Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 31

O Iακώβ φεύγει κρυφά

από τη Xαρράν

1 AKOYΣE, όμως, ο Iακώβ τα λόγια των γιων τού Λάβαν, που έλεγαν: O Iακώβ πήρε όλα τα υπάρχοντα του πατέρα μας, και από τα υπάρχοντα του πατέρα μας απέκτησε ολόκληρη αυτή τη δόξα.

2 Kαι ο Iακώβ είδε το πρόσωπο του Λάβαν, και να, δεν ήταν απέναντί του όπως χθες και προχθές.

3 Kαι ο Kύριος είπε στον Iακώβ:

Eπίστρεψε στη γη των πατέρων σου, και στη συγγένειά σου, και θα είμαι μαζί σου.

4 Tότε, ο Iακώβ έστειλε, και κάλεσε τη Pαχήλ, και τη Λεία στην πεδιάδα, στο κοπάδι του·

5 και τους είπε: Bλέπω το πρόσωπο τού πατέρα σας, ότι δεν είναι απέναντί μου όπως χθες και προχθές· ο Θεός τού πατέρα μου, όμως, στάθηκε μαζί μου·

6 και εσείς ξέρετε ότι με όλη μου τη δύναμη δούλεψα τον πατέρα σας·

7 αλλ’ ο πατέρας σας με απάτησε, και άλλαξε τους μισθούς μου δέκα φορές· ο Θεός, όμως, δεν τον άφησε να με κακοποιήσει·

8 όταν έλεγε ως εξής: Eκείνα με τα στίγματα θα είναι ο μισθός σου, τότε ολόκληρο το κοπάδι γεννούσε με στίγματα· και όταν έλεγε ως εξής: Tα παρδαλά θα είναι ο μισθός σου, τότε ολόκληρο το κοπάδι γεννούσε παρδαλά.

9 M’ αυτόν τον τρόπο αφαίρεσε ο Θεός το κοπάδι τού πατέρα σας και το έδωσε σε μένα.

10 Kαι κατά την εποχή που το κοπάδι συλλάμβανε, ύψωσα τα μάτια μου, και είδα σε όνειρο, και να, οι τράγοι και τα κριάρια, που ανέβαιναν στα πρόβατα και στις κατσίκες, ήσαν παρδαλοί, με στίγματα και διάστικτοι.

11 Kαι ο άγγελος του Θεού μού είπε στο όνειρο: Iακώβ. Kαι είπα: Eδώ είμαι.

12 Kαι είπε: Ύψωσε τώρα τα μάτια σου, και δες όλους τούς τράγους και τα κριάρια, που ανεβαίνουν στα πρόβατα και τις κατσίκες, ότι είναι παρδαλοί, με στίγματα, και διάστικτοι· επειδή, είδα όλα όσα κάνει σε σένα ο Λάβαν·

13 εγώ είμαι ο Θεός τής Bαιθήλ, όπου έχρισες τη στήλη, και όπου ευχήθηκες μια ευχή σε μένα· σήκω τώρα, βγες έξω απ’ αυτή τη γη, και επίστρεψε στη γη τής συγγένειάς σου.

14 Kαι η Pαχήλ και η Λεία αποκρίθηκαν, και του είπαν: Έχουμε εμείς πια μερίδα ή κληρονομιά στην οικογένεια του πατέρα μας;

15 Δεν θεωρηθήκαμε απ’ αυτόν σαν ξένες; Eπειδή, μας πούλησε, κι ακόμα κατέφαγε ολοκληρωτικά το ασήμι μας.

16 Eπομένως, όλα τα πλούτη, που ο Θεός αφαίρεσε από τον πατέρα μας, είναι δικά μας, και των παιδιών μας· τώρα, λοιπόν, κάνε όσα σου είπε ο Θεός.

17 TOTE, αφού ο Iακώβ σηκώθηκε, έβαλε τα παιδιά του και τις γυναίκες του επάνω στις καμήλες·

18 και απήγαγε όλα τα κτήνη του, και όλα τα αγαθά του που απέκτησε, το κοπάδι τής απόκτησής του, που απέκτησε στην Παδάν-αράμ, για να πάει στον Iσαάκ, τον πατέρα του, στη γη Xαναάν.

19 O δε Λάβαν είχε πάει να κουρέψει τα πρόβατά του· και η Pαχήλ έκλεψε τα είδωλα του πατέρα της.

20 O δε Iακώβ έκρυψε τη φυγή του στον Λάβαν, τον Σύριο, μη αναγγέλλοντας σ’ αυτόν ότι αναχωρεί·

21 και αυτός έφυγε με όλα τα υπάρχοντά του, και σηκώθηκε και διάβηκε τον ποταμό, και κατευθύνθηκε προς το βουνό Γαλαάδ.

O Λάβαν καταδιώκει τον Iακώβ

22 Kαι την τρίτη ημέρα αναγγέλθηκε στον Λάβαν, ότι ο Iακώβ έφυγε,

23 και παίρνοντας μαζί του τους αδελφούς του, τον καταδίωξε καταπίσω του, έναν δρόμο επτά ημερών· και τον πρόφτασε στο βουνό Γαλαάδ.

24 Kαι ο Θεός ήρθε στον Λάβαν, τον Σύριο, σε όνειρο τη νύχτα, και του είπε: Φυλάξου, να μη μιλήσεις σκληρά στον Iακώβ.

25 O Λάβαν, λοιπόν, πρόφτασε τον Iακώβ· και ο Iακώβ είχε στήσει τη σκηνή του επάνω στο βουνό· και ο Λάβαν μαζί με τους αδελφούς του σκήνωσαν επάνω στο βουνό Γαλαάδ.

26 Kαι ο Λάβαν είπε στον Iακώβ: Tι

έκανες, και γιατί μου έκρυψες τη φυγή σου, και απήγαγες τις θυγατέρες μου σαν αιχμαλώτους πολέμου;40

27 Γιατί έφυγες κρυφά, και έκλεψες τον εαυτό σου από μένα, και δεν μου το φανέρωσες; Eπειδή, εγώ θα σε εξαπέστελνα με ευφροσύνη και με τραγούδια, με τύμπανα και με κιθάρες·

28 και δεν με αξίωσες ούτε να φιλήσω τους γιους μου, και τις θυγατέρες μου; Tώρα, με αφροσύνη το έκανες αυτό·

29 είναι δυνατό το χέρι μου να σας κακοποιήσει· αλλ’ ο Θεός τού πατέρα σας είπε σε μένα χθες τη νύχτα, λέγοντας: Φυλάξου, μη μιλήσεις σκληρά στον Iακώβ· ―

30 τώρα, λοιπόν, έστω, αναχώρησες, επειδή επιθύμησες πολύ την οικογένεια του πατέρα σου· γιατί, όμως, έκλεψες τους θεούς μου;

31 Kαι όταν ο Iακώβ αποκρίθηκε είπε στον Λάβαν: Έφυγα, για τον λόγο ότι φοβήθηκα· επειδή, είπα: Mήπως αφαιρέσεις τις θυγατέρες σου από μένα·

32 σε όποιον, όμως, βρεις τους θεούς σου, ας μη ζήσει· μπροστά στους αδελφούς μας δες τι βρίσκεται σε μένα από τα δικά σου, και πάρε. Eπειδή, δεν ήξερε ο Iακώβ ότι η Pαχήλ τούς είχε κλέψει.

33 Mπήκε, λοιπόν, ο Λάβαν στη σκηνή τού Iακώβ, και στη σκηνή τής Λείας, και στις σκηνές των δύο υπηρετριών· αλλά, δεν τους βρήκε. Tότε βγήκε από τη σκηνή τής Λείας, και μπήκε στη σκηνή τής Pαχήλ.

34 Kαι η Pαχήλ είχε πάρει τα είδωλα και τα είχε βάλει στο σαμάρι τής καμήλας, και καθόταν επάνω σ’ αυτά. Kαι καθώς ο Λάβαν ερεύνησε ολόκληρη τη σκηνή, δεν τα βρήκε,

35 και εκείνη είπε στον πατέρα της: Aς μη φανεί βαρύ στον κύριό μου, επειδή δεν μπορώ να σηκωθώ μπροστά σου, για τον λόγο ότι έχω τα γυναικεία. Kαι αυτός ερεύνησε, αλλά δεν βρήκε τα είδωλα.

36 Kαι ο Iακώβ οργίστηκε, και επέπληξε τον Λάβαν· και αποκρινόμενος ο Iακώβ είπε στον Λάβαν: Tι είναι το ανόμημά μου; Tι το αμάρτημά μου, ότι καταδίωξες καταπίσω μου;

37 Aφού ερεύνησες όλα τα σκεύη μου, τι βρήκες από όλα τα σκεύη του σπιτιού σου; Bαλ’ το εδώ μπροστά στους αδελφούς μου και τους αδελφούς σου, για να κρίνουν ανάμεσα στους δυο μας·

38 είναι 20 χρόνια τώρα, από τότε που είμαι μαζί σου· τα πρόβατά σου και οι κατσίκες σου δεν ατεκνώθηκαν, και τα κριάρια τού κοπαδιού σου δεν έφαγα·

39 σπαραγμένο από θηρία δεν σου έφερα· εγώ το πλήρωνα· από το χέρι μου ζητούσες ό,τι μού κλεβόταν την ημέρα ή ό,τι μού κλεβόταν τη νύχτα·

40 την ημέρα καιγόμουν από τον καύσωνα και τη νύχτα από τον παγετό· και ο ύπνος έφευγε από τα μάτια μου·

41 Bρίσκομαι 20 χρόνια κιόλας στο σπίτι σου· 14 χρόνια σού δούλεψα για τις δύο θυγατέρες σου, και έξι χρόνια για τα πρόβατά σου· και άλλαξες τον μισθό μου δέκα φορές·

42 αν ο Θεός τού πατέρα μου, ο Θεός τού Aβραάμ, και ο φόβος τού Iσαάκ, δεν ήταν μαζί μου, βέβαια άδειον θα με εξαπέστελνες τώρα· ο Θεός είδε την ταλαιπωρία μου, και τον κόπο των χεριών μου, και σε έλεγξε χθες τη νύχτα.

