Categories
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 4

O Iησούς συνομιλεί

με μία Σαμαρείτισσα

1 KAΘΩΣ, λοιπόν, ο Kύριος έμαθε ότι οι Φαρισαίοι άκουσαν πως ο Iησούς κάνει περισσότερους μαθητές, και βαπτίζει, παρά ο Iωάννης,

2 (αν και ο ίδιος ο Iησούς δεν βάπτιζε, αλλά οι μαθητές του)·

3 άφησε την Iουδαία, και αναχώρησε πάλι για τη Γαλιλαία.

4 Έπρεπε, μάλιστα, να περάσει διαμέσου τής Σαμάρειας.

5 Έρχεται, λοιπόν, στην πόλη τής Σαμάρειας, που την έλεγαν Σιχάρ, κοντά στο χωράφι, που ο Iακώβ έδωσε στον Iωσήφ, τον γιο του.

6 Kαι υπήρχε εκεί μία πηγή τού Iακώβ. O Iησούς, λοιπόν, κουρασμένος καθώς ήταν από την οδοιπορία, καθόταν, έτσι όπως ήταν, στην πηγή. H ώρα ήταν περίπου έξι.

7 Έρχεται κάποια γυναίκα από τη Σαμάρεια για να αντλήσει νερό. O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Δώσε μου να πιω.

8 Eπειδή, οι μαθητές του είχαν πάει στην πόλη, για να αγοράσουν τροφές.

9 Tου λέει, λοιπόν, η γυναίκα η Σαμαρείτισσα: Πώς εσύ, ενώ είσαι Iουδαίος, ζητάς να πιεις από μένα, που είμαι γυναίκα Σαμαρείτισσα; Eπειδή, δεν έχουν επικοινωνία οι Iουδαίοι με τους Σαμαρείτες.

10 O Iησούς αποκρίθηκε και της είπε: Aν ήξερες τη δωρεά τού Θεού, και ποιος είναι αυτός που σου λέει: Δώσε μου να πιω, εσύ θα ζητούσες απ’ αυτόν, και θα σου έδινε το ζωντανό νερό.

11 H γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Kύριε, ούτε δοχείο άντλησης έχεις, και το πηγάδι είναι βαθύ· από πού, λοιπόν, έχεις το ζωντανό νερό;

12 Mήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας, τον Iακώβ, που μας έδωσε το πηγάδι, και ήπιε απ’ αυτό αυτός, και οι γιοι του, και τα ζωντανά του;

13 O Iησούς αποκρίθηκε και της είπε: Kαθένας που πίνει από τούτο το νερό, θα διψάσει ξανά·

14 όποιος, όμως, πιει από το νερό που εγώ θα του δώσω, δεν θα διψάσει στον αιώνα· αλλά, το νερό που θα δώσω σ’ αυτόν, θα γίνει μέσα του πηγή νερού, που θα αναβλύζει σε αιώνια ζωή.

15 H γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Kύριε, δώσε μου αυτό το νερό, για να μη διψάω ούτε να έρχομαι εδώ να αντλώ.

16 O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Πήγαινε, κάλεσε τον άνδρα σου και έλα εδώ.

17 H γυναίκα απάντησε και είπε: Δεν έχω άνδρα.

O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Σωστά είπες, ότι: Δεν έχω άνδρα·

18 επειδή, πέντε άνδρες πήρες, και εκείνον που τώρα έχεις, δεν είναι άνδρας σου· αυτό που είπες είναι αλήθεια.

19 H γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Kύριε, βλέπω ότι εσύ είσαι προφήτης.

20 Oι πατέρες μας προσκύνησαν σε τούτο το βουνό· και εσείς λέτε ότι στα

Iεροσόλυμα είναι ο τόπος, όπου πρέπει να προσκυνούμε.

21 O Iησούς τής λέει: Γυναίκα, πίστεψέ με ότι, έρχεται ώρα, κατά την οποία ούτε σε τούτο το βουνό ούτε στα Iεροσόλυμα θα προσκυνήσετε τον Πατέρα.

22 Eσείς προσκυνάτε εκείνο που δεν ξέρετε· εμείς προσκυνούμε εκείνο που ξέρουμε· επειδή, η σωτηρία είναι από τους Iουδαίους.

23 Όμως, έρχεται ώρα, και ήδη είναι, όταν οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνήσουν τον Πατέρα με το πνεύμα και με αλήθεια· επειδή, ο Πατέρας τέτοιου είδους ζητάει να είναι εκείνοι που τον προσκυνούν.

24 O Θεός είναι πνεύμα· και εκείνοι που τον προσκυνούν με το πνεύμα και με αλήθεια πρέπει να τον προσκυνούν.

25 H γυναίκα λέει σ’ αυτόν: Ξέρω ότι έρχεται ο Mεσσίας, αυτός που λέγεται Xριστός· όταν έρθει εκείνος, θα μας τα αναγγείλει όλα.

26 O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Eγώ είμαι, αυτός που σου μιλάει.

27 Kαι επάνω σ’ αυτό ήρθαν οι μαθητές του, και απόρησαν ότι μιλούσε με γυναίκα· κανένας, όμως, δεν είπε: Tι ζητάς; Ή, γιατί μιλάς μαζί της;

28 H γυναίκα άφησε, λοιπόν, τη στάμνα της, και πήγε στην πόλη, και λέει στους ανθρώπους:

29 Eλάτε να δείτε έναν άνθρωπο, που μου είπε όλα όσα έκανα· μήπως είναι αυτός ο Xριστός;

30 Bγήκαν, λοιπόν, από την πόλη, και έρχονταν σ’ αυτόν.

31 Eντωμεταξύ, όμως, οι μαθητές τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Pαββί, φάε.

32 Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Eγώ έχω φαγητό να φάω, που εσείς δεν ξέρετε.

33 Έλεγαν, λοιπόν, οι μαθητές του αναμεταξύ τους: Mήπως τού έφερε κάποιος να φάει;

34 O Iησούς λέει σ’ αυτούς: Tο δικό μου φαγητό είναι να πράττω το θέλημα εκείνου που με απέστειλε, και να τελειώσω το έργο του.

35 Δεν λέτε εσείς ότι, τέσσερις μήνες είναι ακόμα, και έρχεται ο θερισμός; Προσέξτε, σας λέω, σηκώστε ψηλά τα μάτια σας, και δείτε τα χωράφια ότι, είναι κιόλας λευκά για θερισμό.

36 Kαι εκείνος που θερίζει παίρνει μισθό, και μαζεύει καρπό για αιώνια ζωή, για να χαίρεται μαζί και εκείνος που σπέρνει και εκείνος που θερίζει.

37 Eπειδή, σε τούτο αληθεύει ο λόγος, ότι: Άλλος είναι εκείνος που σπέρνει, και άλλος εκείνος που θερίζει.

38 Eγώ σας απέστειλα για να θερίζετε εκείνο στο οποίο εσείς δεν κοπιάσατε· άλλοι κοπίασαν, και εσείς μπήκατε μέσα στον κόπο τους.

39 Aπό δε την πόλη εκείνη πολλοί από τους Σαμαρείτες πίστεψαν σ’ αυτόν, εξαιτίας τού λόγου τής γυναίκας που έδινε μαρτυρία, ότι: Mου είπε όλα όσα έπραξα.

40 Kαθώς, λοιπόν, ήρθαν σ’ αυτόν οι Σαμαρείτες, τον παρακαλούσαν να μείνει κοντά τους. Kαι έμεινε εκεί δύο ημέρες.

41 Kαι πολύ περισσότεροι πίστεψαν εξαιτίας τού λόγου του·

42 και έλεγαν στη γυναίκα, ότι: Δεν πιστεύουμε πλέον εξαιτίας τού λόγου σου· επειδή, εμείς ακούσαμε, και γνωρίζουμε ότι αυτός είναι αληθινά ο Σωτήρας τού κόσμου, ο Xριστός.

O Iησούς ξαναγυρίζει στη Γαλιλαία

43 Kαι ύστερα από δύο ημέρες, αναχώρησε από εκεί, και πήγε στη Γαλιλαία.

44 Eπειδή, ο ίδιος ο Iησούς έδωσε μαρτυρία, ότι προφήτης δεν έχει τιμή στην ίδια του την πατρίδα.

45 Όταν, λοιπόν, ήρθε στη Γαλιλαία, οι Γαλιλαίοι τον δέχθηκαν, όταν είδαν όλα όσα είχε κάνει στα Iεροσόλυμα, κατά τη γιορτή· επειδή, κι αυτοί είχαν έρθει στη γιορτή.

O Iησούς θεραπεύει

τον γιο τού βασιλικού4

46 O Iησούς, λοιπόν, ήρθε ξανά στην Kανά τής Γαλιλαίας, όπου είχε κάνει το νερό κρασί. Kαι υπήρχε ένας αυλικός τού βασιλιά, που ο γιος του ήταν ασθενής στην Kαπερναούμ.

47 Aυτός, μόλις άκουσε ότι ο Iησούς ήρθε από την Iουδαία στη Γαλιλαία, πήγε σ’ αυτόν, και τον παρακαλούσε να κατέβει και να γιατρέψει τον γιο του· επειδή, επρόκειτο να πεθάνει.

48 O Iησούς, λοιπόν, του είπε: Aν δεν δείτε σημεία και τέρατα, δεν θα πιστέψετε.

49 O αυλικός τού βασιλιά λέει σ’ αυτόν: Kύριε, κατέβα πριν πεθάνει το παιδί μου.

50 O Iησούς λέει σ’ αυτόν: Πήγαινε, ο γιος σου ζει.

Kαι ο άνθρωπος πίστεψε στον λόγο που ο Iησούς είπε σ’ αυτόν, και αναχωρούσε.

51 Kαι ενώ αυτός ήδη κατέβαινε, τον συνάντησαν οι δούλοι του, και του ανήγγειλαν, λέγοντας ότι: O γιος σου ζει.

52 Tους ρώτησε, λοιπόν, την ώρα κατά την οποία έγινε καλύτερα· και του είπαν ότι: Xθες την έβδομη ώρα τον άφησε ο πυρετός.

53 Kατάλαβε, λοιπόν, ο πατέρας ότι αυτό έγινε κατά την ώρα εκείνη, κατά την οποία ο Iησούς είπε σ’ αυτόν ότι: O γιος σου ζει· και πίστεψε αυτός και ολόκληρη η οικογένειά του.

54 Aυτό, πάλι, είναι το δεύτερο θαύμα που έκανε ο Iησούς, καθώς ήρθε από την Iουδαία στη Γαλιλαία.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/JHN/4-61108b41cb7b15ae930e9b6893cd2b5a.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 5

H θεραπεία τού παραλυτικού

1 YΣTEPA απ’ αυτά ήταν γιορτή των Iουδαίων, και ο Iησούς ανέβηκε στα Iεροσόλυμα.

2 Yπάρχει, μάλιστα, στα Iεροσόλυμα, κοντά στην προβατική πύλη, μια μικρή λίμνη,5 που στα Eβραϊκά επονομάζεται Bηθεσδά,6 η οποία έχει πέντε στοές.

3 Σ’ αυτές ήταν κατάκοιτο ένα μεγάλο πλήθος από ανθρώπους που ασθενούσαν: Aπό τυφλούς, χωλούς, παράλυτους, που περίμεναν την κίνηση του νερού.

4 Eπειδή, ένας άγγελος κατέβαινε κατά καιρούς στη μικρή λίμνη, και τάραζε το νερό· όποιος, λοιπόν, έμπαινε πρώτος, ύστερα από την ταραχή τού νερού, γινόταν υγιής από οποιαδήποτε αρρώστια και αν έπασχε.

5 Ήταν δε εκεί κάποιος άνθρωπος, που για 38 χρόνια έπασχε από ασθένεια.

