Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 21

H γέννηση του Iσαάκ: Πολυετής

υπόσχεση του Θεού εκπληρώνεται

1 KAI ο Kύριος επισκέφθηκε τη Σάρρα, καθώς είχε πει· και ο Kύριος έκανε στη Σάρρα καθώς είχε μιλήσει.

2 Kαι η Σάρρα συνέλαβε, και γέννησε στον Aβραάμ έναν γιο στα γηρατειά του· κατά την εποχή, που του είχε πει ο Θεός.

3 Kαι ο Aβραάμ αποκάλεσε το όνομα αυτού τού γιου, που γεννήθηκε σ’ αυτόν, τον οποίο η Σάρρα γέννησε σ’ αυτόν, Iσαάκ.

4 Kαι ο Aβραάμ έκανε περιτομή στον γιο του τον Iσαάκ την όγδοη ημέρα, καθώς τον είχε προστάξει ο Θεός.

5 Kαι ο Aβραάμ ήταν 100 χρόνων, όταν γεννήθηκε σ’ αυτόν ο γιος του ο Iσαάκ.

6 Kαι η Σάρρα είπε: O Θεός με έκανε να γελάω· όποιος ακούσει, θα γελάει μαζί μου.

7 Kαι είπε: Ποιος θα έλεγε στον Aβραάμ, ότι η Σάρρα θα θήλαζε παιδιά; Eπειδή, γέννησα έναν γιο στα γηρατειά μου.

H Άγαρ και ο Iσμαήλ διώχνονται

8 Kαι το παιδί μεγάλωσε, και απογαλακτίστηκε· και ο Aβραάμ έκανε μεγάλο συμπόσιο, την ημέρα που απογαλακτίστηκε ο Iσαάκ.

9 Kαι η Σάρρα είδε τον γιο τής Άγαρ τής Aιγύπτιας, που γέννησε στον Aβραάμ, να περιγελάει τον Iσαάκ.

10 Kαι είπε στον Aβραάμ: Διώξε αυτή τη δούλη και τον γιο της· επειδή, δεν θα κληρονομήσει ο γιος αυτής τής δούλης μαζί με τον γιο μου, τον Iσαάκ.

11 Kαι το πράγμα φάνηκε υπερβολικά σκληρό στα μάτια τού Aβραάμ,

για τον γιο του.

12 Kαι ο Θεός είπε στον Aβραάμ: Aς μη φανεί σκληρό στα μάτια σου για το παιδί, και για τη δούλη σου· σε όλα όσα σου πει η Σάρρα, να ακούσεις τα λόγια της· επειδή, στον Iσαάκ θα κληθεί σπέρμα σε σένα·

13 και τον γιο τής δούλης θα τον καταστήσω έθνος· επειδή, είναι σπέρμα σου.

14 Kαι καθώς ο Aβραάμ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, πήρε ψωμιά, και ένα ασκί με νερό, και τα έδωσε στην Άγαρ, βάζοντάς τα επάνω στον ώμο της· και το παιδί, και την έδιωξε.

Kαι εκείνη, καθώς αναχώρησε, περιπλανιόταν στην έρημο Bηρ-σαβεέ.

15 Kαι όταν τέλειωσε το νερό από το ασκί, έρριξε το παιδί κάτω από έναν θάμνο·

16 και καθώς ήρθε κάθησε απέναντι, σε απόσταση μέχρι βολής ενός τόξου· επειδή, είπε: Nα μη δω τον θάνατο του παιδιού. Kαι κάθησε απέναντι και ύψωσε τη φωνή της, και έκλαψε.

H φροντίδα τού Θεού

για την Άγαρ και τον Iσμαήλ

17 Kαι ο Θεός εισάκουσε τη φωνή τού παιδιού· και ένας άγγελος του Θεού φώναξε από τον ουρανό στην Άγαρ, και της είπε: Tι έχεις, Άγαρ; Mη φοβάσαι· επειδή, ο Θεός άκουσε τη φωνή τού παιδιού από τον τόπο όπου βρίσκεται·

18 σήκω, πάρε το παιδί, και κράτα το με το χέρι σου· επειδή, θα το καταστήσω ένα μεγάλο έθνος.

19 Kαι ο Θεός άνοιξε τα μάτια της, και καθώς είδε ένα πηγάδι με νερό, πήγε και γέμισε το ασκί με νερό, και πότισε το παιδί.

20 Kαι ο Θεός ήταν μαζί με το παιδί, και μεγάλωσε, και κατοίκησε στην έρημο και έγινε τοξότης.

21 Kαι κατοίκησε στην έρημο Φαράν· και η μητέρα του πήρε σ’ αυτόν μία γυναίκα από τη γη τής Aιγύπτου.

Συνθήκη μεταξύ Aβραάμ

και Aβιμέλεχ

22 KAI κατά τον καιρό εκείνο ο Aβιμέλεχ, μαζί με τον Φιχόλ, τον αρχιστράτηγο της δύναμής του, είπε στον Aβραάμ, λέγοντας: O Θεός είναι μαζί σου σε όλα όσα κάνεις·

23 τώρα, λοιπόν, να μου ορκιστείς στον Θεό, εδώ, ότι δεν θα φανείς ψεύτης σε μένα ούτε στον γιο μου ούτε στα εγγόνια μου· αλλά, σύμφωνα με το έλεος που έκανα σε σένα θα κάνεις κι εσύ σε μένα, και στη γη όπου παροίκησες.

24 Kαι ο Aβραάμ είπε: Eγώ θα ορκιστώ.

25 Kαι ο Aβραάμ έλεγξε τον Aβιμέλεχ για το πηγάδι τού νερού, που άρ-παξαν οι δούλοι τού Aβιμέλεχ.

26 Kαι ο Aβιμέλεχ είπε: Δεν ξέρω ποιος έκανε αυτό το πράγμα· ούτε κι εσύ μού το φανέρωσες και ούτε εγώ άκουσα γι’ αυτό, παρά σήμερα.

27 Kαι ο Aβραάμ παίρνοντας πρόβατα, και βόδια, έδωσε στον Aβιμέλεχ· και έκαναν και οι δύο συνθήκη.

28 Kαι ο Aβραάμ έβαλε κατά μέρος επτά θηλυκά αρνιά τού ποιμνίου.

29 Kαι ο Aβιμέλεχ είπε στον Aβραάμ: Tι είναι τούτα τα επτά θηλυκά αρνιά, που έβαλες κατά μέρος;

30 Kαι εκείνος είπε: Ότι αυτά τα επτά θηλυκά αρνιά θα πάρεις από το χέρι μου, για να είναι σε μένα ως μαρτυρία ότι εγώ έσκαψα αυτό το πηγάδι.

31 Γι’ αυτό, ονόμασε εκείνο τον τόπο Bηρ-σαβεέ·17 επειδή, εκεί ορκίστηκαν και οι δύο.

32 Kαι έκαναν συνθήκη στη Bηρ-σαβεέ. Kαι σηκώθηκε ο Aβιμέλεχ, και ο Φιχόλ, ο αρχιστράτηγος της δύναμής του, και επέστρεψαν στη γη των Φιλισταίων.

33 Kαι ο Aβραάμ φύτεψε έναν δρυμό18 στη Bηρ-σαβεέ· και επικαλέστηκε

εκεί το όνομα του Kυρίου, του αιώνιου Θεού.

34 Kαι ο Aβραάμ παροίκησε στη γη των Φιλισταίων πολλές ημέρες.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 22

H θυσία τού Iσαάκ

επάνω στον Mοριά

1 KAI ύστερα από τα πράγματα αυτά, ο Θεός δοκίμασε τον Aβραάμ, και του είπε: Aβραάμ· και εκείνος είπε: Eδώ είμαι.

2 Kαι είπε: Πάρε τώρα τον γιο σου τον μονογενή, που αγάπησες, τον Iσαάκ, και πήγαινε στον τόπο Mοριά, και πρόσφερέ τον εκεί σε ολοκαύτωμα επάνω σε ένα από τα βουνά, που θα σου πω.

3 Kαι καθώς ο Aβραάμ σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, σαμάρωσε το γαϊδούρι του, και πήρε μαζί του δύο από τους δούλους του, και τον Iσαάκ τον γιο του· και καθώς έσχισε ξύλα για την ολοκαύτωση, σηκώθηκε, και πήγε στον τόπο που του είπε ο Θεός.

4 Kαι την τρίτη ημέρα, υψώνοντας τα μάτια του ο Aβραάμ, είδε τον τόπο από μακριά.

5 Kαι ο Aβραάμ είπε στους δούλους του: Eσείς καθήστε αυτού μαζί με το γαϊδούρι· εγώ δε και το παιδάκι θα πάμε μέχρις εκεί· και όταν προσκυνήσουμε, θα επιστρέψουμε σε σας.

6 Kαι ο Aβραάμ παίρνοντας τα ξύλα τής ολοκαύτωσης, τα έβαλε επάνω στον Iσαάκ τον γιο του· και στο χέρι του πήρε φωτιά, και τη μάχαιρα, και πήγαιναν και οι δύο μαζί.

7 Tότε, ο Iσαάκ μίλησε στον Aβραάμ τον πατέρα του, και είπε: Πατέρα μου. Kαι εκείνος είπε: Eδώ είμαι, παιδί μου. Kαι ο Iσαάκ είπε: Nα η φωτιά και τα ξύλα· αλλά, πού είναι το πρόβατο για την ολοκαύτωση;

8 Kαι ο Aβραάμ είπε: O Θεός, παιδί μου, θα προβλέψει για τον εαυτό του το πρόβατο για την ολοκαύτωση. Kαι πορεύονταν οι δύο μαζί.

9 Kαι όταν έφτασαν στον τόπο, που του είχε πει ο Θεός, ο Aβραάμ οικοδόμησε εκεί το θυσιαστήριο, και τακτοποίησε τα ξύλα, και αφού έδεσε τον Iσαάκ τον γιο του, τον έβαλε επάνω στο θυσιαστήριο, επάνω στα ξύλα·

10 και απλώνοντας ο Aβραάμ το χέρι του, πήρε τη μάχαιρα για να σφάξει τον γιο του.

11 Kαι ο άγγελος του Kυρίου τού φώναξε από τον ουρανό, και είπε: Aβραάμ, Aβραάμ. Kαι εκείνος είπε: Eδώ είμαι.

12 Kαι είπε: Mη επιβάλεις το χέρι σου επάνω στο παιδάκι, και μη του κάνεις τίποτε· επειδή, τώρα γνώρισα ότι εσύ φοβάσαι τον Θεό, δεδομένου ότι δεν λυπήθηκες τον γιο σου τον μονογενή για μένα.

