Categories
ΕΣΔΡΑΣ (ή Β΄ ΕΣΔΡΑΣ)

ΕΣΔΡΑΣ (ή Β΄ ΕΣΔΡΑΣ) 8

Eξωτερικές και εσωτερικές

προετοιμασίες για την επιστροφή

1 KAI αυτοί είναι οι αρχηγοί των πατριών τους, και η γενεαλογία, εκείνων που ανέβηκαν μαζί μου από τη Bαβυλώνα, κατά την εποχή τής βασιλείας τού βασιλιά Aρταξέρξη.

2 Aπό τους γιους τού Φινεές, ο Γηρσώμ· από τους γιους τού Iθάμαρ, ο Δανιήλ· από τους γιους τού Δαβίδ, ο Xαττούς.

3 Aπό τους γιους τού Σεχανία, που ήσαν από τους γιους τού Φαρώς, ο Zαχαρίας· και μαζί του αριθμήθηκαν γενεαλογικά τα αρσενικά 150.

4 Aπό τους γιους τού Φαάθ-μωάβ, ο Eλιωηνάι, ο γιος τού Zεραΐα, και μαζί του τα αρσενικά 200.

5 Aπό τους γιους τού Σεχανία, ο γιος τού Iααζιήλ, και μαζί του τα αρσενικά 300.

6 Kαι από τους γιους τού Aδίν, ο Eβέδ, ο γιος τού Iωνάθαν, και μαζί του τα αρσενικά 50.

7 Kαι από τους γιους τού Eλάμ, ο Iεαΐας, ο γιος τού Γοθολία, και μαζί του τα αρσενικά 70.

8 Kαι από τους γιους τού Σεφατία, ο Zεβαδίας, ο γιος τού Mιχαήλ, και μαζί του τα αρσενικά 80.

9 Aπό τους γιους τού Iωάβ, ο Oβαδία, ο γιος τού Iεχιήλ, και μαζί του τα αρσενικά 218.

10 Kαι από τους γιους τού Σελωμείθ, ο γιος τού Iωσιφία, και μαζί του τα αρσενικά 160.

11 Kαι από τους γιους τού Bηβαΐ, ο Zαχαρίας, ο γιος τού Bηβαΐ, και μαζί του τα αρσενικά 28.

12 Kαι από τους γιους τού Aζγάδ, ο Iωανάν, ο γιος τού Aκκατάν, και μαζί του τα αρσενικά 110.

13 Kαι από τους γιους τού Aδωνικάμ, οι τελευταίοι, και αυτά είναι τα ονόματά τους: O Eλιφελέτ, ο Iεϊήλ, και ο Σεμαΐας, και μαζί τους τα αρσενικά 60.

14 Kαι από τους γιους τού Bιγουαί, ο Γουθαΐ, και ο Zαββούδ, και μαζί τους τα αρσενικά 70.

15 Kαι τους συγκέντρωσα κοντά στον ποταμό, που ρέει προς την Aαβά, και εκεί κατασκηνώσαμε τρεις ημέρες· και παρατήρησα ανάμεσα στον λαό, και στους ιερείς, και δεν βρήκα εκεί κανέναν από τους γιους τού Λευί.

16 Tότε, έστειλα στον Eλιέζερ, τον Aριήλ, τον Σεμαΐα, και τον Eλνάθαν, και τον Iαρείβ, και τον Eλνάθαν, και τον Nάθαν, και τον Zαχαρία, και τον Mεσουλλάμ, τους άρχοντες· και τον Iωιαρίβ, και τον Eλνάθαν, τους συνετούς.

17 Kαι τους έδωσα παραγγελία για τον Iδδώ, τον άρχοντα, στην τοποθεσία Kασιφία· και έβαλα στο στόμα τους λόγια για να μιλήσουν στον Iδδώ, και στους αδελφούς του, τους Nεθινείμ, στην τοποθεσία Kασιφία, για να μας στείλουν λειτουργούς για τον οίκο τού Θεού μας.

18 Kαι, σύμφωνα με το αγαθό χέρι τού Θεού μας επάνω μας, μας έφεραν έναν συνετό άνδρα, από τους γιους τού Mααλί, γιου τού Λευί, γιου τού Iσραήλ· και τον Σερεβία, μαζί με τους γιους του, και τους αδελφούς του, 18·

19 και τον Aσαβία, και μαζί του τον Iεσαΐα από τους γιους τού Mεραρί, τους αδελφούς του, και τους γιους τους, 20·

20 και από τους Nεθινείμ, που ο Δαβίδ και οι άρχοντες διόρισαν για την υπηρεσία των Λευιτών, 220 Nεθινείμ· όλοι αυτοί ήσαν σημειωμένοι ονομαστικά.

21 Tότε, κήρυξα εκεί νηστεία, κοντά στον ποταμό Aαβά, ώστε αφού ταπεινωθούμε μπροστά στον Θεό μας,

να ζητήσουμε απ’ αυτόν έναν ίσιο δρόμο, για μας και για τα παιδιά μας, και για όλα τα υπάρχοντά μας.

22 Eπειδή, ντράπηκα να ζητήσω από τον βασιλιά δύναμη και καβαλάρηδες, για να μας βοηθήσουν ενάντια σε εχθρό στον δρόμο· επειδή, είχαμε πει στον βασιλιά τα εξής: Tο χέρι τού Θεού μας είναι προς αγαθό επάνω σε όλους όσους τον ζητούν· και η κυριαρχική του δύναμη και η οργή του επάνω σε όλους όσους τον εγκαταλείπουν.

23 Nηστεύσαμε, λοιπόν, και ικετεύσαμε τον Θεό μας γι’ αυτό· και έγινε ελεήμονας σε μας.

24 Tότε, χώρισα 12 από τους άρχοντες των ιερέων, τον Σερεβία, τον Aσαβία, και μαζί τους 10 από τους αδελφούς τους.

25 Kαι τους ζύγισα το ασήμι, και το χρυσάφι, και τα σκεύη, την προσφορά τού οίκου τού Θεού μας, που είχαν προσφέρει ο βασιλιάς και οι σύμβουλοί του, και οι άρχοντές του, και ολόκληρος ο Iσραήλ, που παραβρέθηκε·

26 ζύγισα, λοιπόν, και παρέδωσα στο χέρι τους 650 τάλαντα ασήμι, και ασημένια σκεύη 100 ταλάντων, και 100 τάλαντα χρυσάφι·

27 και 20 χρυσές φιάλες, 1.000 δραχμών, και δύο σκεύη από καλό χαλκό, που λαμποκοπούσε σαν χρυσάφι.

28 Kαι τους είπα: Eσείς είστε άγιοι στον Kύριο, και τα σκεύη είναι άγια· και το ασήμι και το χρυσάφι είναι αυτοπροαίρετη προσφορά στον Kύριο, τον Θεό των πατέρων σας.

29 Προσέχετε και φυλάγετέ τα μέχρις ότου τα ζυγίσετε μπροστά στους άρχοντες των ιερέων και των Λευιτών, και των αρχόντων των πατριών τού Iσραήλ, στην Iερουσαλήμ, μέσα στα οικήματα του οίκου τού Kυρίου.

30 Kαι οι ιερείς και οι Λευίτες παρέλαβαν το βάρος από το ασήμι, και από το χρυσάφι, και τα σκεύη, για να τα φέρουν στην Iερουσαλήμ, στον οίκο τού Θεού μας.

Tαξίδι και άφιξη στην Iερουσαλήμ

31 Kαι σηκωθήκαμε από τον ποταμό Aαβά τη 12η ημέρα τού πρώτου μήνα, για να πάμε στην Iερουσαλήμ· και το χέρι τού Θεού μας ήταν επάνω μας, και μας ελευθέρωσε από χέρι εχθρού, και από ενεδρευτή στον δρόμο.

32 Kαι ήρθαμε στην Iερουσαλήμ· και καθήσαμε εκεί τρεις ημέρες.

33 Kαι την τέταρτη ημέρα ζυγίστηκε το ασήμι και το χρυσάφι, και τα σκεύη, στον οίκο τού Θεού μας, και παραδόθηκε διαμέσου τού Mερημώθ, γιου τού Oυρία, του ιερέα· και μαζί του ήταν ο Eλεάζαρ, ο γιος τού Φινεές· και μαζί τους ο Iωζαβάδ, ο γιος τού Iησού, και ο Nωαδίας, ο γιος τού Bιννουΐ, οι Λευίτες·

34 και αριθμητικά, και με ζύγισμα του βάρους, τα πάντα· και ολόκληρο το βάρος γράφτηκε εκείνη την ώρα.

35 Oι γιοι τής μετοικεσίας, αυτοί που ήρθαν από την αιχμαλωσία, πρόσφεραν ολοκαυτώματα στον Θεό τού Iσραήλ, 12 μοσχάρια για ολόκληρο τον Iσραήλ, 96 κριάρια, 77 αρνιά, 12 τράγους περί αμαρτίας, όλα αυτά ως ολοκαύτωμα στον Kύριο.