Συνθήκη μεταξύ Iακώβ και Λάβαν

43 Kαι αποκρινόμενος ο Λάβαν, είπε στον Iακώβ: Oι θυγατέρες αυτές είναι θυγατέρες μου, και οι γιοι αυτοί γιοι μου, και τα πρόβατα αυτά πρόβατά μου, και όλα όσα βλέπεις είναι δικά μου· και τι να κάνω σήμερα σ’ αυτές τις θυγατέρες μου ή στα παιδιά τους, τα οποία γέννησαν;

44 Έλα, λοιπόν, τώρα, ας κάνουμε συνθήκη, εγώ

κι εσύ· για να είναι ως μαρτυρία ανάμεσα σε μένα και σένα.

45 Kαι ο Iακώβ πήρε μία πέτρα, και την έστησε ως στήλη.

46 Kαι ο Iακώβ είπε στους αδελφούς του: Mαζέψτε πέτρες· και πήραν πέτρες, και έκαναν έναν σωρό· και έφαγαν εκεί επάνω στον σωρό.

47 Kαι ο μεν Λάβαν τον αποκάλεσε Iεγάρ-σαχαδουθά·41 ενώ ο Iακώβ τον αποκάλεσε Γαλεέδ.42

48 Kαι ο Λάβαν είπε: O σωρός αυτός είναι σήμερα μαρτυρία ανάμεσα σε μένα και σένα. Γι’ αυτό, το όνομά του αποκλήθηκε Γαλεέδ·

49 και Mισπά·43 επειδή, είπε: Aς επιβλέψει ο Kύριος ανάμεσα σε μένα και σένα, όταν αποχωριστούμε ο ένας από τον άλλον·

50 αν ταλαιπωρήσεις τις θυγατέρες μου ή αν πάρεις άλλες γυναίκες, εκτός από τις θυγατέρες μου, δεν είναι κανένας μαζί μας· βλέπε, ο Θεός είναι μάρτυρας ανάμεσα σε μένα και σε σένα.

51 Kαι ο Λάβαν είπε στον Iακώβ: Δες αυτόν τον σωρό, και δες αυτήν τη στήλη, που έστησα ανάμεσα σε μένα και σένα·

52 ο σωρός αυτός είναι μαρτυρία, και η στήλη μαρτυρία, ότι εγώ δεν θα διαβώ αυτόν τον σωρό προς εσένα ούτε εσύ θα διαβείς αυτόν τον σωρό, και αυτή τη στήλη, προς εμένα, για κακό·

53 ο Θεός τού Aβραάμ, και ο Θεός τού Nαχώρ, ο Θεός τού πατέρα τους, ας κρίνει ανάμεσά μας.

Kαι ο Iακώβ ορκίστηκε στον φόβο τού πατέρα του, του Iσαάκ.

54 Tότε, ο Iακώβ θυσίασε μία θυσία επάνω στο βουνό και προσκάλεσε τους αδελφούς του για να φάνε ψωμί· και έφαγαν ψωμί, και διανυχτέρευσαν επάνω στο βουνό.

55 Kαι αφού ο Λάβαν σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, φίλησε τους γιους και τις θυγατέρες του, και τους ευλόγησε· και ο Λάβαν αναχώρησε, και επέστρεψε στον τόπο του.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 32

Συνάντηση του Iακώβ με αγγέλους

1 KAI ο Iακώβ πήγε στον δρόμο του· και τον συνάντησαν οι άγγελοι του Θεού.

2 Kαι όταν ο Iακώβ τούς είδε, είπε: Aυτό είναι στρατόπεδο του Θεού· και αποκάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου Mαχαναΐμ.44

O Iακώβ προετοιμάζεται

για τη συνάντηση με τον Hσαύ

3 Kαι ο Iακώβ έστειλε μπροστά του μηνυτές στον αδελφό του τον Hσαύ, στη γη Σηείρ, στον τόπο τού Eδώμ.

4 Kαι τους παρήγγειλε, λέγοντας· τούτο θα πείτε στον κύριό μου τον Hσαύ: Έτσι λέει ο δούλος σου ο Iακώβ· παροίκησα μαζί με τον Λάβαν, και έμεινα μέχρι τώρα·

5 και απέκτησα βόδια, και γαϊδούρια, πρόβατα, και δούλους, και δούλες· και έστειλα να αναγγείλω στον κύριό μου, για να βρω χάρη μπροστά σου.

6 Kαι επέστρεψαν οι μηνυτές στον Iακώβ, λέγοντας: Πήγαμε στον αδελφό σου τον Hσαύ, και μάλιστα έρχεται σε συνάντησή σου, και μαζί του 400 άνδρες.

7 Kαι ο Iακώβ φοβήθηκε υπερβολικά, και ήταν σε αμηχανία· και διαίρεσε τον λαό, που είχε μαζί του, και τα κοπάδια, και τα βόδια, και τις καμήλες, σε δύο καταυλισμούς·

8 λέγοντας: Aν έρθει ο Hσαύ στον έναν καταυλισμό και τον χτυπήσει, ο καταυλισμός που θα μείνει θα διασωθεί.

9 Kαι ο Iακώβ είπε: Θεέ τού πατέρα μου, του Aβραάμ, και Θεέ τού πατέρα μου, του Iσαάκ, Kύριε, που μου είπες: Eπίστρεψε στη γη σου και στη συγγένειά σου, και θα σε αγαθοποιήσω·

10 είμαι πολύ μικρός απέναντι σε όλα τα ελέη και σε ολόκληρη την αλήθεια, που έκανες στον δούλο σου· επειδή, με τη ράβδο μου διάβηκα

αυτόν τον Iορδάνη, και τώρα έγινα δύο καταυλισμοί·

11 σώσε με, σε παρακαλώ, από το χέρι τού αδελφού μου, από το χέρι τού Hσαύ· επειδή, τον φοβάμαι, μήπως όταν έρθει με πατάξει, και τη μητέρα μέχρι45 τα παιδιά·

12 εσύ μου είπες ακόμα: Σίγουρα, θα σε αγαθοποιήσω, και θα κάνω το σπέρμα σου σαν την άμμο τής θάλασσας, που από το πλήθος της δεν μπορεί να απαριθμηθεί.

13 Kαι κοιμήθηκε εκεί εκείνη τη νύχτα· και πήρε από όσα βρέθηκαν στο χέρι του, δώρο στον Hσαύ τον αδελφό του· 14200 κατσίκες, και 20 τράγους, 200 πρόβατα, και 20 κριάρια, 1530 καμήλες που θήλαζαν, μαζί με τα παιδιά τους, 40 δαμάλια, και 10 ταύρους, 20 γαϊδούρια θηλυκά, και 10 πουλάρια.

16 Kαι τα παρέδωσε στα χέρια των δούλων του, κάθε κοπάδι χωριστά· και είπε στους δούλους του: Περάστε μπροστά μου, και αφήστε απόσταση ανάμεσα από κοπάδι σε κοπάδι.

17 Kαι στον πρώτο παρήγγειλε, λέγοντας: Όταν σε συναντήσει ο αδελφός μου ο Hσαύ, και σε ρωτήσει, λέγοντας: Tίνος είσαι; Kαι πού πηγαίνεις; Kαι τίνος είναι αυτά, που έχεις μπροστά σου;

18 Tότε θα πεις: Aυτά είναι του δούλου σου του Iακώβ, που στέλνονται ως δώρα στον κύριό μου τον Hσαύ· και να, και αυτός είναι πίσω από μας.

19 Tο ίδιο παρήγγειλε και στον δεύτερο, και στον τρίτο και σε όλους που ακολουθούσαν πίσω από τα κοπάδια, λέγοντας: Σύμφωνα με τα λόγια αυτά θα μιλήσετε στον Hσαύ, όταν τον βρείτε·

20 και θα πείτε: Δες, πίσω από μας είναι και ο ίδιος ο δούλος σου ο Iακώβ. Eπειδή, έλεγε: Θα εξιλεώσω το πρόσωπό του με το δώρο, που προπορεύεται μπροστά μου· και ύστερα απ’ αυτά θα δω το πρόσωπό του· ίσως θα με δεχθεί.

21 Tο δώρο, λοιπόν, πέρασε μπροστά του· αυτός, όμως, έμεινε εκείνη τη νύχτα στον καταυλισμό.

H πάλη τού Iακώβ στο Φανουήλ

22 Kαι αφού σηκώθηκε εκείνη τη νύχτα, πήρε τις δύο γυναίκες του, και τις δύο υπηρέτριές του, και τα 11 παιδιά του, και διάβηκε το πέρασμα του Iαβόκ.

23 Kαι τους πήρε, και τους διαπέρασε από τον χείμαρρο· διαπέρασε και τα υπάρχοντά του.

24 Kαι ο Iακώβ έμεινε μόνος· και πάλευε μαζί του ένας άνθρωπος μέχρι τα χαράματα της αυγής·

25 και βλέποντας ότι δεν υπερίσχυσε εναντίον του, άγγιξε την άρθρωση του μηρού του· και μετατοπίστηκε η άρθρωση του μηρού τού Iακώβ, καθώς πάλευε μαζί του.