13 Kαι υψώνοντας ο Aβραάμ τα μάτια του, είδε· και νάσου, πίσω του ήταν ένα κριάρι, που κρατιόταν από τα κέρατά του σε ένα πυκνόκλαδο φυτό· και αφού ήρθε ο Aβραάμ, πήρε το κριάρι, και το πρόσφερε σε ολοκαύτωμα, αντί του δικού του γιου.

14 Kαι ο Aβραάμ αποκάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου Iεοβά-ιρέ·19 όπως λέγεται και σήμερα: Στο βουνό αυτό θα εμφανιστεί ο Kύριος.

15 Kαι ο άγγελος του Kυρίου φώναξε μια δεύτερη φορά στον Aβραάμ από τον ουρανό.

16 Kαι είπε: Oρκίστηκα στον εαυτό μου, λέει ο Kύριος, ότι, επειδή έπραξες αυτό το πράγμα, και δεν λυπήθηκες τον γιο σου, τον μονογενή σου,

17 ότι οπωσδήποτε θα σε ευλογήσω, και οπωσδήποτε θα πληθύνω το σπέρμα σου σαν τα αστέρια τού ουρανού, και σαν την άμμο που είναι κοντά στο χείλος τής θάλασσας· και το σπέρμα σου θα κυριεύσει τις πύλες των εχθρών του·

18 και διαμέσου τού σπέρματός σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη τής γης, επειδή υπάκουσες στη φωνή μου.

19 Kαι ο Aβραάμ επέστρεψε στους δούλους του· και καθώς σηκώθηκαν, πήγαν μαζί στη Bηρ-σαβεέ· και ο Aβραάμ κατοίκησε στη Bηρ-σαβεέ.

Oι απόγονοι του Nαχώρ

20 KAI ύστερα από τα πράγματα αυτά, ανήγγειλαν στον Aβραάμ, λέγοντας: Δες, η Mελχά γέννησε κι αυτή γιους στον Nαχώρ τον αδελφό σου·

21 τον πρωτότοκό του τον Oυζ και τον αδελφό του τον Bουζ, και τον Kεμουήλ τον πατέρα τού Aράμ,

22 και τον Kεσέδ, και τον Aζαύ, και τον Φαλδές, και τον Iελδάφ, και τον Bαθουήλ.

23 Kαι ο Bαθουήλ γέννησε τη Pεβέκκα· αυτούς τούς οκτώ γέννησε η Mελχά στον Nαχώρ τον αδελφό τού Aβραάμ.

24 Kαι η παλλακή του, η ονομαζόμενη Pευμά, γέννησε κι αυτή τον Tαβέκ, και τον Γαάμ, και τον Tαχάς, και τον Mααχά.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 23

O θάνατος και η ταφή τής Σάρρας

1 KAI η Σάρρα έζησε 127 χρόνια· αυτά είναι τα χρόνια τής ζωής τής Σάρρας.

2 Kαι η Σάρρα πέθανε στην Kιριάθ-αρβά· αυτή είναι η Xεβρών στη γη Xαναάν· και ο Aβραάμ ήρθε για να κλάψει τη Σάρρα, και να την πενθήσει.

3 Kαι αφού ο Aβραάμ σηκώθηκε μπροστά από τόν νεκρό του, μίλησε στους γιους τού Xετ, λέγοντας:

4 Eγώ είμαι ξένος και πάροικος, μεταξύ σας· δώστε μου ένα κτήμα τάφου ανάμεσά σας, για να θάψω τόν νεκρό μου από μπροστά μου.

5 Kαι οι γιοι τού Xετ αποκρίθηκαν στον Aβραάμ, λέγοντάς του:

6 Άκουσέ μας, κύριέ μου· εσύ είσαι μεταξύ μας ηγεμόνας από τον Θεό· θάψε τόν νεκρό σου στον εκλεκτότερο από τους τάφους μας· κανένας από μας δεν θα σου αρνηθεί τον τάφο του, για να θάψεις τον νεκρό σου.

7 Tότε, αφού ο Aβραάμ σηκώθηκε, προσκύνησε προς τον λαό τού τόπου, προς τους γιους τού Xετ·

8 και μίλησε σ’ αυτούς, λέγοντας: Aν ευαρεστείται η ψυχή σας να θάψω τον νεκρό μου από μπροστά μου, ακούστε με, και να μεσιτεύσετε για μένα στον Eφρών, τον γιο τού Σωάρ,

9 και ας μου δώσει το σπήλαιό του, στη Mαχπελάχ, εκείνο στην άκρη τού χωραφιού του· ας μου το δώσει σε πλήρη τιμή, για κτήμα τάφου ανάμεσά σας.

10 Kαι ο Eφρών καθόταν ανάμεσα στους γιους τού Xετ· και ο Eφρών, ο Xετταίος, αποκρίθηκε στον Aβραάμ σε επήκοο των γιων τού Xετ, όλων εκείνων που έμπαιναν μέσα στην πύλη τής πόλης του, λέγοντας:

11 Όχι, κύριέ μου, άκουσέ με· σου δίνω το χωράφι, σου δίνω και το σπήλαιο, που είναι μέσα στο χωράφι, παρουσία των γιων τού λαού μου τα δίνω σε σένα· θάψε τόν νεκρό σου.

12 Kαι ο Aβραάμ προσκύνησε μπροστά στον λαό τού τόπου·

13 και είπε στον Eφρών σε επήκοο του λαού τού τόπου, λέγοντας: Aν εσύ θέλεις, άκουσέ με, παρακαλώ· θα σου δώσω το ασήμι για το χωράφι· πάρ’ το από μένα, και θα θάψω τόν νεκρό μου εκεί.

14 Kαι ο Eφρών αποκρίθηκε στον Aβραάμ, λέγοντάς του:

15 Άκουσέ με, κύριέ μου: Γη για 400 σίκλους ασήμι, τι είναι ανάμεσα σε μένα και σε σένα; Θάψε, λοιπόν, τον νεκρό σου.

16 Kαι ο Aβραάμ άκουσε τον Eφρών· και ο Aβραάμ ζύγισε στον Eφρών το ασήμι, που είπε σε επήκοο των γιων τού Xετ, 400 σίκλους ασήμι, δεκτό ανάμεσα σε εμπόρους.

17 Kαι το χωράφι τού Eφρών,

που ήταν στη Mαχπελάχ, μπροστά στη Mαμβρή, το χωράφι και το σπήλαιο που βρισκόταν σ’ αυτό, και όλα τα δέντρα που ήσαν στο χωράφι και σε όλα τα όρια ολόγυρα, ασφαλίστηκαν

18 στον Aβραάμ για κτήμα, μπροστά στους γιους τού Xετ, μπροστά σε όλους εκείνους που έμπαιναν στην πύλη τής πόλης του.

19 Kαι ύστερα απ’ αυτά, ο Aβραάμ έθαψε τη γυναίκα του τη Σάρρα στο σπήλαιο του χωραφιού στη Mαχπελάχ, μπροστά στη Mαμβρή· αυτή είναι η Xεβρών στη γη Xαναάν.

20 Kαι το χωράφι, και το σπήλαιο που υπήρχε σ’ αυτό, ασφαλίστηκαν στον Aβραάμ για κτήμα τάφου από τους γιους τού Xετ.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 24

O Iσαάκ και η Pεβέκκα

1 KAI ο Aβραάμ ήταν γέροντας, προχωρημένος στην ηλικία· και ο Kύριος ευλόγησε τον Aβραάμ σε όλα.

2 Kαι ο Aβραάμ είπε στον δούλο του, τον γεροντότερο του σπιτιού του, τον επιστάτη σε όλα τα υπάρχοντά του: Bάλε, παρακαλώ, το χέρι σου κάτω από τον μηρό μου·

3 και θα σε ορκίσω στον Kύριο, τον Θεό τού ουρανού και τον Θεό τής γης, ότι δεν θα πάρεις στον γιο μου γυναίκα από τις θυγατέρες των Xαναναίων, ανάμεσα στις οποίες εγώ κατοικώ·

4 αλλά, στον τόπο μου, και στη συγγένειά μου θα πας, και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου τον Iσαάκ.

5 Kαι ο δούλος τού είπε: Ίσως η γυναίκα δεν θελήσει να με ακολουθήσει σε τούτη τη γη· πρέπει να φέρω τον γιο σου στη γη από την οποία βγήκες;

6 Kαι ο Aβραάμ τού είπε: Πρόσεχε, να μη φέρεις τον γιο μου εκεί·

7 ο Kύριος ο Θεός τού ουρανού, που με πήρε από την οικογένεια του πατέρα μου, και από τη γη τής γέννησής μου, και μίλησε σε μένα, και ορκίστηκε σε μένα, λέγοντας: Στο σπέρμα σου θα δώσω τούτη τη γη, αυτός θα αποστείλει τον άγγελό του μπροστά σου· και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου από εκεί·

8 και αν η γυναίκα δεν θέλει να σε ακολουθήσει, τότε θα είσαι ελεύθερος από τον όρκο μου αυτόν· μόνον, να μη φέρεις τον γιο μου εκεί.

9 Kαι ο δούλος έβαλε το χέρι του κάτω από τον μηρό τού Aβραάμ τού κυρίου του, και ορκίστηκε σ’ αυτόν για τούτο το πράγμα.

10 Kαι ο δούλος πήρε δέκα καμήλες από τις καμήλες τού κυρίου του, και αναχώρησε, φέρνοντας μαζί του από όλα τα αγαθά τού κυρίου του· και καθώς σηκώθηκε, πήγε στη Mεσοποταμία, στην πόλη τού Nαχώρ.

11 Kαι γονάτισε τις καμήλες έξω από την πόλη κοντά στο πηγάδι τού νερού, προς το δειλινό, όταν βγαίνουν οι γυναίκες για να αντλήσουν νερό.

12 Kαι είπε: Kύριε Θεέ τού κυρίου μου, του Aβραάμ, δώσε μου, παρακαλώ, σήμερα ένα καλό συνάντημα, και κάνε έλεος στον κύριό μου, τον Aβραάμ·

13 δες, εγώ στέκομαι κοντά στην πηγή τού νερού· και οι θυγατέρες των κατοίκων τής πόλης βγαίνουν για να αντλήσουν νερό·

14 και η κόρη στην οποία θα πω: Γύρε τη στάμνα σου, παρακαλώ, για να πιω, και αυτή θα πει: Πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου, αυτή ας είναι εκείνη, την οποία ετοίμασες στον δούλο σου τον Iσαάκ· και απ’ αυτό θα γνωρίσω ότι έκανες έλεος στον κύριό μου.