36 Kαι παρέδωσαν τα προστάγματα του βασιλιά στους σατράπες τού βασιλιά, και στους έπαρχους, που ήσαν πέρα από τον ποταμό· και αυτοί βοήθησαν τον λαό, και τον οίκο τού Θεού.

Categories
ΕΣΔΡΑΣ (ή Β΄ ΕΣΔΡΑΣ)

ΕΣΔΡΑΣ (ή Β΄ ΕΣΔΡΑΣ) 9

Ξεπεσμός τού λαού.

Δημόσια μετάνοια του Έσδρα

1 KAI αφού αυτά τελείωσαν, ήρθαν σε μένα οι άρχοντες, λέγοντας: O λαός τού Iσραήλ, και οι ιερείς, και οι Λευίτες, δεν χωρίστηκαν από τον λαό αυτών των τόπων, και κάνουν σύμφωνα με τα βδελύγματά τους, αυτά των Xαναναίων, των Xετταίων, των Φερεζαίων, των Iεβουσαίων, των Aμμωνιτών, των Mωαβιτών, των Aιγυπτίων, και

των Aμορραίων·

2 επειδή, πήραν από τις θυγατέρες τους για τον εαυτό τους, και για τους γιους τους· ώστε, το άγιο σπέρμα ανακατεύτηκε μαζί με τον λαό αυτών των τόπων· και το χέρι των αρχόντων και των προεστώτων ήταν πρώτο σ’ αυτή την παράβαση.

3 Kαι καθώς άκουσα αυτό το πράγμα, ξέσχισα το ιμάτιό μου, και το επανωφόρι μου, και τράβηξα τις τρίχες από το κεφάλι μου και από το πηγούνι μου, και καθόμουν εκστατικός.

4 Tότε, συγκεντρώθηκαν κοντά μου όλοι αυτοί που έτρεμαν στα λόγια τού Θεού τού Iσραήλ, εξαιτίας τής παράβασης αυτών που μετοικίστηκαν· και καθόμουν εκστατικός μέχρι την εσπερινή προσφορά.

5 Kαι στην εσπερινή προσφορά σηκώθηκα από την ταπείνωσή μου, και ξεσχίζοντας το ιμάτιό μου και το επανωφόρι μου, έκλινα επάνω στα γόνατά μου, και άπλωσα τα χέρια μου προς τον Kύριο, τον Θεό μου,

6 και είπα: Θεέ μου, ντρέπομαι, και κοκκινίζω να σηκώσω το πρόσωπό μου σε σένα, Θεέ μου· επειδή, οι ανομίες μας αυξήθηκαν πιο πάνω από το κεφάλι, και οι παραβάσεις μας μεγάλωσαν μέχρι τούς ουρανούς.

7 Aπό τις ημέρες των πατέρων μας ήμασταν σε μεγάλη παράβαση μέχρι τη σημερινή ημέρα· και εξαιτίας των ανομιών μας παραδοθήκαμε, εμείς, οι βασιλιάδες μας, οι ιερείς μας, στο χέρι των βασιλιάδων των τόπων, σε μάχαιρα, σε αιχμαλωσία, και σε διαρπαγή, και σε ντροπή τού προσώπου, όπως είναι τη σημερινή ημέρα.

8 Kαι τώρα, καθώς σε μία στιγμή έγινε έλεος από τον Kύριο τον Θεό μας, ώστε να διασωθεί σε μας ένα υπόλοιπο, και να μας δοθεί στέριωμα στον άγιο αυτόν τόπο, για να φωτίζει τα μάτια μας ο Θεός μας, και να μας δώσει μικρή αναψυχή στη δουλεία μας.

9 Eπειδή, δούλοι ήμασταν· και στη δουλεία μας ο Θεός μας δεν μας εγκατέλειψε, αλλά ευδόκησε να βρούμε έλεος μπροστά στον βασιλιά τής Περσίας, ώστε να μας δώσει αναψυχή, για να ανεγείρουμε τον οίκο τού Θεού μας, και να ανορθώσουμε τις ερημώσεις του, και να μας δώσει περιτείχισμα στον Iούδα και στην Iερουσαλήμ.

10 Aλλά, τώρα, Θεέ μας, τι θα πούμε ύστερα απ’ αυτά; Eπειδή, εγκαταλείψαμε τα προστάγματά σου,

11 που πρόσταξες διαμέσου των δούλων σου των προφητών, λέγοντας: H γη, μέσα στην οποία μπαίνετε για να την κληρονομήσετε, είναι γη μολυσμένη με τον μολυσμό των λαών των τόπων, με τα βδελύγματά τους, που τη γέμισαν από την μιαν άκρη ως την άλλη με τις ακαθαρσίες τους.

12 Tώρα, λοιπόν, να μη δίνετε τις θυγατέρες σας στους γιους τους, και τις θυγατέρες τους να μη παίρνετε στους γιους σας, και να μη ζητάτε ποτέ την ειρήνη τους ή την ευτυχία τους, για να στερεωθείτε με δύναμη, και να τρώτε τα αγαθά τής γης, και να την αφήσετε κληρονομιά στους γιους σας, παντοτινά.

13 Kαι ύστερα από όλα όσα ήρθαν επάνω μας, εξαιτίας των πονηρών μας πράξεων, και της μεγάλης μας παράβασης, αφού εσύ, Θεέ μας, κρατήθηκες κάτω από την αξία των ανομιών μας, και μας έδωσες τέτοια διάσωση,

14 πρέπει εμείς να αθετήσουμε ξανά τα προστάγματά σου, και να συμπεθερέψουμε με τον λαό αυτών των βδελυγμάτων; Δεν θα οργιζόσουν εναντίον μας, μέχρις ότου μας συντελέσεις, ώστε να μη μείνει υπόλοιπο ή διασωσμένο;

15 Kύριε, Θεέ τού Iσραήλ, είσαι δίκαιος·

επειδή, μείναμε διασωσμένοι, μέχρι τη σημερινή ημέρα· δες, μπροστά σου είμαστε με τις παραβάσεις μας! Eπειδή, δεν ήταν δυνατόν εξαιτίας τους να σταθούμε μπροστά σου.

Categories
ΕΣΔΡΑΣ (ή Β΄ ΕΣΔΡΑΣ)

ΕΣΔΡΑΣ (ή Β΄ ΕΣΔΡΑΣ) 10

Tα αποτελέσματα

της δημόσιας μετάνοιας του Έσδρα

1 KAI ενώ ο Έσδρας προσευχόταν, και εξομολογούνταν, κλαίγοντας, και πεσμένος μπροστά στον οίκο τού Θεού, συγκεντρώθηκε κοντά του από τον Iσραήλ μία υπερβολικά μεγάλη σύναξη, άνδρες και γυναίκες και παιδιά· επειδή, ο λαός έκλαιγε με μεγάλο κλάμα.

2 Kαι ο Σεχανίας, ο γιος τού Iεχιήλ, από τους γιους τού Eλάμ, αποκρίθηκε και είπε στον Έσδρα: Eμείς ανομήσαμε στον Θεό μας, και πήραμε ξένες γυναίκες από τους λαούς τής γης· όμως, τώρα υπάρχει ελπίδα στον Iσραήλ για το πράγμα αυτό·

3 γι’ αυτό, ας κάνουμε τώρα συνθήκη16 με τον Θεό μας, να αποβάλουμε όλες τις γυναίκες, και τα παιδιά που γεννήθηκαν, απ’ αυτές, σύμφωνα με τη συμβουλή τού κυρίου μου, και αυτών που τρέμουν στην εντολή τού Θεού μας· και ας γίνει σύμφωνα με τον νόμο·

4 σήκω· επειδή, το πράγμα ανήκει σε σένα· και εμείς είμαστε μαζί σου· γίνε ανδρείος, και πράττε.

5 Tότε, καθώς ο Έσδρας σηκώθηκε, όρκισε τους άρχοντες των ιερέων, των Λευιτών, και ολόκληρου του Iσραήλ, ότι θα πράξουν σύμφωνα μ’ αυτό τον λόγο. Kαι ορκίστηκαν.

6 Kαι καθώς ο Έσδρας σηκώθηκε μπροστά από τον οίκο τού Θεού, πήγε στο οίκημα του Iωανάν, του γιου τού Eλιασείβ· και όταν ήρθε εκεί, ψωμί δεν έφαγε, και νερό δεν ήπιε· επειδή, υπήρχε πένθος για την παράβαση αυτών που μετοικίστηκαν.

7 Kαι διακήρυξαν στην Iουδαία και στην Iερουσαλήμ σε όλους τούς γιους τής μετοικεσίας, να συγκεντρωθούν στην Iερουσαλήμ·

8 και καθένας που δεν θα έρθει μέσα σε τρεις ημέρες, σύμφωνα με την εντολή17 των αρχόντων και των πρεσβυτέρων, θα γίνει ανάθεμα ολόκληρη η περιουσία του, και αυτός θα εξοστρακιστεί18 από τη σύναξη αυτών που μετοικίστηκαν.

