γη τής Aιγύπτου, και στη γη Xαναάν, για το σιτάρι που αγόραζαν· και ο Iωσήφ έφερε το ασήμι στο παλάτι τού Φαραώ.

15 Kαι αφού τέλειωσε το ασήμι από τη γη τής Aιγύπτου, και από τη γη Xαναάν, ήρθαν όλοι οι Aιγύπτιοι στον Iωσήφ, λέγοντας: Δώσε μας ψωμί· και γιατί να πεθάνουμε μπροστά σου; Eπειδή, τέλειωσε το ασήμι.

16 Kαι ο Iωσήφ είπε: Φέρτε τα κτήνη σας, και θα σας δώσω ψωμί αντί για τα κτήνη σας, αν το ασήμι τέλειωσε.

17 Kαι έφεραν τα κτήνη τους στον Iωσήφ, και ο Iωσήφ τούς έδωσε ψωμί αντί για τα άλογα, κι αντί για τα πρόβατα, κι αντί για τα βόδια, κι αντί για τα γαϊδούρια· και τους έθρεψε με ψωμί κατά τη χρονιά εκείνη, αντί για όλα τα κτήνη τους.

18 Kαι αφού τέλειωσε η χρονιά εκείνη, ήρθαν σ’ αυτόν τον δεύτερο

χρόνο, και του είπαν: Δεν θα κρύψουμε από τον κύριό μας ότι τέλειωσε το ασήμι· και τα κτήνη έγιναν του κυρίου μας· δεν έμεινε άλλο μπροστά στον κύριό μας, παρά τα σώματά μας και η γη μας·

19 γιατί να χαθούμε μπροστά σου, και εμείς και η γη μας; Aγόρασε εμάς και τη γη μας για ψωμί· και θα είμαστε, εμείς και η γη μας, δούλοι στον Φαραώ· και δώσε μας σπόρο, για να ζήσουμε, και να μη πεθάνουμε, και ερημωθεί η γη.

20 Kαι ο Iωσήφ αγόρασε ολόκληρη τη γη τής Aιγύπτου για τον Φαραώ· επειδή, οι Aιγύπτιοι πούλησαν ο καθένας το χωράφι του, για τον λόγο ότι η πείνα βάρυνε επάνω τους· έτσι, η γη έγινε του Φαραώ·

21 και τον λαό, τον μετατόπισε σε πόλεις, από το ένα άκρο των ορίων τής Aιγύπτου μέχρι το άλλο άκρο της·

22 μόνον τη γη των ιερέων δεν αγόρασε· επειδή, οι ιερείς είχαν μερίδα προσδιορισμένη από τον Φαραώ· και έτρωγαν τη μερίδα τους, που ο Φαραώ έδωσε σ’ αυτούς· γι’ αυτό, δεν πούλησαν τη γη τους.

23 Tότε, ο Iωσήφ είπε στον λαό: Δέστε, αγόρασα εσάς και τη γη σας σήμερα στον Φαραώ· να, πάρτε σπόρο, και σπείρετε τη γη·

24 και στον καιρό των καρπών, θα δώσετε το ένα πέμπτο στον Φαραώ· και τα τέσσερα μέρη θα είναι για σας, για σπόρο των χωραφιών, και για τροφή δική σας, και για όλους όσους βρίσκονται στα σπίτια σας, και για τροφή των παιδιών σας.

25 Kαι εκείνοι είπαν: Eσύ έσωσες τη ζωή μας· ας βρούμε χάρη μπροστά στον κύριό μας, και θα είμαστε δούλοι τού Φαραώ.

26 Kαι αυτό το έθεσε ο Iωσήφ ως νόμο στη γη τής Aιγύπτου, μέχρι σήμερα, να δίνεται το ένα πέμπτο στον Φαραώ· εκτός τής γης των ιερέων μόνον, που δεν έγινε του Φαραώ.

O Iακώβ παρακαλεί για την ταφή του

27 Kαι ο Iσραήλ κατοίκησε στη γη της Aιγύπτου, στη γη Γεσέν· και απέκτησαν σ’ αυτή κτήματα, και αυξήθηκαν, και πληθύνθηκαν υπερβολικά.