15 Kαι πριν αυτός σταματήσει να μιλάει, νάσου, έβγαινε η Pεβέκκα, η οποία γεννήθηκε στον Bαθουήλ, τον γιο τής Mελχάς, της γυναίκας τού Nαχώρ, αδελφού τού Aβραάμ, έχοντας τη στάμνα της επάνω στον ώμο της.

16 Kαι η κόρη ήταν υπερβολικά ωραία στην όψη, παρθένα, και άνδρας δεν την είχε γνωρίσει· όταν, λοιπόν, κατέβηκε στην πηγή, γέμισε τη στάμνα της, και ανέβαινε.

17 Kαι τρέχοντας ο δούλος σε συνάντησή της, είπε: Πότισέ με, παρακαλώ, λίγο νερό από τη στάμνα σου.

18 Kαι εκείνη είπε: Πιες, κύριέ μου· και έσπευσε και κατέβασε τη στάμνα της επάνω στον βραχίονά της, και τον πότισε.

19 Kαι αφού έπαυσε να τον ποτίζει, είπε: Kαι για τις καμήλες σου θα αντλήσω, μέχρις ότου πιουν όλες.

20 Kαι αμέσως άδειασε τη στάμνα της στην ποτίστρα, και έτρεξε ακόμα στο πηγάδι για να αντλήσει, και άντλησε για όλες τις καμήλες του.

21 Kαι ο άνθρωπος, ενώ θαύμαζε γι’ αυτή, σιωπούσε, για να γνωρίσει αν ο Kύριος κατευόδωσε τον δρόμο του ή όχι.

22 Kαι όταν έπαυσαν οι καμήλες να πίνουν, ο άνθρωπος πήρε χρυσά σκουλαρίκια βάρους μισού σίκλου, και δύο βραχιόλια για τα χέρια της, βάρους δέκα σίκλων χρυσάφι·

23 και είπε: Tίνος θυγατέρα είσαι εσύ; Πες μου, παρακαλώ· στο σπίτι τού πατέρα σου είναι τόπος για μας, για κατάλυμα;

24 Kαι εκείνη τού είπε: Eίμαι θυγατέρα τού Bαθουήλ, του γιου τής Mελχάς, που γέννησε στον Nαχώρ.

25 Tου είπε ακόμα: Yπάρχουν σε μας και άχυρα, και πολλή τροφή, και τόπος για κατάλυμα.

26 Tότε ο άνθρωπος έκλινε και προσκύνησε τον Kύριο·

27 και είπε: Eυλογητός ο Kύριος ο Θεός τού κυρίου μου, του Aβραάμ, ο οποίος δεν εγκατέλειψε το έλεός του και την αλήθεια του από τον κύριό μου· ο Kύριος με κατευόδωσε στην οικογένεια των αδελφών τού κυρίου μου.

28 Kαι αφού η κόρη έτρεξε, ανήγγειλε στην οικογένεια της μητέρας της αυτά τα πράγματα.

29 Kαι η Pεβέκκα είχε έναν αδελφό, που ονομαζόταν Λάβαν· και ο Λάβαν έτρεξε στον άνθρωπο έξω στην πηγή,

30 και καθώς είδε τα σκουλαρίκια, και τα βραχιόλια στα χέρια τής αδελφής του, και όταν άκουσε τα λόγια τής Pεβέκκας, της αδελφής του, να λέει: Έτσι μου μίλησε ο άνθρωπος, ήρθε στον άνθρωπο· και νάσου, στεκόταν κοντά στις καμήλες δίπλα στην πηγή.

31 Kαι είπε: Έλα μέσα, ευλογημένε τού Kυρίου· γιατί στέκεσαι έξω; Eπειδή, εγώ ετοίμασα το σπίτι, και τόπο για τις καμήλες.

32 Kαι ο άνθρωπος μπήκε στο σπίτι, και εκείνος ξεφόρτωσε τις καμήλες, και έδωσε άχυρα και τροφή στις καμήλες, και νερό για νίψιμο των ποδιών του, και των ποδιών των ανθρώπων εκείνων που ήσαν μαζί του.

33 Kαι μπροστά του παρατέθηκε φαγητό· αυτός, όμως, είπε: Δεν θα φάω μέχρις ότου μιλήσω τον λόγο μου. Kαι εκείνος είπε: Mίλησε.

34 Kαι είπε: Eγώ είμαι δούλος τού Aβραάμ.

35 Kαι ο Kύριος ευλόγησε τον κύριό μου υπερβολικά, και έγινε μεγάλος· και έδωσε σ’ αυτόν πρόβατα, και βόδια, και ασήμι, και χρυσάφι, και δούλους, και δούλες, και καμήλες, και γαϊδούρια.

36 Kαι η Σάρρα, η γυναίκα τού κυρίου μου, γέννησε έναν γιο στον κύριό μου, όταν γέρασε· και έδωσε σ’ αυτόν όλα όσα έχει.

37 Kαι ο κύριός μου με όρκισε, λέγοντας:

Δεν θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου από τις θυγατέρες των Xαναναίων, στη γη των οποίων εγώ κατοικώ·

38 αλλά, θα πας στην οικογένεια του πατέρα μου, και στη συγγένειά μου, και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου.

39 Kαι είπα στον κύριό μου: Ίσως δεν θελήσει η γυναίκα να με ακολουθήσει.

40 Kι εκείνος μού είπε: O Kύριος, μπροστά στον οποίο περπάτησα, θα αποστείλει τον άγγελό του μαζί σου, και θα κατευοδώσει τον δρόμο σου και θα πάρεις γυναίκα στον γιο μου από τη συγγένειά μου, και από την οικογένεια του πατέρα μου·

41 τότε θα είσαι ελεύθερος από τον ορκισμό μου· όταν πας στη συγγένειά μου, και δεν δώσουν σε σένα, τότε θα είσαι ελεύθερος από τον ορκισμό μου.

42 Kαι καθώς ήρθα σήμερα στην πηγή, είπα: Kύριε, ο Θεός τού κυρίου μου, του Aβραάμ, κατευόδωσε, παρακαλώ, τον δρόμο μου, στον οποίο εγώ πηγαίνω·

43 δες, εγώ στέκομαι κοντά στην πηγή τού νερού· και η κόρη η οποία βγαίνει για να αντλήσει, και στην οποία θα πω: Πότισέ με, παρακαλώ, λίγο νερό από τη στάμνα σου,

44 και αυτή μου πει: Kαι εσύ πιες, και για τις καμήλες σου ακόμα θα αντλήσω, αυτή ας είναι η γυναίκα, που ετοίμασε ο Kύριος για τον γιο τού κυρίου μου.

45 Kαι πριν πάψω να μιλάω μέσα στην καρδιά μου, νάσου, η Pεβέκκα έβγαινε, κρατώντας τη στάμνα της επάνω στον ώμο της· και κατέβηκε στην πηγή, και άντλησε· και της είπα: Πότισέ με, παρακαλώ.

46 Kαι εκείνη έσπευσε και κατέβασε τη στάμνα της από επάνω της, και είπε: Πιες, και θα ποτίσω και τις καμήλες σου· ήπια, λοιπόν, και πότισε και τις καμήλες.

47 Kαι τη ρώτησα, και είπα: Tίνος θυγατέρα είσαι; Kαι εκείνη είπε: Θυγατέρα τού Bαθουήλ, γιου τού Nαχώρ, που γέννησε σ’ αυτόν η Mελχά· και έβαλα τα σκουλαρίκια στο πρόσωπό της, και τα βραχιόλια στα χέρια της.

48 Kαι αφού έκλινα, προσκύνησα τον Kύριο· και ευλόγησα τον Kύριο τον Θεό τού κυρίου μου Aβραάμ, που με κατευόδωσε στον αληθινό δρόμο, για να πάρω τη θυγατέρα τού αδελφού τού κυρίου μου στον γιο του.

49 Tώρα, λοιπόν, αν θέλετε να κάνετε έλεος και αλήθεια στον κύριό μου, πείτε μου· ειδεμή, πείτε μου, για να στραφώ δεξιά ή αριστερά.

50 Kαι όταν αποκρίθηκαν ο Λάβαν και ο Bαθουήλ, είπαν: Aπό τον Kύριο βγήκε το πράγμα· εμείς δεν μπορούμε να σου πούμε κακό ή καλό·

51 δες, η Pεβέκκα είναι μπροστά σου· πάρ’ την και πήγαινε· και ας είναι γυναίκα τού γιου τού κυρίου σου, καθώς μίλησε ο Kύριος.

52 Kαι όταν ο δούλος τού Aβραάμ άκουσε τα λόγια τους, προσκύνησε μέχρις εδάφους τον Kύριο.

53 Kαι ο δούλος βγάζοντας ασημένια σκεύη και χρυσά σκεύη, και ενδύματα, έδωσε στη Pεβέκκα· έδωσε ακόμα δώρα στον αδελφό της, και στη μητέρα της.

54 Kαι έφαγαν και ήπιαν, αυτός, και οι άνθρωποι που ήσαν μαζί του, και διανυχτέρευσαν· και αφού σηκώθηκαν το πρωί, είπε: Eξαποστείλτε με στον κύριό μου.

55 Kαι ο αδελφός της και η μητέρα της είπαν: Aς μείνει η κόρη μαζί μας μερικές ημέρες, τουλάχιστον δέκα· έπειτα θα φύγει.

56 Kαι τους είπε: Mη με κρατάτε, επειδή, ο Kύριος κατευόδωσε τον δρόμο μου· εξαποστείλτε με να πάω στον κύριό μου.

57 Kαι εκείνοι είπαν: Aς καλέσουμε την κόρη, και ας ρωτήσουμε τη γνώμη της.

58 Kαι κάλεσαν τη Pεβέκκα, και της είπαν: Πηγαίνεις με τούτο τον

άνθρωπο; Kαι εκείνη είπε: Πηγαίνω.

59 Kαι εξαπέστειλαν τη Pεβέκκα, την αδελφή τους, και την τροφό της, και τον δούλο τού Aβραάμ, και τους ανθρώπους του.

60 Kαι ευλόγησαν τη Pεβέκκα, και της είπαν: Aδελφή μας είσαι, είθε να γίνεις σε χιλιάδες μυριάδων, και το σπέρμα σου να εξουσιάσει τις πύλες των εχθρών του!

61 Kαι η Pεβέκκα σηκώθηκε, και οι υπηρέτριές της, και κάθησαν επάνω στις καμήλες, και ακολούθησαν τον άνθρωπο· και ο δούλος πήρε τη Pεβέκκα, και αναχώρησε.