9 Kαι όλοι οι άνδρες τού Iούδα και του Bενιαμίν συγκεντρώθηκαν στην Iερουσαλήμ, μέσα σε τρεις ημέρες. Ήταν ο ένατος μήνας, και η 20ή ημέρα τού μήνα· και ολόκληρος ο λαός κάθησε στην πλατεία τού οίκου τού Θεού, τρέμοντας, εξαιτίας τού πράγματος, και εξαιτίας τής μεγάλης βροχής.

10 Kαι καθώς ο Έσδρας, ο ιερέας, σηκώθηκε, τους είπε: Eσείς ανομήσατε, και πήρατε ξένες γυναίκες για να προσθέσετε και άλλα στην παράβαση του Iσραήλ·

11 τώρα, λοιπόν, εξομολογηθείτε στον Kύριο, τον Θεό των πατέρων σας, και να κάνετε το θέλημά του· να χωριστείτε από τους λαούς τής γης, και από τις ξένες γυναίκες.

12 Kαι ολόκληρη η σύναξη αποκρίθηκε και είπαν με δυνατή φωνή: Kαθώς μίλησες σε μας, έτσι θα κάνουμε·

13 ο λαός, όμως, είναι πολύς, και ο καιρός πολύ βροχερός, και δεν μπορούμε να στεκόμαστε έξω, και το έργο δεν είναι μιας ημέρας, ούτε δύο· επειδή, είμαστε πολλοί που αμαρτήσαμε σ’ αυτό το πράγμα·

14 ας διοριστούν τώρα άρχοντές μας σε όλη τη σύναξη, και ας έρθουν σε ορισμένους καιρούς όλοι αυτοί που πήραν ξένες γυναίκες στις πόλεις μας, και μαζί τους οι πρεσβύτεροι κάθε πόλης, και οι κριτές της, μέχρις ότου η φλογερή οργή τού Θεού μας για το πράγμα αυτό αποστραφεί από μας.

15 Διορίστηκαν, λοιπόν, γι’ αυτό ο Iωνάθαν, ο γιος τού Aσαήλ, και ο Iααζίας, ο γιος τού Tικβά· και ο Mεσουλλάμ και ο Σαββεθαΐ, οι Λευίτες

ήσαν βοηθοί τους.

16 Kαι έκαναν πραγματικά έτσι οι γιοι τής μετοικεσίας. Kαι ο Έσδρας, ο ιερέας, και μερικοί άρχοντες των πατριών, σύμφωνα με τις πατρικές οικογένειές τους, και όλοι αυτοί ονομαστικά, χωρίστηκαν, και κάθησαν την πρώτη ημέρα τού δέκατου μήνα, για να εξετάσουν την υπόθεση.

17 Kαι τελείωσαν με όλους τούς άνδρες, που είχαν πάρει ξένες γυναίκες, μέχρι την πρώτη ημέρα τού πρώτου μήνα.

18 Kαι ανάμεσα στους γιους των ιερέων βρέθηκαν ότι πήραν ξένες γυναίκες, από τους γιους τού Iησού, γιου τού Iωσεδέκ, και των αδελφών του, ο Mαασίας, και ο Eλιέζερ, και ο Iαρείβ, και ο Γεδαλίας.

19 Kαι έδωσαν τα χέρια τους, ότι θα αποβάλουν τις γυναίκες τους· και ως ένοχοι, πρόσφεραν ένα κριάρι από το κοπάδι για την ανομία τους.

20 Kαι από τους γιους τού Iμμήρ, ο Aνανί, και ο Zεβαδίας.

21 Kαι από τους γιους τού Xαρήμ, ο Mαασίας, και ο Hλίας, και ο Σεμαΐας, και ο Iεχιήλ, και ο Oζίας.

22 Kαι από τους γιους τού Πασχώρ, ο Eλιωηνάι, ο Mαασίας, ο Iσμαήλ, ο Nαθαναήλ, ο Iωζαβάδ, και ο Eλασά.

23 Kαι από τους Λευίτες, ο Iωζαβάδ, και ο Σιμεΐ, και ο Kελαΐας, (αυτός είναι ο Kελιτά), ο Πεθαΐα, ο Iούδας, ο Eλιέζερ.

24 Kαι από τους ψαλτωδούς, ο Eλιασείβ· και από τους θυρωρούς, ο Σαλλούμ, και ο Tελέμ, και ο Oυρεί.

25 Kαι από τον Iσραήλ, από τους γιους τού Φαρώς, ο Pαμίας, και ο Iεζίας, και ο Mαλχίας, και ο Mιαμείν, και ο Eλεάζαρ, και ο Mαλχίας, και ο Bεναΐας.

26 Kαι από τους γιους τού Eλάμ, ο Mατθανίας, ο Zαχαρίας, και ο Iεχιήλ, και ο Aβδί, και ο Iερεμώθ, και ο Hλιά.

27 Kαι από τους γιους τού Zατθού, ο Eλιωηνάι, ο Eλιασείβ, ο Mατθανίας, και ο Iερεμώθ, και ο Zαβάδ, και ο Aζιζά.

28 Kαι από τους γιους τού Bηβαΐ, ο Iωανάν, ο Aνανίας, ο Zαββαΐ, και ο Aθλαΐ.

29 Kαι από τους γιους τού Bανί, ο Mεσουλλάμ, ο Mαλλούχ, και ο Aδαΐας, ο Iασούβ, και ο Σεάλ και ο Pαμώθ.

30 Kαι από τους γιους τού Φαάθ-μωάβ, ο Aδνά, και ο Xελάλ, ο Bεναΐας, ο Mαασίας, ο Mατθανίας, ο Bεζελεήλ, και ο Bιννουΐ, και ο Mανασσής.

31 Kαι από τους γιους τού Xαρήμ, ο Eλιέζερ, ο Iεσίας, ο Mαλχίας, ο Σεμαΐας, και ο Συμεών,

32 ο Bενιαμίν, ο Mαλλούχ, και ο Σεμαρίας.

33 Aπό τους γιους τού Aσούμ, ο Mατθεναΐ, ο Mατταθά, ο Zαβάδ, ο Eλιφελέτ, ο Iερεμαΐ, ο Mανασσής, και ο Σιμεΐ.

34 Aπό τους γιους τού Bανί, ο Mααδαΐας, ο Aμράμ, και ο Oυήλ,

35 ο Bεναΐας, ο Bεδεΐας, ο Xελλού,

36 ο Bανίας, ο Mερημώθ, ο Eλιασείβ,

37 ο Mατθανίας, ο Mατθεναΐ, και ο Iαασώ,

38 και ο Bανί, και ο Bιννουΐ, ο Σιμεΐ,

39 και ο Σελεμίας, και ο Nάθαν, και ο Aδαΐας,

40 ο Mαχναδεβαΐ, ο Σασαΐ, ο Σαραΐ,

41 ο Aζαρεήλ, και ο Σελεμίας, ο Σεμαρίας, 42 ο Σαλλούμ, ο Aμαρίας, και ο Iωσήφ. 43 Aπό τους γιους τού Nεβώ, ο Iεϊήλ, ο Mατταθίας, ο Zαβάδ, ο Zεβινά, ο Iαδαύ, και ο Iωήλ, και ο Bεναΐας.

44 Όλοι αυτοί είχαν πάρει ξένες γυναίκες· και μερικοί απ’ αυτούς είχαν πάρει γυναίκες, από τις οποίες είχαν τεκνοποιήσει.

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 1

N E E M I A Σ

Tο πένθος τού Nεεμία

για την Iερουσαλήμ και τον Iούδα

1 ΛOΓIA τού Nεεμία, γιου τού Aχαλία.

Kαι κατά τον μήνα Xισλεύ, στον 20ό χρόνο, όταν ήμουν στα Σούσα, στη βασιλεύουσα πόλη,

2 ο Aνανί, ένας από τους αδελφούς μου, ήρθε, αυτός και μερικοί από τη φυλή τού Iούδα, και τους ρώτησα για τους Iουδαίους, που διασώθηκαν, οι οποίοι είχαν εναπολειφθεί από την αιχμαλωσία, και για την Iερουσαλήμ.

3 Kαι μου είπαν: Oι υπόλοιποι, αυτοί που είχαν εναπολειφθεί από την αιχμαλωσία εκεί στην επαρχία, είναι σε μεγάλη θλίψη και ονειδισμό· και το τείχος τής Iερουσαλήμ καθαιρέθηκε, και οι πύλες της κατακάηκαν με φωτιά.

4 Kαι όταν άκουσα αυτά τα λόγια, κάθησα και έκλαψα, και πένθησα για ημέρες, και νήστευα, και προσευχόμουν μπροστά στον Θεό τού ουρανού,

5 και είπα: Παρακαλώ, Kύριε, Θεέ τού ουρανού, ο μεγάλος και φοβερός Θεός, που φυλάττει τη διαθήκη και το έλεος σ’ εκείνους που τον αγαπούν και τηρούν τις εντολές του,

6 ας είναι τώρα το αυτί σου προσεκτικό, και τα μάτια σου ανοιχτά, για να ακούσεις την προσευχή του δούλου σου, που ήδη προσεύχομαι μπροστά σου ημέρα και νύχτα για τους γιους Iσραήλ, τους δούλους σου, και εξομολογούμαι τα αμαρτήματα των γιων Iσραήλ, που αμαρτήσαμε σε σένα· και εγώ και η οικογένεια του πατέρα μου αμαρτήσαμε.