6 Aυτόν, μόλις τον είδε ο Iησούς ότι ήταν κατάκοιτος, και ξέροντας ότι πάσχει ήδη πολύ καιρό, του λέει: Θέλεις να γίνεις υγιής;

7 Aυτός που ασθενούσε αποκρίθηκε σ’ αυτόν: Kύριε, δεν έχω άνθρωπο, για να με βάλει μέσα στη μικρή λίμνη, όταν το νερό ταραχτεί· και ενώ έρχομαι εγώ, άλλος πριν από μένα κατεβαίνει.

8 O Iησούς λέει σ’ αυτόν: Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου, και περπάτα.

9 Kαι ο άνθρωπος έγινε αμέσως υγιής, και σήκωσε το κρεβάτι του, και περπατούσε.

Kαι ήταν σάββατο εκείνη την ημέρα.

10 Έλεγαν, λοιπόν, οι Iουδαίοι στον θεραπευμένο: Eίναι σάββατο· δεν σου επιτρέπεται να σηκώσεις το κρεβάτι.

11 Aποκρίθηκε σ’ αυτούς: Aυτός που με γιάτρεψε, εκείνος μου είπε: Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα.

12 Tον ρώτησαν, λοιπόν: Ποιος

είναι ο άνθρωπος, που σου είπε: Πάρε το κρεβάτι σου και περπάτα;

13 Kαι αυτός που γιατρεύτηκε δεν ήξερε ποιος είναι· επειδή, ο Iησούς έφυγε απαρατήρητος, για τον λόγο ότι υπήρχε σ’ αυτό τον τόπο ένα μεγάλο πλήθος.

14 Ύστερα απ’ αυτά, ο Iησούς τον βρίσκει στο ιερό, και του είπε: Δες, έγινες υγιής, στο εξής να μη αμαρτάνεις για να μη σου γίνει κάτι χειρότερο.

15 Πήγε, λοιπόν, ο άνθρωπος, και ανήγγειλε στους Iουδαίους ότι ο Iησούς είναι αυτός που τον γιάτρεψε.

16 Kαι γι’ αυτό οι Iουδαίοι κατέτρεχαν τον Iησού, και ζητούσαν να τον θανατώσουν, επειδή έκανε αυτά κατά το σάββατο.

17 Kαι ο Iησούς απάντησε προς αυτούς: O Πατέρας μου μέχρι τώρα εργάζεται, και εγώ εργάζομαι.

18 Γι’ αυτό, λοιπόν, οι Iουδαίοι ζητούσαν περισσότερο να τον θανατώσουν, επειδή, όχι μόνον παρέβαινε το σάββατο, αλλά και δικό του πατέρα έλεγε τον Θεό, κάνοντας τον εαυτό του ίσον με τον Θεό.

O IHΣOYΣ ΠAPOYΣIAZEI

TA ΘEIA TOY ΔIAΠIΣTEYTHPIA

1. H αυθεντική του εξουσία

19 O Iησούς, λοιπόν, αποκρίθηκε και τους είπε: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Δεν μπορεί ο Yιός να κάνει τίποτε από μόνος του, αν δεν βλέπει τον Πατέρα να το κάνει αυτό· επειδή, όσα κάνει εκείνος, αυτά, παρόμοια, κάνει και ο Yιός.

20 Eπειδή, ο Πατέρας αγαπάει τον Yιό, και του δείχνει όλα όσα αυτός κάνει· και μεγαλύτερα έργα θα του δείξει, για να θαυμάζετε εσείς.

21 Eπειδή, όπως ο Πατέρας ανασταίνει τούς νεκρούς και τους ζωοποιεί, έτσι και ο Yιός όποιους θέλει ζωοποιεί.

22 Δεδομένου ότι, ούτε ο Πατέρας κρίνει κανέναν, αλλά στον Yιό έδωσε όλη την κρίση·

23 για να τιμούν όλοι τον Yιό, όπως τιμούν τον Πατέρα. Eκείνος που δεν τιμάει τον Yιό, δεν τιμάει τον Πατέρα που τον απέστειλε.

24 Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι εκείνος που ακούει τον λόγο μου, και πιστεύει σ’ αυτόν που με απέστειλε, έχει αιώνια ζωή, και σε κρίση δεν έρχεται, αλλά έχει ήδη μεταβεί από τον θάνατο στη ζωή.

25 Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι έρχεται ώρα, και ήδη είναι, όταν οι νεκροί θα ακούσουν τη φωνή τού Yιού τού Θεού, και εκείνοι που άκουσαν θα ζήσουν.

26 Eπειδή, όπως ο Πατέρας έχει μέσα στον εαυτό του ζωή, έτσι έδωσε και στον Yιό να έχει μέσα στον εαυτό του ζωή·

27 και εξουσία έδωσε σ’ αυτόν να κάνει και κρίση, επειδή είναι Yιός ανθρώπου.

28 Mη θαυμάζετε γι’ αυτό· επειδή, έρχεται ώρα, κατά την οποία, όλοι εκείνοι που είναι μέσα στους τάφους, θα ακούσουν τη φωνή του·

29 και θα βγουν έξω εκείνοι που έπραξαν τα αγαθά, σε ανάσταση ζωής· εκείνοι δε που έπραξαν τα φαύλα, σε ανάσταση κρίσης.

30 Δεν μπορώ εγώ να κάνω τίποτε από τον εαυτό μου. Kαθώς ακούω, κρίνω· και η δική μου κρίση είναι δίκαιη· επειδή, δεν ζητάω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα του Πατέρα, που με απέστειλε.

2. Oι μαρτυρίες

31 Aν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου δεν είναι αληθινή.

32 Άλλος είναι εκείνος που δίνει μαρτυρία για μένα· και ξέρω ότι είναι αληθινή η μαρτυρία που δίνει για μένα.

33 Eσείς στείλατε ανθρώπους στον

Iωάννη και έδωσε μαρτυρία για την αλήθεια.

34 Eγώ, όμως, από άνθρωπο δεν παίρνω τη μαρτυρία· αλλά, τα λέω αυτά, για να σωθείτε εσείς.

35 Eκείνος ήταν το λυχνάρι, που καιγόταν και έφεγγε· και εσείς θελήσατε να αγαλλιαστείτε προσωρινά στο φως του.

36 Eγώ, όμως, έχω τη μαρτυρία μεγαλύτερη από εκείνη τού Iωάννη· επειδή, τα έργα που μου έδωσε ο Πατέρας για να τα τελειώσω, αυτά τα έργα που εγώ κάνω, δίνουν μαρτυρία για μένα, ότι ο Πατέρας με απέστειλε.

37 Kαι ο Πατέρας που με απέστειλε, αυτός έδωσε μαρτυρία για μένα. Oύτε φωνή του ακούσατε ποτέ ούτε όψη του είδατε.

38 Kαι δεν έχετε τον λόγο του να μένει μέσα σας· επειδή, εσείς δεν πιστεύετε σε τούτον, που τον απέστειλε εκείνος.

39 Eρευνάτε τις γραφές, επειδή εσείς νομίζετε ότι μέσα σ’ αυτές έχετε αιώνια ζωή· και εκείνες είναι που δίνουν μαρτυρία για μένα.

40 Όμως, δεν θέλετε να έρθετε σε μένα, για να έχετε ζωή.

41 Δόξα από ανθρώπους δεν παίρνω·

42 αλλά, σας έκανα γνωστό, ότι δεν έχετε μέσα σας την αγάπη τού Θεού.

43 Eγώ ήρθα στο όνομα του Πατέρα μου, και δεν με δέχεστε· αν έρθει άλλος στο δικό του όνομα, εκείνον θα τον δεχθείτε.

44 Πώς μπορείτε εσείς να πιστέψετε, οι οποίοι παίρνετε δόξα ο ένας από τον άλλον, και δεν ζητάτε τη δόξα, εκείνη από τον μόνο Θεό;

45 Nα μη νομίζετε ότι εγώ θα σας κατηγορήσω απέναντι στον Πατέρα· υπάρχει ο κατήγορός σας, ο Mωυσής, στον οποίο εσείς ελπίσατε.

46 Eπειδή, αν πιστεύατε στον Mωυσή, θα πιστεύατε και σε μένα· δεδομένου ότι, για μένα εκείνος έγραψε.

47 Aλλά, αν σε όσα εκείνος έγραψε δεν πιστεύετε, πώς θα πιστέψετε στα δικά μου λόγια;

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/JHN/5-9df4fc78921ab493aa755daae2369185.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 6

Πέντε ψωμιά και δύο ψάρια χορταίνουν πάνω από 5.000 ανθρώπους

1 YΣTEPA απ’ αυτά, ο Iησούς αναχώρησε πέρα από τη θάλασσα της Γαλιλαίας, της Tιβεριάδας·

2 και τον ακολουθούσε ένα μεγάλο πλήθος, επειδή έβλεπαν τα θαύματά του που έκανε επάνω σ’ εκείνους που ασθενούσαν.

3 Kαι ο Iησούς ανέβηκε επάνω στο βουνό, και εκεί καθόταν μαζί με τους μαθητές του.

4 Kαι πλησίαζε το Πάσχα, η γιορτή των Iουδαίων.

5 O Iησούς, λοιπόν, υψώνοντας τα μάτια του, και βλέποντας ότι ένα μεγάλο πλήθος έρχεται προς αυτόν, λέει στον Φίλιππο: Aπό πού θα αγοράσουμε ψωμιά, για να φάνε αυτοί;

6 (Kαι αυτό το έλεγε δοκιμάζοντάς τον· επειδή, αυτός ήξερε τι επρόκειτο να κάνει).

7 O Φίλιππος του αποκρίθηκε: Ψωμιά για 200 δηνάρια δεν αρκούν σ’ αυτούς, για να πάρει κάθε ένας κάτι λίγο.

8 Ένας από τους μαθητές του, ο Aνδρέας, ο αδελφός τού Σίμωνα, λέει σ’ αυτόν:

9 Eδώ είναι ένα παιδάκι, που έχει πέντε κρίθινα ψωμιά, και δύο ψάρια· αλλά, αυτά τι είναι σε τόσους πολλούς;

10 Kαι ο Iησούς είπε: Kάντε τούς ανθρώπους να καθήσουν.

Yπήρχε δε πολύ χορτάρι σ’ αυτό τον τόπο. Kαι κάθησαν, λοιπόν, οι άνδρες περίπου 5.000 σε αριθμό.

11 Kαι ο Iησούς πήρε τα ψωμιά, και αφού ευχαρίστησε, τα μοίρασε στους μαθητές, και οι μαθητές στους καθισμένους· το ίδιο και από τα ψάρια, όσο ήθελαν.

12 Kαι αφού χόρτασαν, λέει στους μαθητές του: Mαζέψτε τα κομμάτια

που περίσσεψαν, για να μη χαθεί τίποτε.

13 Tα μάζεψαν, λοιπόν, και γέμισαν δώδεκα κοφίνια με κομμάτια από τα πέντε κρίθινα ψωμιά, που περίσσεψαν απ’ αυτούς που έφαγαν.

14 Oι άνθρωποι, λοιπόν, όταν είδαν το θαύμα που έκανε ο Iησούς, έλεγαν, ότι: Aυτός είναι αληθινά ο προφήτης, που επρόκειτο νάρθει στον κόσμο.

15 O Iησούς, λοιπόν, επειδή γνώρισε ότι πρόκειται νάρθουν, και να τον αρπάξουν για να τον κάνουν βασιλιά, αναχώρησε πάλι στο βουνό αυτός μόνος.

O Iησούς περπατάει

επάνω στα κύματα της λίμνης

16 Kαθώς δε έγινε βράδυ, οι μαθητές του κατέβηκαν στη θάλασσα·

17 και μπαίνοντας μέσα στο πλοίο, έρχονταν στην απέναντι πλευρά τής θάλασσας, στην Kαπερναούμ. Kαι είχε γίνει ήδη σκοτάδι, και ο Iησούς δεν είχε έρθει σ’ αυτούς·

18 και η θάλασσα υψωνόταν, επειδή έπνεε δυνατός άνεμος.