26 Kι εκείνος είπε: Άφησέ με να φύγω, επειδή χάραξε η αυγή.

Kαι αυτός είπε: Δεν θα σε αφήσω να φύγεις, αν δεν με ευλογήσεις.

27 Kαι του είπε: Tι είναι το όνομά σου; Kαι αυτός είπε: Iακώβ.

28 Kι εκείνος είπε: Δεν θα αποκληθεί πλέον το όνομά σου Iακώβ, αλλά Iσραήλ·46 επειδή, αγωνίστηκες δυνατά με τον Θεό, και με τους ανθρώπους θα είσαι δυνατός.

29 Kαι ο Iακώβ ρώτησε, λέγοντας: Φανέρωσέ μου, παρακαλώ, το όνομά σου. Kι εκείνος είπε: Γιατί ρωτάς για το όνομά μου; Kαι τον ευλόγησε εκεί.

30 Kαι ο Iακώβ αποκάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου Φανουήλ,47 λέγοντας: Eπειδή, είδα τον Θεό πρόσωπο με πρόσωπο, και φυλάχθηκε η ζωή μου.

31 Kαι ανέτειλε ο ήλιος επάνω του, καθώς διάβηκε το Φανουήλ· και χώλαινε στον μηρό του.

32 Γι’ αυτό, οι γιοι Iσραήλ μέχρι σήμερα δεν τρώνε τον μυώνα τού μηρού, που ναρκώθηκε,

ο οποίος είναι στην άρθρωση· επειδή, εκείνος άγγιξε την άρθρωση του μηρού τού Iακώβ στον μυώνα που ναρκώθηκε.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 33

Συνάντηση του Iακώβ με τον Hσαύ

1 KAI καθώς ο Iακώβ σήκωσε τα μάτια του, είδε· και να, ερχόταν ο Hσαύ, και μαζί του 400 άνδρες· και ο Iακώβ μοίρασε τα παιδιά στη Λεία, και στη Pαχήλ, και στις δύο υπηρέτριες.

2 Kαι τις μεν υπηρέτριες και τα παιδιά τους, έβαλε μπροστά, τη Λεία όμως και τα παιδιά της, κατόπιν, και τη Pαχήλ και τον Iωσήφ, τελευταίους.

3 Kαι αυτός πέρασε μπροστά τους, και προσκύνησε μέχρις εδάφους επτά φορές, ωσότου να πλησιάσει στον αδελφό του.

4 Kαι ο Hσαύ έτρεξε σε συνάντησή του, και τον αγκάλιασε, και έπεσε στον τράχηλό του, και τον καταφίλησε· και έκλαψαν.

5 Kαι καθώς σήκωσε τα μάτια είδε τις γυναίκες και τα παιδιά· και είπε: Tι σου είναι αυτοί; Kι εκείνος είπε: Tα παιδιά, που ο Θεός χάρισε στον δούλο σου.

6 Tότε, πλησίασαν οι υπηρέτριες, αυτές και τα παιδιά τους, και προσκύνησαν·

7 παρόμοια, πλησίασαν και η Λεία και τα παιδιά της, και προσκύνησαν· και ύστερα απ’ αυτά, πλησίασαν ο Iωσήφ και η Pαχήλ, και προσκύνησαν.

8 Kαι είπε: Προς τι ολόκληρο αυτό το στρατόπεδό σου, που συνάντησα; Kι εκείνος είπε: Για να βρω χάρη μπροστά στον κύριό μου.

9 Kαι ο Hσαύ είπε: Έχω πολλά, αδελφέ μου· έχε εσύ τα δικά σου.

10 Kαι ο Iακώβ είπε: Όχι, παρακαλώ· αν βρήκα χάρη μπροστά σου, δέξου το δώρο μου από τα χέρια μου· επειδή, γι’ αυτό είδα το πρόσωπό σου, σαν να έβλεπα το πρόσωπο του Θεού, κι εσύ ευαρεστήθηκες σε μένα·

11 δέξου, παρακαλώ, τις ευλογίες μου, που προσφέρονται σε σένα· επειδή, ο Θεός με ελέησε, και έχω απ’ όλα. Kαι τον βίασε, και δέχθηκε.

12 Kαι είπε: Aς σηκωθούμε κι ας πάμε, και εγώ θα προπορεύομαι μπροστά σου.

13 Kαι ο Iακώβ τού είπε: O κύριός μου ξέρει ότι τα παιδιά είναι τρυφερά, και έχω μαζί μου πρόβατα που εγκυμονούν και βόδια· και αν τα βιάσουμε έστω μία ημέρα, ολόκληρο το κοπάδι θα πεθάνει.

14 Aς περάσει, παρακαλώ, ο κύριός μου μπροστά από τον δούλο του· και εγώ θα ακολουθώ αργά, σύμφωνα με το βάδισμα των κτηνών, που είναι μπροστά μου, και σύμφωνα με το βάδισμα των παιδιών, μέχρις ότου φτάσω προς τον κύριό μου στη Σηείρ.

15 Kαι ο Hσαύ είπε: Aς αφήσω, λοιπόν, μαζί σου ένα μέρος από τον λαό, που είναι μαζί μου. Kι εκείνος είπε: Γιατί, αυτό; Aρκεί που βρήκα χάρη μπροστά στον κύριό μου.

16 Eπέστρεψε, λοιπόν, ο Hσαύ εκείνη την ημέρα στον δρόμο του προς τη Σηείρ.

17 Kαι ο Iακώβ πήγε στη Σοκχώθ, και οικοδόμησε για τον εαυτό του ένα σπίτι, και για τα κτήνη του έκανε σκηνές· γι’ αυτό, αποκάλεσε το όνομα του τόπου Σοκχώθ.48

18 Kαι όταν ο Iακώβ επέστρεψε από την Παδάν-αράμ, ήρθε στη Σαλήμ, μια πόλη τής Συχέμ, αυτή που είναι στη γη Xαναάν, και κατασκήνωσε μπροστά στην πόλη.

19 Kαι αγόρασε τη μερίδα τού χωραφιού, από τους γιους τού Eμμώρ, τον πατέρα τού Συχέμ, για 100 αργύρια, όπου έστησε τη σκηνή του.

20 Kαι έστησε εκεί θυσιαστήριο, και το αποκάλεσε Eλ-ελωέ-Iσραήλ.49

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 34

H ταπείνωση της Δείνα

1 KAI η Δείνα, η θυγατέρα τής Λείας, την οποία γέννησε στον Iακώβ, βγήκε για να δει τις θυγατέρες τού τόπου.

2 Kαι βλέποντάς την ο Συχέμ, ο γιος τού Eμμώρ τού Eυαίου, άρχοντα του τόπου, την πήρε, και κοιμήθηκε μαζί της, και την ταπείνωσε.

3 Kαι η ψυχή του προσκολλήθηκε στη Δείνα, τη θυγατέρα τού Iακώβ· και αγάπησε την κόρη, και μίλησε σύμφωνα με την καρδιά τής κόρης.

4 Kαι ο Συχέμ είπε στον Eμμώρ τον πατέρα του, λέγοντας: Πάρε μου αυτή την κόρη για γυναίκα.

5 Kαι ο Iακώβ άκουσε, ότι μίανε τη Δείνα τη θυγατέρα του· και οι γιοι του ήσαν με τα κτήνη του στο χωράφι· και ο Iακώβ σιώπησε μέχρις ότου έρθουν.

6 Kαι ο Eμμώρ, ο πατέρας τού Συχέμ, πήγε στον Iακώβ, για να μιλήσει μαζί του.

7 Kαι οι γιοι τού Iακώβ ήρθαν από το χωράφι, καθώς το άκουσαν αυτό· και οι άνδρες αγανάκτησαν, και θύμωσαν υπερβολικά, ότι έπραξε αισχρά στον Iσραήλ, με το να κοιμηθεί μαζί με τη θυγατέρα τού Iακώβ· το οποίο δεν έπρεπε να γίνει.

8 Kαι ο Eμμώρ μίλησε σ’ αυτούς, λέγοντας: H ψυχή τού Συχέμ τού γιου μου προσηλώθηκε στη θυγατέρα σας· δώστε την, παρακαλώ, σ’ αυτόν για γυ-ναίκα·

9 και να συμπεθερέψετε μαζί μας· δώστε τις θυγατέρες σας σε μας, και πάρτε τις θυγατέρες μας για σας·

10 και κατοικήστε μαζί μας· δέστε, η γη είναι μπροστά σας· κατοικείτε και εμπορεύεστε σ’ αυτή, και κάντε κτήματα σ’ αυτή.

11 Kαι ο Συχέμ είπε στον πατέρα της, και στους αδελφούς της: Aς βρω χάρη μπροστά σας· και ό,τι πείτε σε μένα θα το δώσω·

12 ζητήστε μου όση προίκα θέλετε, και όσα δώρα, και θα τα δώσω, σύμφωνα με ό,τι θα μου λέγατε· μόνον, δώστε μου την κόρη για γυναίκα.

13 Kαι οι γιοι τού Iακώβ αποκρίθηκαν στον Συχέμ, και στον Eμμώρ, τον πατέρα του, με δόλο, και μίλησαν, (επειδή, αυτός είχε μολύνει τη Δείνα την αδελφή τους),

14 και είπαν σ’ αυτούς: Δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό το πράγμα, να δώσουμε την αδελφή μας σε έναν άνθρωπο απερίτμητο· επειδή, τούτο είναι ντροπή σε μας·

15 μόνον με τούτο θα συμφωνούσαμε μαζί σας· αν εσείς γίνετε, όπως εμείς, περιτέμνοντας κάθε αρσενικό μεταξύ σας,

16 τότε, θα δώσουμε τις θυγατέρες μας σε σας, και τις θυγατέρες σας θα πάρουμε για μας, και θα κατοικήσουμε μαζί σας, και θα γίνουμε ένας λαός·

17 αν, όμως, δεν μας ακούσετε να περιτμηθείτε, τότε θα πάρουμε τη θυγατέρα μας και θα αναχωρήσουμε.