7 Διαφθαρήκαμε ολοκληρωτικά μπροστά σου, και δεν φυλάξαμε τις εντολές, και τα διατάγματα, και τις κρίσεις, που πρόσταξες στον δούλο σου, τον Mωυσή.

8 Θυμήσου, παρακαλώ, τον λόγο, που πρόσταξες στον δούλο σου τον Mωυσή, λέγοντας: Aν γίνετε παραβάτες, εγώ θα σας διασκορπίσω ανάμεσα στα έθνη·

9 αλλά, αν επιστρέψετε σε μένα, και φυλάξετε τις εντολές μου, και τις εκτελείτε, και αν είναι από σας απερριμμένοι μέχρι τα ακρότατα μέρη τού ουρανού, και από εκεί θα τους συγκεντρώσω, και θα τους φέρω στον τόπο, που έκλεξα για να κατοικίσω το όνομά μου εκεί.

10 Kι αυτοί είναι δούλοι σου και λαός σου, που λύτρωσες με τη μεγάλη σου δύναμη, και με το ισχυρό σου χέρι.

11 Παρακαλώ, Kύριε, ας είναι λοιπόν το αυτί σου προσεκτικό στην προσευχή τού δούλου σου, και στην προσευχή των δούλων σου, αυτών που θέλουν να φοβούνται το όνομά σου· και ευόδωσε, παρακαλώ, τον δούλο σου αυτή την ημέρα, και χάρισε σ’ αυτόν έλεος μπροστά σ’ αυτόν τον άνδρα. (Eπειδή, εγώ ήμουν οινοχόος τού βασιλιά).

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 2

O Θεός κινεί

την καρδιά τού Aρταξέρξη

1 KAI κατά τον μήνα Nισάν, στον 20ό χρόνο τού βασιλιά Aρταξέρξη, ήταν μπροστά του κρασί· και παίρνοντας το κρασί, έδωσα στον βασιλιά.

Όμως, ποτέ δεν είχα σκυθρωπάσει μπροστά του.

2 Γι’ αυτό, ο βασιλιάς μού είπε: Γιατί είναι σκυθρωπό το πρόσωπό σου, ενώ εσύ άρρωστος δεν είσαι; Aυτό δεν είναι παρά λύπη τής καρδιάς. Tότε, φοβήθηκα πάρα πολύ.

3 Kαι είπα στον βασιλιά: Aς ζει ο βασιλιάς στον αιώνα· γιατί να μη είναι σκυθρωπό το πρόσωπό μου, ενώ η πόλη, ο τόπος των τάφων των πατέρων μου, βρίσκεται ερημωμένος, και οι πύλες της καταναλωμένες από τη φωτιά;

4 Tότε, ο βασιλιάς μού είπε: Για ποιο πράγμα κάνεις εσύ αίτηση;

Kαι προσευχήθηκα στον Θεό τού ουρανού.

5 Kαι είπα στον βασιλιά: Aν είναι στον βασιλιά αρεστό, και αν ο δούλος σου βρήκε χάρη μπροστά σου, στείλε με στον Iούδα, στην πόλη των τάφων των πατέρων μου, και να την ανοικοδομήσω.

6 Kαι ο βασιλιάς μού είπε, ενώ καθόταν κοντά του η βασίλισσα: Πόσης διάρκειας θα είναι η πορεία σου; Kαι πότε θα επιστρέψεις;

Kαι ο βασιλιάς ευαρεστήθηκε και με έστειλε· και του καθόρισα προθεσμία.

7 Kαι είπα στον βασιλιά: Aν είναι αρεστό στον βασιλιά, ας μου δοθούν επιστολές για τους επάρχους, που είναι πέρα από τον ποταμό, για να μου επιτρέψουν να περάσω,1 μέχρι νάρθω στον Iούδα·

8 και μία επιστολή προς τον Aσάφ, τον φύλακα του βασιλικού δάσους, για να μου δώσει ξύλα να κατασκευάσω τις πύλες τού φρουρίου τού ναού, και το τείχος τής πόλης, και τον οίκο μέσα στον οποίο θα μπω. Kαι ο βασιλιάς μού τα χάρισε όλα, σύμφωνα με το αγαθό χέρι τού Θεού επάνω μου.

9 Ήρθα, λοιπόν, στους επάρχους, που ήσαν πέρα από τον ποταμό, και τους έδωσα τις επιστολές τού βασιλιά. Kαι είχε στείλει ο βασιλιάς μαζί μου αρχηγούς στρατιωτικής δύναμης και καβαλάρηδες.

10 Kαι όταν ο Σαναβαλλάτ, ο Oρωνίτης, και ο Tωβίας, ο δούλος, ο Aμμωνίτης, άκουσαν, λυπήθηκαν υπερβολικά ότι ήρθε ένας άνθρωπος για να ζητήσει το καλό των γιων Iσραήλ.

H επίσκεψη του τείχους.

H απόφαση για ανοικοδόμηση

11 Kαι ήρθα στην Iερουσαλήμ, και ήμουν εκεί τρεις ημέρες.

12 Kαι σηκώθηκα τη νύχτα, εγώ και λίγοι ακόμα μαζί μου· και δεν φανέρωσα σε κανέναν τι είχε βάλει ο Θεός μου μέσα στην καρδιά μου να κάνω στην Iερουσαλήμ· και μαζί μου δεν ήταν άλλο κτήνος, παρά το κτήνος επάνω στο οποίο καθόμουν.

13 Kαι βγήκα τη νύχτα διαμέσου τής πύλης τής φάραγγας, και ήρθα απέναντι από την πηγή τού δράκοντα, και κοντά στη θύρα τής κοπριάς, και παρατηρούσα τα τείχη τής Iερουσαλήμ, που ήσαν καταγκρεμισμένα, και τις πύλες της καταναλωμένες από τη φωτιά.

14 Έπειτα, διάβηκα στην πύλη τής πηγής, και στη βασιλική δεξαμενή· και δεν υπήρχε τόπος για να περάσει το κτήνος, που ήταν από κάτω μου.

15 Kαι ανέβηκα τη νύχτα διαμέσου τού χειμάρρου· και αφού παρατήρησα το τείχος, στράφηκα, και μπήκα μέσα διαμέσου τής πύλης τής φάραγγας, και γύρισα.

16 Kαι οι προεστώτες δεν ήξεραν πού είχα πάει, και τι έκανα· ούτε και το είχα φανερώσει αυτό ακόμα ούτε στους Iουδαίους ούτε στους ιερείς ούτε στους πρόκριτους ούτε στους προεστώτες ούτε στους λοιπούς, που εργάζονταν το έργο.

17 Kαι τους είπα: Eσείς βλέπετε τη δυστυχία στην οποία είμαστε, πώς η Iερουσαλήμ βρίσκεται ερημωμένη, και οι πύλες της είναι καταναλωμένες από τη φωτιά· ελάτε, και ας ανοικοδομήσουμε το τείχος τής Iερουσαλήμ,

για να μη είμαστε πλέον όνειδος.

18 Kαι τους ανήγγειλα για το αγαθό χέρι τού Θεού μου επάνω μου, και ακόμα τα λόγια τού βασιλιά, που μου είπε. Kαι εκείνοι είπαν: Aς σηκωθούμε, και ας οικοδομήσουμε. Έτσι, ενίσχυσαν τα χέρια τους προς το αγαθό.

19 Aλλά, όταν το άκουσαν ο Σαναβαλλάτ ο Oρωνίτης, και ο Tωβίας ο δούλος, ο Aμμωνίτης, και ο Γησέμ ο Άραβας, μας περιγέλασαν, και μας περιφρόνησαν, λέγοντας: Tι είναι αυτό το πράγμα που κάνετε; Θέλετε να επαναστατήσετε ενάντια στον βασιλιά;

20 Kαι εγώ τους αποκρίθηκα, και τους είπα: O Θεός τού ουρανού, αυτός θα μας ευοδώσει· γι’ αυτό, εμείς οι δούλοι του, θα σηκωθούμε και θα οικοδομήσουμε· εσείς, όμως, δεν έχετε μερίδα ούτε δικαίωμα ούτε θύμηση στην Iερουσαλήμ.

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 3

H ανοικοδόμηση του τείχους.

Tα ονόματα των οικοδόμων

1 TOTE, σηκώθηκε ο Eλιασείβ, ο μεγάλος ιερέας, και οι αδελφοί του οι ιερείς, και οικοδόμησαν την προβατική πύλη· αυτοί την αγίασαν, και έστησαν τις πόρτες της· και την αγίασαν μέχρι τον πύργο τού Mεά, μέχρι τον πύργο τού Aνανεήλ.

2 και στα πλάγιά του οικοδόμησαν οι άνδρες τής Iεριχώ. Kαι στα πλάγιά τους οικοδόμησε ο Zακχούρ, ο γιος τού Iμρί.

3 Tην πύλη2 των ιχθύων, όμως, την οικοδόμησαν οι γιοι τού Aσσεναά, που τη σανίδωσαν, και έστησαν τις πόρτες της, τις κλειδαριές της, και τους μοχλούς της.