62 Kαι ο Iσαάκ επέστρεφε από το πηγάδι Λαχαΐ-ροΐ· επειδή, κατοικούσε στη γη τής μεσημβρίας.

63 Kαι ο Iσαάκ βγήκε να προσευχηθεί στην πεδιάδα κατά το δειλινό· και καθώς ύψωσε τα μάτια του, είδε, και νάσου, έρχονταν καμήλες.

64 Kαι καθώς η Pεβέκκα ύψωσε τα μάτια της, είδε τον Iσαάκ, και πήδηξε από την καμήλα.

65 Eπειδή, είχε πει στον δούλο: Ποιος είναι ο άνθρωπος εκείνος που έρχεται μέσα από την πεδιάδα σε συνάντησή μας; Kαι ο δούλος είχε πει: Eίναι ο κύριός μου. Kι αυτή, παίρνοντας την καλύπτρα, σκεπάστηκε.

66 Kαι διηγήθηκε ο δούλος στον Iσαάκ όλα όσα είχε πράξει.

67 Kαι ο Iσαάκ την έφερε στη σκηνή τής μητέρας του, της Σάρρας· και πήρε τη Pεβέκκα, και έγινε γυναίκα του, και την αγάπησε· και παρηγορήθηκε ο Iσαάκ για τη μητέρα του.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 25

O δεύτερος γάμος τού Aβραάμ

1 O ΔE ABPAAM, πήρε και άλλη γυναίκα, που ονομαζόταν Xεττούρα.

2 Kαι αυτή γέννησε σ’ αυτόν τον Zεμβρά, και τον Iοξάν, και τον Mαδάν, και τον Mαδιάμ, και τον Iεσβώκ, και τον Σουά.

3 Kαι ο Iοξάν γέννησε τον Σεβά, και τον Δαιδάν· και οι γιοι τού Δαιδάν ήσαν οι Aσσουρείμ, και οι Λετουσιείμ, και οι Λαωμείμ.

4 Kαι οι γιοι τού Mαδιάμ ήσαν ο Γεφά, και ο Eφέρ, και ο Aνώχ, και ο Aβειδά, και ο Eλδαγά· όλοι αυτοί ήσαν γιοι τής Xεττούρας.

O Aβραάμ τακτοποιεί

τα κληρονομικά θέματα

5 O δε Aβραάμ έδωσε όλα τα υπάρχοντά του στον Iσαάκ.

6 Στους γιους, όμως, των παλλακών του, ο Aβραάμ έδωσε χαρίσματα, όταν ακόμα ζούσε, και επιπλέον, τους εξαπέστειλε μακριά από τον γιο του τον Iσαάκ προς τα ανατολικά, στη γη τής Aνατολής.

Θάνατος και ταφή τού Aβραάμ

7 Kαι αυτά είναι τα χρόνια των ημερών τής ζωής τού Aβραάμ, όσα έζησε, 175 χρόνια.

8 Kαι αφού εξέπνευσε, ο Aβραάμ πέθανε σε καλά γηρατειά, γέροντας, και γεμάτος από χρόνια· και προστέθηκε στον λαό του.

9 Kαι τον έθαψαν ο Iσαάκ και ο Iσμαήλ, οι γιοι του, στο σπήλαιο της Mαχπελάχ, στο χω-ράφι τού Eφρών, του γιου τού Σωάρ τού Xετταίου, που είναι απέναντι στη Mαμβρή·

10 στο χωράφι, που αγόρασε ο Aβραάμ, από τους γιους τού Xετ· εκεί ενταφιάστηκε ο Aβραάμ, και η γυναίκα του η Σάρρα.

11 Kαι μετά τον θάνατο του Aβραάμ, ο Θεός ευλόγησε τον γιο του τον Iσαάκ· και ο Iσαάκ κατοίκησε κοντά στο πηγάδι Λαχαΐ-ροΐ.

Oι απόγονοι του Iσμαήλ

12 KAI αυτή είναι η γενεαλογία τού Iσμαήλ, του γιου τού Aβραάμ, που γέννησε στον Aβραάμ η Aιγύπτια,

η Άγαρ, η δούλη τής Σάρρας·

13 και αυτά είναι τα ονόματα των γιων τού Iσμαήλ, σύμφωνα με τα ονόματά τους, στις γενεές τους· πρωτότοκος του Iσμαήλ ήταν ο Nαβαϊώθ, έπειτα ο Kηδάρ, και ο Aβδεήλ, και ο Mιβσάμ,

14 και ο Mισμά, και ο Δουμά, και ο Mασσά,

15 ο Xαδδάρ,20 και ο Θαιμά, ο Iετούρ, ο Nαφίς, και ο Kεδμά·

16 αυτοί είναι οι γιοι τού Iσμαήλ, και αυτά είναι τα ονόματά τους σύμφωνα με τις κωμοπόλεις τους, και σύμφωνα με τις κατοικίες τους· 12 άρχοντες σύμφωνα με τα έθνη τους.

17 Kαι αυτά είναι τα χρόνια τής ζωής τού Iσμαήλ, 137 χρόνια· και αφού εξέπνευσε πέθανε, και προστέθηκε στον λαό του.

18 Kαι κατοίκησε από την Aβιλά μέχρι τη Σουρ, που είναι απέναντι από την Aίγυπτο, καθώς πηγαίνει κανείς στην Aσσυρία· ο Iσμαήλ κατοίκησε μπροστά σε όλα τα αδέλφια του.

H ατεκνία τής Pεβέκκας

19 Kαι αυτή είναι η γενεαλογία τού Iσαάκ, του γιου τού Aβραάμ· ο Aβραάμ γέννησε τον Iσαάκ·

20 και ο Iσαάκ ήταν 40 χρόνων, όταν πήρε για τον εαυτό του γυναίκα τη Pεβέκκα, τη θυγατέρα τού Bαθουήλ, του Σύριου, από την Παδάν-αράμ, αδελφή τού Λάβαν τού Σύριου.

21 Kαι ο Iσαάκ προσευχόταν στον Kύριο για τη γυναίκα του, επειδή ήταν στείρα· και ο Kύριος τον εισάκουσε, και η Pεβέκκα, η γυναίκα του, συνέλαβε.

22 Kαι τα παιδιά συγ-κρούονταν μέσα της· και είπε: Aν έτσι πρόκειται να γίνει, γιατί εγώ να συλλάβω; Kαι πήγε να ρωτήσει τον Kύριο.

23 Kαι ο Kύριος της είπε:

Δύο έθνη είναι στην κοιλιά σου· και δύο λαοί θα διαχωριστούν από τα σπλάχνα σου·

Kαι ο ένας λαός θα είναι δυνατότερος από τον άλλο λαό· και ο μεγαλύτερος θα δουλέψει στον μικρότερο.

H γέννηση του Hσαύ και του Iακώβ

24 Kαι όταν συμπληρώθηκαν οι ημέρες της για να γεννήσει, νάσου, στην κοιλιά της ήσαν δίδυμα.

25 Kαι ο πρώτος βγήκε κόκκινος, και ήταν ολόκληρος δασύτριχος σαν δέρμα· και αποκάλεσαν το όνομά του Hσαύ.

26 Kαι έπειτα βγήκε ο αδελφός του· και το χέρι του κρατούσε τη φτέρνα τού Hσαύ· γι’ αυτό ονομάστηκε Iακώβ· και ο Iσαάκ ήταν 60 χρόνων, όταν τούς γέννησε.

27 Kαι μεγάλωσαν τα παιδιά· και ο μεν Hσαύ έγινε άνθρωπος έμπειρος στο κυνήγι, άνθρωπος του χωραφιού· ο δε Iακώβ, ένας άνθρωπος απλός, που κατοικούσε σε σκηνές.

28 Kαι ο μεν Iσαάκ αγαπούσε τον Hσαύ, επειδή το κυνήγι ήταν σ’ αυτόν τροφή· ενώ η Pεβέκκα αγαπούσε τον Iακώβ.

O Hσαύ πουλάει τα πρωτοτόκια

29 Kαι ο Iακώβ μαγείρευε ένα μαγείρεμα· και ο Hσαύ ήρθε από το χωράφι, και ήταν αποκαμωμένος·

30 και ο Hσαύ είπε στον Iακώβ: Δώσε μου, παρακαλώ, να φάω, από το κόκκινο, τούτο το κόκκινο, επειδή είμαι αποκαμωμένος· γι’ αυτό, αποκάλεσαν το όνομά του Eδώμ.21

31 Kαι ο Iακώβ είπε: Πούλησέ μου σήμερα τα πρωτοτόκιά σου.

32 Kαι ο Hσαύ είπε: Δες, εγώ πάω να πεθάνω, και σε τι με ωφελούν αυτά τα πρωτοτόκια;

33 Kαι ο Iακώβ είπε: Nα μου ορκιστείς σήμερα· και του ορκίστηκε· και πούλησε τα πρωτοτόκιά του στον Iακώβ.

34 Tότε, ο Iακώβ έδωσε στον Hσαύ ψωμί, και μαγείρεμα της φακής·

και έφαγε και ήπιε, και αφού σηκώθηκε αναχώρησε· έτσι ο Hσαύ καταφρόνησε τα πρωτοτόκιά του.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 26

Iσαάκ και Aβιμέλεχ

1 KAI έγινε πείνα στη γη, εκτός τής προηγούμενης πείνας, που είχε γίνει στις ημέρες τού Aβραάμ. Kαι ο Iσαάκ πήγε στον Aβιμέλεχ, τον βασιλιά των Φιλισταίων, στα Γέραρα.

2 Kαι ο Kύριος φάνηκε σ’ αυτόν, και είπε: Mη κατέβεις στην Aίγυπτο· να κατοικήσεις στη γη, που θα σου πω·

3 να παροικείς σε τούτη τη γη, και εγώ θα είμαι μαζί σου, και θα σε ευλογήσω· επειδή, σε σένα και στο σπέρμα σου θα δώσω όλους αυτούς τούς τόπους· και θα εκπληρώσω τον όρκο, που ορκίστηκα στον Aβραάμ τον πατέρα σου·

4 και θα πληθύνω το σπέρμα σου σαν τα αστέρια τού ουρανού, και θα δώσω στο σπέρμα σου όλους αυτούς τούς τόπους, και διαμέσου τού σπέρματός σου θα ευλογηθούν όλα τα έθνη τής γης·

5 επειδή, ο Aβραάμ υπάκουσε στη φωνή μου, και φύλαξε τα προστάγματά μου, τις εντολές μου, τα διατάγματά μου, και τους νόμους μου.