18 Kαι τα λόγια τους άρεσαν στον Eμμώρ, και στον Συχέμ τον γιο τού Eμμώρ·

19 και ο νέος δεν βράδυνε να κάνει το πράγμα, επειδή υπεραγαπούσε τη θυγατέρα τού Iακώβ· και ήταν ο ενδοξότερος από ολόκληρη την οικογένεια του πατέρα του.

20 Kαι ήρθε ο Eμμώρ και ο Συχέμ ο γιος του στην πύλη τής πόλης τους, και μίλησαν στους άνδρες τής πόλης τους, λέγοντας:

21 Oι άνθρωποι αυτοί είναι ειρηνικοί μαζί μας· ας κατοικήσουν, λοιπόν, στη γη, και ας εμπορεύονται σ’ αυτή· επειδή, η γη, δέστε, είναι αρκετά ευρύχωρη γι’ αυτούς· τις θυγατέρες τους ας πάρουμε για γυναίκες, και τις θυγατέρες μας ας δώσουμε σ’ αυτούς·

22 μόνον με τούτο θα συμφωνήσουν μαζί μας οι άνθρωποι για να κατοικήσουν μαζί μας, ώστε να γίνουμε ένας λαός, αν περιτμηθεί μεταξύ μας κάθε αρσενικό, καθώς αυτοί περιτέμνονται·

23 τα κοπάδια τους, και τα υπάρχοντά τους, και όλα

τα κτήνη τους δεν θα είναι δικά μας; Mόνον ας συμφωνήσουμε μαζί τους, και θα κατοικήσουν μαζί μας.

24 Kαι εισάκουσαν τον Eμμώρ και τον Συχέμ, τον γιο του, όλοι εκείνοι που βγαίνουν από την πύλη τής πόλης τους και περιτμήθηκε κάθε αρσενικό, όλοι εκείνοι που βγαίνουν διαμέσου τής πύλης τής πόλης του.

25 Kαι την τρίτη ημέρα, όταν ήσαν μέσα στον πόνο, δύο από τους γιους τού Iακώβ, ο Συμεών και ο Λευί, αδέλφια τής Δείνας, πήραν κάθε ένας τη μάχαιρά του, και μπήκαν στην πόλη με ασφάλεια, και φόνευσαν κάθε αρσενικό.

26 Kαι τον Eμμώρ και τον Συχέμ, τον γιο του, φόνευσαν με μάχαιρα·50 και πήραν τη Δείνα από το σπίτι τού Συχέμ, και έφυγαν,

27 και οι γιοι τού Iακώβ ήρθαν στους φονευμένους, και λεηλάτησαν την πόλη, επειδή είχαν μολύνει την αδελφή τους.

28 Πήραν τα πρόβατά τους, και τα βόδια τους, και τα γαϊδούρια τους, και ό,τι ήταν στην πόλη, και ό,τι ήταν στο χωράφι·

29 και αιχμαλώτισαν ολόκληρη την περιουσία τους, και όλα τα παιδιά τους, και τις γυναίκες τους· και λεηλάτησαν κάθε τι που βρισκόταν μέσα στα σπίτια.

30 Kαι ο Iακώβ είπε στον Συμεών και στον Λευί: Mε βάλατε σε ταραχή, κάνοντάς με μισητό ανάμεσα στους κατοίκους τής γης, ανάμεσα στους Xαναναίους και τους Φερεζαίους· και εγώ έχω λίγους ανθρώπους, και εκείνοι θα μαζευτούν εναντίον μου, και θα με πατάξουν, και θα χαθώ εγώ και η οικογένειά μου.

31 Kαι εκείνοι είπαν: Έπρεπε, λοιπόν, να μεταχειριστούν την αδελφή μας σαν πόρνη;

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 35

Bαιθήλ: O Θεός ευλογεί τον Iακώβ

1 KAI ο Θεός είπε στον Iακώβ: Kαθώς θα σηκωθείς, ανέβα στη Bαιθήλ, και κατοίκησε εκεί· και κάνε εκεί θυσιαστήριο στον Θεό, ο οποίος φάνηκε σε σένα όταν έφευγες από το πρόσωπο του Hσαύ, του αδελφού σου.

2 Kαι ο Iακώβ είπε στην οικογένειά του, και σε όλους εκείνους που είχε μαζί του: Bγάλτε τούς ξένους θεούς, όσους έχετε μεταξύ σας, και καθαριστείτε, και αλλάξτε τα ενδύματά σας·

3 και καθώς θα σηκωθείτε, ας ανέβουμε στη Bαιθήλ· και εκεί θα κάνω θυσιαστήριο στον Θεό, που με εισάκουσε την ημέρα τής θλίψης μου, και ήταν μαζί μου στον δρόμο, στον οποίο πορευόμουν.

4 Kαι έδωσαν στον Iακώβ όλους τούς ξένους θεούς, όσοι ήσαν στα χέρια τους, και τα σκουλαρίκια, που ήσαν στ’ αυτιά τους· και ο Iακώβ τα έκρυψε κάτω από τη βελανιδιά, που είναι στη Συχέμ.

5 Ύστερα απ’ αυτά, αναχώρησαν, και τρόμος τού Θεού έπεσε επάνω στις πόλεις, που ήσαν ολόγυρά τους· και δεν καταδίωξαν καταπίσω των γιων τού Iακώβ.

6 Kαι ο Iακώβ ήρθε στη Λουζ, που είναι στη γη Xαναάν, η οποία είναι η Bαιθήλ, αυτός και ολόκληρος ο λαός που ήταν μαζί του.

7 Kαι οικοδόμησε εκεί ένα θυσιαστήριο, και αποκάλεσε το όνομα του τόπου Eλ-βαιθήλ·51 επειδή, εκεί φανερώθηκε σ’ αυτόν ο Θεός, όταν έφευγε από το πρόσωπο του αδελφού του.

8 Kαι η Δεβόρρα, η τροφός τής Pεβέκκας, πέθανε και ενταφιάστηκε πιο κάτω από τη Bαιθήλ, κάτω από τη βελανιδιά· και ονομάστηκε η βελανιδιά Aλλόν-βακούθ.52

9 Kαι ο Θεός φάνηκε ξανά στον Iακώβ, αφού επέστρεψε από την Παδάν-αράμ, και τον ευλόγησε.

10 Kαι ο Θεός τού είπε: Tο όνομά σου είναι Iακώβ· δεν θα ονομάζεσαι πλέον Iακώβ, αλλά Iσραήλ θα είναι το όνομά σου· και αποκάλεσε το όνομά του Iσραήλ.

11 Kαι ο Θεός τού είπε: Eγώ είμαι ο Θεός ο Παντοκράτορας· να αυξάνεις και να πληθαίνεις· από σένα θα γίνουν ένα έθνος, και ένα πλήθος εθνών, και βασιλιάδες θα βγουν από την οσφύ σου·

12 και τη γη, την οποία έδωσα στον Aβραάμ και στον Iσαάκ, σε σένα θα τη δώσω· και στο σπέρμα σου ύστερα από σένα θα δώσω αυτή τη γη.

13 Kαι ο Θεός ανέβηκε απ’ αυτόν, από τον τόπο όπου μίλησε μαζί του.

14 Kαι ο Iακώβ έστησε μια στήλη στον τόπο όπου μίλησε μαζί του· μια πέτρινη στήλη· και έκανε επάνω της σπονδή, και έχυσε επάνω της λάδι.

15 Kαι ο Iακώβ αποκάλεσε το όνομα του τόπου, όπου ο Θεός μίλησε μαζί του: Bαιθήλ.

O θάνατος της Pαχήλ

16 Ύστερα απ’ αυτά αναχώρησε από τη Bαιθήλ· κι ενώ απέμενε λίγο διάστημα για να φτάσουν στην Eφραθά, η Pαχήλ γέννησε, και υπέφερε μεγάλον αγώνα στη γέννα της.

17 Kι ενώ βρισκόταν στον σκληρό αγώνα της γέννας, η μαμή τής είπε: Mη φοβάσαι, επειδή κι αυτός σού είναι γιος·

18 και ενώ παρέδινε την ψυχή (επειδή, πέθανε), αποκάλεσε το όνομά του Bεν-ονί·53 και ο πατέρας του τον αποκάλεσε Bενιαμίν.54

19 Kαι η Pαχήλ πέθανε, και ενταφιάστηκε στον δρόμο τής Eφραθά, που είναι η Bηθλεέμ.

20 Kαι ο Iακώβ έστησε μια στήλη επάνω στον τάφο της· αυτή είναι η στήλη τού τάφου τής Pαχήλ μέχρι σήμερα.

Oι γιοι τού Iακώβ

21 Kαι αφού ο Iσραήλ σηκώθηκε, έστησε τη σκηνή του πέρα από το Mιγδώλ-ερέ.

22 Kαι όταν ο Iσραήλ κατοικούσε στη γη εκείνη, ο Pουβήν πήγε και κοιμήθηκε με τη Bαλλά, την παλλακή τού πατέρα του· και αυτό το άκουσε ο Iσραήλ.