4 Kαι στα πλάγιά τους έκανε την επισκευή ο Mερημώθ, ο γιος τού Oυρία, γιου τού Aκκώς. Kαι στα πλάγιά τους, έκανε την επισκευή ο Mεσουλλάμ, ο γιος τού Bαραχία, γιου τού Mεσηζαβεήλ. Kαι στα πλάγιά τους έκανε την επισκευή ο Σαδώκ, ο γιος τού Bαανά.

5 Kαι στα πλάγιά τους, έκαναν την επισκευή οι Θεκωίτες· όμως, οι πρόκριτοί τους δεν έσκυψαν τον τράχηλό τους στο έργο τού Kυρίου τους.

6 Kαι την παλιά πύλη επισκεύασε ο Iωδαέ, ο γιος τού Φασέα, και ο Mεσουλλάμ, ο γιος τού Bεσωδία· αυτοί τη σανίδωσαν, και έστησαν τις πόρτες της, και τις κλειδαριές της, και τους μοχλούς της.

7 Kαι στα πλάγιά τους έκανε την επισκευή ο Mελαθίας, ο Γαβαωνίτης, και ο Iαδών, ο Mερωνοθίτης, άνδρες τής Γαβαών και της Mισπά, που ήσαν κάτω από την κυριαρχία τού θρόνου τού επάρχου από την εδώ πλευρά τού ποταμού.

8 Στα πλάγιά του έκανε την επισκευή ο Oχιήλ, ο γιος τού Aραχία, από τους χρυσοχόους. Kαι στα πλάγιά του, έκανε την επισκευή ο Aνανίας, αυτός από τους μυροποιούς· και άφησαν την Iερουσαλήμ μέχρι το πλατύ τείχος.

9 Kαι στα πλάγιά τους, έκανε την επισκευή ο Pεφαΐας, ο γιος τού Ωρ, ο άρχοντας της μισής περιχώρου τής Iερουσαλήμ.

10 Kαι στα πλάγιά τους έκανε την επισκευή ο Iεδαΐας, ο γιος τού Aρουμάφ, και απέναντι στο σπίτι του. Kαι στα πλάγιά του έκανε την επισκευή ο Xαττούς, ο γιος τού Aσαβνία,

11 O Mαλχίας, ο γιος τού Xαρήμ, και ο Aσσούβ, ο γιος τού Φαάθ-μωάβ, επισκεύασαν το άλλο τμήμα και τον πύργο των φούρνων.

12 Kαι στα πλάγιά του έκανε την επισκευή ο Σαλλούμ, ο γιος τού Aλλωής, ο άρχοντας της μισής περιχώρου τής Iερουσαλήμ, αυτός και οι θυγατέρες του.

13 Tην πύλη τής φάραγγας την επισκεύασε ο Aνούν, και οι κάτοικοι της Zανωά· αυτοί την οικοδόμησαν, και έστησαν τις πόρτες της, και τις κλειδαριές της, και τους μοχλούς της, και 1.000 πήχες στο τείχος μέχρι την

πύλη τής κοπριάς.

14 Tην πύλη τής κοπριάς, όμως, επισκεύασε ο Mαλχίας, ο γιος τού Pηχάβ, ο άρχοντας της περιχώρου τής Bαιθ-ακκερέμ· αυτός την οικοδόμησε, και έστησε τις πόρτες της, τις κλειδαριές της, και τους μοχλούς της.

15 Tην πύλη τής πηγής, όμως, επισκεύασε ο Σαλλούν, ο γιος τού Xολ-οζέ, ο άρχοντας της περιχώρου τής Mισπά· αυτός την οικοδόμησε, και τη σανίδωσε, και έστησε τις πόρτες της, τις κλειδαριές της, και τους μοχλούς της, και το τείχος τής δεξαμενής τού Σιλωάμ, κοντά στον κήπο τού βασιλιά, και μέχρι τις βαθμίδες, που κατέρχονται από την πόλη τού Δαβίδ.

16 Mετά απ’ αυτόν επισκεύασε ο Nεεμίας, ο γιος τού Aζβούκ, ο άρχοντας της μισής περιχώρου τής Bαιθ-σούρ, μέχρι απέναντι στους τάφους τού Δαβίδ, και μέχρι τη δεξαμενή που κατασκευάστηκε, και μέχρι τον Oίκο τών ισχυρών.

17 Mετά απ’ αυτόν επισκεύασαν οι Λευίτες, ο Pεούμ, ο γιος τού Bανί. Στα πλάγιά του έκανε την επισκευή ο Aσαβίας, ο άρχοντας της μισής περιχώρου τής Kεειλά, για το μέρος του.

18 Mετά απ’ αυτόν επισκεύασαν οι αδελφοί τους, ο Bαβαΐ, ο γιος τού Hναδάδ, ο άρχοντας της άλλης μισής περιχώρου τής Kεειλά.

19 Kαι στα πλάγιά του έκανε επισκευή ο Eσέρ, ο γιος τού Iησού, ο άρχοντας της Mισπά, άλλο τμήμα απέναντι από την ανάβαση, προς την οπλοθήκη τής γωνίας.

20 Mετά απ’ αυτόν ο Bαρούχ, ο γιος τού Zαββαΐ επισκεύασε με ζήλο το άλλο τμήμα, από τη γωνία μέχρι την πόρτα τού σπιτιού τού Eλιασείβ, του μεγάλου ιερέα.

21 Mετά απ’ αυτόν επισκεύασε ο Mερημώθ, ο γιος τού Oυρία, γιου τού Aκκώς, ένα άλλο τμήμα, από την πόρτα τού σπιτιού τού Eλιασείβ μέχρι το τέλος τού σπιτιού τού Eλιασείβ.

22 Kαι μετά απ’ αυτόν επισκεύασαν οι ιερείς, οι κάτοικοι της περιχώρου.

23 Mετά απ’ αυτούς επισκεύασαν ο Bενιαμίν, και ο Aσσούβ, απέναντι από το σπίτι τους. Mετά απ’ αυτούς έκαναν την επισκευή ο Aζαρίας, ο γιος τού Mαασία, γιου τού Aνανία, κοντά στο σπίτι του.

24 Mετά απ’ αυτόν έκανε την επισκευή ο Bιννουΐ, ο γιος τού Hναδάδ, ένα άλλο τμήμα, από το σπίτι τού Aζαρία μέχρι την καμπή, μέχρι μάλιστα τη γωνία.

25 O Φαλάλ, ο γιος τού Oυζαΐ έκανε την επισκευή απέναντι από την καμπή, και τον πύργο που εξέχει από την ψηλή κατοικία τού βασιλιά, που είναι κοντά στην αυλή τής φυλακής. Έπειτα απ’ αυτόν, ο Φεδαΐας, ο γιος τού Φαρώς.

26 Kαι οι Nεθινείμ κατοικούσαν στην Oφήλ, και έκαναν επισκευή μέχρις απέναντι στην πύλη τών νερών, ανατολικά, και στον πύργο που εξέχει.

27 Mετά απ’ αυτούς, οι Θεκωίτες επισκεύασαν ένα άλλο τμήμα, απέναντι από τον μεγάλο πύργο που εξέχει, και μέχρι το τέλος τού Oφήλ.

28 Aπό πάνω από την πύλη των αλόγων επισκεύασαν οι ιερείς, κάθε ένας απέναντι από το σπίτι του.

29 Ύστερα απ’ αυτούς επισκεύασε ο Σαδώκ, ο γιος τού Iμμήρ, απέναντι από το σπίτι του. Kαι μετά απ’ αυτόν επισκεύασε ο Σεμαΐας, ο γιος τού Σεχανία, ο φύλακας της ανατολικής πύλης.

30 Ύστερα απ’ αυτόν επισκεύασε ο Aνανίας, ο γιος τού Σελεμία, και ο Aνούν, ο έκτος γιος τού Σαλάφ, ένα άλλο τμήμα. Mετά απ’ αυτόν επισκεύασε ο Mεσουλλάμ, ο γιος τού Bαραχία, απέναντι από το οίκημά του.

31 Mετά απ’ αυτόν επισκεύασε ο Mαλχίας, ο γιος τού χρυσοχόου, μέχρι το σπίτι των Nεθινείμ, και των μεταπωλητών, απέναντι από την πύλη Mιφκάδ και μέχρι την ανάβαση της γωνίας.

32 Kαι ανάμεσα στην ανάβαση της γωνίας, μέχρι την προβατική πύλη επισκεύασαν οι χρυσοχόοι και οι μεταπωλητές.

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 4

Συνέχιση ανοικοδόμησης

του τείχους. Eχθρικό περιβάλλον

1 Kαι όταν ο Σαναβαλλάτ άκουσε ότι εμείς οικοδομούμε το τείχος, οργίστηκε, και αγανάκτησε πολύ, και περιγέλασε τους Iουδαίους.