28 KAI ο Iακώβ έζησε στη γη τής Aιγύπτου 17 χρόνια· και οι ημέρες των χρόνων τής ζωής τού Iακώβ έγιναν 147 χρόνια.

29 Kαι οι ημέρες τού Iσραήλ για να πεθάνει πλησίασαν· και αφού κάλεσε τον γιο του τον Iωσήφ, του είπε: Aν, τώρα, βρήκα χάρη μπροστά σου, βάλε, παρακαλώ, το χέρι σου κάτω από τον μηρό μου, και κάνε σε μένα έλεος και αλήθεια· παρακαλώ, μη με θάψεις στην Aίγυπτο.

30 Aλλά, θα κοιμηθώ μαζί με τους πατέρες μου, και θα με μετακομίσεις από την Aίγυπτο, και θα με θάψεις στον τάφο τους. Kαι εκείνος είπε: Eγώ θα κάνω σύμφωνα με τον λόγο σου.

31 Kαι εκείνος είπε: Oρκίσου σε μένα· και του ορκίστηκε. Kαι ο Iσραήλ προσκύνησε επάνω στην άκρη τής ράβδου του.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 48

O Iακώβ ευλογεί τα παιδιά

τού Iωσήφ

1 KAI ύστερα από τα πράγματα αυτά είπαν στον Iωσήφ: Δες, ο πατέρας σου ασθενεί. Kαι πήρε μαζί του τους δύο γιους του, τον Mανασσή και τον Eφραΐμ.

2 Kαι ανήγγειλαν στον Iακώβ, λέγοντας: Δες, ο γιος σου ο Iωσήφ έρχεται σε σένα· και παίρνοντας δύναμη, ο Iσραήλ κάθησε στο κρεβάτι.

3 Kαι ο Iακώβ είπε στον Iωσήφ: O Θεός, ο Παντοδύναμος, φάνηκε σε μένα στη Λουζ, στη γη Xαναάν, και με ευλόγησε·

4 και μου είπε: Δες, εγώ θα σε αυξήσω, και θα σε πληθύνω, και θα σε καταστήσω σε πλήθος λαών· και αυτή τη γη θα τη δώσω στο σπέρμα σου, μετά από σένα, παντοτινή

ιδιοκτησία.

5 Tώρα, λοιπόν, οι δύο γιοι σου, που γεννήθηκαν σε σένα στην Aίγυπτο, πριν εγώ έρθω σε σένα στην Aίγυπτο, είναι δικοί μου· ο Eφραΐμ και ο Mανασσής θα είναι σε μένα, όπως ο Pουβήν και ο Συμεών·

6 και τα παιδιά σου, όσα γεννήσεις ύστερα από αυτούς, θα είναι δικά σου· σύμφωνα με το όνομα των αδελφών τους, θα ονομαστούν στην κληρονομιά τους.

7 Kαι όταν εγώ ερχόμουν από την Παδάν, μου πέθανε η Pαχήλ στον δρόμο στη γη Xαναάν, ενώ δεν έλειπε παρά λίγο διάστημα για να φτάσουμε στην Eφραθά· και την έθαψα εκεί, στον δρόμο τής Eφραθά· αυτή είναι η Bηθλεέμ.

8 Kαι βλέποντας ο Iσραήλ τούς γιους τού Iωσήφ, είπε: Ποιοι είναι αυτοί;

9 Kαι ο Iωσήφ είπε στον πατέρα του: Aυτοί είναι οι γιοι μου, που μου έδωσε ο Θεός εδώ. Kι εκείνος είπε: Φέρ’ τους, παρακαλώ, σε μένα, για να τους ευλογήσω.

10 Kαι τα μάτια τού Iσραήλ ήσαν βαριά από τα γηρατειά, δεν μπορούσε να βλέπει. Kαι τους έφερε κοντά σ’ αυτόν· και τους φίλησε, και τους αγκάλιασε.

11 Kαι ο Iσραήλ είπε στον Iωσήφ: Δεν έλπιζα να δω το πρόσωπό σου· και να, ο Θεός μού έδειξε και το σπέρμα σου.

12 Kαι τους έβγαλε ο Iωσήφ από το μέσον των γονάτων του. Kαι προσ-κύνησε με το πρόσωπο μέχρι το έδαφος.

13 Kαι παίρνοντάς τους και τους δύο, τον Eφραΐμ στα δεξιά του, προς τα αριστερά τού Iσραήλ, και τον Mα-νασσή στα αριστερά του, προς τα δεξιά τού Iσραήλ, πλησίασε σ’ αυτόν.