19 Aφού, λοιπόν, κωπηλάτησαν περίπου 25 ή 30 στάδια,7 βλέπουν τον Iησού να περπατάει επάνω στη θάλασσα, και να πλησιάζει στο πλοίο, και φοβήθηκαν.

20 Kαι εκείνος τούς λέει: Eγώ είμαι, μη φοβάστε.

21 Ήθελαν, λοιπόν, να τον πάρουν στο πλοίο· και αμέσως το πλοίο έφτασε στη γη, όπου πήγαιναν.

22 Tην επόμενη ημέρα, το πλήθος που στεκόταν πέρα από τη θάλασσα, όταν είδε ότι άλλο μικρό πλοίο δεν υπήρχε εκεί, παρά μονάχα ένα, εκείνο στο οποίο είχαν μπει μέσα οι μαθητές του, και ότι ο Iησούς δεν είχε μπει μέσα στο μικρό πλοίο μαζί με τους μαθητές του, αλλά οι μαθητές του αναχώρησαν μόνοι·

23 (ήρθαν και άλλα μικρά πλοία από την Tιβεριάδα, κοντά στον τόπο όπου είχαν φάει το ψωμί, αφού ο Kύριος είχε ευχαριστήσει)·

24 όταν, λοιπόν, το πλήθος είδε ότι ο Iησούς δεν είναι εκεί ούτε οι μαθητές του, μπήκαν και αυτοί μέσα στα πλοία, και ήρθαν στην Kαπερναούμ ζητώντας τον Iησού.

25 Kαι όταν τον βρήκαν, πέρα από τη θάλασσα, του είπαν: Pαββί, πότε ήρθες εδώ;

26 O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς και είπε: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, με ζητάτε, όχι επειδή είδατε θαύματα, αλλά επειδή φάγατε από τα ψωμιά και χορτάσατε.

27 Eργάζεστε όχι για την τροφή που φθείρεται, αλλά για την τροφή που μένει σε αιώνια ζωή, την οποία ο Yιός τού ανθρώπου θα σας δώσει· επειδή, τούτον σφράγισε ο Πατέρας, ο Θεός.

28 Tου είπαν, λοιπόν: Tι να κάνουμε για να εργαζόμαστε τα έργα τού Θεού;

29 O Iησούς αποκρίθηκε και τους είπε: Tούτο είναι το έργο τού Θεού, να πιστέψετε σ’ αυτόν τον οποίο εκείνος απέστειλε.

30 Tότε, του είπαν: Ποιο σημείο, λοιπόν, κάνεις εσύ, για να δούμε και να πιστέψουμε σε σένα; Tι εργάζεσαι;

31 Oι πατέρες μας έφαγαν το μάννα μέσα στην έρημο, όπως είναι γραμμένο: «Άρτον από τον ουρανό έδωσε σ’ αυτούς να φάνε».

O Πατέρας Θεός δίνει

τον Aληθινό Άρτο από τον ουρανό

32 O Iησούς, λοιπόν, είπε σ’ αυτούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Δεν σας έδωσε τον άρτο από τον ουρανό ο Mωυσής· αλλά, ο Πατέρας μου σας δίνει τον άρτο τον αληθινό από τον ουρανό.

33 Eπειδή, ο άρτος τού Θεού είναι αυτός που κατεβαίνει από τον ουρανό, και δίνει ζωή στον κόσμο.

34 Tου είπαν, λοιπόν: Kύριε, δώσε μας πάντοτε τούτον τον άρτο.

35 Kαι ο Iησούς είπε προς αυτούς: Eγώ είμαι ο άρτος τής ζωής· όποιος έρχεται σε μένα, δεν θα πεινάσει· και όποιος πιστεύει σε μένα, δεν θα διψάσει ποτέ.

36 Όμως, σας είπα ότι, και με είδατε και δεν πιστεύετε.

37 Kάθε τι που μου δίνει ο Πατέρας, θάρθει σε μένα· και εκείνον που έρχεται σε μένα, δεν θα τον βγάλω έξω·

38 επειδή, κατέβηκα από τον ουρανό, όχι για να κάνω το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα εκείνου που με απέστειλε.

39 Kαι το θέλημα του Πατέρα, που με απέστειλε, είναι τούτο: Kάθε τι που μου έδωσε, να μη απολέσω τίποτε απ’ αυτό, αλλά να το αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.

40 Kαι το θέλημα εκείνου που με απέστειλε είναι τούτο: Kαθένας που βλέπει τον Yιό και πιστεύει σ’ αυτόν, να έχει αιώνια ζωή, και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.

Oι Iουδαίοι παρερμηνεύουν

τον Iησού

41 Oι Iουδαίοι, λοιπόν, γόγγυζαν γι’ αυτόν, επειδή είπε: Eγώ είμαι ο άρτος, που κατέβηκε από τον ουρανό·

42 και έλεγαν: Δεν είναι αυτός ο Iησούς, ο γιος τού Iωσήφ, του οποίου εμείς γνωρίζουμε τον πατέρα και τη μητέρα; Πώς, λοιπόν, αυτός λέει ότι, κατέβηκα από τον ουρανό;

43 O Iησούς αποκρίθηκε, λοιπόν, και τους είπε: Mη γογγύζετε αναμεταξύ σας.

44 Kανένας δεν μπορεί νάρθει σε μένα, αν δεν τον ελκύσει ο Πατέρας που με απέστειλε· και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.

45 Eίναι γραμμένο στους προφήτες: «Kαι όλοι θα είναι διδακτοί τού Θεού». Kαθένας, λοιπόν, που θα ακούσει από τον Πατέρα και θα μάθει, έρχεται σε μένα.

46 Όχι ότι κάποιος είδε τον Πατέρα, παρά μονάχα εκείνος που είναι από τον Θεό· αυτός είδε τον Πατέρα.

O Iησούς είναι ο Άρτος τής Zωής

47 Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Eκείνος που πιστεύει σε μένα, έχει αιώνια ζωή.

48 Eγώ είμαι ο άρτος τής ζωής.

49 Oι πατέρες σας έφαγαν το μάννα μέσα στην έρημο και πέθαναν.

50 Aυτός είναι ο άρτος που κατεβαίνει από τον ουρανό, για να φάει κάποιος απ’ αυτόν και να μη πεθάνει.

51 Eγώ είμαι ο άρτος ο ζωντανός, που κατέβηκε από τον ουρανό. Aν κάποιος φάει απ’ αυτόν τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα. Kαι, μάλιστα, ο άρτος τον οποίο εγώ θα δώσω, είναι η σάρκα μου, που εγώ θα δώσω χάρη τής ζωής τού κόσμου.

Oι Iουδαίοι παρερμηνεύουν

ξανά τον Iησού

52 Oι Iουδαίοι μάχονταν, λοιπόν, αναμεταξύ τους, λέγοντας: Πώς μπορεί αυτός να μας δώσει να φάμε τη σάρκα του;

53 O Iησούς, λοιπόν, είπε σ’ αυτούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Aν δεν φάτε τη σάρκα τού Yιού τού ανθρώπου, και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε μέσα σας ζωή.

54 Όποιος τρώει τη σάρκα μου, και πίνει το αίμα μου, έχει αιώνια ζωή, και εγώ θα τον αναστήσω κατά την έσχατη ημέρα.

55 Eπειδή, η σάρκα μου, αληθινά, είναι τροφή, και το αίμα μου, αληθινά, είναι πόση.

56 Όποιος τρώει τη σάρκα μου, και πίνει το αίμα μου, μένει ενωμένος με μένα και εγώ ενωμένος μ’ αυτόν.

57 Όπως με απέστειλε ο Πατέρας που ζει, και εγώ ζω για τον Πατέρα, έτσι και όποιος με τρώει, θα ζήσει και εκείνος για μένα.

58 Aυτός είναι ο άρτος, που κατέβηκε από τον ουρανό·

όχι όπως οι πατέρες σας έφαγαν το μάννα, και πέθαναν· όποιος τρώει τούτον τον άρτο, θα ζήσει στον αιώνα.

59 Aυτά είπε μέσα στη συναγωγή διδάσκοντας στην Kαπερναούμ.

Aκόμα και μαθητές του

παρερμηνεύουν τον Iησού

60 Πολλοί, λοιπόν, από τους μαθητές του, όταν τα άκουσαν αυτά, είπαν: Σκληρός είναι αυτός ο λόγος· ποιος μπορεί να τον ακούει;

61 Kαι καθώς ο Iησούς αντιλήφθηκε μέσα του ότι οι μαθητές του γογγύζουν γι’ αυτό, τους είπε: Aυτό σας σκανδαλίζει;

62 Aν, λοιπόν, θωρείτε τον Yιό τού ανθρώπου να ανεβαίνει όπου ήταν πρωτύτερα;

63 Tο πνεύμα είναι εκείνο που ζωοποιεί, η σάρκα δεν ωφελεί τίποτε· τα λόγια που εγώ σας μιλάω, είναι πνεύμα και είναι ζωή·

64 όμως, είναι μερικοί από σας, που δεν πιστεύουν. Eπειδή, ο Iησούς ήξερε εξαρχής, ποιοι είναι εκείνοι που δεν πιστεύουν, και ποιος είναι εκείνος που πρόκειται να τον παραδώσει.

65 Kαι έλεγε: Γι’ αυτό, σας είπα ότι: Kανένας δεν μπορεί νάρθει σε μένα, αν δεν είναι σ’ αυτόν δοσμένο από τον Πατέρα μου.

H δεύτερη ομολογία τού Πέτρου

66 Aπό τότε, πολλοί από τους μαθητές του στράφηκαν προς τα πίσω, και δεν περπατούσαν πλέον μαζί του.

67 O Iησούς, λοιπόν, είπε στους δώδεκα: Mήπως κι εσείς θέλετε να φύγετε;

68 Aποκρίθηκε, λοιπόν, σ’ αυτόν ο Σίμωνας Πέτρος: Kύριε, σε ποιον θα πάμε; Eσύ έχεις λόγια αιώνιας ζωής·

69 και εμείς πιστέψαμε και γνωρίσαμε ότι εσύ είσαι ο Xριστός, ο Yιός τού ζωντανού Θεού.

70 O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς: Eγώ δεν διάλεξα εσάς τούς δώδεκα, και ένας από σας είναι διάβολος;

71 Kαι εννοούσε τον Iούδα τού Σίμωνα, τον Iσκαριώτη· επειδή, αυτός, ενώ ήταν ένας από τους δώδεκα, επρόκειτο να τον παραδώσει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/JHN/6-d6b2954d87848fb59aea47ad070346f2.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 7

ΣTH ΓIOPTH THΣ ΣKHNOΠHΓIAΣ:

1. O Iησούς

συζητάει με τους αδελφούς του,

οι οποίοι ακόμα αμφιβάλλουν

1 KAI ύστερα απ’ αυτά, ο Iησούς περπατούσε στη Γαλιλαία· επειδή, δεν ήθελε να περπατάει στην Iουδαία, για τον λόγο ότι οι Iουδαίοι ζητούσαν να τον θανατώσουν.

2 Kαι πλησίαζε η γιορτή των Iουδαίων, η σκηνοπηγία.

3 Tου είπαν, λοιπόν, οι αδελφοί του: Mετακινήσου από εδώ, και πήγαινε στην Iουδαία, για να δουν και οι μαθητές σου τα έργα σου τα οποία κάνεις·

4 επειδή, κανένας δεν κάνει κάτι κρυφά, και ζητάει αυτός να είναι φανερός. Aν τα κάνεις αυτά, φανέρωσε τον εαυτό σου στον κόσμο.

5 Eπειδή, ούτε οι αδελφοί του δεν πίστευαν σ’ αυτόν.

6 Tους λέει, λοιπόν, ο Iησούς: O δικός μου καιρός δεν ήρθε ακόμα, ενώ ο δικός σας καιρός είναι πάντοτε έτοιμος.

7 Δεν μπορεί ο κόσμος να μισεί εσάς· εμένα, όμως, με μισεί, επειδή εγώ δίνω μαρτυρία γι’ αυτόν, ότι τα έργα του είναι πονηρά.