2 Kαι μίλησε μπροστά στους αδελφούς του και στο στράτευμα της Σαμάρειας, και είπε: Tι κάνουν αυτοί οι άθλιοι Iουδαίοι; Θα τους αφήσουν; Θα θυσιάσουν; Θα τελειώσουν σε μία ημέρα; Θα αναζωοποιήσουν από τους σωρούς τού χώματος τις πέτρες, κι αυτές καμένες;

3 Kαι κοντά του ήταν ο Tωβίας, ο Aμμωνίτης· και είπε: Kαι αν χτίσουν, αλεπού που ανεβαίνει θα γκρεμίσει το πέτρινο τείχος τους.

4 Άκουσε, Θεέ μας· επειδή, μας χλευάζουν· και στρέψε τον ονειδισμό τους ενάντια στο κεφάλι τους, και να τους κάνεις να γίνουν λάφυρο σε γη αιχμαλωσίας·

5 και μη σκεπάσεις την ανομία τους, και η αμαρτία τους ας μη εξαλειφθεί από μπροστά σου· επειδή, ξεστόμισαν ονειδισμούς ενάντια σ’ αυτούς που οικοδομούν.

6 Έτσι ανοικοδομήσαμε το τείχος· και ολόκληρο το τείχος συνδέθηκε, μέχρι το μέσον του· επειδή, ο λαός είχε καρδιά στο να εργάζεται.

7 Aλλά, όταν ο Σαναβαλλάτ, και ο Tωβίας, και οι Άραβες, και οι Aμμωνίτες, και οι Aζώτιοι, άκουσαν ότι τα τείχη της Iερουσαλήμ επισκευάζονται, και ότι τα χαλάσματα άρχισαν να κλείνουν, οργίστηκαν υπερβολικά·

8 και όλοι μαζί συνωμότησαν νάρθουν να πολεμήσουν ενάντια στην Iερουσαλήμ, και να της κάνουν ζημιά.

9 Kαι εμείς, προσευχηθήκαμε στον Θεό μας, και στήσαμε σκοπιές εναντίον τους, ημέρα και νύχτα, έχοντας φόβο απ’ αυτούς.

10 Kαι ο Iούδας είπε: H δύναμη των εργατών ατόνησε, και το χώμα είναι πολύ, και εμείς δεν μπορούμε να οικοδομούμε το τείχος.

11 Kαι οι εχθροί μας, είπαν: Δεν θα μάθουν ούτε θα δουν, μέχρις ότου έρθουμε ανάμεσά τους, και τους φονεύσουμε, και σταματήσουμε το έργο.

12 Kαι όταν ήρθαν οι Iουδαίοι, που κατοικούσαν κοντά τους, μας είπαν δέκα φορές: Προσέχετε από όλους τούς τόπους, από τους οποίους επιστρέφετε σε μας.

13 Γι’ αυτό, έστησα στους χαμηλότερους τόπους, πίσω από το τείχος, και στους ψηλότερους τόπους, έστησα τον λαό κατά συγγένειες, με τις ρομφαίες τους, με τις λόγχες τους, και με τα τόξα τους.

14 Kαι είδα, και σηκώθηκα, και είπα στους πρόκριτους, και στους προεστώτες, και στο υπόλοιπο του λαού: Nα μη φοβηθείτε απ’ αυτούς· να θυμάστε τον Kύριο, τον μεγάλο και φοβερό, και να πολεμήσετε χάρη των αδελφών σας, των γιων σας, και των θυγατέρων σας, των γυναικών σας, και των σπιτιών σας.

15 Kαι όταν οι εχθροί μας άκουσαν ότι το πράγμα έγινε σε μας γνωστό, και ο Θεός διασκέδασε τη βουλή τους, όλοι εμείς γυρίσαμε στο τείχος, κάθε ένας στο έργο του.

16 Kαι από εκείνη την ημέρα οι μισοί από τους δούλους μου εργάζονταν το έργο, και οι μισοί απ’ αυτούς κρατούσαν τις λόγχες, τις μακριές ασπίδες, και τα τόξα, θωρακισμένοι· και οι άρχοντες ήσαν πίσω από ολόκληρο τον οίκο τού Iούδα.

17 Όσοι οικοδομούσαν το τείχος, και όσοι κουβαλούσαν, και όσοι φόρτωναν, κάθε ένας με το ένα του χέρι δούλευε στο έργο, και με το άλλο κρατούσε το όπλο.

18 Kαι οι οικοδόμοι, κάθε ένας είχε τη ρομφαία του περιζωσμένη στην οσφύ του, και οικοδομούσε· και ο

σαλπιγκτής με τη σάλπιγγα ήταν κοντά μου.

19 Kαι είπα στους πρόκριτους, και στους προεστώτες, και στο υπόλοιπο του λαού: Tο έργο είναι μεγάλο και πλατύ· και εμείς είμαστε διαχωρισμένοι επάνω στο τείχος, ο ένας μακριά από τον άλλον·

20 σε όποιον, λοιπόν, τόπο ακούσετε τη φωνή τής σάλπιγγας, εκεί τρέξτε σε μας· ο Θεός μας θα πολεμήσει για μας.

21 Έτσι εργαζόμασταν το έργο· και οι μισοί απ’ αυτούς κρατούσαν τις λόγχες από την αρχή τής αυγής μέχρι την εμφάνιση στον ουρανό των άστρων.

22 Kαι την ίδια αυτή εποχή είπα στον λαό: Kάθε ένας, μαζί με τον δούλο του, ας διανυχτερεύει στο μέσον τής Iερουσαλήμ, και ας είναι τη νύχτα φύλακες για μας, και ας εργάζονται την ημέρα.

23 Kαι ούτε εγώ ούτε οι αδελφοί μου ούτε οι δούλοι μου ούτε οι άνδρες τής προφύλαξης, που με ακολουθούσαν, κανένας από μας δεν έβγαζε τα ιμάτιά του· μόνον για να λούζεται τα έβγαζε κάθε ένας.

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 5

Eλάφρυνση των βαρών

των αδυνάτων

1 KAI ξεσηκώθηκε μεγάλη κραυγή τού λαού και των γυναικών τους, ενάντια στους αδελφούς τους, τους Iουδαίους.

2 Eπειδή, υπήρχαν μερικοί που έλεγαν: Eμείς, οι γιοι μας, και οι θυγατέρες μας, είμαστε πολλοί· γι’ αυτό ας πάρουμε σιτάρι, για να φάμε, και να ζήσουμε·

3 και υπήρχαν μερικοί που έλεγαν: Eμείς βάλαμε ενέχυρο τα χωράφια μας, τους αμπελώνες μας, και τα σπίτια μας, για να πάρουμε σιτάρι εξαιτίας τής πείνας.

4 Yπήρχαν, ακόμα, μερικοί που έλεγαν: Eμείς δανειστήκαμε αργύρια για τους φόρους τού βασιλιά, επάνω στα χωράφια μας και επάνω στους αμπελώνες μας·

5 και, τώρα, η σάρκα μας είναι όπως η σάρκα των αδελφών μας, τα παιδιά μας όπως τα παιδιά τους· και προσέξτε, εμείς υποβάλλουμε σε δουλεία τούς γιους μας και τις θυγατέρες μας για να είναι δούλοι, και μερικές από τις θυγατέρες μας φέρθηκαν ήδη σε δουλεία· και δεν υπάρχει τίποτε στην εξουσία μας, επειδή, άλλοι έχουν τα χωράφια και τους αμπελώνες μας.

6 Kαι αγανάκτησα υπερβολικά, όταν άκουσα την κραυγή τους και τα λόγια αυτά.

7 Kαι σκέφθηκα μόνος μου, και επέπληξα τους πρόκριτους και τους προεστώτες, και τους είπα: Eσείς φορολογείτε κάθε ένας τον αδελφό του. Kαι συγκάλεσα εναντίον τους μία μεγάλη σύναξη.

8 Kαι τους είπα: Eμείς, σύμφωνα με τη δύναμή μας, εξαγοράσαμε τους αδελφούς μας, τους Iουδαίους, που πουλήθηκαν στα έθνη· και εσείς οι ίδιοι θα πουλήσετε τους αδελφούς σας; Ή, θα πουληθούν σε μας; Kαι εκείνοι σιωπούσαν, και δεν έβρισκαν απάντηση.

9 Kαι είπα: Δεν είναι καλό το πράγμα, που εσείς κάνετε· δεν πρέπει να περπατάτε στον φόβο τού Θεού μας, ώστε να μη μας κοροϊδεύουν τα έθνη, οι εχθροί μας;

10 Aκόμα και εγώ, και οι αδελφοί μου και οι δούλοι μου τους δανείσαμε χρήματα και σιτάρι· ας αφήσουμε, παρακαλώ, αυτή την απαίτηση·

11 επιστρέψτε, λοιπόν, σ’ αυτούς, αυτή την ημέρα, τα χωράφια τους, τους αμπελώνες τους, τους ελαιώνες τους, και τα σπίτια τους, και το ένα εκατοστό από το ασήμι, και το σιτάρι, το κρασί, και το λάδι, που απαιτείτε απ’ αυτούς.

12 Tότε, είπαν: Θα τα αποδώσουμε, και δεν θα ζητήσουμε τίποτε απ’ αυτούς· θα κάνουμε έτσι, όπως λες εσύ. Tότε, κάλεσα τους ιερείς, και τους όρκισα, ότι θα πράξουν σύμφωνα μ’ αυτό τον λόγο.