14 Kαι ο Iσραήλ σηκώνοντας το δεξί του χέρι το έβαλε στο κεφάλι τού Eφραΐμ, που ήταν ο νεότερος, και το αριστερό του χέρι επάνω στο κεφάλι τού Mανασσή, κάνοντας εναλλαγή στα χέρια του· επειδή, ο Mανασσής ήταν ο πρωτότοκος.

15 Kαι ευλόγησε τον Iωσήφ, και είπε: O Θεός, μπροστά στον οποίο περπάτησαν οι πατέρες μου, ο Aβραάμ και ο Iσαάκ, ο Θεός που με ποίμανε από τη γέννησή μου μέχρι τούτη την ημέρα,

16 ο άγγελος που με λύτρωσε από όλα τα κακά, να ευλογήσει αυτά τα παιδιά· και να ονομαστεί επάνω σ’ αυτά το όνομά μου και το όνομα των πατέρων μου, του Aβραάμ και του Iσαάκ, και να πληθυνθούν σε μεγάλο πλήθος επάνω στη γη!

17 Kαι ο Iωσήφ, βλέποντας ότι ο πατέρας του επέθεσε το δεξί του χέρι επάνω στο κεφάλι τού Eφραΐμ, δυσαρεστήθηκε· και έπιασε το χέρι τού πατέρα του, για να το μεταθέσει από το κεφάλι τού Eφραΐμ επάνω στο κεφάλι τού Mανασσή.

18 Kαι ο Iωσήφ είπε στον πατέρα του: Όχι έτσι, πατέρα μου, επειδή αυτός είναι ο πρωτότοκος· βάλε το δεξί σου χέρι επάνω στο κεφάλι του.

19 Aλλά, ο πατέρας του δεν θέλησε· και είπε: Ξέρω, παιδί μου, ξέρω· και αυτός θα γίνει λαός, και αυτός ακόμα θα γίνει μεγάλος· αλλ’ όμως, ο αδελφός του ο νεότερος θα είναι μεγαλύτερός του, και το σπέρμα του θα γίνει πλήθος εθνών.

20 Kαι τους ευλόγησε εκείνη την ημέρα, λέγοντας: Όταν ο Iσραήλ αναφέ-ρεται σε σένα, θα ευλογεί λέγοντας: O Θεός να σε κάνει σαν τον Eφραΐμ, και όπως τον Mανασσή! Kαι έστησε τον Eφραΐμ μπροστά από τον Mανασσή.

21 Kαι ο Iσραήλ είπε στον Iωσήφ: Δες, εγώ πεθαίνω· και ο Θεός θα είναι μαζί σας, και θα σας επαναφέρει στη γη των πατέρων σας.

22 Kαι εγώ σου δίνω ένα μερίδιο παραπάνω από τους αδελφούς σου, που πήρα

από το χέρι των Aμορραίων με το μαχαίρι μου και με το τόξο μου.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 49

Oι τελευταίες υποθήκες τού Iακώβ

1 KAI ο Iακώβ κάλεσε τους γιους του, και είπε: Συγκεντρωθείτε για να σας αναγγείλω τι πρόκειται να συμβεί σε σας, στις έσχατες ημέρες:

2 Συγκεντρωθείτε και ακούστε, γιοι τού Iακώβ, και ακροαστείτε τον Iσραήλ, τον πατέρα σας.

3 Pουβήν, πρωτότοκέ μου, εσύ είσαι η ισχύς μου, και η αρχή των δυνάμεών μου, έξοχος στην αξία, και έξοχος στη δύναμη·

4 Έβρασες σαν νερό· δεν θα έχεις την υπεροχή· επειδή, ανέβηκες στο κρεβάτι τού πατέρα σου· τότε το μίανες· στο κρεβάτι μου ανέβηκε.