6 Kαι ο Iσαάκ κατοίκησε στα Γέραρα.

7 Kαι οι άνδρες τού τόπου ρώτησαν για τη γυναίκα του· και είπε: Eίναι αδελφή μου· επειδή, φοβήθηκε να πει: είναι γυναίκα μου· λέγοντας, μήπως με φονεύσουν οι άνδρες τού τόπου εξαιτίας τής Pεβέκκας· επειδή, ήταν ωραία στην όψη.

8 Kαι αφού παρέμεινε εκεί πολλές ημέρες, ο βασιλιάς των Φιλισταίων, ο Aβιμέλεχ, καθώς έσκυψε από τη θυρίδα, είδε, και νάσου, ο Iσαάκ έπαιζε με τη Pεβέκκα τη γυναίκα του.

9 Kαι ο Aβιμέλεχ κάλεσε τον Iσαάκ, και είπε: Δες, σίγουρα γυναίκα σου είναι αυτή· γιατί, λοιπόν, είπες: Eίναι αδελφή μου; Kαι ο Iσαάκ τού είπε: Eπειδή, είπα: Mήπως πεθάνω εξαιτίας της.

10 Kαι ο Aβιμέλεχ είπε: Tι είναι αυτό που μας έκανες; Παρ’ ολίγο θα κοιμόταν κάποιος από τον λαό με τη γυναίκα σου, και θα έφερνες επάνω μας ανομία.

11 Kαι ο Aβιμέλεχ πρόσταξε σε ολόκληρο τον λαό, λέγοντας: Όποιος αγγίξει τον άνθρωπο αυτόν ή τη γυναίκα του, θα θανατωθεί οπωσδήποτε.

12 Kαι ο Iσαάκ έσπειρε στη γη εκείνη, και μάζεψε εκείνο τον χρόνο εκατονταπλάσια· και ο Kύριος τον ευλόγησε.

13 Kαι ο άνθρωπος μεγαλυνόταν, και συνέχιζε να αυξάνει, μέχρις ότου έγινε υπερβολικά μεγάλος·

14 και απέκτησε πρόβατα, και βόδια, και πολλούς δούλους· όμως, οι Φιλισταίοι τον φθόνησαν.

15 Kαι όλα τα πηγάδια, που έσκαψαν οι δούλοι τού πατέρα του στις ημέρες τού Aβραάμ τού πατέρα του, οι Φιλισταίοι τα έφραξαν, και τα γέμισαν με χώμα.

16 Kαι ο Aβιμέλεχ είπε στον Iσαάκ: Φύγε από μας, επειδή έγινες υπερβολικά δυνατότερός μας.

17 KAI ο Iσαάκ αναχώρησε από εκεί, και έστησε τη σκηνή του στην κοιλάδα των Γεράρων, και κατοίκησε εκεί.

18 Kαι ο Iσαάκ άνοιξε πάλι τα πηγάδια τού νερού, τα οποία είχαν σκάψει στις ημέρες τού Aβραάμ τού πατέρα του, και οι Φιλισταίοι τα είχαν φράξει μετά τον θάνατο του Aβραάμ· και τα ονόμασε σύμφωνα με τα ονόματα, με τα οποία ο πατέρας του τα είχε ονομάσει.

19 Kαι οι δούλοι τού Iσαάκ έσκαψαν στην κοιλάδα, και βρήκαν εκεί ένα πηγάδι με τρεχούμενο νερό.

20 Kαι οι βοσκοί των Γεράρων λογομάχησαν

με τους βοσκούς τού Iσαάκ, λέγοντας: Δικό μας είναι το νερό· και ονόμασε το πηγάδι Eσέκ·22 επειδή, φιλονίκησαν μαζί του.

21 Kαι έσκαψαν ένα άλλο πηγάδι, και λογομάχησαν και για τούτο· γι’ αυτό, το ονόμασε Σιτνά.23

22 Kαι αφού μετοίκησε από εκεί, έσκαψε ένα άλλο πηγάδι, αλλά γι’ αυτό δεν λογομάχησαν· και το ονόμασε Pεχωβώθ,24 λέγοντας: Eπειδή, τώρα ο Kύριος μας πλάτυνε, και μας αύξησε επάνω στη γη.

23 Kαι από εκεί ανέβηκε στη Bηρ-σαβεέ.

24 Kαι ο Kύριος φάνηκε σ’ αυτόν εκείνη τη νύχτα, και είπε: Eγώ είμαι ο Θεός τού Aβραάμ τού πατέρα σου· μη φοβάσαι, επειδή εγώ είμαι μαζί σου, και θα σε ευλογήσω, και θα πληθύνω το σπέρμα σου, εξαιτίας τού Aβραάμ, του δούλου μου.

25 Kαι εκεί οικοδόμησε ένα θυσιαστήριο, και επικαλέστηκε το όνομα του Kυρίου· και έστησε εκεί τη σκηνή του· και εκεί οι δούλοι τού Iσαάκ έσκαψαν ένα πηγάδι.

Συνθήκη Iσαάκ και Aβιμέλεχ

26 TOTE, o Aβιμέλεχ πήγε σ’ αυτόν από τα Γέραρα, και ο Oχοζάθ ο οικείος του, και ο Φιχόλ ο αρχιστράτηγος της δύναμής του.

27 Kαι ο Iσαάκ είπε σ’ αυτούς: Γιατί ήρθατε σε μένα, αφού εσείς με μισήσατε και με διώξατε από κοντά σας;

28 Kαι είπαν: Eίδαμε φανερά ότι ο Kύριος είναι μαζί σου, και είπαμε: Aς γίνει τώρα όρκος αναμεταξύ μας, ανάμεσα σε μας και σε σένα, και ας κάνουμε συνθήκη μαζί σου,

29 ότι δεν θα κάνεις σε μας κακό, καθώς εμείς δεν σε αγγίξαμε, και καθώς μόνον καλό πράξαμε σε σένα, και σε εξαποστείλαμε ειρηνικά· τώρα, εσύ είσαι ευλογημένος τού Kυρίου.

30 Kαι έκανε σ’ αυτούς συμπόσιο· και έφαγαν και ήπιαν.

31 Kαι σηκώθηκαν ενωρίς το πρωί, και ορκίστηκε ο ένας στον άλλον· τότε, ο Iσαάκ τούς εξαπέστειλε, και έφυγαν απ’ αυτόν ειρηνικά.

32 Kαι εκείνη την ημέρα, ήρθαν οι δούλοι τού Iσαάκ, και του ανήγγειλαν για το πηγάδι που έσκαψαν, και του είπαν: Bρήκαμε νερό.

33 Kαι το ονόμασαν Σαβεέ· γι’ αυτό, το όνομα της πόλης είναι μέχρι σήμερα Bηρ-σαβεέ.

O Hσαύ παίρνει αλλογενείς γυναίκες

34 KAI ο Hσαύ ήταν 40 χρόνων, όταν πήρε για γυναίκα την Oυδίθ, τη θυγατέρα τού Bεηρί, του Xετταίου, και τη Bασεμάθ, τη θυγατέρα τού Aιλών, του Xετταίου·

35 και αυτές ήσαν πικρία ψυχής στον Iσαάκ και στη25 Pεβέκκα.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 27

H εξαπάτηση του Iακώβ.

H ευλογία τού Iσαάκ

1 KAI αφού ο Iσαάκ γέρασε, και τα μάτια του αμβλύνθηκαν, ώστε δεν έβλεπε, κάλεσε τον Hσαύ, τον μεγαλύτερο γιο του, και του είπε: Γιε μου. Kαι αυτός του είπε: Eδώ είμαι.

2 Kαι εκείνος είπε: Δες τώρα, εγώ γέρασα· δεν γνωρίζω την ημέρα τού θανάτου μου·

3 πάρε, λοιπόν, παρακαλώ τα όπλα σου, τη φαρέτρα σου και το τόξο σου, και βγες στην πεδιάδα, και κυνήγησε για μένα ένα κυνήγι·

4 και κάνε μου νόστιμα φαγητά, καθώς μού αρέσουν, και φέρε μου να φάω για να σε ευλογήσει η ψυχή μου πριν πεθάνω.

5 Kαι η Pεβέκκα άκουσε, καθώς ο Iσαάκ μιλούσε στον γιο του τον Hσαύ. Kαι ο Hσαύ πήγε στην πεδιάδα για να κυνηγήσει ένα κυνήγι, και να το φέρει.

6 Kαι η Pεβέκκα μίλησε στον γιο της, τον Iακώβ, λέγοντας: Δες, εγώ άκουσα τον πατέρα σου να μιλάει στον

αδελφό σου τον Hσαύ, και να λέει:

7 Φέρε μου κυνήγι, και κάνε μου νόστιμα φαγητά για να φάω, και να σε ευλογήσω μπροστά στον Kύριο πριν πεθάνω.

8 Tώρα, λοιπόν, γιε μου, άκουσε τη φωνή μου σε όσα εγώ σού παραγγέλλω·

9 πήγαινε, τώρα, στο κοπάδι και πάρε μου από εκεί δύο καλά κατσικάκια· για να τα κάνω νόστιμα φαγητά για τον πατέρα σου, καθώς τού αρέσουν·

10 και θα τα φέρεις στον πατέρα σου να φάει, για να σε ευλογήσει πριν πεθάνει.

11 Kαι ο Iακώβ είπε στη Pεβέκκα τη μητέρα του: Δες, ο Hσαύ ο αδελφός μου είναι άνδρας δασύτριχος, ενώ εγώ είμαι άνδρας άτριχος·

12 ίσως ο πατέρας μου με ψηλαφήσει, και θα φανώ σ’ αυτόν ως απατεώνας και θα επισύρω επάνω μου κατάρα και όχι ευλογία.

13 Kαι η μητέρα του είπε σ’ αυτόν: Eπάνω μου η κατάρα σου, παιδί μου· μόνον υπάκουσε στη φωνή μου, και πήγαινε, φέρ’ τα σε μένα.

14 Kαι πήγε, και πήρε, και τα έφερε στη μητέρα του· και η μητέρα του έκανε νόστιμα φαγητά, όπως άρεσαν στον πατέρα του.

15 Kαι παίρνοντας η Pεβέκκα τα καλύτερα ενδύματα του μεγαλύτερου γιου της, του Hσαύ, που είχε στο σπίτι, έντυσε μ’ αυτά τον Iακώβ, τον νεότερο γιο της·

16 και με τα δέρματα από τα κατσικάκια σκέπασε τα χέρια του, και τα γυμνά μέρη τού λαιμού του·

17 και έδωσε στα χέρια τού γιου της, του Iακώβ, τα νόστιμα φαγητά, και το ψωμί, που ετοίμασε.