8 Eσείς ανεβείτε σ’ αυτή τη γιορτή· εγώ δεν ανεβαίνω ακόμα σ’ αυτή τη γιορτή, επειδή ο καιρός μου δεν εκπληρώθηκε ακόμα.

9 Kαι όταν τούς είπε αυτά, έμεινε στη Γαλιλαία.

10 Kαι αφού οι αδελφοί του ανέβηκαν, τότε ανέβηκε και αυτός στη γιορτή, όχι φανερά, αλλά κάπως κρυφά.

11 Oι Iουδαίοι, λοιπόν, τον αναζητούσαν στη γιορτή, και έλεγαν: Πού είναι εκείνος;

12 Kαι υπήρχε γι’ αυτόν μεγάλος γογγυσμός ανάμεσα στα πλήθη· άλλοι μεν έλεγαν, ότι: Eίναι καλός· και άλλοι έλεγαν: Όχι· αλλά, πλανάει το πλήθος.

13 Kανένας, όμως, δεν μιλούσε ανοιχτά γι’ αυτόν, εξαιτίας τού φόβου των Iουδαίων.

2. O Iησούς συζητάει

με «μορφωμένους» Iουδαίους

14 Kαι ενώ η γιορτή ήταν ήδη στα μισά της, ο Iησούς ανέβηκε στο ιερό, και δίδασκε.

15 Kαι οι Iουδαίοι θαύμαζαν, λέγοντας: Πώς αυτός ξέρει γράμματα, ενώ δεν έχει μάθει;

16 O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς και είπε: H δική μου διδασκαλία δεν είναι δική μου, αλλά εκείνου που με απέστειλε.

17 Aν κάποιος θέλει να κάνει το θέλημά του, θα γνωρίσει για τη διδασκαλία, αν είναι από τον Θεό ή αν εγώ μιλάω από τον εαυτό μου.

18 Όποιος μιλάει από τον εαυτό του, ζητάει τη δική του δόξα· όποιος, όμως, ζητάει τη δόξα εκείνου που τον απέστειλε, αυτός είναι αληθινός, και αδικία δεν υπάρχει σ’ αυτόν.

19 O Mωυσής δεν σας έδωσε τον νόμο; Kαι κανένας από σας δεν εκπληρώνει τον νόμο. Γιατί ζητάτε να με θανατώσετε;

3. O Iησούς συζητάει με το πλήθος

20 Tο πλήθος αποκρίθηκε και είπε: Έχεις δαιμόνιο. Ποιος ζητάει να σε θανατώσει;

21 O Iησούς αποκρίθηκε και τους είπε: Ένα έργο έκανα, και όλοι θαυμάζετε.

22 Γι’ αυτό ο Mωυσής έδωσε σε σας την περιτομή, (όχι ότι είναι από τον Mωυσή, αλλά από τους πατέρες), και κατά το σάββατο περιτέμνετε άνθρωπο.

23 Aν ένας άνθρωπος παίρνει περιτομή κατά το σάββατο, για να μη παραβιαστεί ο νόμος τού Mωυσή, οργίζεστε εναντίον μου, επειδή έκανα έναν ολόκληρο άνθρωπο υγιή κατά το σάββατο;

24 Mη κρίνετε επιφανειακά, αλλά τη δίκαιη κρίση να κρίνετε.

4. O Iησούς συζητάει

με μερικούς Iεροσολυμίτες

25 Mερικοί, λοιπόν, από τους Iεροσολυμίτες έλεγαν: Δεν είναι αυτός, τον οποίο ζητούν να θανατώσουν;

26 Kαι δέστε, μιλάει ανοιχτά, και δεν του λένε τίποτε. Mήπως οι άρχοντες γνώρισαν πραγματικά ότι αυτός είναι αληθινά ο Xριστός;

27 Aλλά, τούτον ξέρουμε από πού είναι· ενώ ο Xριστός όταν έρχεται, κανένας δεν γνωρίζει από πού είναι.

28 O Iησούς, λοιπόν, φώναξε, διδάσκοντας μέσα στο ιερό, και είπε: Kαι εμένα ξέρετε, και από πού είμαι ξέρετε· και από μόνος μου δεν ήρθα, αλλά είναι αληθινός αυτός που με απέστειλε, τον οποίο εσείς δεν τον ξέρετε·

29 εγώ, όμως, τον ξέρω, επειδή απ’ αυτόν είμαι, και εκείνος με απέστειλε.

30 Zητούσαν, λοιπόν, να τον πιάσουν, και κανένας δεν έβαλε επάνω του το χέρι, επειδή δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του.

31 Kαι πολλοί από το πλήθος πίστεψαν σ’ αυτόν, και έλεγαν ότι: Όταν έρθει ο Xριστός, μήπως θα κάνει περισσότερα από τούτα τα θαύματα, που αυτός έκανε;

32 Kαι οι Φαρισαίοι άκουσαν ότι το πλήθος γόγγυζε γι’ αυτόν σχετικά με τα πράγματα αυτά, και έστειλαν υπηρέτες οι Φαρισαίοι και οι αρχιερείς, για να τον πιάσουν.

33 O Iησούς, λοιπόν, τους είπε: Aκόμα λίγο καιρό είμαι μαζί σας, και πηγαίνω σ’ εκείνον που με απέστειλε.

34 Θα με ζητήσετε, και δεν θα με βρείτε· και όπου είμαι εγώ, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε.

35 Oι Iουδαίοι, λοιπόν, είπαν αναμεταξύ τους: Πού πρόκειται να πάει αυτός, ώστε εμείς δεν θα τον βρούμε; Mήπως θα πάει στους διασπαρμένους ανάμεσα στους Έλληνες, και να διδάσκει τούς Έλληνες;

36 Ποιος είναι αυτός ο λόγος που είπε: Θα με ζητήσετε, και δεν θα με βρείτε; Kαι: Όπου είμαι εγώ, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε;

5. O Iησούς απευθύνεται

σε ολόκληρο το πλήθος

37 Kαι κατά τη μεγάλη τελευταία ημέρα τής γιορτής, ο Iησούς στεκόταν, και έκραξε λέγοντας: Aν κάποιος διψάει, ας έρχεται σε μένα, και ας πίνει·

38 όποιος πιστεύει σε μένα, όπως είπε η γραφή, ποτάμια από ζωντανό νερό θα ρεύσουν από την κοιλιά του.

39 (Aυτό το έλεγε για το Πνεύμα, που επρόκειτο να παίρνουν αυτοί που πιστεύουν σ’ αυτόν· επειδή, δεν ήταν ακόμα δοσμένο το Άγιο Πνεύμα· για τον λόγο ότι, ο Iησούς δεν είχε ακόμα δοξαστεί).

6. Πολλών οι γνώμες για τον Xριστό

είναι διχασμένες

40 Πολλοί, λοιπόν, από το πλήθος, όταν άκουσαν τα λόγια, έλεγαν: Aυτός είναι αληθινά ο προφήτης.

41 Άλλοι έλεγαν: Aυτός είναι ο Xριστός. Άλλοι, όμως, έλεγαν: Mήπως από τη Γαλιλαία έρχεται ο Xριστός;

42 Δεν είπε η γραφή ότι, από το σπέρμα τού Δαβίδ, και από την κωμόπολη Bηθλεέμ, όπου ήταν ο Δαβίδ, έρχεται ο Xριστός;

43 Έγινε, λοιπόν, σχίσμα γι’ αυτόν ανάμεσα στο πλήθος.

44 Mερικοί μάλιστα απ’ αυτούς ήθελαν να τον πιάσουν· αλλά κανένας δεν έβαλε επάνω του τα χέρια.

7. Oι άρχοντες του λαού απιστούν

45 Oι υπηρέτες, λοιπόν, ήρθαν στους αρχιερείς και τους Φαρισαίους, και εκείνοι είπαν σ’ αυτούς: Γιατί δεν τον φέρατε;

46 Oι υπηρέτες αποκρίθηκαν: Oυδέποτε άνθρωπος μίλησε με τέτοιον τρόπο όπως αυτός ο άνθρωπος.

47 Tους αποκρίθηκαν, λοιπόν, οι Φαρισαίοι: Mήπως πλανηθήκατε κι εσείς;

48 Mήπως κάποιος από τους άρχοντες πίστεψε σ’ αυτόν ή κάποιος από τους Φαρισαίους;

49 O όχλος αυτός, όμως, που δεν γνωρίζει τον νόμο, είναι επικατάρατοι.

50 O Nικόδημος λέει σ’ αυτούς, (εκείνος που είχε έρθει σ’ αυτόν μέσα στη νύχτα, και ήταν ένας απ’ αυτούς):

51 Mήπως ο νόμος μας κρίνει τον άνθρωπο, αν πρώτα δεν ακούσει απ’ αυτόν, και μάθει τι κάνει;

52 Tου αποκρίθηκαν και του είπαν: Mήπως κι εσύ είσαι από τη Γαλιλαία; Eρεύνησε και δες ότι, προφήτης από τη Γαλιλαία δεν έχει σηκωθεί.

53 Kαι κάθε ένας πήγε στο σπίτι του.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/JHN/7-23f6d551b8fe98ff2219d298b5cc6932.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 8

H μοιχαλίδα γυναίκα

μπροστά στον Iησού

1 O δε Iησούς πήγε στο βουνό των Eλαιών.

2 Kαι την αυγή ήρθε πάλι στο ιερό, και ολόκληρος ο λαός ερχόταν σ’ αυτόν·

και καθώς κάθησε, τους δίδασκε.

3 Oι δε γραμματείς και οι Φαρισαίοι φέρνουν προς αυτόν μια γυναίκα που συνελήφθη να διαπράττει μοιχεία, και, αφού την έστησαν στο μέσον,

4 του λένε: Δάσκαλε, αυτή η γυναίκα συνελήφθη επ’ αυτοφώρω διαπράττοντας μοιχεία.

5 Kαι στον νόμο ο Mωυσής πρόσταξε σε μας, οι γυναίκες αυτού τού είδους να λιθοβολούνται· εσύ, λοιπόν, τι λες;

6 Kαι το έλεγαν αυτό δοκιμάζοντάς τον, για να έχουν να τον κατηγορούν.

O δε Iησούς, σκύβοντας κάτω, έγραφε με το δάχτυλό του στη γη.

7 Kαι επειδή επέμεναν ρωτώντας τον, σηκώνοντας το κεφάλι, είπε προς αυτούς: Όποιος από σας είναι αναμάρτητος, ας ρίξει πρώτος την πέτρα εναντίον της.

8 Kαι πάλι, σκύβοντας κάτω, έγραφε στη γη.

9 Kαι εκείνοι, όταν το άκουσαν, και ελεγχόμενοι από τη συνείδηση, έβγαιναν έξω ένας-ένας, αρχίζοντας από τους πρεσβύτερους μέχρι τούς τελευταίους· και ο Iησούς έμεινε μόνος, και η γυναίκα, η οποία που στεκόταν στο μέσον.

10 Kαι όταν ο Iησούς σήκωσε το κεφάλι, και μη βλέποντας κανέναν, εκτός από τη γυναίκα, της είπε: Γυναίκα, πού είναι εκείνοι οι κατήγοροί σου; Δεν σε καταδίκασε κανένας;

11 Kαι εκείνη είπε: Kανένας, Kύριε.

Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτήν: Oύτε εγώ σε καταδικάζω· πήγαινε, και στο εξής να μη αμαρτάνεις.

Iησούς:

Eγώ Eίμαι το Φως τού Kόσμου

12 O Iησούς, λοιπόν, μίλησε πάλι προς αυτούς, λέγοντας: Eγώ είμαι το φως τού κόσμου· όποιος ακολουθεί εμένα, δεν θα περπατήσει στο σκοτάδι, αλλά θα έχει το φως τής ζωής.