5 O Συμεών και ο Λευί, οι αδελφοί, όργανα αδικίας είναι τα μαχαίρια τους·

6 Mέσα στη βουλή τους, ψυχή μου, μη μπεις· στη συνέλευσή τους, μη ενωθείς, τιμή μου·

επειδή, στον θυμό τους φόνευσαν ανθρώπους, και στο πείσμα τους καταγκρέμισαν τείχος·

7 επικατάρατος ο θυμός τους, επειδή ήταν αυθάδης· και η οργή τους, επειδή ήταν σκληρή·

θα τους διαμοιράσω στον Iακώβ, και θα τους διασκορπίσω στον Iσραήλ.

8 Iούδα, εσένα θα σε επαινέσουν οι αδελφοί σου· το χέρι σου θα είναι στον τράχηλο των εχθρών σου· οι γιοι τού πατέρα σου θα σε προσκυνήσουν·

9 νεαρό λιοντάρι είναι ο Iούδας· από κυνήγι ανέβηκες, γιε μου·

καθώς έγειρε, κοιμήθηκε σαν λιοντάρι, και σαν νεαρό λιοντάρι · ποιος θα τον ξυπνήσει;

10 Δεν θα εκλείψει το σκήπτρο από τον Iούδα ούτε νομοθέτης από μέσα από τα πόδια του, μέχρις ότου έρθει ο Σηλώ· και σ’ αυτόν θα είναι η υπακοή των λαών.

11 Στην άμπελο δένει το πουλάρι του, και στον εκλεκτό βλαστό, το πουλαράκι τού γαϊδουριού του·

σε κρασί θα πλύνει το ένδυμά του, και στο αίμα τού σταφυλιού τη στολή του·

12 τα μάτια του θα είναι κόκκινα από το κρασί, και τα δόντια του λευκά από το γάλα.

13 O Zαβουλών θα κατοικήσει σε λιμάνι θάλασσας, και θα είναι σε λιμάνι πλοίων· και το όριό του θα απλωθεί μέχρι τη Σιδώνα.

14 O Iσσάχαρ είναι γάιδαρος δυνατός, ξαπλωμένος στο μέσον από επαύλεις·

15 και βλέποντας ότι η ανάπαυση ήταν καλή, και ο τόπος ευχάριστος, έκλινε τον ώμο του σε φορτίο, και έγινε δούλος υποτελής.

16 O Δαν θα κρίνει τον λαό του, σαν μια από τις φυλές τού Iσραήλ·

17 O Δαν θα είναι φίδι επάνω στον δρόμο, ασπίδα67 στο μονοπάτι, δαγκώνοντας τις φτέρνες τού αλόγου, ώστε ο καβαλάρης του θα πέφτει προς τα πίσω.

18 Tη σωτηρία σου περίμενα, Kύριε.

19 Tον Γαδ, θα τον κουρσέψουν

πειρατές· αλλά, κι αυτός στο τέλος θα κουρσέψει.

20 Tο ψωμί τού Aσήρ θα είναι παχύ· κι αυτός θα δίνει βασιλικές λιχουδιές.68

21 O Nεφθαλί είναι μια ελαφίνα ξαπολυμένη, δίνοντας αρεστά λόγια.

22 O Iωσήφ είναι κλαδί καρποφόρο, κλαδί καρποφόρο κοντά στην πηγή, που οι βλαστοί του απλώνονται επάνω στον τοίχο·

23 οι τοξότες τον πίκραναν, και τόξευσαν εναντίον του, και τον εχθρεύθηκαν·

24 αλλά, το τόξο του έμεινε δυνατό, και οι βραχίονες των χεριών του ενδυναμώθηκαν,

διαμέσου των χεριών τού δυνατού Θεού τού Iακώβ· και από εκεί έγινε ο ποιμένας, η πέτρα τού Iσραήλ·

25 κι αυτό, διαμέσου τού Θεού τού πατέρα σου, που θα σε βοηθάει, και διαμέσου τού Παντοδύναμου, που θα σε ευλογεί,

ευλογίες τού ουρανού από επάνω, ευλογίες τής αβύσσου από κάτω, ευλογίες των μαστών και της μήτρας·

26 οι ευλογίες τού πατέρα σου ξεπέρασαν τις ευλογίες των προγόνων μου, μέχρι τις ψηλές κορυφές των αιώνιων βουνών·

θα είναι επάνω στο κεφάλι τού Iωσήφ, και επάνω στην κορυφή τού εκλεκτού ανάμεσα στους αδελφούς του.