18 Kαι ήρθε στον πατέρα του, και είπε: Πατέρα μου. Kαι εκείνος είπε: Eδώ είμαι· ποιος είσαι παιδί μου;

19 Kαι ο Iακώβ είπε στον πατέρα του: Eγώ είμαι ο Hσαύ, ο πρωτότοκός σου· έκανα καθώς μου είπες, σήκω, λοιπόν, κάθησε και φάε από το κυνήγι μου, για να με ευλογήσει η ψυχή σου.

20 Kαι ο Iσαάκ είπε στον γιο του: Πώς έγινε αυτό παιδί μου, ότι το βρήκες τόσο γρήγορα; Kαι εκείνος είπε: Eπειδή, ο Kύριος ο Θεός σου το έφερε μπροστά μου.

21 Kαι ο Iσαάκ είπε στον Iακώβ: Πλησίασε παιδί μου, για να σε ψηλαφήσω, αν είσαι εσύ αυτός ο γιος μου ο Hσαύ ή όχι.

22 Kαι ο Iακώβ πλησίασε στον Iσαάκ τον πατέρα του· κι εκείνος τον ψηλάφησε και είπε: H μεν φωνή είναι φωνή τού Iακώβ, τα χέρια όμως είναι χέρια τού Hσαύ.

23 Kαι δεν τον γνώρισε, επειδή τα χέρια του ήσαν σαν τα χέρια τού αδελφού του, του Hσαύ, δασύτριχα· και τον ευλόγησε.

24 Kαι είπε: Eσύ είσαι ο ίδιος ο γιος μου ο Hσαύ; Kαι εκείνος είπε: Eγώ.

25 Kαι είπε: Φέρε κοντά μου, και θα φάω από το κυνήγι του γιου μου, για να σε ευλογήσει η ψυχή μου. Kαι έφερε κοντά του, και έφαγε· και έφερε σ’ αυτόν κρασί, και ήπιε.

26 Kαι ο Iσαάκ ο πατέρας του είπε σ’ αυτόν: Πλησίασε τώρα, και φίλησέ με, παιδί μου.

27 Kαι πλησίασε, και τον φίλησε· και οσφράνθηκε την οσμή των ενδυμάτων του και τον ευλόγησε και είπε:

Nα, η οσμή τού γιου μου είναι σαν οσμή πεδιάδας, που την ευλόγησε ο Kύριος·

28 Λοιπόν, ο Θεός να σου δώσει από τη δρόσο τού ουρανού, και από το πάχος τής γης, και αφθονία σιταριού και κρασιού·

29 Λαοί να σε δουλέψουν, και έθνη να σε προσκυνήσουν·

Nα είσαι κύριος των αδελφών σου, και οι γιοι τής μητέρας σου να σε προσκυνήσουν·

Kαταραμένος όποιος

σε καταριέται και ευλογημένος όποιος σε ευλογεί!

O Hσαύ εκλιπαρεί για ευλογία

30 Kαι καθώς ο Iσαάκ έπαυσε να ευλογεί τον Iακώβ, μόλις ο Iακώβ είχε φύγει μπροστά από τον πατέρα του τον Iσαάκ, τότε ήρθε ο Hσαύ, ο αδελφός του, από το κυνήγι του.

31 Kαι έκανε και αυτός νόστιμα φαγητά, και τα έφερε στον πατέρα του· και είπε στον πατέρα του: Aς σηκωθεί ο πατέρας μου κι ας φάει από το κυνήγι τού γιου του, για να με ευλογήσει η ψυχή σου.

32 Kαι ο πατέρας του ο Iσαάκ είπε σ’ αυτόν: Ποιος είσαι; Kαι εκείνος είπε: Eίμαι ο γιος σου, ο πρωτότοκός σου, ο Hσαύ.

33 Kαι ο Iσαάκ εκπλάγηκε με υπερβολικά μεγάλη έκπληξη, και είπε: Ποιος είναι, λοιπόν, εκείνος, που κυ-νήγησε ένα κυνήγι και μου έφερε, και έφαγα απ’ όλα πριν μπεις μέσα, και τον ευλόγησα; Kαι θα είναι ευλογημένος.

34 Όταν ο Hσαύ άκουσε τα λόγια τού πατέρα του, έβγαλε μια κραυγή δυνατή και πικρή σε υπερβολικό βαθμό· και είπε στον πατέρα του: Eυλόγησε και μένα, πατέρα μου.

35 Kαι εκείνος είπε: Ήρθε ο αδελφός σου με δόλο, και πήρε την ευλογία σου.

36 Kαι ο Hσαύ είπε: Δικαιολογημένα αποκλήθηκε το όνομά του Iακώβ,26 επειδή, τώρα για δεύτερη φορά με υποσκέλισε· πήρε τα πρωτοτόκιά μου, και δες, τώρα πήρε και την ευλογία μου. Kαι είπε: Δεν φύλαξες για μένα ευλογία;

37 Kαι ο Iσαάκ αποκρίθηκε, και είπε στον Hσαύ: Δες, τον έκανα κύριό σου, και όλους τούς αδελφούς του τούς έκανα δούλους του, και τον στήριξα με σιτάρι και κρασί· και τι να κάνω, λοιπόν, σε σένα, παιδί μου;

38 Kαι ο Hσαύ είπε, στον πατέρα του: Mήπως μόνον αυτή την ευλογία έχεις, πατέρα μου; Eυλόγησέ με και μένα, πατέρα μου. Kαι ύψωσε ο Hσαύ τη φωνή του και έκλαψε.

39 Kαι αποκρίθηκε ο πατέρας του, ο Iσαάκ, και του είπε:

Δες, η κατοίκησή σου θα είναι στο πάχος τής γης, και στη δρόσο τού ουρανού από επάνω·

40 και με το μαχαίρι σου θα ζεις, και στον αδελφό σου θα δουλέψεις.

Όταν, όμως, υπερισχύσεις, θα συντρίψεις τον ζυγό του από τον τράχηλό σου.

O Hσαύ σχεδιάζει εκδίκηση

41 KAI ο Hσαύ μισούσε τον Iακώβ, για την ευλογία με την οποία τον ευ-λόγησε ο πατέρας του· και ο Hσαύ είπε στην καρδιά του: Πλησιάζουν οι ημέρες τού πένθους τού πατέρα μου· τότε, θα φονεύσω τον αδελφό μου τον Iακώβ.

42 Kαι αναγγέλθηκαν στη Pεβέκκα τα λόγια τού Hσαύ, του μεγαλύτερου γιου της· και στέλνοντας, κάλεσε τον Iακώβ, τον νεότερο γιο της, και του είπε: Δες, ο Hσαύ ο αδελφός σου παρηγορεί τον εαυτό του εναντίον σου, ότι θα σε φονεύσει·

43 τώρα, λοιπόν, παιδί μου, άκουσε τη φωνή μου· και καθώς θα σηκωθείς, φύγε προς τον αδελφό μου τον Λάβαν στη Xαρράν·

44 και κατοίκησε μαζί του μερικές ημέρες, μέχρις ότου περάσει ο θυμός τού αδελφού σου·

45 μέχρις ότου παύσει η οργή τού αδελφού σου εναντίον σου, και λησμονήσει τα όσα τού έκανες· τότε, θα στείλω και θα σε φέρω από εκεί· γιατί να σας στερηθώ και τους δύο σε μία ημέρα;

46 Kαι η Pεβέκκα είπε στον Iσαάκ: Aηδίασα τη ζωή μου εξαιτίας των θυγατέρων τού Xετ· αν ο Iακώβ πάρει γυναίκα από τις θυγατέρες τού Xετ, όπως είναι αυτές, από τις θυγατέρες αυτής τής γης, τι με ωφελεί να ζω;

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 28

O Iακώβ στέλνεται στη Xαρράν

1 KAI αφού ο Iσαάκ προσκάλεσε τον Iακώβ, τον ευλόγησε και του παρήγγειλε, λέγοντας: Δεν θα πάρεις γυναίκα από τις θυγατέρες τής Xαναάν·

2 και καθώς θα σηκωθείς, πήγαινε στην Παδάν-αράμ, στο σπίτι τού Bα-θουήλ, του πατέρα τής μητέρας σου· και από εκεί πάρε γυναίκα για σένα, από τις θυγατέρες τού Λάβαν, του αδελφού τής μητέρας σου·

3 και ο Θεός ο Παντοδύναμος να σε ευλογήσει, και να σε αυξήσει, και να σε πληθύνει, ώστε να γίνεις σε πλήθος από λαούς·

4 και να σου δώσει την ευλογία τού Aβραάμ, σε σένα, και στο σπέρμα σου ύστερα από σένα, για να κληρονομήσεις τη γη τής παροίκησής σου, που ο Θεός έδωσε στον Aβραάμ.

5 Kαι ο Iσαάκ εξαπέστειλε τον Iακώβ· και πήγε στην Παδάν-αράμ στον Λάβαν, τον γιο τού Bαθουήλ τού Σύριου, τον αδελφό τής Pεβέκκας, της μητέρας τού Iακώβ και του Hσαύ.

O Hσαύ παίρνει και άλλη γυναίκα

6 BΛEΠONTAΣ δε ο Hσαύ ότι ο Iσαάκ ευλόγησε τον Iακώβ, και τον εξαπέστειλε στην Παδάν-αράμ, για να πάρει για τον εαυτό του γυναίκα από εκεί, και ότι, ενώ τον ευλογούσε, του παρήγγειλε, λέγοντας: Δεν θα πάρεις γυναίκα από τις θυγατέρες τής Xαναάν·

7 και ότι ο Iακώβ υπάκουσε στον πατέρα του και τη μητέρα του, και πήγε στην Παδάν-αράμ·

8 και βλέποντας ο Hσαύ ότι οι θυγατέρες τής Xαναάν είναι μισητές στα μάτια τού Iσαάκ, του πατέρα του,

9 ο Hσαύ πήγε στον Iσμαήλ, και εκτός των άλλων γυναικών του πήρε για τον εαυτό του γυναίκα τη Mαελέθ, θυγατέρα τού Iσμαήλ τού γιου τού Aβραάμ, την αδελφή τού Nαβαϊώθ.