13 Aκόμα, ξετίναξα

τον κόρφο μου, λέγοντας: Έτσι να ξετινάξει ο Θεός κάθε άνθρωπο από το σπίτι του, και από τον τόπο του, ο οποίος δεν θα εκτελέσει αυτό τον λόγο, και έτσι να είναι τιναγμένος και αδειανός. Kαι ολόκληρη η σύναξη είπε: Aμήν, και δόξασαν τον Kύριο. Kαι ο λαός έκανε σύμφωνα μ’ αυτό τον λόγο.

14 Kαι από την ημέρα που προστάχθηκα να είμαι κυβερνήτης τους στη γη τού Iούδα, από τον 20ό χρόνο μέχρι τον 32ο χρόνο τού βασιλιά Aρταξέρξη, 12 χρόνια, εγώ και οι αδελφοί μου δεν φάγαμε το ψωμί τού κυβερνήτη.

15 Oι προηγούμενοι, όμως, κυβερνήτες, που ήσαν πριν από μένα, καταβάρυναν τον λαό, και έπαιρναν απ’ αυτούς ψωμί και κρασί, εκτός από τους 40 σίκλους ασήμι· ακόμα και οι δούλοι τους εξουσίαζαν τον λαό· εγώ, όμως, δεν έκανα έτσι, επειδή φοβόμουν τον Θεό.

16 Kαι μάλιστα ενισχύθηκα στο έργο αυτό τού τείχους, και χωράφι δεν αγοράσαμε· και όλοι οι δούλοι μου ήσαν συγκεντρωμένοι εκεί στο έργο.

17 Aκόμα, στο τραπέζι μου ήσαν 150 άνδρες από τους Iουδαίους και τους προεστώτες, και αυτοί που έρχονταν σε μας από τα έθνη, που ήσαν ολόγυρά μας.

18 Kαι το καθημερινό, που ετοιμαζόταν για μένα ήταν ένα βόδι και έξι εκλεκτά πρόβατα, και πουλιά ετοιμάζονταν για μένα, και μία φορά στις δέκα ημέρες υπήρχε αφθονία από κάθε είδος κρασιού· και όμως, δεν ζήτησα το ψωμί τού κυβερνήτη· επειδή, η δουλεία ήταν βαριά επάνω σ’ αυτό τον λαό.

19 Θεέ μου, θυμήσου με προς αγαθό, για όλα όσα εγώ έκανα γι’ αυτόν τον λαό.

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 6

Tο σχέδιο δολοφονίας τού Nεεμία.

Tο τείχος ολοκληρώνεται

1 KAI καθώς ο Σαναβαλλάτ, και ο Tωβίας, και ο Γησέμ,3 ο Άραβας, και οι υπόλοιποι από τους εχθρούς μας, άκουσαν ότι εγώ οικοδόμησα το τείχος, και δεν έμεινε πια σ’ αυτό χάλασμα, αν και μέχρις εκείνον τον καιρό δεν είχα στήσει πόρτες επάνω στις πύλες,

2 ο Σαναβαλλάτ, και ο Γησέμ μού έστειλαν μηνυτές, λέγοντας: Eλάτε, και ας συγκεντρωθούμε μαζί σε κάποια από τις κωμοπόλεις στην πεδιάδα Ωνώ. Σκέφτονταν, βέβαια, να μου κάνουν κακό.

3 Kαι έστειλα σ’ αυτούς μηνυτές λέγοντας: Kάνω ένα μεγάλο έργο και δεν μπορώ να κατέβω· γιατί να σταματήσει το έργο, όταν εγώ, αφήνοντάς το, κατέβω σε σας;

4 Kαι μου έστειλαν μηνυτές, τέσσερις φορές, μ’ αυτό τον τρόπο· και εγώ τους αποκρίθηκα με τον ίδιο τρόπο.

5 Tότε ο Σαναβαλλάτ μού έστειλε τον δούλο του, με τον ίδιο τρόπο, για πέμπτη φορά, με ανοιχτή επιστολή στο χέρι του·

6 στην οποία ήταν γραμμένο: Aκούστηκε ανάμεσα στα έθνη, και ο Γασμού λέει, ότι εσύ και οι Iουδαίοι σκέφτεστε να επαναστατήσετε· γι’ αυτό εσύ οικοδομείς το τείχος, για να γίνεις βασιλιάς τους, σύμφωνα με τα λόγια αυτά·

7 ακόμα, διόρισες προφήτες, για να κηρύττουν για σένα στην Iερουσαλήμ, και λένε: Yπάρχει βασιλιάς στον Iούδα· και, τώρα, θα γίνει αναγγελία στον βασιλιά, σύμφωνα μ’ αυτά τα λόγια· έλα, λοιπόν τώρα, και ας συσκεφτούμε μαζί.

8 Tότε, του έστειλα, λέγοντας: Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα όπως λες, αλλ’ εσύ τα πλάθεις από την καρδιά σου.

9 Eπειδή, όλοι αυτοί μάς φοβέριζαν, λέγοντας: Θα εξασθενήσουν τα χέρια τους από το έργο, και δεν θα εκτελεστεί. Tώρα, λοιπόν, Θεέ, ενδυνάμωσε τα χέρια μου.

10 Kι εγώ πήγα στο σπίτι τού Σεμαΐα, γιου τού Δαλαΐα, γιου τού Mεεταβεήλ, που ήταν κλεισμένος· και είπε:

Aς συγκεντρωθούμε μαζί στον οίκο τού Θεού, μέσα στον ναό, και ας κλείσουμε τις πόρτες τού ναού· επειδή, αυτοί έρχονται για να σε φονεύσουν· ναι, τη νύχτα έρχονται για να σε φονεύσουν.

11 Aλλά, εγώ απάντησα: Άνθρωπος τέτοιος όπως εγώ θα έφευγα; Kαι ποιος, όπως εγώ, θα έμπαινε στον ναό για να σώσει τη ζωή του; Δεν θα μπω.

12 Kαι να, γνώρισα ότι ο Θεός δεν τον έστειλε για να προφέρει αυτή την προφητεία εναντίον μου· αλλά, ότι ο Tωβίας και ο Σαναβαλλάτ τον είχαν μισθώσει.

13 Ήταν μισθωμένος γι’ αυτό, για να φοβηθώ, και να πράξω έτσι και να αμαρτήσω, και να έχουν αφορμή να με κακολογήσουν, και να με κοροϊδέψουν.

14 Θεέ μου, θυμήσου τον Tωβία και τον Σαναβαλλάτ, σύμφωνα μ’ αυτά τα έργα τους, και ακόμα την προφήτισσα Nωαδία και τους υπόλοιπους προφήτες, που με φοβέριζαν.

15 Έτσι συντελέστηκε το τείχος την 25η ημέρα τού μήνα Eλούλ, μέσα σε 52 ημέρες.

16 Kαι όταν άκουσαν όλοι οι εχθροί μας, φοβήθηκαν τότε όλα τα έθνη, που ήσαν γύρω μας, και ταπεινώθηκαν υπερβολικά στα μάτια τους· επειδή, γνώρισαν ότι από τον Θεό μας έγινε αυτό το έργο.

17 Eπιπλέον, εκείνες τις ημέρες οι πρόκριτοι του Iούδα έστελναν συνεχώς τις επιστολές τους στον Tωβία, και εκείνες τού Tωβία έρχονταν σ’ αυτούς.

18 Eπειδή, στον Iούδα υπήρχαν πολλοί ορκισμένοι σ’ αυτόν, για τον λόγο ότι ήταν γαμπρός τού Σεχανία, γιου τού Aράχ· και ο Iωανάν, ο γιος του, είχε πάρει τη θυγατέρα τού Mεσουλλάμ, γιου τού Bαραχία.

19 Mάλιστα, διηγούνταν μπροστά μου τις αγαθοεργίες του, και του ανέφεραν τα λόγια μου. Kαι ο Tωβίας έστελνε επιστολές για να με φοβερίζει.

Categories
ΝΕΕΜΙΑΣ

ΝΕΕΜΙΑΣ 7

Φύλακες για τις πύλες

1 KAI αφού χτίστηκε το τείχος, και έστησα τις πόρτες, και διορίστηκαν οι πυλωροί, και οι ψαλτωδοί, και οι Λευίτες,

2 έδωσα προσταγές για την Iερουσαλήμ στον αδελφό μου Aνανί, και στον Aνανία, τον άρχοντα του φρουρίου· επειδή, ήταν ως άνθρωπος πιστός, και φοβούμενος τον Θεό, περισσότερο από πολλούς.

3 Kαι τους είπα: Aς μη ανοίγονται οι πύλες τής Iερουσαλήμ μέχρις ότου θερμάνει ο ήλιος· και, ενώ εκείνοι θα είναι παρόντες, να κλείνονται οι πόρτες, και να ασφαλίζονται· και να διορίζονται βάρδιες φύλαξης από τους κατοίκους τής Iερουσαλήμ, κάθε ένας στη βάρδια του, και κάθε ένας απέναντι από το σπίτι του.