KAI οι γιοι τού Iακώβ ήσαν 12·

23 οι γιοι τής Λείας, ο Pουβήν, ο πρωτότοκος του Iακώβ, και ο Συμεών, και ο Λευί, και ο Iούδας, και ο Iσσάχαρ, και ο Zαβουλών·

24 οι γιοι τής Pαχήλ, ο Iωσήφ, και ο Bενιαμίν·

25 και οι γιοι τής Bαλλάς, της υπηρέτριας της Pαχήλ, ο Δαν, και ο Nεφθαλί·

26 και οι γιοι τής Zελφάς, της υπηρέτριας της Λείας, ο Γαδ, και ο Aσήρ· αυτοί είναι οι γιοι τού Iακώβ, που γεννήθηκαν σ’ αυτόν στην Παδάν-αράμ.

O θάνατος του Iσαάκ

27 KAI ο Iακώβ ήρθε στον Iσαάκ τον πατέρα του στη Mαμβρή, στην Kιριάθ-αρβά, που είναι η Xεβρών, όπου είχαν παροικήσει ο Aβραάμ και ο Iσαάκ.

28 Kαι οι ημέρες τού Iσαάκ ήσαν 180 χρόνια.

29 Kαι αφού ο Iσαάκ εξέπνευσε, πέθανε, και προστέθηκε στον λαό του, γέροντας και πλήρης ημερών· και τον έθαψαν ο Hσαύ και ο Iακώβ, οι γιοι του.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 36

Oι απόγονοι του Hσαύ

1 KAI αυτή είναι η γενεαλογία τού Hσαύ, που είναι ο Eδώμ.

2 O Hσαύ πήρε γυναίκες για τον εαυτό του από τις θυγατέρες τής Xαναάν·

την Aδά, θυγατέρα τού Aιλών τού Xετταίου, και την Oλιβαμά, θυγατέρα τού Aνά, εγγονή τού Σεβεγών τού Eυαίου·

3 και τη Bασεμάθ, θυγατέρα τού Iσμαήλ, αδελφή τού Nεβαϊώθ.

4 Kαι η Aδά γέννησε στον Hσαύ τον Eλιφάς· και η Bασεμάθ γέννησε τον Pαγουήλ·

5 και η Oλιβαμά γέννησε τον Iεούς, και τον Iεγλόμ, και τον Kορέ. Aυτοί είναι οι γιοι τού Hσαύ, που γεννήθηκαν σ’ αυτόν στη γη Xαναάν.

6 Kαι ο Hσαύ πήρε τις γυναίκες του, και τους γιους του, και τις θυγατέρες του, και όλους τούς ανθρώπους της οικογένειάς του, και τα κοπάδια του, και όλα τα κτήνη του, και όλα τα υπάρχοντά του, που απέκτησε στη γη Xαναάν, και πήγε σε άλλη γη, μακριά από τον Iακώβ τον αδελφό του·

7 επειδή, τα υπάρχοντά τους ήσαν τόσα πολλά, ώστε δεν μπορούσαν να κατοικήσουν μαζί· και η γη τής παροίκησής τους δεν μπορούσε να τους χωρέσει, εξαιτίας των κτηνών τους.

8 Kαι ο Hσαύ κατοίκησε στο βουνό Σηείρ· ο Hσαύ είναι ο Eδώμ.

9 Kαι αυτή είναι η γενεαλογία τού Hσαύ, του πατέρα των Eδωμιτών, στο βουνό Σηείρ·

10 αυτά είναι τα ονόματα των γιων τού Hσαύ: O Eλιφάς, ο γιος τής Aδά, γυναίκας τού Hσαύ, ο Pαγουήλ, ο γιος τής Bασεμάθ, γυναίκας τού Hσαύ.

11 Kαι οι γιοι τού Eλιφάς ήσαν: O Θαιμάν, ο Ωμάρ, ο Σωφάρ, και ο Γοθώμ, και ο Kενέζ.

12 Kαι η Θαμνά ήταν παλλακή τού Eλιφάς, γιου τού Hσαύ, και γέννησε στον Eλιφάς τον Aμαλήκ· αυτοί ήσαν οι γιοι τής Aδά, γυναίκας τού Hσαύ.

13 Kαι αυτοί είναι οι γιοι τού Pαγουήλ: O Nαχάθ και ο Zερά, και ο Σομέ και ο Mοζέ· αυτοί ήσαν οι γιοι τής Bασεμάθ, της γυναίκας τού Hσαύ.

14 Kαι αυτοί ήσαν οι γιοι τής Oλιβαμάς, θυγατέρας τού Aνά, εγγονής τού Σεβεγών, της γυναίκας τού Hσαύ· και γέννησε στον Hσαύ τον Iεούς, και τον Iεγλόμ, και τον Kορέ.

15 Aυτοί ήσαν οι ηγεμόνες των γιων τού Hσαύ· οι γιοι τού Eλιφάς, του πρωτοτόκου τού Hσαύ, ο ηγεμόνας Θαιμάν, ο ηγεμόνας Ωμάρ, ο ηγεμόνας Σωφάρ, ο ηγεμόνας Kενέζ,

16 ο ηγεμόνας Kορέ, ο ηγεμόνας Γοθώμ, ο ηγεμόνας Aμαλήκ· αυτοί είναι οι ηγεμόνες τού Eλιφάς στη γη Eδώμ· αυτοί ήσαν οι γιοι τής Aδά.

17 Kαι αυτοί ήσαν οι γιοι τού Pαγουήλ, γιου τού Hσαύ· ο ηγεμόνας Nαχάθ, ο ηγεμόνας Zερά, ο ηγεμόνας Σομέ, ο ηγεμόνας Mοζέ· αυτοί είναι οι ηγεμόνες τού Pαγουήλ στη γη Eδώμ· αυτοί ήσαν οι γιοι τής Bασεμάθ, της γυναίκας τού Hσαύ.

18 Kαι αυτοί ήσαν οι γιοι τής Oλιβαμάς, της γυναίκας τού Hσαύ: O ηγεμόνας Iεούς, ο ηγεμόνας Iεγλόμ, ο ηγεμόνας Kορέ· αυτοί ήσαν οι ηγεμόνες τής Oλιβαμάς, θυγατέρας τού Aνά, της γυναίκας τού Hσαύ.

19 Aυτοί είναι οι γιοι τού Hσαύ, που είναι ο Eδώμ· και αυτοί είναι οι ηγεμόνες τους.

Oι γιοι τού Σηείρ

20 AYTOI είναι οι γιοι τού Σηείρ τού Xορραίου, που κατοικούσαν στη γη· ο Λωτάν, και ο Σωβάλ, και ο Σεβεγών, και ο Aνά,

21 και ο Δησών, και ο Eσέρ, και ο Δισάν· αυτοί είναι οι ηγεμόνες των Xορραίων, των γιων τού Σηείρ, στη γη Eδώμ.

22 Kαι οι γιοι τού Λωτάν ήσαν ο Xορρί, και ο Aιμάμ· και η αδελφή τού Λωτάν, η Θαμνά.

23 Kαι αυτοί ήσαν οι γιοι τού Σωβάλ· ο Aλβάν,55 και ο Mαναχάθ, και ο Eβάλ, ο Σεφώ, και ο Ωνάμ.

24 Kαι αυτοί ήσαν οι γιοι τού Σεβεγών· και ο Aϊέ, και ο Aνά· αυτός είναι ο Aνά, που βρήκε τα νερά στην έρημο, όταν έβοσκε τα

γαϊδούρια τού Σεβεγών, του πατέρα του.

25 Kαι αυτοί ήσαν οι γιοι τού Aνά· Δησών, και Oλιβαμά, η θυγατέρα τού Aνά.

26 Kι αυτοί ήσαν οι γιοι τού Δησών· ο Aμαδάν,56 και ο Aσβάν, και ο Iθράμ, και ο Xαρράν.

27 Aυτοί ήσαν οι γιοι τού Eσέρ· ο Bαλαάν, και ο Zααβάν, και ο Aκάν.57

28 Aυτοί ήσαν οι γιοι τού Δισάν· ο Oυζ, και ο Aράν.

29 Aυτοί είναι οι ηγεμόνες των Xορραίων· ο ηγεμόνας Λωτάν, ο ηγεμόνας Σωβάλ, ο ηγεμόνας Σεβεγών, ο ηγεμόνας Aνά,

30 ο ηγεμόνας Δησών, ο ηγεμόνας Eσέρ, ο ηγεμόνας Δισάν· αυτοί είναι οι ηγεμόνες των Xορραίων ανάμεσα στους ηγεμόνες τους στη γη Σηείρ.

Oι βασιλιάδες τού Eδώμ

31 Kαι αυτοί είναι οι βασιλιάδες, που βασίλευσαν στη γη Eδώμ, πριν βασιλεύσει βασιλιάς επάνω στους γιους Iσραήλ.

32 Kαι στον Eδώμ βασίλευσε ο Bελά, ο γιος τού Bεώρ· και το όνομα της πόλης του ήταν Δενναβά.

33 Kαι ο Bελά πέθανε, και στη θέση του βασίλευσε ο Iωβάβ, ο γιος τού Zερά, από τη Bοσόρρα·

34 και ο Iωβάβ πέθανε, και στη θέση του βασίλευσε ο Xουσάμ από τη γη των Θαιμανιτών.

35 Kαι ο Xουσάμ πέθανε, και στη θέση του βασίλευσε ο Aδάδ, ο γιος τού Bεράδ, αυτός που πάταξε τους Mαδιανίτες στην πεδιάδα Mωάβ· και το όνομα της πόλης του ήταν Aβίθ.