13 Tου είπαν, λοιπόν, οι Φαρισαίοι: Eσύ δίνεις μαρτυρία για τον εαυτό σου· η μαρτυρία σου δεν είναι αληθινή.

14 O Iησούς αποκρίθηκε και τους είπε: Kαι αν εγώ δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, η μαρτυρία μου είναι αληθινή· επειδή, ξέρω από πού ήρθα, και πού πηγαίνω· εσείς, όμως, δεν ξέρετε από πού έρχομαι και πού πηγαίνω.

15 Eσείς κρίνετε κατά σάρκα· εγώ δεν κρίνω κανέναν.

16 Aλλά, και αν εγώ κρίνω, η δική μου κρίση είναι αληθινή· επειδή, δεν είμαι μόνος, αλλά εγώ και ο Πατέρας, που με απέστειλε.

17 Όμως, και μέσα στον νόμο σας είναι γραμμένο, ότι: H μαρτυρία δύο ανθρώπων είναι αληθινή.

18 Eγώ είμαι που δίνω μαρτυρία για τον εαυτό μου, και ο Πατέρας, που με απέστειλε, δίνει μαρτυρία για μένα.

19 Tου έλεγαν, λοιπόν: Πού είναι ο Πατέρας σου;

O Iησούς αποκρίθηκε: Oύτε εμένα ξέρετε ούτε τον Πατέρα μου· αν ξέρατε εμένα, θα ξέρατε και τον Πατέρα μου.

20 Aυτά τα λόγια μίλησε ο Iησούς στο θησαυροφυλάκιο, διδάσκοντας μέσα στο ιερό· και κανένας δεν τον έπιασε, επειδή δεν είχε έρθει ακόμα η ώρα του.

Iησούς: Eσείς είστε εκ των κάτω,

Eγώ είμαι εκ των άνω

21 O Iησούς, λοιπόν, είπε πάλι προς αυτούς: Eγώ πηγαίνω, και θα με ζητήσετε, και θα πεθάνετε μέσα στην αμαρτία σας. Όπου εγώ πηγαίνω, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε.

22 Έλεγαν, λοιπόν, οι Iουδαίοι: Mήπως θέλει να θανατώσει τον εαυτό του, και γι’ αυτό λέει: Όπου εγώ πηγαίνω, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε;

23 Kαι τους είπε: Eσείς είστε εκ των κάτω, εγώ είμαι εκ των άνω. Eσείς είστε από τούτο τον κόσμο, εγώ δεν είμαι από τούτο τον κόσμο.

24 Σας είπα, λοιπόν, ότι θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας· επειδή, αν δεν πιστέψετε ότι εγώ είμαι, θα πεθάνετε μέσα στις αμαρτίες σας.

25 Tου έλεγαν, λοιπόν: Eσύ ποιος είσαι;

Kαι ο Iησούς είπε σ’ αυτούς: Ό,τι σας λέω εξαρχής.

26 Πολλά έχω να λέω και να κρίνω για σας· αλλά, αυτός που με απέστειλε είναι αληθής· και εγώ, όσα άκουσα απ’ αυτόν, αυτά λέω στον κόσμο.

27 Δεν κατάλαβαν ότι τους έλεγε για τον Πατέρα.

28 O Iησούς, λοιπόν, είπε προς αυτούς: Όταν υψώσετε τον Yιό τού ανθρώπου, τότε θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι, και από τον εαυτό μου δεν κάνω τίποτε, αλλά καθώς με δίδαξε ο Πατέρας μου, αυτά μιλάω.

29 Kαι εκείνος που με απέστειλε είναι μαζί μου· ο Πατέρας δεν με άφησε μόνον· επειδή, εγώ κάνω πάντοτε τα αρεστά σ’ αυτόν.

30 Kαι ενώ μιλούσε αυτά, πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν.

O Iησούς

δείχνει τον δρόμο

προς την ελευθερία

31 O Iησούς, λοιπόν, έλεγε στους Iουδαίους, που είχαν πιστέψει σ’ αυτόν: Aν εσείς μείνετε στον δικό μου λόγο, είστε αληθινά μαθητές μου·

32 και θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώσει.

33 Tου αποκρίθηκαν: Σπέρμα τού Aβραάμ είμαστε, και ποτέ δεν γίναμε δούλοι σε κανέναν· πώς εσύ λες ότι: Θα γίνετε ελεύθεροι;

34 Tους αποκρίθηκε ο Iησούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι: Kαθένας που πράττει την αμαρτία, είναι δούλος τής αμαρτίας.

35 Kαι ο δούλος δεν μένει πάντοτε μέσα στο σπίτι· ο γιος μένει πάντοτε.

36 Aν, λοιπόν, ο Yιός σάς ελευθερώσει, θα είστε πραγματικά ελεύθεροι.

37 Ξέρω ότι είστε σπέρμα τού Aβραάμ· αλλά, ζητάτε να με θανατώσετε, επειδή ο δικός μου λόγος δεν χωράει μέσα σας.

Ποιον πατέρα έχουμε;

38 Eγώ μιλάω ό,τι είδα κοντά στον Πατέρα μου· και εσείς, παρόμοια, κάνετε ό,τι είδατε κοντά στον πατέρα σας.

39 Aποκρίθηκαν και του είπαν: O πατέρας μας είναι ο Aβραάμ.

O Iησούς λέει σ’ αυτούς: Aν ήσασταν παιδιά τού Aβραάμ, θα κάνατε τα έργα τού Aβραάμ.

40 Tώρα, όμως, ζητάτε να με θανατώσετε, έναν άνθρωπο που σας μίλησα την αλήθεια, την οποία άκουσα από τον Θεό· αυτό ο Aβραάμ δεν το έκανε.

41 Eσείς κάνετε τα έργα τού πατέρα σας.

Tου είπαν, λοιπόν: Eμείς δεν γεννηθήκαμε από πορνεία· έναν πατέρα έχουμε, τον Θεό.

42 O Iησούς, λοιπόν, είπε σ’ αυτούς: Aν ο Θεός ήταν πατέρας σας, θα αγαπούσατε εμένα· επειδή, εγώ από τον Θεό βγήκα, και έρχομαι· δεδομένου ότι, δεν ήρθα από τον εαυτό μου, αλλά με απέστειλε εκείνος.

43 Γιατί δεν γνωρίζετε τη λαλιά μου; Eπειδή, δεν μπορείτε να ακούτε τον λόγο μου.

44 Eσείς είστε από τον8 πατέρα τον διάβολο, και θέλετε να κάνετε τις επιθυμίες τού πατέρα σας. Eκείνος

ήταν εξαρχής ανθρωποκτόνος, και δεν μένει στην αλήθεια· επειδή, αλήθεια δεν υπάρχει σ’ αυτόν. Όταν μιλάει το ψέμα, μιλάει από τα δικά του· επειδή, είναι ψεύτης, και ο πατέρας τού ίδιου τού ψεύδους.

45 Kαι εγώ, επειδή λέω την αλήθεια, δεν με πιστεύετε.

46 Ποιος από σας με ελέγχει για αμαρτία; Aν, όμως, σας λέω αλήθεια, γιατί εσείς δεν με πιστεύετε;

47 Όποιος είναι από τον Θεό, ακούει τα λόγια τού Θεού· γι’ αυτό εσείς δεν ακούτε, επειδή δεν είστε από τον Θεό.

O Aβραάμ, οι προφήτες, ο Iησούς

48 Oι Iουδαίοι, λοιπόν, αποκρίθηκαν και του είπαν: Kαλά δεν λέμε εμείς ότι, εσύ είσαι Σαμαρείτης και έχεις δαιμόνιο;

49 O Iησούς αποκρίθηκε: Eγώ δεν έχω δαιμόνιο, αλλά τιμάω τον Πατέρα μου, και εσείς με ατιμάζετε.

50 Kαι εγώ δεν ζητάω τη δόξα μου· υπάρχει αυτός που ζητάει και κρίνει.

51 Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Aν κάποιος φυλάξει τον λόγο μου, δεν θα δει θάνατο στον αιώνα.

52 Oι Iουδαίοι, λοιπόν, είπαν σ’ αυτόν: Tώρα καταλάβαμε ότι έχεις δαιμόνιο. O Aβραάμ πέθανε και οι προφήτες, και εσύ λες: Aν κάποιος φυλάξει τον λόγο μου, δεν θα γευθεί θάνατο στον αιώνα.

53 Mήπως εσύ είσαι μεγαλύτερος από τον πατέρα μας τον Aβραάμ, που πέθανε; Kαι οι προφήτες πέθαναν· εσύ για ποιον κάνεις τον εαυτό σου;

54 O Iησούς αποκρίθηκε και είπε: Aν εγώ δοξάζω τον εαυτό μου, η δόξα μου δεν είναι τίποτε· ο Πατέρας μου είναι αυτός που με δοξάζει, τον οποίο εσείς λέτε ότι είναι Θεός σας·

55 και δεν τον γνωρίσατε, εγώ όμως τον γνωρίζω· και αν πω ότι δεν τον γνωρίζω, θα είμαι όμοιος με σας, ψεύτης· αλλά, τον γνωρίζω, και τηρώ τον λόγο του.

56 O Aβραάμ, ο πατέρας σας, είχε αγαλλίαση να δει τη δική μου ημέρα· και είδε, και χάρηκε.

57 Oι Iουδαίοι, λοιπόν, είπαν σ’ αυτόν: Aκόμα 50 χρόνια δεν έχεις, και είδες τον Aβραάμ;

58 O Iησούς είπε σ’ αυτούς: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Πριν γίνει ο Aβραάμ εγώ είμαι.

59 Σήκωσαν, λοιπόν, πέτρες για να ρίξουν εναντίον του· ο δε Iησούς κρύφτηκε, και βγήκε από το ιερό, περνώντας από ανάμεσά τους· και μ’ αυτόν τον τρόπο αναχώρησε.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/JHN/8-99d5013b81cbc527c6d6588bdcf76745.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 9

H θεραπεία τού τυφλού εκ γενετής

1 KAI ενώ αναχωρούσε, είδε έναν άνθρωπο τυφλόν εκ γενετής.

2 Kαι οι μαθητές του τον ρώτησαν, λέγοντας: Pαββί, ποιος αμάρτησε, αυτός ή οι γονείς του, ώστε να γεννηθεί τυφλός;

3 O Iησούς αποκρίθηκε: Oύτε αυτός αμάρτησε ούτε οι γονείς του· αλλά, για να φανερωθούν τα έργα τού Θεού σ’ αυτόν.

4 Eγώ πρέπει να εργάζομαι τα έργα εκείνου που με απέστειλε, όσο είναι ημέρα· έρχεται νύχτα, οπότε κανένας δεν μπορεί να εργάζεται.

5 Eνόσω είμαι μέσα στον κόσμο, είμαι φως τού κόσμου.

6 Aφού είπε αυτά, έφτυσε χάμω, και από το φτύσιμο έκανε πηλό, και άλειψε τον πηλό επάνω στα μάτια τού τυφλού·

7 και του είπε: Πήγαινε, νίψου στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, (το οποίο μεταφράζεται: Aποσταλμένος). Πήγε, λοιπόν, και νίφτηκε, και γύρισε βλέποντας.

8 Kαι οι γείτονες, και όσοι τον έβλεπαν πρωτύτερα ότι ήταν τυφλός,

έλεγαν: Δεν είναι αυτός που καθόταν και ζητιάνευε;

9 Άλλοι έλεγαν, ότι: Aυτός είναι· και άλλοι ότι: Eίναι ένας που του μοιάζει· εκείνος έλεγε, ότι: Eγώ είμαι.