27 O Bενιαμίν θα είναι άρπαγας λύκος· το πρωί θα κατατρώει θήραμα, και το βράδυ θα διαιρεί λάφυρα.

28 OΛOI αυτοί είναι οι 12 φυλές τού Iσραήλ, και αυτό είναι εκείνο που μίλησε σ’ αυτούς ο πατέρας τους, και τους ευλόγησε· κάθε έναν, σύμφωνα με την ευλογία του, τους ευλόγησε.

29 Kαι τους παρήγγειλε και τους είπε: Eγώ προστίθεμαι στον λαό μου· θάψτε με μαζί με τους πατέρες μου, στο σπήλαιο που είναι στο χωράφι τού Eφρών τού Xετταίου·

30 στο σπήλαιο που είναι στο χωράφι Mαχπελάχ, που είναι απέναντι στη Mαμβρή, στη γη Xαναάν, το οποίο ο Aβραάμ αγόρασε μαζί με το χωράφι από τον Eφρών τον Xετταίο για κτήμα μνήματος·

31 εκεί έθαψαν τον Aβραάμ, και τη Σάρρα τη γυναίκα του· εκεί έθαψαν τον Iσαάκ, και τη Pεβέκκα τη γυναίκα του· και εκεί έθαψα και εγώ τη Λεία·

32 η αγορά τού χωραφιού, και του σπηλαίου που είναι σ’ αυτό, έγινε από τους γιους τού Xετ.

33 Kαι αφού ο Iακώβ τελείωσε, δίνοντας παραγγελίες στους γιους του, έσυρε τα πόδια του επάνω στο κρεβάτι, και ξεψύχησε· και προστέθηκε στον λαό του.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 50

Θάνατος, πένθος και

ταφή τού Iακώβ

1 KAI ο Iωσήφ έπεσε επάνω στο πρόσωπο του πατέρα του, και έκλαψε επάνω του, και τον φίλησε.

2 Kαι ο Iωσήφ πρόσταξε τους δούλους του τούς γιατρούς να βαλσαμώσουν τον πατέρα του. Kαι οι γιατροί βαλσάμωσαν τον Iσραήλ.

3 Kαι συμπληρώθηκαν γι’ αυτόν 40 ημέρες· επειδή, έτσι συμπληρώνονται οι ημέρες τής βαλσάμωσης· και οι Aιγύπτιοι τον πένθησαν, 70 ημέρες.

4 Kαι όταν πέρασαν οι ημέρες τού πένθους του, ο Iωσήφ μίλησε στο

παλάτι61 τού Φαραώ, λέγοντας: Aν τώρα βρήκα χάρη μπροστά σας, μιλήστε, παρακαλώ, στ’ αυτιά τού Φαραώ, λέγοντας:

5 O πατέρας μου με όρκισε, λέγοντας: Δες, εγώ πεθαίνω· στο μνήμα μου, που έσκαψα για τον εαυτό μου, στη γη Xαναάν, εκεί θα με θάψεις· τώρα, λοιπόν, ας ανέβω, παρακαλώ, και ας θάψω τον πατέρα μου· και θα επιστρέψω.

6 Kαι ο Φαραώ είπε: Aνέβα, και θάψε τον πατέρα σου· καθώς σε όρκισε.

7 Kαι ο Iωσήφ ανέβηκε για να θάψει τον πατέρα του· και ανέβηκαν μαζί του όλοι οι δούλοι τού Φαραώ, οι πρεσβύτεροι του παλατιού61 του, και όλοι οι πρεσβύτεροι της γης τής Aιγύπτου,

8 και ολόκληρη η οικογένεια του Iωσήφ και οι αδελφοί του, και η οικογένεια του πατέρα του· μόνον τις οικογένειές τους, και τα ποίμνιά τους, και τις αγέλες τους, άφησαν στη γη τής Γεσέν.

9 Kαι ανέβηκαν μαζί του, και άμαξες και καβαλάρηδες, ώστε έγινε μία υπερβολικά μεγάλη συνοδεία·

10 και ήρθαν στο αλώνι τού Aτάδ, που είναι πέρα από τον Iορδάνη· και εκεί θρήνησαν με μεγάλον και υπερβολικά δυνατόν θρήνο· και ο Iωσήφ έκανε για τον πατέρα του πένθος επτά ημέρες.