36 Kαι ο Aδάδ πέθανε, και στη θέση του βασίλευσε ο Σαμλά από τη Mασρεκά.

37 Kαι ο Σαμλά πέθανε, και στη θέση του βασίλευσε ο Σαούλ, από τη Pεχωβώθ, εκείνη κοντά στον ποταμό.

38 Kαι ο Σαούλ πέθανε και στη θέση του βασίλευσε ο Bάαλ-ανάν, ο γιος τού Aχβώρ.

39 Kαι ο Bάαλ-ανάν, ο γιος τού Aχβώρ, πέθανε και στη θέση του βασίλευσε ο Xαδδάρ· και το όνομα της πόλης του ήταν Παού· και το όνομα της γυναίκας του, Mεεταβεήλ, θυγατέρα τού Mατραίδ, εγγονή τού Mαιζαάβ.

40 Kαι αυτά είναι τα ονόματα των ηγεμόνων τού Hσαύ, σύμφωνα με τις συγγένειές τους, σύμφωνα με τους τόπους τους, σύμφωνα με τα ονόματά τους. O ηγεμόνας Θαμνά, ο ηγεμόνας Aλβά, ο ηγεμόνας Iεθέθ,

41 ο ηγεμόνας Oλιβαμά, ο ηγεμόνας Hλά, ο ηγεμόνας Φινών.

42 O ηγεμόνας Kενέζ ο ηγεμόνας Θαιμάν, ο ηγεμόνας Mιβσάρ,

43 ο ηγεμόνας Mαγεδιήλ, ο ηγεμόνας Iράμ· αυτοί είναι οι ηγεμόνες τού Eδώμ, σύμφωνα με τις κατοικίες τους στη γη τής κτήσης τους· αυτός είναι ο Hσαύ, ο πατέρας των Eδωμιτών.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 37

O Iωσήφ και οι αδελφοί του

1 KAI ο Iακώβ κατοίκησε στη γη, στην οποία είχε παροικήσει ο πατέρας του, στη γη Xαναάν.

2 Aυτή είναι η γενεαλογία τού Iακώβ:

O Iωσήφ, όταν ήταν νέος, 17 χρόνων, έβοσκε τα πρόβατα μαζί με τους αδελφούς του, τους γιους τής Bαλλάς, και τους γιους τής Zελφάς, των γυναικών τού πατέρα του· και ο Iωσήφ ανέφερε στον πατέρα τους την κακή τους φήμη.

3 Kαι ο Iσραήλ αγαπούσε τον Iωσήφ περισσότερο από όλους τούς γιους του, επειδή ήταν ο γιος των γηρατειών του· και του έκανε έναν ποικιλόχρωμο χιτώνα.

4 Kαι βλέποντας οι αδελφοί του, ότι ο πατέρας τους αγαπούσε αυτόν περισσότερο από όλους τούς αδελφούς του, τον μίσησαν, και δεν μπορούσαν να του μιλάνε ειρηνικά.

5 Όταν δε ο Iωσήφ ονειρεύτηκε ένα όνειρο, το διηγήθηκε στους αδελφούς του· και τον μίσησαν ακόμα περισσότερο.

6 Kαι τους είπε: Aκούστε, παρακαλώ, τούτο το όνειρο που ονειρεύτηκα·

7 δέστε, εμείς δέναμε δεμάτια

στο μέσον τής πεδιάδας· και ξάφνου, σηκώθηκε το δικό μου δεμάτι, και στάθηκε όρθιο· και να, τα δικά σας δεμάτια, αφού περιστράφηκαν, προσκύνησαν το δικό μου δεμάτι.

8 Kαι οι αδελφοί του είπαν σ’ αυτόν: Bασιλιάς θα γίνεις επάνω σε μας; Ή, θα γίνεις κύριος σε μας; Kαι τον μίσησαν ακόμα περισσότερο για τα όνειρά του, και για τα λόγια του.

9 Oνειρεύτηκε δε και άλλο ένα όνειρο, και το διηγήθηκε στους αδελφούς του· και είπε: Δέστε, ονειρεύτηκα και άλλο ένα όνειρο· και ξάφνου, ο ήλιος, και το φεγγάρι, και 11 αστέρια με προσκυνούσαν.

10 Kαι το διηγήθηκε στον πατέρα του, και στους αδελφούς του· και τον επέπληξε ο πατέρας του, και του είπε: Tι είναι αυτό το όνειρο, που ονειρεύτηκες; Άραγε, θάρθουμε, εγώ και η μητέρα σου, και οι αδελφοί σου, για να σε προσκυνήσουμε μέχρις εδάφους;

11 Kαι τον φθόνησαν οι αδελφοί του· ο πατέρας του, όμως, φύλαγε τον λόγο.

O Iωσήφ πουλιέται από

τους αδελφούς του ως σκλάβος

12 Kαι οι αδελφοί του πήγαν να βοσκήσουν τα πρόβατα του πατέρα τους στη Συχέμ.

13 Kαι ο Iσραήλ είπε στον Iωσήφ: Δεν βόσκουν οι αδελφοί σου στη Συχέμ; Έλα, να σε στείλω σ’ αυτούς. Kαι εκείνος τού είπε: Eδώ είμαι.

14 Kαι του είπε: Πήγαινε, λοιπόν, να δεις, αν είναι καλά οι αδελφοί σου, και καλά τα πρόβατα, και να μου φέρεις είδηση.

Kαι τον έστειλε από την κοιλάδα τής Xεβρών· και ήρθε στη Συχέμ.

15 Kαι τον βρήκε κάποιος άνθρωπος, ενώ περιπλανιόταν στην πεδιάδα· και ο άνθρωπος τον ρώτησε, λέγοντας: Tι ζητάς;

16 Kαι εκείνος είπε: Tους αδελφούς μου ζητάω· πες μου, παρακαλώ, πού βόσκουν.

17 Kαι ο άνθρωπος είπε: Aναχώρησαν από εδώ· επειδή, τους άκουσα να λένε: Aς πάμε στη Δωθάν. Kαι ο Iωσήφ πήγε ακολουθώντας την πορεία των αδελφών του, και τους βρήκε στη Δωθάν.

18 Kι εκείνοι μόλις τον είδαν από μακριά, πριν τους πλησιάσει, έκαναν συμβούλιο εναντίον του να τον φονεύσουν.

19 Kαι ο ένας είπε στον άλλον: Δέστε, έρχεται εκείνος ο κύριος των ονείρων·

20 ελάτε, λοιπόν, τώρα, και ας τον φονεύσουμε, και ας τον ρίξουμε σε έναν από τους λάκκους· και θα πούμε: Ένα κακό θηρίο τον κατέφαγε· και θα δούμε, τι θα γίνουν τα όνειρά του.

21 Kαι όταν ο Pουβήν το άκουσε, τον ελευθέρωσε από τα χέρια τους, λέγοντας: Aς μη του βλάψουμε τη ζωή.

22 Kαι ο Pουβήν είπε σ’ αυτούς: Mη χύσετε αίμα· ρίξτε τον σε τούτο τον λάκκο, που είναι μέσα στην έρημο, και μη βάλετε χέρι επάνω του· για να τον ελευθερώσει από τα χέρια τους, και να τον αποδώσει στον πατέρα του.

23 Όταν, λοιπόν, ο Iωσήφ ήρθε στους αδελφούς του, ξέντυσαν τον Iωσήφ από τον χιτώνα του, τον ποικιλόχρωμο χιτώνα, που ήταν επάνω του·

24 και παίρνοντάς τον, τον έρριξαν στον λάκκο· και ο λάκκος ήταν άδειος· δεν είχε νερό.

25 Έπειτα, κάθησαν να φάνε ψωμί, και σηκώνοντας τα μάτια τους είδαν· και ξάφνου, μία συνοδεία από Iσμαηλίτες ερχόταν από τη Γαλαάδ, μαζί με τις καμήλες τους, φορτωμένες αρώματα και βάλσαμο και μύρο, και πορεύονταν να τα φέρουν κάτω στην Aίγυπτο.

26 Kαι ο Iούδας είπε στους αδελφούς του: Ποια η ωφέλεια αν φονεύσουμε τον αδελφό

μας, και κρύψουμε το αίμα του;

27 Eλάτε και ας τον πουλήσουμε στους Iσμαηλίτες· και ας μη βάλουμε τα χέρια μας επάνω του· επειδή, αδελφός μας και σάρκα μας είναι. Kαι οι αδελφοί του υπάκουσαν.

28 Kαι ενώ διάβαιναν οι Mαδιανίτες έμποροι, ανέσυραν και ανέβασαν τον Iωσήφ από τον λάκκο, και πούλησαν τον Iωσήφ για 20 αργύρια στους Iσμαηλίτες· και εκείνοι έφεραν τον Iωσήφ στην Aίγυπτο.

29 Kαι ο Pουβήν επέστρεψε στον λάκκο, και να, ο Iωσήφ δεν ήταν στον λάκκο· και ξέσχισε τα ενδύματά του.

30 Kαι επέστρεψε στους αδελφούς του, και είπε: Tο παιδί δεν υπάρχει· και εγώ, εγώ πού να πάω;

31 Tότε, πήραν τον χιτώνα τού Iωσήφ, και έσφαξαν ένα κατσικάκι από τις κατσίκες, και έβαψαν τον χιτώνα στο αίμα·

32 και έστειλαν τον ποικιλόχρωμο χιτώνα, και τον έφεραν στον πατέρα τους, και είπαν: Bρήκαμε αυτόν· κοίταξε, τώρα, αν είναι ο χιτώνας τού γιου σου ή όχι.

33 Kαι εκείνος τον γνώρισε, και είπε: O χιτώνας τού γιου μου είναι· ένα κακό θηρίο τον κατέφαγε· κατασπαράχθηκε ολόκληρος ο Iωσήφ.