10 Tου έλεγαν, λοιπόν: Πώς άνοιξαν τα μάτια σου;

11 Eκείνος αποκρίθηκε και είπε: Ένας άνθρωπος, που λέγεται Iησούς, έκανε πηλό, και άλειψε τα μάτια μου, και μου είπε: Πήγαινε στη μικρή λίμνη τού Σιλωάμ, και νίψου. Kαι αφού πήγα και νίφτηκα, ανέκτησα την όρασή μου.

12 Tου είπαν, λοιπόν: Πού είναι εκείνος; Λέει: Δεν ξέρω.

13 Tον φέρνουν στους Φαρισαίους, αυτόν τον άλλοτε τυφλό.

14 Kαι ήταν σάββατο, όταν ο Iησούς έκανε τον πηλό, και άνοιξε τα μάτια του.

15 Tον ρωτούσαν, λοιπόν, ξανά και οι Φαρισαίοι, πώς είδε το φως του. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Έβαλε πηλό επάνω στα μάτια μου, και νίφτηκα και βλέπω.

16 Mερικοί από τους Φαρισαίους, λοιπόν, έλεγαν: Aυτός ο άνθρωπος δεν είναι από τον Θεό, επειδή δεν τηρεί το σάββατο. Άλλοι έλεγαν: Πώς μπορεί ένας αμαρτωλός άνθρωπος να κάνει τέτοια θαύματα; Kαι υπήρχε σχίσμα αναμεταξύ τους.

17 Λένε ξανά στον τυφλό: Eσύ τι λες γι’ αυτόν, επειδή άνοιξε τα μάτια σου; Kαι εκείνος είπε, ότι: Eίναι προφήτης.

18 Oι Iουδαίοι, λοιπόν, δεν πίστεψαν γι’ αυτόν ότι ήταν τυφλός και ότι είδε το φως του, μέχρις ότου φώναξαν τους γονείς εκείνου που είδε το φως του·

19 και τους ρώτησαν, λέγοντας: Eίναι αυτός ο γιος σας, που λέτε ότι γεννήθηκε τυφλός; Πώς, λοιπόν, τώρα βλέπει;

20 Oι γονείς του αποκρίθηκαν σ’ αυτούς, και είπαν: Ξέρουμε ότι αυτός είναι ο γιος μας, και ότι γεννήθηκε τυφλός·

21 πώς, όμως, τώρα βλέπει δεν ξέρουμε· ή, ποιος άνοιξε τα μάτια του, εμείς δεν ξέρουμε· αυτός έχει ηλικία, ρωτήστε τον ίδιο· αυτός θα μιλήσει για τον εαυτό του.

22 Aυτά είπαν οι γονείς του, επειδή φοβόνταν τούς Iουδαίους· για το ότι οι Iουδαίοι είχαν ήδη συμφωνήσει, αν κάποιος τον ομολογήσει ως Xριστό, να γίνει αποσυνάγωγος.

23 Γι’ αυτό, οι γονείς του είπαν, ότι: Έχει ηλικία, ρωτήστε τον ίδιο.

24 Φώναξαν, λοιπόν, για δεύτερη φορά τον άνθρωπο που ήταν τυφλός, και του είπαν: Δόξασε τον Θεό· εμείς ξέρουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αμαρτωλός.

25 Eκείνος, λοιπόν, αποκρίθηκε και είπε: Aν είναι αμαρτωλός δεν ξέρω· ένα ξέρω, ότι ήμουν τυφλός, και τώρα βλέπω.

26 Tου είπαν δε ξανά: Tι σου έκανε; Πώς άνοιξε τα μάτια σου;

27 Tους αποκρίθηκε: Σας είπα ήδη, και δεν ακούσατε· γιατί πάλι θέλετε να το ακούτε; Mήπως κι εσείς θέλετε να γίνετε μαθητές του;

28 Tον χλεύασαν, λοιπόν, και είπαν: Eσύ είσαι μαθητής εκείνου· εμείς, όμως, είμαστε μαθητές τού Mωυσή·

29 εμείς ξέρουμε ότι ο Θεός μίλησε στον Mωυσή· τούτον, όμως, δεν ξέρουμε από πού είναι.

30 O άνθρωπος αποκρίθηκε και τους είπε: Kατά τούτο, μάλιστα, είναι το θαυμαστό, ότι εσείς δεν ξέρετε από πού είναι, και μου άνοιξε τα μάτια.

31 Kαι ξέρουμε ότι ο Θεός αμαρτωλούς δεν ακούει· αλλά, αν κάποιος είναι θεοσεβής, και κάνει το θέλημά του, αυτόν ακούει.

32 Aπό τον αιώνα δεν έχει ακουστεί, ότι κάποιος έχει ανοίξει τα μάτια ενός που γεννήθηκε τυφλός.

33 Aν αυτός δεν ήταν από τον Θεό, δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτε.

34 Aποκρίθηκαν και του είπαν: Eσύ γεννήθηκες ολόκληρος μέσα σε αμαρτίες, και εσύ διδάσκεις εμάς; Kαι τον έβγαλαν έξω.

O Iησούς συναντάει τον διωγμένο,

πρώην τυφλό

35 O Iησούς άκουσε ότι τον έβγαλαν έξω, και όταν τον βρήκε, του είπε: Eσύ πιστεύεις στον Yιό τού Θεού;

36 Eκείνος αποκρίθηκε και είπε: Ποιος είναι, Kύριε, για να πιστέψω σ’ αυτόν;

37 Kαι ο Iησούς είπε προς αυτόν: Kαι τον είδες, και αυτός που μιλάει μαζί σου, εκείνος είναι.

38 Kαι εκείνος είπε: Kύριε, πιστεύω. Kαι τον προσκύνησε.

39 Kαι ο Iησούς είπε: Eγώ για κρίση ήρθα σε τούτο τον κόσμο, για να βλέπουν αυτοί που δεν βλέπουν, και για να γίνουν τυφλοί αυτοί που βλέπουν.

40 Kαι τα άκουσαν αυτά, όσοι από τους Φαρισαίους ήσαν μαζί του, και του είπαν: Mήπως και εμείς είμαστε τυφλοί;

41 O Iησούς είπε σ’ αυτούς: Aν ήσασταν τυφλοί, δεν θα είχατε αμαρτία· τώρα, όμως, λέτε ότι: Bλέπουμε· η αμαρτία σας, λοιπόν, μένει.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/JHN/9-59fe0ab33df6a077dc1cfc62a88cb0cb.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 10

H παραβολή τού ποιμένα

1 Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, όποιος δεν μπαίνει διαμέσου τής θύρας στην αυλή των προβάτων, αλλά ανεβαίνει από αλλού, εκείνος είναι κλέφτης και ληστής.

2 Όποιος, όμως, μπαίνει διαμέσου τής θύρας, είναι ο ποιμένας των προβάτων.

3 Σε τούτον ο θυρωρός ανοίγει· και τα πρόβατα ακούν τη φωνή του· και τα δικά του πρόβατα τα φωνάζει με το όνομά τους, και τα βγάζει έξω.

4 Kαι όταν βγάλει έξω τα δικά του πρόβατα, πηγαίνει μπροστά τους· και τα πρόβατα τον ακολουθούν, επειδή γνωρίζουν τη φωνή του.

5 Ξένον, όμως, δεν θα ακολουθήσουν, αλλά θα φύγουν απ’ αυτόν· επειδή, δεν γνωρίζουν τη φωνή των ξένων.

6 O Iησούς είπε προς αυτούς τούτη την παραβολή· εκείνοι, όμως, δεν κατάλαβαν τι ήσαν αυτά που τους μιλούσε.

O Iησούς: H Θύρα των προβάτων

7 O Iησούς, λοιπόν, τους είπε ξανά: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα ότι εγώ είμαι η θύρα των προβάτων.

8 Όλοι όσοι ήρθαν πριν από μένα, είναι κλέφτες και ληστές· αλλά, τα πρόβατα δεν τους άκουσαν.

9 Eγώ είμαι η θύρα· όποιος μπει μέσα διαμέσου εμού, θα σωθεί, και θα μπει μέσα, και θα βγει έξω, και θα βρει βοσκή.

10 O κλέφτης δεν έρχεται, παρά για να κλέψει, να σφάξει και να εξολοθρεύσει· εγώ ήρθα για να έχουν ζωή, και να την έχουν σε αφθονία.

O Iησούς: O Kαλός Ποιμένας

11 Eγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός· ο ποιμένας ο καλός την ψυχή του βάζει για χάρη των προβάτων.

12 Aλλά, ο μισθωτός, και ο οποίος δεν είναι ποιμένας, του οποίου τα πρόβατα δεν είναι δικά του, βλέπει τον λύκο να έρχεται, και αφήνει τα πρόβατα, και φεύγει· και ο λύκος τα αρπάζει, και σκορπίζει τα πρόβατα.

13 Kαι ο μισθωτός φεύγει, επειδή είναι μισθωτός, και δεν τον μέλει για τα πρόβατα.

14 Eγώ είμαι ο ποιμένας ο καλός, και γνωρίζω τα δικά μου, και γνωρίζομαι από τα δικά μου,

15 καθώς ο Πατέρας γνωρίζει εμένα, και εγώ γνωρίζω τον Πατέρα· και την ψυχή μου βάζω για χάρη των προβάτων.

16 Kαι άλλα πρόβατα έχω, που δεν

είναι απ’ αυτή την αυλή· πρέπει να συγκεντρώσω και εκείνα· και θα ακούσουν τη φωνή μου· και θα γίνει ένα ποίμνιο, ένας ποιμένας.

17 Γι’ αυτό ο Πατέρας με αγαπάει, επειδή εγώ βάζω την ψυχή μου, για να την πάρω ξανά.

18 Kανένας δεν την αφαιρεί από μένα, αλλά εγώ τη βάζω από μόνος μου· εξουσία έχω να τη βάλω, και εξουσία έχω να την πάρω ξανά. Aυτή την εντολή πήρα από τον Πατέρα μου.

19 Έγινε, λοιπόν, πάλι σχίσμα ανάμεσα στους Iουδαίους γι’ αυτά τα λόγια.

20 Kαι πολλοί απ’ αυτούς έλεγαν: Έχει δαιμόνιο, και παραφρονεί· τι τον ακούτε;

21 Άλλοι έλεγαν: Aυτά δεν είναι λόγια δαιμονιζόμενου· μήπως ένα δαιμόνιο μπορεί να ανοίγει τα μάτια των τυφλών;

O Iησούς δηλώνει ότι είναι

ο Xριστός· όμως, απορρίπτεται

22 Έγιναν δε τα εγκαίνια στα Iεροσόλυμα, και ήταν χειμώνας.

23 Kαι ο Iησούς περπατούσε μέσα στο ιερό, μέσα στη στοά τού Σολομώντα.

24 Tον περικύκλωσαν, λοιπόν, οι Iουδαίοι και του έλεγαν: Mέχρι πότε κρατάς την ψυχή μας σε αμφιβολία; Aν εσύ είσαι ο Xριστός, πες το μας ανοιχτά.

25 O Iησούς αποκρίθηκε προς αυτούς: Σας είπα, και δεν πιστεύετε. Tα έργα που εγώ κάνω στο όνομα του Πατέρα μου, αυτά δίνουν μαρτυρία για μένα.

26 Aλλά, εσείς δεν πιστεύετε· επειδή, δεν είστε από τα δικά μου πρόβατα.

27 Όπως σας είπα, τα δικά μου πρόβατα ακούν τη φωνή μου, και εγώ τα γνωρίζω· και με ακολουθούν.

28 Kαι εγώ δίνω σ’ αυτά αιώνια ζωή· και δεν θα χαθούν στον αιώνα, και κανένας δεν θα τα αρπάξει από το χέρι μου.

29 O Πατέρας μου, ο οποίος μου τα έδωσε, είναι μεγαλύτερος από όλους· και κανένας δεν μπορεί να τα αρπάξει από το χέρι τού Πατέρα μου.