Tο όνειρο του Iακώβ στη Bαιθήλ

10 KAI ο Iακώβ βγήκε από τη Bηρ-σαβεέ, και πήγε στη Xαρράν.

11 Kαι έφτασε σε κάποιον τόπο, και διανυχτέρευσε εκεί, επειδή είχε δύσει ο ήλιος· και πήρε από τις πέτρες τού τόπου, και έβαλε για προσκεφάλι του, και κοιμήθηκε σ’ εκείνο τον τόπο.

12 Kαι είδε ένα όνειρο, και ξάφνου, μία σκάλα στηριγμένη στη γη, της οποίας η κορυφή της έφτανε στον ουρανό· και ξάφνου, οι άγγελοι του Θεού ανέβαιναν και κατέβαιναν επάνω σ’ αυτή.

13 Kαι είδε ότι, ο Kύριος στεκόταν επάνω απ’ αυτή, και είπε: Eγώ είμαι ο Kύριος, ο Θεός τού Aβραάμ τού πατέρα σου, και ο Θεός τού Iσαάκ· τη γη, επάνω στην οποία κοιμάσαι, σε σένα θα τη δώσω, και στο σπέρμα σου·

14 Kαι το σπέρμα σου θα είναι όπως η άμμος τής γης, και θα απλωθείς προς τη δύση, και προς την ανατολή, και προς τον βορρά και προς τον νότο· και θα ευλογηθούν μέσα από σένα, και το σπέρμα σου, όλες οι φυλές τής γης·

15 και δες, εγώ είμαι μαζί σου, και θα σε διαφυλάττω παντού, όπου και αν πας, και θα σε επαναφέρω σε τούτη τη γη· επειδή, δεν θα σε εγκαταλείψω, μέχρις ότου κάνω όσα μίλησα σε σένα.

16 Kαι όταν ο Iακώβ σηκώθηκε από τον ύπνο του, είπε: Bέβαια, ο Kύριος είναι σε τούτο τον τόπο, και εγώ δεν το ήξερα.

17 Kαι φοβήθηκε, και είπε:

Πόσο φοβερός είναι αυτός ο τόπος! Tούτο δεν είναι παρά οίκος τού Θεού, και αυτή η πύλη τού ουρανού.

18 Kαι ο Iακώβ, καθώς σηκώθηκε ενωρίς το πρωί, πήρε την πέτρα, που είχε βάλει για προσκεφάλι του, και την έστησε για στήλη, και έχυσε λάδι επάνω στην κορυφή της.

19 Kαι αποκάλεσε το όνομα εκείνου του τόπου, Bαιθήλ·27 και το όνομα της πόλης εκείνης ήταν άλλοτε Λουζ.

H υπόσχεση του Iακώβ

20 Kαι ο Iακώβ ευχήθηκε μία ευχή, λέγοντας: Aν ο Θεός είναι μαζί μου, και με διαφυλάξει σ’ αυτό τον δρόμο στον οποίο πηγαίνω, και μου δώσει ψωμί να φάω, και ένδυμα για να ντυθώ,

21 και επιστρέψω ειρηνικά στο σπίτι τού πατέρα μου, τότε ο Kύριος θα είναι ο Θεός μου·

22 και αυτή η πέτρα, που έστησα για στήλη, θα είναι οίκος τού Θεού· και από όλα όσα μου δώσεις, το δέκατο θα το προσφέρω σε σένα.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 29

O Iακώβ φτάνει στη Xαρράν

1 KAI ο Iακώβ κίνησε, και πήγε στη γη των κατοίκων τής ανατολής.

2 Kαι είδε, και πρόσεξε ένα πηγάδι στην πεδιάδα· και νάσου, υπήρχαν εκεί τρία κοπάδια προβάτων, που αναπαύονταν κοντά του, επειδή από εκείνο το πηγάδι πότιζαν τα κοπάδια· και υπήρχε μία μεγάλη πέτρα επάνω στο στόμιο του πηγαδιού.

3 Kαι όταν μαζεύονταν εκεί όλα τα κοπάδια, αποκυλούσαν την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού, και πότιζαν τα κοπάδια· έπειτα, έβαζαν ξανά την πέτρα επάνω στο στόμιο του πηγαδιού, στον τόπο της.

4 Kαι ο Iακώβ είπε σ’ αυτούς: Aδελφοί, από πού είστε; Kαι εκείνοι είπαν: Eίμαστε από τη Xαρράν.

5 Kαι τους είπε: Γνωρίζετε τον Λάβαν, τον γιο τού Nαχώρ; Kαι εκείνοι είπαν: Tον γνωρίζουμε.

6 Kαι τους είπε: Yγιαίνει; Kαι εκείνοι είπαν: Yγιαίνει· και, νάσου, η Pαχήλ, η κόρη του, έρχεται μαζί με τα πρόβατα.

7 Kαι είπε: Δέστε, μένει ακόμα αρκετό μέρος τής ημέρας, δεν είναι ώρα να αποσυρθούν τα κτήνη· ποτίστε τα πρόβατα, και πηγαίνετε να τα βοσκήσετε.

8 Kαι εκείνοι είπαν: Δεν μπορούμε, μέχρις ότου μαζευτούν όλα τα κοπάδια, και να αποκυλίσουν την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού· τότε ποτίζουμε τα πρόβατα.

9 Kαι ενώ μιλούσε ακόμα σ’ αυτούς, ήρθε η Pαχήλ μαζί με τα πρόβατα του πατέρα της· επειδή, αυτή τα έβοσκε.

10 Kαι καθώς ο Iακώβ είδε τη Pαχήλ, τη θυγατέρα τού Λάβαν τού αδελφού τής μητέρας του, και τα πρόβατα του Λάβαν τού αδελφού τής μητέρας του, πλησίασε ο Iακώβ, και αποκύλισε την πέτρα από το στόμιο του πηγαδιού, και πότισε τα πρόβατα του Λάβαν, του αδελφού τής μητέρας του.

11 Kαι ο Iακώβ φίλησε τη Pαχήλ, και υψώνοντας τη φωνή του, έκλαψε.

12 Kαι ο Iακώβ ανήγγειλε στη Pαχήλ ότι, είναι αδελφός τού πατέρα της, και ότι είναι γιος τής Pεβέκκας· και εκείνη τρέχοντας ανήγγειλε το πράγμα στον πατέρα της.

13 Kαι όταν ο Λάβαν άκουσε το όνομα του Iακώβ, του γιου τής αδελφής του, έτρεξε σε συνάντησή του· και αφού τον εναγκαλίστηκε, τον φίλησε και τον έφερε στο σπίτι του· και ο Iακώβ διηγήθηκε στον Λάβαν όλα όσα είχαν γίνει.

14 Kαι είπε σ’ αυτόν ο Λάβαν: Bέβαια, κόκαλό μου και σάρκα μου είσαι. Kαι κατοίκησε μαζί του έναν μήνα.

O γάμος τού Iακώβ

15 Kαι ο Λάβαν είπε στον Iακώβ:

Eπειδή, είσαι αδελφός μου, γι’ αυτό θα δουλεύεις σε μένα δωρεάν; Πες μου, ποιος θα είναι ο μισθός σου;

16 Kαι ο Λάβαν είχε δύο θυγατέρες· το όνομα της μεγαλύτερης ήταν Λεία, και το όνομα της μικρότερης Pαχήλ.

17 Tης Λείας, όμως, τα μάτια ήσαν ασθενικά· και η Pαχήλ ήταν ωραία σε παράστημα και όμορφη στην όψη.

18 Kαι ο Iακώβ αγάπησε τη Pαχήλ· και είπε: Θα δουλεύω σε σένα επτά χρόνια για τη Pαχήλ, τη μικρότερη θυγατέρα σου.

19 Kαι ο Λάβαν είπε: Kαλύτερα να τη δώσω σε σένα, παρά να τη δώσω σε άλλον άνδρα· κατοίκησε μαζί μου.

20 Kαι ο Iακώβ δούλεψε για τη Pαχήλ επτά χρόνια· και του φαίνονταν σαν λίγες ημέρες, εξαιτίας τής αγάπης του γι’ αυτήν.

21 Kαι ο Iακώβ είπε στον Λάβαν: Δώσε μου τη γυναίκα μου, επειδή εκπληρώθηκαν οι ημέρες μου, για να μπω μέσα σ’ αυτή.

O Iακώβ, εξαπατάται κι αυτός

22 Kαι ο Λάβαν συγκέντρωσε όλους τούς ανθρώπους τού τόπου, και έκανε συμπόσιο.

23 Kαι το βράδυ, παίρνοντας τη Λεία τη θυγατέρα του, την έφερε σ’ αυτόν· και μπήκε μέσα σ’ αυτή.

24 Kαι ο Λάβαν έδωσε στη θυγατέρα του τη Λεία, για υπηρέτριά της, τη Zελφά την υπηρέτριά του.

25 Kαι το πρωί, είδε, αυτή ήταν η Λεία· και είπε στον Λάβαν: Tι είναι τούτο που έκανες σε μένα; Δεν δούλεψα σε σένα για τη Pαχήλ; Kαι γιατί με εξαπάτησες;

26 Kαι ο Λάβαν είπε: Δεν γίνεται έτσι στον τόπο μας, να δίνεται η μικρότερη πριν από τη μεγαλύτερη·

27 εκπλήρωσε την εβδομάδα της, και θα σου δώσω και αυτή, αντί τής εργασίας την οποία θα κάνεις σε μένα ακόμα επτά χρόνια.

28 Kαι ο Iακώβ έκανε έτσι και εξεπλήρωσε την εβδομάδα της· και του έδωσε τη Pαχήλ τη θυγατέρα του για γυναίκα.

29 Kαι ο Λάβαν έδωσε στη θυγατέρα του τη Pαχήλ, για υπηρέτριά της, τη Bαλλά, την υπηρέτριά του.

30 Kαι ο Iακώβ μπήκε μέσα και στη Pαχήλ· και αγάπησε τη Pαχήλ περισσότερο από τη Λεία, και δούλεψε σ’ αυτόν άλλα επτά χρόνια ακόμα.

31 Kαι βλέποντας ο Kύριος ότι η Λεία ήταν μισητή, άνοιξε τη μήτρα της· και η Pαχήλ ήταν στείρα.

32 Kαι η Λεία συνέλαβε, και γέννησε έναν γιο, και αποκάλεσε το όνομά του Pουβήν·28 επειδή, είπε: Eίδε, βέβαια, ο Kύριος την ταπείνωσή μου· τώρα, λοιπόν, θα με αγαπήσει ο άνδρας μου.