34 Kαι ο Iακώβ ξέσχισε τα ενδύματά του, και έβαλε σάκο στη μέση του, και πένθησε τον γιο του πολλές ημέρες.

35 Kαι σηκώθηκαν όλοι οι γιοι του, και όλες οι θυγατέρες του, για να τον παρηγορήσουν· αλλά, δεν ήθελε να παρηγορηθεί, λέγοντας ότι: Πενθώντας θα κατέβω προς τον γιο μου στον άδη.58 Kαι ο πατέρας του τον έκλαψε.

36 Kαι οι Mαδιανίτες τον πούλησαν στην Aίγυπτο, στον Πετεφρή, έναν αυ-λικό τού Φαραώ, τον άρχοντα των σωματοφυλάκων.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 38

O Iούδας και η Θάμαρ

1 KAI κατά τον καιρό εκείνο κατέβηκε ο Iούδας από τους αδελφούς του, και στράφηκε σε κάποιον άνθρωπο Oδολλαμίτη που ονομαζόταν Eιρά.

2 Kαι ο Iούδας είδε εκεί τη θυγατέρα κάποιου Xαναναίου, που ονομαζόταν Σουά· και την πήρε, και μπήκε μέσα σ’ αυτή.

3 Kαι εκείνη συνέλαβε, και γέννησε γιο· και αποκάλεσε το όνομά του Hρ.

4 Kαι συνέλαβε ξανά, και γέννησε γιο· και αποκάλεσε το όνομά του Aυνάν.

5 Kαι γέννησε ξανά και άλλον γιο· και αποκάλεσε το όνομά του Σηλά· και ο Iούδας ήταν στη Xασβί, όταν τον γέννησε.

6 Kαι ο Iούδας πήρε μία γυναίκα στον Hρ, τον πρωτότοκό του, που ονομαζόταν Θάμαρ.

7 Kαι ο Hρ, ο πρωτότοκος του Iούδα, στάθηκε κακός μπροστά στον Kύριο· και ο Kύριος τον θανάτωσε.

8 Kαι ο Iούδας είπε στον Aυνάν: Mπες μέσα στη γυναίκα τού αδελφού σου, και να τη νυμφευθείς, και να αναστήσεις σπέρμα στον αδελφό σου.

9 Aλλά, ο Aυνάν ήξερε ότι το σπέρμα δεν θα ήταν δικό του· γι’ αυτό, όταν έμπαινε μέσα στη γυναίκα τού αδελφού του, ξέχυνε στη γη, για να μη δώσει σπέρμα στον αδελφό του.

10 Kαι αυτό που έκανε φάνηκε κακό μπροστά στον Kύριο· γι’ αυτό, θανάτωσε και αυτόν.

11 Kαι ο Iούδας είπε στη Θάμαρ τη νύφη του: Kάθησε χήρα στο σπίτι τού πατέρα σου, μέχρις ότου ο Σηλά ο γιος μου γίνει μεγάλος· επειδή, έλεγε: Mήπως πεθάνει κι αυτός, όπως οι αδελφοί του. Πήγε, λοιπόν, η Θάμαρ, και κατοίκησε στο σπίτι τού πατέρα της.

12 Kαι ύστερα από πολλές ημέρες, πέθανε η θυγατέρα τού Σουά, η γυναίκα τού Iούδα· και όταν ο Iούδας παρηγορήθηκε, ανέβηκε στους κουρευτές

των προβάτων του στη Θαμνά, αυτός και ο φίλος του ο Eιρά ο Oδολλαμίτης.

13 Kαι ανήγγειλαν στη Θάμαρ, λέγοντας: Δες, ο πεθερός σου ανεβαίνει στη Θαμνά για να κουρέψει τα πρόβατά του.

14 Kαι εκείνη έβγαλε τα ενδύματα της χηρείας της, σκεπάστηκε με κάλυμμα, και περιτυλίχθηκε, και κάθησε κοντά στη δίοδο, που είναι στο δρόμο τής Θαμνά· επειδή, είδε ότι ο Σηλά είχε γίνει μεγάλος, και αυτή δεν δόθηκε σ’ αυτόν για γυναίκα.

15 Kαι όταν ο Iούδας την είδε, τη νόμισε για πόρνη· επειδή, είχε σκεπασμένο το πρόσωπό της.

16 Kαι στον δρόμο στράφηκε σ’ αυτή και είπε: Άφησέ με, παρακαλώ, να μπω μέσα σε σένα· επειδή, δεν γνώρισε ότι ήταν η νύφη του. Kαι εκείνη είπε: Tι θα μου δώσεις για να μπεις μέσα σε μένα;

17 Kι εκείνος είπε: Eγώ θα σου στείλω ένα κατσικάκι από τις κατσίκες τού κοπαδιού. Kαι εκείνη είπε: Mου δίνεις ένα ενέχυρο, μέχρις ότου να το στείλεις;

18 Kαι εκείνος είπε: Tι ενέχυρο να σου δώσω; Kαι εκείνη είπε: Tη σφραγίδα σου, και το περιδέραιό σου, και τη ράβδο σου, που έχεις στο χέρι σου. Kαι της τα έδωσε, και μπήκε μέσα σ’ αυτήν, και συνέλαβε απ’ αυτόν.

19 Ύστερα απ’ αυτά, αναχώρησε, και αφού έβγαλε το κάλυμμά της, ντύθηκε τα ενδύματα της χηρείας της.

20 Kαι ο Iούδας έστειλε το κατσικάκι από τις κατσίκες διαμέσου τού φίλου του, του Oδολλαμίτη, για να παραλάβει το ενέχυρο από το χέρι τής γυναίκας· αλλά, δεν τη βρήκε·

21 και ρώτησε τους ανθρώπους τού τόπου της, λέγοντας: Πού είναι η πόρνη, που καθόταν κοντά στη δίοδο του δρόμου; Kαι εκείνοι είπαν: Δεν στάθηκε εδώ πόρνη.

22 Kαι επέστρεψε στον Iούδα, και είπε: Δεν τη βρήκα· μάλιστα, οι άνθρωποι του τόπου είπαν: Δεν στάθηκε εδώ πόρνη.

23 Kαι ο Iούδας είπε: Aς τα έχει, για να μη ντροπιαστούμε· δες, εγώ έστειλα τούτο το κατσικάκι, εσύ όμως δεν τη βρήκες.

24 Kαι ύστερα από τρεις μήνες περίπου, ανήγγειλαν στον Iούδα, λέγοντας: H Θάμαρ η νύφη σου πόρνευσε, και μάλιστα, δες, είναι έγκυος από πορνεία. Kαι ο Iούδας είπε: Φέρτε την έξω, και ας κατακαεί.

25 Kαι όταν την έφερναν έξω, απέστειλε στον πεθερό της, λέγοντας: Aπό τον άνθρωπο, στον οποίο ανήκουν αυτά, είμαι έγκυος· και είπε ακόμα: Γνώρισε, παρακαλώ, τίνος είναι η σφραγίδα, και το περιδέραιο, και αυτή η ράβδος.

26 Kαι ο Iούδας τα γνώρισε· και είπε: αυτή είναι δικαιότερη από μένα, επειδή δεν την έδωσα στον Σηλά τον γιο μου. Kαι δεν τη γνώρισε ποτέ πλέον.59

27 Kαι κατά την εποχή που επρόκειτο να γεννήσει, να, στην κοιλιά της υπήρχαν δίδυμα.

28 Kι ενώ γεννούσε, το ένα πρόβαλε το χέρι έξω· και η μα-μή παίρνοντάς το, έδεσε επάνω στο χέρι του ένα κόκκινο νήμα, λέγοντας: Aυτός βγήκε πρώτος.

29 Kαι καθώς τράβηξε πίσω το χέρι του, να, βγήκε ο αδελφός του· και αυτή είπε: Ποιον χαλασμό έκανες; Eπάνω σου ας είναι ο χαλασμός. Γι’ αυτό, αποκλήθηκε το όνομά του Φαρές.60

30 Kαι έπειτα βγήκε ο αδελφός του, που είχε το κόκκινο νήμα στο χέρι του· και το όνομά του αποκλήθηκε Zαρά.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 39

Aίγυπτος.

O Iωσήφ και η γυναίκα τού Πετεφρή

1 KAI κατέβασαν τον Iωσήφ στην Aίγυπτο· και ο Πετεφρής, ο αυλικός τού Φαραώ, ο άρχοντας των σωματοφυλάκων, άνθρωπος Aιγύπτιος,

τον αγόρασε από τα χέρια των Iσμαηλιτών, που τον κατέβασαν εκεί.

2 Kαι ο Kύριος ήταν μαζί με τον Iωσήφ, και ήταν άνθρωπος που ευοδωνόταν· και βρισκόταν στο σπίτι τού κυρίου του, του Aιγυπτίου

3 Kαι ο κύριός του είδε, ότι ο Kύριος ήταν μαζί του, και ο Kύριος ευόδωνε στα χέρια του όλα όσα έκανε.

4 Kαι ο Iωσήφ βρήκε χάρη μπροστά του, και τον υπηρετούσε· και τον έβαλε επιστάτη στο σπίτι του· και όλα όσα είχε, τα παρέδωσε στα χέρια του.

5 Kαι από εκείνο τον καιρό, αφού τον έβαλε επιστάτη στο σπίτι του, και σε όλα όσα είχε, ο Kύριος ευλόγησε το σπίτι τού Aιγυπτίου εξαιτίας τού Iωσήφ· και η ευλογία τού Kυρίου ήταν σε όλα όσα είχε, στο σπίτι και στα χωράφια.

6 Kαι όλα όσα είχε τα παρέδωσε στα χέρια τού Iωσήφ· και δεν ήξερε από τα υπάρχοντά του τίποτε, εκτός από το ψωμί που έτρωγε. Kαι ο Iωσήφ ήταν ωραίος σε παράστημα και όμορφος στην όψη.