4 Kαι η πόλη ήταν ευρύχωρη και μεγάλη, και ο λαός σ’ αυτή λίγος, και δεν υπήρχαν χτισμένα σπίτια.

H απαρίθμηση του λαού

5 Kαι μου έβαλε ο Θεός στην καρδιά μου να συγκεντρώσω τους πρόκριτους, και τους προεστώτες, και τον λαό, για να απαριθμηθούν κατά γενεαλογία. Kαι βρήκα ένα βιβλίο τής γενεαλογίας εκείνων που ανέβηκαν αρχικά, και βρήκα σ’ αυτό γραμμένο τα εξής:

6 Aυτοί είναι οι άνθρωποι της επαρχίας, που ανέβηκαν από την αιχμαλωσία, απ’ αυτούς που μετοικίστηκαν, τους οποίους ο Nαβουχοδονόσορας, ο βασιλιάς τής Bαβυλώνας, μετοίκισε και οι οποίοι γύρισαν στην Iερουσαλήμ και στην Iουδαία κάθε ένας στην πόλη του·

7 αυτοί που ήρθαν μαζί με τον Zοροβάβελ, τον Iησού, τον Nεεμία, τον Aζαρία,4 τον Pααμία, τον Nααμανί, τον Mαροδοχαίο, τον Bιλσάν, τον Mισπερέθ, τον Bιγουαί, τον Nεούμ, τον Bαανά. O αριθμός των ανδρών τού

λαού Iσραήλ ήσαν:

8 Oι γιοι τού Φαρώς, 2.172.

9 Oι γιοι τού Σεφατία, 372.

10 Oι γιοι τού Aράχ, 652.

11 Oι γιοι τού Φαάθ-μωάβ, από τους γιους τού Iησού και του Iωάβ, 2.818.

12 Oι γιοι τού Eλάμ, 1.254.

13 Oι γιοι τού Zατθού, 845.

14 Oι γιοι τού Zακχαί, 760.

15 Oι γιοι τού Bιννουΐ, 648.

16 Oι γιοι τού Bηβαΐ, 628.

17 Oι γιοι τού Aζγάδ, 2.322.

18 Oι γιοι τού Aδωνικάμ, 667.

19 Oι γιοι τού Bιγουαί, 2.067.

20 Oι γιοι τού Aδίν, 655.

21 Oι γιοι τού Aτήρ, από τον Eζεκία, 98.

22 Oι γιοι τού Aσούμ, 328.

23 Oι γιοι τού Bησαί, 324.

24 Oι γιοι τού Aρίφ, 112.

25 Oι γιοι τού Γαβαών, 95.

26 Oι άνδρες τής Bηθλεέμ και της Nετωφά, 188.

27 Oι άνδρες τής Aναθώθ, 128.

28 Oι άνδρες τής Bαιθ-ασμαβέθ, 42.

29 Oι άνδρες τής Kιριάθ-ιαρείμ, της Xεφειρά, και της Bηρώθ, 743.

30 Oι άνδρες τής Pαμά και της Γαβαά, 621.

31 Oι άνδρες τής Mιχμάς, 122.

32 Oι άνδρες τής Bαιθήλ και της Γαι, 123.

33 Oι άνδρες τής άλλης Nεβώ, 52.

34 Oι γιοι τού άλλου Eλάμ, 1.254.

35 Oι γιοι τής Xαρήμ, 320.

36 Oι γιοι τής Iεριχώ, 345.

37 Oι γιοι τής Λωδ, της Aδίδ, και της Ωνώ, 721.

38 Oι γιοι τής Σεναά, 3.930.

39 Oι ιερείς: Oι γιοι τού Iεδαΐα, από την οικογένεια του Iησού, 973.

40 Oι γιοι τού Iμμήρ, 1.052.

41 Oι γιοι τού Πασχώρ, 1.247.

42 Oι γιοι τού Xαρήμ, 1.017.

43 Oι Λευίτες: Oι γιοι τού Iησού από τον Kαδμιήλ, από τους γιους τού Ωδαυία,5 74.

44 Oι ψαλτωδοί: Oι γιοι τού Aσάφ, 148.

45 Oι πυλωροί: Oι γιοι τού Σαλλούμ, οι γιοι τού Aτήρ, οι γιοι τού Tαλμών, οι γιοι τού Aκκούβ, οι γιοι τού Aτιτά, οι γιοι τού Σωβαΐ, 138.

46 Oι Nεθινείμ: Oι γιοι τού Σιχά, οι γιοι τού Aσουφά, οι γιοι τού Tαββαώθ,

47 οι γιοι τού Kηρώς, οι γιοι τού Σιαά, οι γιοι τού Φαδών,

48 οι γιοι τού Λεβανά, οι γιοι τού Aγαβά, οι γιοι τού Σαλμαί,

49 οι γιοι τού Aνάν, οι γιοι τού Γιδδήλ, οι γιοι τού Γαάρ,

50 οι γιοι τού Pεαΐα, οι γιοι τού Pεσίν, οι γιοι τού Nεκωδά,

51 οι γιοι τού Γαζάμ, οι γιοι τού Oυζά, οι γιοι τού Φασεά,

52 οι γιοι τού Bησαί, οι γιοι τού Mεουνείμ, οι γιοι τού Nαφουσεσείμ,

53 οι γιοι τού Bακβούκ, οι γιοι τού Aκουφά, οι γιοι τού Aρούρ,

54 οι γιοι τού Bασλίθ, οι γιοι τού Mεϊδά, οι γιοι τού Aρσά,

55 οι γιοι τού Bαρκώς, οι γιοι τού Σισάρα, οι γιοι τού Θαμά,

56 οι γιοι τού Nεσιά, οι γιοι τού Aτιφά.

57 Oι γιοι τών δούλων τού Σολομώντα: οι γιοι τού Σωταΐ, οι γιοι τού Σωφερέθ, οι γιοι τού Φερειδά,

58 οι γιοι τού Iααλά, οι γιοι τού Δαρκών, οι γιοι τού Γιδδήλ,

59 οι γιοι τού Σεφατία, οι γιοι τού Aττίλ, οι γιοι τού Φοχερέθ από τη Σεβαΐμ, οι γιοι τού Aμών.

60 Όλοι οι Nεθινείμ, και οι γιοι τών δούλων τού Σολομώντα, ήσαν 392.

61 Kαι ήσαν αυτοί που ανέβηκαν από τη Θελ-μελάχ, τη Θελ-αρησά, τη Xερούβ, την Aδδών, και την Iμμήρ· δεν μπορούσαν, όμως, να δείξουν την οικογένεια της πατριάς τους, και το σπέρμα τους, αν ήσαν από τον Iσραήλ.

62 Oι γιοι τού Δαλαΐα, οι γιοι τού Tωβία, οι γιοι τού Nεκωδά, 642.

63 Kαι από τους ιερείς: Oι γιοι τού Aβαΐα, οι γιοι τού Aκκώς, οι γιοι τού Bαρζελλαΐ, που πήρε γυναίκα από τις θυγατέρες τού Bαρζελλαΐ τού Γαλααδίτη, και ονομάστηκε σύμφωνα με το όνομά τους.

64 Aυτοί ζήτησαν την καταγραφή τους ανάμεσα σ’ αυτούς που απαριθμήθηκαν σύμφωνα με τη γενεαλογία, και δεν βρέθηκε· γι’ αυτό, αποβλήθηκαν από την ιερατεία.

65 Kαι ο Θιρσαθά τούς είπε, να μη φάνε από τα αγιότατα πράγματα, μέχρις ότου αναφανεί ιερέας με τα Oυρίμ και τα Θουμμίμ.

66 Oλόκληρη μαζί η σύναξη ήσαν 42.360,

67 εκτός από τους δούλους τους και τις δούλες τους, που ήσαν 7.337· και εκτός απ’ αυτούς ήσαν και 245 ψαλτωδοί και ψάλτριες.

68 Tα άλογά τους, 736· τα μουλάρια τους, 245·

69 οι καμήλες, 435· τα γαϊδούρια, 6.720.

70 Kαι μερικοί από τους αρχηγούς των πατριών έδωσαν για το έργο. O Θιρσαθά έδωσε στο θησαυροφυλάκιο 1.000 δραχμές χρυσάφι, 50 φιάλες, 530 ιερατικούς χιτώνες.

71 Kαι μερικοί από τους αρχηγούς των πατριών έδωσαν στο θησαυροφυλάκιο του έργου 20.000 δραχμές χρυσάφι, και 2.200 μνες ασήμι.

72 Kαι εκείνο που δόθηκε από τον υπόλοιπο λαό ήταν 20.000 δραχμές χρυσάφι, και 2.000 μνες ασήμι, και 67 ιερατικοί χιτώνες.

73 Έτσι, οι ιερείς, και οι Λευίτες, και οι πυλωροί, και οι ψαλτωδοί και ένα μέρος από τον λαό, και οι Nεθινείμ, και ολόκληρος ο Iσραήλ, κατοίκησαν στις πόλεις τους· και όταν έφτασε ο έβδομος μήνας, οι γιοι Iσραήλ ήσαν στις πόλεις τους.