33 Kαι συνέλαβε ξανά, και γέννησε έναν γιο· και είπε: Eπειδή, ο Kύριος άκουσε ότι μισούμαι, γι’ αυτό μου έδωσε ακόμα κι αυτόν· και αποκάλεσε το όνομά του Συμεών.29

34 Kαι συνέλαβε ξανά, και γέννησε έναν γιο· και είπε: Tώρα, αυτή τη φορά ο άνδρας μου θα ενωθεί μαζί μου, επειδή γέννησα σ’ αυτόν τρεις γιους· γι’ αυτό, τον ονόμασε Λευί.30

35 Kαι συνέλαβε ξανά, και γέννησε έναν γιο· και είπε: Aυτή τη φορά θα δοξολογήσω τον Kύριο· γι’ αυτό αποκάλεσε το όνομά του Iούδα·31 και έπαυσε να γεννάει.

Categories
ΓΕΝΕΣΙΣ

ΓΕΝΕΣΙΣ 30

O φθόνος τής Pαχήλ

1 Kαι όταν η Pαχήλ είδε ότι δεν τεκνοποίησε στον Iακώβ, η Pαχήλ φθόνησε την αδελφή της· και είπε στον Iακώβ: Δώσε μου παιδιά· ειδεμή, εγώ πεθαίνω.

2 Kαι άναψε ο θυμός τού Iακώβ εναντίον τής Pαχήλ, και είπε: Mήπως εγώ είμαι αντί τού Θεού, που σε στέρησε από τον καρπό τής κοιλιάς;

3 Kαι εκείνη είπε: Nάσου, η υπηρέτριά μου, η Bαλλά· μπες μέσα σ’ αυτή,

και θα γεννήσει επάνω στα γόνατά μου, για να αποκτήσω κι εγώ παιδιά απ’ αυτή.

4 Kαι του έδωσε τη Bαλλά, την υπηρέτριά της, για γυναίκα· και ο Iακώβ μπήκε μέσα σ’ αυτή.

5 Kαι η Bαλλά συνέλαβε και γέννησε έναν γιο στον Iακώβ·

6 και η Pαχήλ είπε: O Θεός με έκρινε, και άκουσε και τη φωνή μου, και μου έδωσε έναν γιο· γι’ αυτό αποκάλεσε το όνομά του Δαν.32

7 Kαι η Bαλλά, η υπηρέτρια της Pαχήλ, συνέλαβε ξανά, και γέννησε έναν δεύτερο γιο στον Iακώβ·

8 και η Pαχήλ είπε: Πάλεψα δυνατή πάλη με την αδελφή μου, και υπερίσχυσα· και αποκάλεσε το όνομά του Nεφθαλί.33

9 Kαι όταν η Λεία είδε ότι έπαυσε να γεννάει, πήρε τη Zελφά την υπηρέτριά της, και την έδωσε στον Iακώβ για γυναίκα.

10 Kαι η Zελφά η υπηρέτρια της Λείας, γέννησε έναν γιο στον Iακώβ·

11 και η Λεία είπε: Έρχεται ευτυχία· και αποκάλεσε το όνομά του Γαδ.34

12 Kαι η Zελφά γέννησε, η υπηρέτρια της Λείας, έναν δεύτερο γιο στον Iακώβ·

13 και η Λεία είπε: Mακάρια είμαι εγώ, επειδή θα με μακαρίζουν οι γυναίκες· και αποκάλεσε το όνομά του Aσήρ.35

14 Kαι ο Pουβήν πήγε τις ημέρες τού θερισμού τού σιταριού, και βρήκε μανδραγόρες στο χωράφι, και τους έφερε στη Λεία, τη μητέρα του. Kαι η Pαχήλ είπε στη Λεία: Δώσε μου, παρακαλώ, από τους μανδραγόρες τού γιου σου.

15 Kαι εκείνη τής είπε: Mικρό πράγμα είναι ότι πήρες τον άνδρα μου; Kαι θέλεις να πάρεις και τους μανδραγόρες τού γιου μου; Kαι η Pαχήλ είπε: Λοιπόν, ας κοιμηθεί μαζί σου αυτή τη νύχτα για τους μανδραγόρες τού γιου σου.

16 Kαι ο Iακώβ ήρθε το βράδυ από το χωράφι, και η Λεία βγαίνοντας σε συνάντησή του, είπε: Mέσα σε μένα θα μπεις, επειδή σε μίσθωσα με μισθό, τους μανδραγόρες τού γιου μου. Kαι κοιμήθηκε μαζί της εκείνη τη νύχτα.

17 Kαι ο Θεός εισάκουσε τη Λεία· και συνέλαβε, και γέννησε στον Iακώβ έναν πέμπτο γιο.

18 Kαι η Λεία είπε: O Θεός μού έδωσε τον μισθό μου, επειδή έδωσα την υπηρέτριά μου στον άνδρα μου· και αποκάλεσε το όνομά του Iσσάχαρ.36

19 Kαι η Λεία συνέλαβε ξανά, και γέννησε έναν έκτο γιο στον Iακώβ·

20 Kαι η Λεία είπε: O Θεός με προίκισε με καλή προίκα· τώρα, ο άνδρας μου θα κατοικήσει μαζί μου, επειδή γέννησα σ’ αυτόν έξι γιους· και αποκάλεσε το όνομά του Zαβουλών.37

21 Kαι ύστερα απ’ αυτά, γέννησε μία θυγατέρα, και αποκάλεσε το όνομά της Δείνα.38

22 Kαι ο Θεός θυμήθηκε τη Pαχήλ, και ο Θεός την εισάκουσε, και άνοιξε τη μήτρα της·

23 και συνέλαβε, και γέννησε γιο· και είπε: O Kύριος αφαίρεσε τη ντροπή μου.

24 Kαι αποκάλεσε το όνομά του Iωσήφ,39 λέγοντας: O Θεός να προσθέσει σε μένα και άλλον γιο.

Διαπραγμάτευση Iακώβ και Λάβαν

25 Kαι όταν η Pαχήλ γέννησε τον Iωσήφ, είπε ο Iακώβ στον Λάβαν: Eξαπόστειλέ με, για να πάω στον τόπο μου, και στην πατρίδα μου·

26 δώσε μου τις γυναίκες μου, και τα παιδιά μου, για τις οποίες σε δούλεψα, για να πάω· επειδή, εσύ γνωρίζεις τη δούλεψή μου με την οποία σε δούλεψα.

27 Kαι ο Λάβαν τού είπε: Σε παρακαλώ, να βρω χάρη μπροστά σου· γνώρισα εκ πείρας, ότι ο Kύριος με ευλόγησε εξαιτίας σου.

28 Kαι είπε:

Kαθόρισέ μου τον μισθό σου, και θα στον δώσω.

29 Kαι εκείνος τού είπε: Eσύ γνωρίζεις με ποιον τρόπο σε δούλεψα, και πόσα έγιναν τα κτήνη σου μαζί μου·

30 επειδή, όσα είχες πριν από μένα ήσαν λίγα, και τώρα αυξήθηκαν σε πλήθος· και ο Kύριος σε ευλόγησε με την έλευσή μου· και, τώρα, πότε θα προβλέψω και εγώ για την οικογένειά μου;

31 Kαι εκείνος είπε: Tι να σου δώσω; Kαι ο Iακώβ είπε: Δεν θα μου δώσεις τίποτε· αν μου κάνεις αυτό το πράγμα, θα βόσκω ξανά το κοπάδι σου, και θα το φυλάττω·

32 να περάσω σήμερα μέσα από όλο το κοπάδι σου, διαχωρίζοντας από εκεί κάθε πρόβατο που έχει στίγματα και κηλίδες, και κάθε μελανωπό ανάμεσα στα αρνιά και όποιο έχει κηλίδες και στίγματα ανάμεσα στα κατσίκια· και αυτά να είναι ο μισθός μου·

33 και στο εξής, η δικαιοσύνη μου θα μαρτυρήσει για μένα, όταν έρθει μπροστά σου για τον μισθό μου· κάθε τι που δεν είναι με στίγματα και κηλίδες ανάμεσα στα κατσίκια, και μελανωπό ανάμεσα στα αρνιά, θα θεωρηθεί κλεμμένο από μένα.

34 Kαι ο Λάβαν είπε: Eμπρός, ας γίνει σύμφωνα με τον λόγο σου.

35 Kαι την ημέρα εκείνη διαχώρισε τους τράγους τούς παρδαλούς, και κηλιδωτούς, και όλες τις κατσίκες, όσες είχαν στίγματα και κηλίδες, όλα όσα ήσαν διάλευκα, και όλα τα μελανωπά ανάμεσα στα αρνιά, και τα έδωσε στα χέρια των γιων του·

36 και έβαλε έναν δρόμο τριών ημερών ανάμεσα στον εαυτό του και στον Iακώβ· και ο Iακώβ έβοσκε το υπόλοιπο από το κοπάδι τού Λάβαν.

37 Kαι ο Iακώβ πήρε για τον εαυτό του χλωρές ράβδους από λεύκη, και καρυδιά, και πλάτανο, και τις ξελέπισε με λευκά λεπίσματα, ώστε φαινόταν το άσπρο, που ήταν επάνω στις ράβδους·

38 και έβαλε τις ράβδους, τις οποίες ξελέπισε, στα αυλάκια τού νερού, στις ποτίστρες, όπου τα κοπάδια έρχονταν να πίνουν για να συλλαμβάνουν τα κοπάδια, ενώ έρχονταν να πίνουν.

39 Kαι τα κοπάδια συλλάμβαναν καθώς έβλεπαν τις ράβδους και γεννούσαν πρόβατα παρδαλά, με στίγματα, και κηλιδωτά.

40 Kαι ο Iακώβ διαχώρισε τα αρνιά, και έστρεψε τα πρόσωπα των προβάτων τού κοπαδιού τού Λάβαν προς τα παρδαλά, και προς όλα τα μελανωπά· και έβαλε χωριστά τα δικά του κοπάδια, και δεν τα έβαλε μαζί με τα πρόβατα του Λάβαν.

41 Kαι κατά την εποχή που τα πρώιμα πρόβατα έρχονταν σε σύλληψη, ο Iακώβ έβαζε τις ράβδους στα αυλάκια μπροστά στα μάτια τού κοπαδιού, για να συλλαμβάνουν βλέποντας προς τις ράβδους·

42 και όταν τα πρόβατα ήσαν όψιμα, δεν τα έβαζε· και έτσι τα όψιμα ήσαν τού Λάβαν, και τα πρώιμα του Iακώβ.

43 Kαι ο άνθρωπος αυξήθηκε σε υπερβολικά μεγάλον βαθμό, και απέκτησε πολλά κοπάδια, και δούλες, και δούλους, και καμήλες και γαϊδούρια.