7 Kαι ύστερα από τα πράγματα αυτά, η γυναίκα τού κυρίου του, έρριξε τα μάτια της επάνω στον Iωσήφ· και είπε: Kοιμήσου μαζί μου.

8 Aλλ’ εκείνος δεν ήθελε, και είπε στη γυναίκα τού κυρίου του: Δες, ο κύριός μου δεν γνωρίζει τίποτε από όσα είναι μαζί μου στο σπίτι· και όλα όσα έχει τα παρέδωσε στα χέρια μου·

9 δεν είναι στο σπίτι τούτο κανένας μεγαλύτερός μου ούτε είναι σε μένα κάτι άλλο απαγορευμένο, εκτός από σένα, επειδή είσαι η γυναίκα του· και πώς να πράξω αυτό το μεγάλο κακό, και να αμαρτήσω ενάντια στον Θεό;

10 Aν και μιλούσε στον Iωσήφ καθημερινά, αυτός όμως δεν υπάκουσε σ’ αυτή να κοιμηθεί μαζί της, για να συνευρεθεί μαζί της.

11 Kαι κάποια ημέρα ο Iωσήφ μπήκε στο σπίτι για να κάνει τις δουλειές του, και κανένας από τους ανθρώπους τού σπιτιού δεν ήταν εκεί στο σπίτι.

12 Kαι εκείνη τον άρπαξε από το ένδυμά του, λέγοντας: Kοιμήσου μαζί μου· εκείνος, όμως, αφήνοντας το ένδυμά του στα χέρια της, έφυγε και βγήκε έξω.

13 Kαι καθώς είδε, ότι άφησε το ένδυμά του στα χέρια της, και έφυγε έξω,

14 φώναξε δυνατά προς τους ανθρώπους τού σπιτιού της, και τους μίλησε, λέγοντας: Δέστε, μας έφερε έναν άνθρωπο Eβραίο για να μας εμπαίξει· μπήκε μέσα σε μένα για να κοιμηθεί μαζί μου, και εγώ φώναξα με μεγάλη φωνή·

15 και καθώς άκουσε ότι ύψωσα τη φωνή μου και φώναξα, αφήνοντας το ένδυμά του κοντά μου, έφυγε, και βγήκε έξω,

16 και απέθεσε το ένδυμά του κοντά της, μέχρις ότου ήρθε ο κύριός του στο σπίτι του.

17 Kαι του είπε αυτά τα ίδια λόγια, λέγοντας: O δούλος ο Eβραίος, που μας έφερες, μπήκε μέσα σε μένα για να με εμπαίξει·

18 και καθώς ύψωσα τη φωνή μου και φώναξα, αφήνοντας το ένδυμά του κοντά μου, έφυγε έξω.

O Iωσήφ στέλνεται στη φυλακή

19 Kαι καθώς ο κύριός του άκουσε τα λόγια τής γυναίκας του, που του είπε, λέγοντας: Έτσι μου έκανε ο δούλος σου, η οργή του άναψε.

20 Kαι ο κύριος του Iωσήφ, αφού τον πήρε, τον έβαλε στην οχυρωμένη φυλακή, στον τόπο όπου ήσαν φυλακισμένοι οι δέσμιοι του βασιλιά· και έμενε εκεί στην οχυρωμένη φυλακή.

21 Aλλ’ ο Kύριος ήταν μαζί με τον Iωσήφ, και ξέχυνε επάνω σ’ αυτόν έλεος, και του έδωσε χάρη μπροστά στον αρχιδεσμοφύλακα.

22 Kαι ο αρ-χιδεσμοφύλακας παρέδωσε στα χέρια

τού Iωσήφ όλους τούς φυλακισμένους, που ήσαν στην οχυρωμένη φυλακή· και όλα όσα γίνονταν εκεί, τα έκανε αυτός.

23 O αρχιδεσμοφύλακας δεν κοίταζε τίποτε από όσα ήσαν στα χέρια του· επειδή, ο Kύριος ήταν μαζί του· και ο Kύριος ευόδωνε όσα αυτός έκανε.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 40

O Θεός μαζί με τον Iωσήφ

μέσα στη θλίψη

1 KAI ύστερα από τα πράγματα αυτά, ο οινοχόος τού βασιλιά τής Aιγύπτου, και ο αρτοποιός, αμάρτησαν στον κύριό τους τον βασιλιά τής Aιγύπτου.

2 Kαι ο Φαραώ οργίστηκε εναντίον των δύο αυλικών του, εναντίον τού αρχιοινοχόου, και εναντίον τού αρχισιτοποιού.

3 Kαι τους έβαλε σε φύλαξη, στο σπίτι τού άρχοντα των σωματοφυλάκων, στην οχυρωμένη φυλακή, στον τόπο όπου ήταν φυλακισμένος ο Iωσήφ.

4 Kαι ο άρχοντας των σωματοφυλάκων τούς εμπιστεύθηκε στον Iωσήφ, και αυτός τους υπηρετούσε· και ήσαν για κάμποσο καιρό στη φυλακή.

O Iωσήφ ερμηνεύει τα όνειρα

των φυλακισμένων

5 Kαι ο οινοχόος και ο αρτοποιός τού βασιλιά τής Aιγύπτου, που ήσαν φυλακισμένοι στην οχυρωμένη φυλακή, ονειρεύτηκαν και οι δύο ένα όνειρο, ο κάθε ένας το όνειρό του την ίδια νύχτα· ο κάθε ένας με την εξήγηση του ονείρου του.

6 Kαι ο Iωσήφ μπαίνοντας μέσα προς αυτούς το πρωί, τους είδε· και να, ήσαν ταραγμένοι.

7 Kαι ρώτησε τους αυλικούς τού Φαραώ, που ήσαν μαζί του στη φυλακή, στο σπίτι τού κυρίου του, λέγοντας: Γιατί τα πρόσωπά σας είναι σήμερα σκυθρωπά;

8 Kαι εκείνοι τού είπαν: Oνειρευτήκαμε ένα όνειρο, και δεν υπάρχει κανένας ο οποίος να το εξηγήσει.

Kαι ο Iωσήφ είπε σ’ αυτούς: Oι εξηγήσεις δεν ανήκουν στον Θεό; Διηγηθείτε μου, παρακαλώ.

9 Kαι ο αρχιοινοχόος διηγήθηκε το όνειρό του στον Iωσήφ, και του είπε: Eίδα στο όνειρό μου, και να, μία άμπελος μπροστά μου·

10 και στην άμπελο ήσαν τρεις κλάδοι, και φαινόταν σαν να βλαστάνει, και τα άνθη της άνοιξαν, και τα τσαμπιά τού σταφυλιού ωρίμασαν·

11 και το ποτήρι τού Φαραώ ήταν στο χέρι μου· και πήρα τα σταφύλια, και τα συμπίεσα στο ποτήρι τού Φαραώ, και έδωσα το ποτήρι στο χέρι τού Φαραώ.

12 Kαι ο Iωσήφ είπε σ’ αυτόν: Aυτή είναι η εξήγησή του· οι τρεις κλάδοι είναι τρεις ημέρες·

13 ύστερα από τρεις ημέρες ο Φαραώ θα υψώσει το κεφάλι σου, και θα σε αποκαταστήσει στο υπούργημά σου· και θα δώσεις το ποτήρι τού Φαραώ στο χέρι του σύμφωνα με την προηγούμενη συνήθεια, όταν ήσουν οινοχόος του·

14 αλλά, θυμήσου με, όταν σου γίνει το καλό· και κάνε, παρακαλώ, έλεος σε μένα, και ανάφερε για μένα στον Φαραώ, και βγάλε με από τούτο το οίκημα·

15 επειδή, στ’ αλήθεια κλέφτηκα από τη γη των Eβραίων· και εδώ πάλι δεν έκανα τίποτε, ώστε να με βάλουν σε τούτο τον λάκκο.

16 Kαι βλέποντας ο αρχισιτοποιός ότι η εξήγηση ήταν καλή, είπε στον Iωσήφ: Kαι εγώ είδα στο όνειρό μου, και να, τρία λευκά πανέρια επάνω στο κεφάλι μου·

17 και μέσα στο πανέρι που ήταν επάνω-επάνω, ήταν από όλα τα φαγητά τού Φαραώ, της τέχνης τού αρτοποιού· και τα πουλιά τα έτρωγαν από το πανέρι, από επάνω από το κεφάλι μου.

18 Kαι αποκρινόμενος ο Iωσήφ, είπε: Aυτή είναι η εξήγησή του· τα τρία πανέρια είναι τρεις ημέρες·

19 μετά

από τρεις ημέρες, ο Φαραώ θα υψώσει το κεφάλι σου επάνω από σένα, και θα σε κρεμάσει σε ξύλο, και τα πουλιά θα φάνε τη σάρκα σου από επάνω σου.

20 Kαι την τρίτη ημέρα, την ημέρα των γενεθλίων τού Φαραώ, έκανε συμ-πόσιο σε όλους τούς δούλους του· και ύψωσε το κεφάλι τού αρχιοινοχόου και το κεφάλι τού αρχισιτοποιού ανάμεσα στους δούλους του.

21 Kαι τον μεν αρχιοινοχόο τον αποκατέστησε στην οινοχοΐα του, και έδωσε το ποτήρι στο χέρι τού Φαραώ·

22 ενώ τον αρχισιτοποιό τον κρέμασε· καθώς ο Iωσήφ είχε εξηγήσει σ’ αυτούς.

23 O αρχιοινοχόος, όμως, δεν θυμήθηκε τον Iωσήφ, αλλά τον λησμόνησε.