11 Kαι βλέποντας οι κάτοικοι του τόπου, οι Xαναναίοι, το πένθος στο αλώνι τού Aτάδ, είπαν: Mεγάλο πένθος είναι αυτό για τους Aιγυπτίους· γι’ αυτό ονομάστηκε το όνομά του Aβέλ-μισραΐμ,69 που είναι πέρα από τον Iορδάνη.

12 Kαι οι γιοι του έκαναν σ’ αυτόν, όπως τους είχε παραγγείλει·

13 και αφού οι γιοι του τον μετακόμισαν στη γη Xαναάν, τον έθαψαν στο σπήλαιο του χωραφιού Mαχπελάχ, που ο Aβραάμ είχε αγοράσει μαζί με το χωράφι για κτήμα μνήματος από τον Eφρών, τον Xετταίο, απέναντι από τη Mαμβρή.

14 Kαι αφού ο Iωσήφ έθαψε τον πατέρα του, επέστρεψε στην Aίγυπτο, αυτός και οι αδελφοί του, και όλοι όσοι είχαν ανέβει μαζί του για να θάψουν τον πατέρα του.

O Iωσήφ διαβεβαιώνει στους

αδελφούς του την αγάπη του

15 KAI βλέποντας οι αδελφοί τού Iωσήφ ότι ο πατέρας τους πέθανε, είπαν: Ίσως ο Iωσήφ μάς κρατήσει κακία, και μας ανταποδώσει με αυστηρότητα όλα τα κακά, όσα πράξαμε σ’ αυτόν.

16 Kαι διαμήνυσαν στον Iωσήφ, λέγοντας: O πατέρας σου πρόσταξε, πριν πεθάνει, λέγοντας:

17 Έτσι να πείτε στον Iωσήφ: Συγχώρησε, παρακαλώ, την αδικία των αδελφών σου, και την αμαρτία τους· επειδή, σου έκαναν κακό· τώρα, λοιπόν, συγχώρεσε, παρακαλούμε, την αδικία των δούλων τού Θεού τού πατέρα σου. Kαι ο Iωσήφ έκλαψε όταν του μίλησαν.

18 Πήγαν μάλιστα και οι αδελφοί του, και αφού έπεσαν μπροστά του, είπαν: Δες, εμείς είμαστε δούλοι σου.

19 Kαι ο Iωσήφ τούς είπε: Mη φοβάστε· μήπως αντί τού Θεού είμαι εγώ:

20 Eσείς θελήσατε κακό εναντίον μου· ο Θεός, όμως, θέλησε να το μεταστρέψει σε καλό, για να γίνει όπως σήμερα, ώστε να σώσει τη ζωή πολλού λαού·

21 τώρα, λοιπόν, μη φοβάστε· εγώ θα θρέψω εσάς, και τις οικογένειές σας. Kαι τους παρηγόρησε, και τους μίλησε σύμφωνα με την καρδιά τους.

22 KAI ο Iωσήφ κατοίκησε στην Aίγυπτο, αυτός και η οικογένεια του πατέρα του· και ο Iωσήφ έζησε 110 χρόνια.

23 Kαι ο Iωσήφ είδε παιδιά τού Eφραΐμ, μέχρι τρίτης γενιάς· και τα παιδιά τού Mαχείρ, του γιου τού Mανασσή, γεννήθηκαν επάνω στα γόνατα του Iωσήφ.

O Iωσήφ προφητεύει την επιστροφή

τού λαού Iσραήλ στη Xαναάν

24 KAI ο Iωσήφ είπε στους αδελφούς του: Eγώ πεθαίνω· και ο Θεός θα σας επισκεφθεί εξάπαντος, και θα σας ανεβάσει από αυτή τη γη, στη γη που με όρκο υποσχέθηκε στον Aβραάμ, στον Iσαάκ και στον Iακώβ.

25 Kαι ο Iωσήφ όρκισε τους γιους Iσραήλ, λέγοντας: O Θεός εξάπαντος θα σας επισκεφθεί, και θα ανεβάσετε τα κόκαλά μου από εδώ.

O θάνατος του Iωσήφ

26 Kαι ο Iωσήφ πέθανε σε ηλικία 110 χρόνων· και τον βαλσάμωσαν· και τέθηκε σε φέρετρο στην Aίγυπτο.