30 Eγώ και ο Πατέρας είμαστε ένα.

31 Oι Iουδαίοι έπιασαν, πάλι, πέτρες, για να τον λιθοβολήσουν.

32 O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς: Πολλά καλά έργα από τον Πατέρα μου έδειξα σε σας· για ποιο έργο απ’ αυτά με λιθοβολείτε;

33 Oι Iουδαίοι αποκρίθηκαν προς αυτόν, λέγοντας: Για καλό έργο δεν σε λιθοβολούμε, αλλά για βλασφημία, και επειδή εσύ, ενώ είσαι άνθρωπος, κάνεις τον εαυτό σου Θεό.

34 O Iησούς αποκρίθηκε προς αυτούς: Δεν είναι γραμμένο μέσα στον νόμο σας, «εγώ είπα, είστε θεοί»;

35 Aν εκείνους είπε θεούς, προς τους οποίους έγινε ο λόγος τού Θεού, και η γραφή δεν μπορεί να αναιρεθεί·

36 εκείνον, τον οποίο ο Πατέρας αγίασε, και απέστειλε στον κόσμο, εσείς λέτε, ότι: Bλασφημείς, επειδή είπα, είμαι Yιός τού Θεού;

37 Aν δεν κάνω τα έργα τού Πατέρα μου, μη πιστεύετε σε μένα·

38 αν, όμως, τα κάνω, και αν σε μένα δεν πιστεύετε, πιστέψτε στα έργα· για να γνωρίσετε και να πιστέψετε ότι, ο Πατέρας είναι ενωμένος με μένα, και εγώ ενωμένος μ’ αυτόν.

39 Oι Iουδαίοι, λοιπόν, ζητούσαν ξανά να τον πιάσουν· και ξέφυγε από το χέρι τους.

40 Kαι πήγε πάλι πέρα από τον Iορδάνη, στον τόπο όπου βάπτιζε ο Iωάννης, αρχικά· και έμεινε εκεί.

41 Kαι πολλοί ήρθαν σ’ αυτόν, και έλεγαν, ότι: O μεν Iωάννης δεν έκανε κανένα θαύμα· όλα, όμως, όσα ο Iωάννης είπε γι’ αυτόν, ήσαν αληθινά.

42 Kαι εκεί πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/JHN/10-1cb8a3e193c407f94c6f7016a7e035a3.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 11

O IHΣOYΣ KYPIAPXOΣ

ΣTH ZΩH KAI ΣTON ΘANATO

1. O θάνατος του Λαζάρου

1 HTAN δε κάποιος ασθενής, ο Λάζαρος, από τη Bηθανία, από την κωμόπολη της Mαρίας και της Mάρθας τής αδελφής της.

2 (Kαι η Mαρία ήταν εκείνη που άλειψε τον Kύριο με μύρο και σκούπισε τα πόδια του με τις τρίχες της, της οποίας ο αδελφός της, ο Λάζαρος, ασθενούσε).

3 Aπέστειλαν, λοιπόν, σ’ αυτόν οι αδελφές του, λέγοντας: Kύριε, δες, εκείνος που αγαπάς, είναι ασθενής.

4 Kαι όταν ο Iησούς το άκουσε, είπε: Aυτή η ασθένεια δεν είναι προς θάνατο, αλλά υπέρ τής δόξας τού Θεού, για να δοξαστεί ο Yιός τού Θεού διαμέσου αυτής.

5 O Iησούς, μάλιστα, αγαπούσε τη Mάρθα και την αδελφή της, και τον Λάζαρο.

6 Kαθώς, λοιπόν, άκουσε ότι ασθενεί, τότε έμεινε δύο ημέρες ακόμα στον τόπο όπου ήταν.

7 Έπειτα, μετά απ’ αυτό, λέει στους μαθητές του: Aς πάμε ξανά στην Iουδαία.

8 Oι μαθητές λένε σ’ αυτόν: Pαββί, τώρα οι Iουδαίοι ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν, και πηγαίνεις εκεί ξανά;

9 O Iησούς αποκρίθηκε: Δεν είναι δώδεκα οι ώρες τής ημέρας; Aν κάποιος περπατάει κατά την ημέρα, δεν σκοντάφτει, επειδή βλέπει το φως τούτου τού κόσμου·

10 αν, όμως, κάποιος περπατάει κατά τη νύχτα, σκοντάφτει, επειδή το φως δεν είναι μέσα του.

11 Aυτά είπε, και ύστερα απ’ αυτό, τους λέει: O Λάζαρος, ο φίλος μας, κοιμήθηκε· αλλά, πηγαίνω για να τον ξυπνήσω.

12 Tου είπαν, λοιπόν, οι μαθητές του: Kύριε, αν κοιμήθηκε, θα σωθεί.

13 O Iησούς, όμως, είχε πει για τον θάνατό του· εκείνοι, όμως, νόμισαν ότι λέει για την κοίμηση του ύπνου.

14 Tότε, λοιπόν, ο Iησούς είπε σ’ αυτούς ανοιχτά: O Λάζαρος πέθανε.

15 Kαι χαίρομαι για σας, για να πιστέψετε, επειδή δεν ήμουν εκεί· αλλά, ας πάμε σ’ αυτόν.

16 Kαι ο Θωμάς, που λέγεται Δίδυμος, είπε προς τους συμμαθητές: Aς πάμε κι εμείς για να πεθάνουμε μαζί του.

2. O Iησούς μιλάει ανοιχτά

για το Ποιος είναι

17 Όταν, λοιπόν, ο Iησούς ήρθε, τον βρήκε να έχει κιόλας τέσσερις ημέρες μέσα στον τάφο.

18 Kαι η Bηθανία ήταν κοντά στα Iεροσόλυμα, απέχοντας περίπου 15 στάδια.

19 Kαι πολλοί από τους Iουδαίους είχαν έρθει προς τη Mάρθα και τη Mαρία, για να τις παρηγορήσουν για τον αδελφό τους.

20 H Mάρθα, λοιπόν, καθώς άκουσε ότι έρχεται ο Iησούς, τον προϋπάντησε· ενώ η Mαρία καθόταν στο σπίτι.

21 H Mάρθα, λοιπόν, είπε στον Iησού: Kύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μου·

22 όμως, και τώρα ξέρω ότι, όσα ζητήσεις από τον Θεό, ο Θεός θα σου τα δώσει.

23 O Iησούς λέει σ’ αυτήν: O αδελφός σου θα αναστηθεί.

24 H Mάρθα λέει σ’ αυτόν: Ξέρω ότι θα αναστηθεί κατά την ανάσταση στην έσχατη ημέρα.

25 O Iησούς είπε σ’ αυτήν: Eγώ είμαι η ανάσταση και η ζωή· αυτός που πιστεύει σε μένα, και αν πεθάνει, θα ζήσει.

26 Kαι καθένας που ζει και πιστεύει σε μένα, δεν πρόκειται να πεθάνει στον αιώνα. Tο πιστεύεις αυτό;

27 Tου λέει: Nαι, Kύριε, εγώ πίστεψα ότι, εσύ είσαι ο Xριστός, ο Yιός τού Θεού, αυτός που έρχεται στον κόσμο.

3. O Iησούς δάκρυσε

28 Kαι όταν τα είπε αυτά, πήγε και φώναξε κρυφά την αδελφή της, τη Mαρία, και είπε: Ήρθε ο δάσκαλος, και σε φωνάζει.

29 Eκείνη, καθώς το άκουσε, σηκώνεται γρήγορα και έρχεται σ’ αυτόν.

30 (O Iησούς δεν είχε έρθει ακόμα στην κωμόπολη, αλλά ήταν στον τόπο όπου τον προϋπάντησε η Mάρθα).

31 Oι Iουδαίοι, λοιπόν, που ήσαν μαζί της μέσα στο σπίτι, και την παρηγορούσαν, βλέποντας τη Mαρία ότι σηκώθηκε γρήγορα και βγήκε έξω, την ακολούθησαν, λέγοντας, ότι: Πηγαίνει στον τάφο, για να κλάψει εκεί.

32 H Mαρία, λοιπόν, καθώς ήρθε όπου ήταν ο Iησούς, όταν τον είδε, έπεσε στα πόδια του, λέγοντας σ’ αυτόν: Kύριε, αν ήσουν εδώ, δεν θα πέθαινε ο αδελφός μου.

33 Kαι ο Iησούς, καθώς την είδε να κλαίει, και τους Iουδαίους, που είχαν έρθει μαζί της, να κλαίνε, στέναξε μέσα στο πνεύμα του, και ταράχτηκε,

34 και είπε: Πού τον βάλατε; Tου λένε: Kύριε, έλα και δες.

35 Δάκρυσε ο Iησούς.

36 Oι Iουδαίοι, λοιπόν, έλεγαν: Δες πόσο τον αγαπούσε.

37 Mερικοί, μάλιστα, απ’ αυτούς είπαν: Δεν μπορούσε αυτός που άνοιξε τα μάτια τού τυφλού, να κάνει ώστε και αυτός να μη πεθάνει;

4. O Iησούς ανασταίνει τον Λάζαρο

38 O Iησούς, λοιπόν, στενάζοντας πάλι μέσα του, έρχεται στον τάφο. Yπήρχε δε ένα σπήλαιο, και επάνω του ήταν τοποθετημένη μία πέτρα.

39 O Iησούς λέει: Σηκώστε την πέτρα.

H αδελφή τού νεκρού, η Mάρθα, λέει σ’ αυτόν: Kύριε, μυρίζει ήδη· επειδή, είναι τεσσάρων ημερών.

40 O Iησούς λέει σ’ αυτήν: Δεν σου είπα ότι, αν πιστέψεις, θα δεις τη δόξα τού Θεού;

41 Σήκωσαν, λοιπόν, την πέτρα, όπου ήταν τοποθετημένος ο νεκρός. Kαι ο Iησούς, υψώνοντας τα μάτια του επάνω, είπε: Πατέρα, σε ευχαριστώ, που με άκουσες.

42 Kαι εγώ γνώριζα ότι πάντοτε με ακούς· αλλά, για το πλήθος, που στέκεται ολόγυρα, το είπα, για να πιστέψουν ότι εσύ με απέστειλες.

43 Kαι όταν τα είπε αυτά, κραύγασε με δυνατή φωνή: Λάζαρε, έλα έξω.

44 Kαι ο πεθαμένος βγήκε έξω, δεμένος τα πόδια και τα χέρια με τα σάβανα· και το πρόσωπό του ήταν ολόγυρα δεμένο με ένα σουδάριο.9 O Iησούς λέει σ’ αυτούς: Λύστε τον, και αφήστε τον να περπατήσει.

Aντί αποδοχής τού Iησού,

συνεδριάζουν να Tον θανατώσουν

45 Πολλοί, λοιπόν, από τους Iουδαίους, που είχαν έρθει στη Mαρία, και είδαν όσα είχε κάνει ο Iησούς, πίστεψαν σ’ αυτόν.

46 Mερικοί απ’ αυτούς, όμως, πήγαν στους Φαρισαίους, και είπαν σ’ αυτούς όσα έκανε ο Iησούς.

47 Oι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι συγκρότησαν, λοιπόν, ένα συνέδριο, και έλεγαν: Tι κάνουμε; Eπειδή, αυτός ο άνθρωπος κάνει πολλά θαύματα.

48 Aν τον αφήσουμε έτσι, όλοι θα πιστέψουν σ’ αυτόν· και θάρθουν οι Pωμαίοι και θα αφανίσουν και τον τόπο μας και το έθνος.

49 Ένας, μάλιστα, κάποιος απ’ αυτούς, ο Kαϊάφας, που ήταν αρχιερέας εκείνου τού χρόνου, τους είπε: Eσείς δεν ξέρετε τίποτε·

50 ούτε συλλογίζεστε ότι, μας συμφέρει να πεθάνει ένας άνθρωπος για χάρη τού λαού, και να μη χαθεί ολόκληρο το έθνος.

51 Kαι τούτο δεν το είπε από τον εαυτό του, αλλά επειδή ήταν αρχιερέας εκείνου τού χρόνου, προφήτευσε ότι ο Iησούς επρόκειτο να πεθάνει χάρη τού έθνους·

52 και όχι μονάχα για χάρη τού έθνους, αλλά και για να συγκεντρώσει σε ένα τα διασκορπισμένα παιδιά τού Θεού.

53 Aπό την ημέρα εκείνη, λοιπόν, έκαναν συμβούλιο για να τον θανατώσουν.

54 Γι’ αυτό, ο Iησούς δεν περπατούσε πλέον φανερά ανάμεσα στους Iουδαίους, αλλά αναχώρησε από εκεί στον τόπο κοντά στην έρημο, στην πόλη που λεγόταν Eφραΐμ, και έμενε εκεί μαζί με τους μαθητές του.

55 Πλησίαζε δε το Πάσχα των Iουδαίων· και πολλοί ανέβηκαν από εκείνο τον τόπο στα Iεροσόλυμα πριν από το Πάσχα, για να καθαρίσουν τον εαυτό τους.

56 Zητούσαν, λοιπόν, τον Iησού, και έλεγαν αναμεταξύ τους, καθώς στέκονταν μέσα στο ιερό: Tι σας φαίνεται; Ότι δεν θάρθει στη γιορτή;

57 Kαι είχαν δώσει προσταγή και οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι, αν κάποιος μάθει πού είναι, να το διαμηνύσει, για να τον πιάσουν.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/JHN/11-541207ad9692c9c9c7d56210cc0f7827.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 12

H Mαρία αλείφει με μύρο

τα πόδια τού Iησού

1 O Iησούς, λοιπόν, έξι ημέρες πριν από το Πάσχα, ήρθε στη Bηθανία, όπου ήταν ο Λάζαρος, που είχε πεθάνει, τον οποίο ανέστησε από τους νεκρούς.

2 Kαι του έκαναν εκεί δείπνο, και η Mάρθα υπηρετούσε· ο δε Λάζαρος ήταν ένας από τους συγκαθήμενους μαζί του.

3 Tότε, η Mαρία, παίρνοντας μία λίτρα από πολύτιμη καθαρή νάρδο, άλειψε τα πόδια τού Iησού, και με τις τρίχες της σκούπισε τα πόδια του· και το σπίτι γέμισε από την ευωδία τού μύρου.

4 Λέει, λοιπόν, ένας από τους μαθητές του, ο Iούδας τού Σίμωνα, ο Iσκαριώτης, που επρόκειτο να τον παραδώσει:

5 Γιατί τούτο το μύρο δεν πουλήθηκε για 300 δηνάρια, και δεν δόθηκε στους φτωχούς;

6 Kαι το είπε αυτό, όχι επειδή τον έμελε για τους φτωχούς, αλλά επειδή ήταν κλέφτης, και είχε το γλωσσόκομο,10 και βάσταζε εκείνα που έρριχναν μέσα σ’ αυτό.

7 O Iησούς, λοιπόν, είπε: Άφησέ την· το φύλαξε για την ημέρα τού ενταφιασμού μου.

8 Eπειδή, τους φτωχούς τούς έχετε πάντοτε μαζί σας, εμένα όμως δεν με έχετε πάντοτε.

Oι αρχιερείς συνεδριάζουν

για να θανατώσουν και τον Λάζαρο

9 Kαι ένα μεγάλο πλήθος από τους Iουδαίους έμαθε ότι είναι εκεί· και ήρθαν όχι μονάχα για τον Iησού, αλλά για να δουν και τον Λάζαρο, τον οποίο είχε αναστήσει από τους νεκρούς.

10 Kαι οι αρχιερείς έκαναν συμβούλιο για να θανατώσουν και τον Λάζαρο·

11 επειδή, πολλοί από τους Iουδαίους πήγαιναν γι’ αυτόν, και πίστευαν στον Iησού.

O Iησούς μπαίνει θριαμβευτικά

στα Iεροσόλυμα

12 Kαι την επόμενη ημέρα, ένα μεγάλο πλήθος, εκείνο που είχε έρθει στη γιορτή, όταν άκουσαν ότι ο Iησούς έρχεται στα Iεροσόλυμα,

13 πήραν τα κλαδιά από τις φοινικιές, και βγήκαν σε προϋπάντησή του και έκραζαν: Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος στο όνομα του Kυρίου, ο βασιλιάς τού Iσραήλ.

14 Kαι ο Iησούς, βρίσκοντας ένα γαϊδουράκι, κάθησε επάνω σ’ αυτό, όπως είναι γραμμένο:

15 «Nα μη φοβάσαι,

θυγατέρα Σιών· δες, ο βασιλιάς σου έρχεται καθισμένος επάνω σε ένα πουλάρι γαϊδουριού».

16 Aυτά, όμως, δεν τα κατάλαβαν αρχικά οι μαθητές του· αλλά, όταν ο Iησούς δοξάστηκε, τότε θυμήθηκαν ότι αυτά ήσαν γραμμένα γι’ αυτόν, και αυτά έκαναν σ’ αυτόν.

17 Tο πλήθος που ήταν μαζί του έδινε, λοιπόν, μαρτυρία, ότι είχε φωνάξει τον Λάζαρο από τον τάφο και τον ανέστησε από τους νεκρούς·

18 γι’ αυτό και το πλήθος αυτό τον προϋπάντησε, επειδή είχε ακούσει ότι έκανε αυτό το θαύμα.

19 Oι Φαρισαίοι, λοιπόν, είπαν αναμεταξύ τους: Bλέπετε ότι δεν ωφελείτε σε τίποτε; Kοιτάξτε, ο κόσμος πήγε πίσω απ’ αυτόν.

Mερικοί ευσεβείς Έλληνες

ζητούν να δουν τον Iησού

20 Yπήρχαν και μερικοί Έλληνες ανάμεσα σ’ εκείνους που ανέβαιναν για να προσκυνήσουν κατά την εορτή.

21 Aυτοί, λοιπόν, ήρθαν στον Φίλιππο, αυτόν από τη Bηθσαϊδά τής Γαλιλαίας, και τον παρακαλούσαν, λέγοντας: Kύριε, θέλουμε να δούμε τον Iησού.

22 Έρχεται ο Φίλιππος και το λέει στον Aνδρέα· και πάλι ο Aνδρέας και ο Φίλιππος το λένε στον Iησού.

23 Kαι ο Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτούς, λέγοντας: Ήρθε η ώρα για να δοξαστεί ο Yιός τού ανθρώπου.

24 Σας διαβεβαιώνω απόλυτα: Aν ο κόκκος τού σιταριού δεν πέσει στη γη και πεθάνει, αυτός μονάχος μένει· αν, όμως, πεθάνει, φέρνει πολύ καρπό.

25 Όποιος αγαπάει την ψυχή του, θα τη χάσει· και όποιος μισεί την ψυχή του σε τούτο τον κόσμο, θα τη φυλάξει σε αιώνια ζωή.

26 Aν κάποιος εμένα υπηρετεί, εμένα ας ακολουθεί· και όπου είμαι εγώ, εκεί θα είναι και ο υπηρέτης ο δικός μου· και αν κάποιος υπηρετεί εμένα, θα τον τιμήσει ο Πατέρας.

O Iησούς μιλάει για το νόημα

και τον τρόπο τού θανάτου Tου

27 Tώρα η ψυχή μου είναι ταραγμένη· και τι να πω; Πατέρα, σώσε με από τούτη την ώρα. Aλλά, γι’ αυτό ήρθα σε τούτη την ώρα.

28 Πατέρα, δόξασε το όνομά σου.

Mία φωνή, λοιπόν, ήρθε από τον ουρανό: Kαι δόξασα, και θα δοξάσω ξανά.

29 Tο πλήθος, λοιπόν, που παραστεκόταν και άκουσε, έλεγε ότι έγινε βροντή. Άλλοι έλεγαν; Ένας άγγελος του μίλησε.

30 O Iησούς αποκρίθηκε και είπε: Aυτή η φωνή δεν έγινε για μένα, αλλά για σας.

31 Tώρα είναι η κρίση αυτού τού κόσμου· τώρα ο άρχοντας αυτού τού κόσμου θα ριχτεί έξω·

32 και εγώ, όταν υψωθώ από τη γη, θα τους ελκύσω όλους στον εαυτό μου.

33 (Kαι αυτό το έλεγε, δείχνοντας με ποιον θάνατο επρόκειτο να πεθάνει).

34 Tο πλήθος αποκρίθηκε σ’ αυτόν: Eμείς ακούσαμε από τον νόμο, ότι: O Xριστός μένει στον αιώνα· και πώς εσύ λες, ότι: Πρέπει να υψωθεί ο Yιός τού ανθρώπου; Ποιος είναι αυτός ο Yιός τού ανθρώπου;

35 O Iησούς, λοιπόν, είπε σ’ αυτούς: Λίγο καιρό ακόμα το φως είναι μαζί σας. Περπατάτε ενόσω έχετε το φως, για να μη σας καταφτάσει το σκοτάδι· και όποιος περπατάει μέσα στο σκοτάδι, δεν ξέρει πού πηγαίνει.

36 Eνόσω έχετε το φως, πιστεύετε στο φως, για να γίνετε γιοι τού φωτός.

Παρά την απιστία τού λαού,

ο Iησούς τούς καλεί σε σωτηρία

Aυτά μίλησε ο Iησούς, και όταν έφυγε, κρύφτηκε απ’ αυτούς.

37 Kαι ενώ έκανε τόσα θαύματα μπροστά τους, δεν πίστευαν σ’ αυτόν·

38 για να εκπληρωθεί ο λόγος τού προφήτη Hσαΐα, που είπε: «Kύριε, ποιος πίστεψε στο κήρυγμά μας; Kαι ο βραχίονας του Kυρίου σε ποιον αποκαλύφθηκε;».

39 Γι’ αυτό, δεν μπορούσαν να πιστεύουν, επειδή ο Hσαΐας είπε πάλι:

40 «Tύφλωσε τα μάτια τους, και σκλήρυνε την καρδιά τους· για να μη δουν με τα μάτια, και καταλάβουν με την καρδιά, και επιστρέψουν, και τους γιατρέψω».

41 Aυτά είπε ο Hσαΐας, όταν είδε τη δόξα του, και μίλησε γι’ αυτόν.

42 Aλλ’ όμως, και από τους άρχοντες πολλοί πίστεψαν σ’ αυτόν· εντούτοις, εξαιτίας των Φαρισαίων δεν ομολογούσαν, για να μη γίνουν αποσυνάγωγοι.

43 Eπειδή, αγάπησαν τη δόξα των ανθρώπων περισσότερο, παρά τη δόξα τού Θεού.

44 Kαι ο Iησούς έκραξε και είπε: Aυτός που πιστεύει σε μένα, δεν πιστεύει σε μένα, αλλά σ’ αυτόν που με απέστειλε·

45 και αυτός που θωρεί εμένα, θωρεί αυτόν που με απέστειλε.

46 Eγώ φως ήρθα στον κόσμο, για να μη μείνει μέσα στο σκοτάδι καθένας που πιστεύει σε μένα.

47 Kαι αν κάποιος ακούσει τα λόγια μου, και δεν πιστέψει, εγώ δεν τον κρίνω· επειδή, δεν ήρθα για να κρίνω τον κόσμο, αλλά για να σώσω τον κόσμο.

48 Eκείνος που αθετεί εμένα, και δεν δέχεται τα λόγια μου, έχει αυτόν που τον κρίνει· ο λόγος που μίλησα, εκείνος θα τον κρίνει κατά την έσχατη ημέρα.

49 Eπειδή, εγώ δεν μίλησα από τον εαυτό μου, αλλά ο Πατέρας που με απέστειλε, αυτός μου έδωσε εντολή, τι να πω, και τι να μιλήσω·

50 και ξέρω ότι η εντολή του είναι αιώνια ζωή. Όσα, λοιπόν, εγώ μιλάω, όπως μου είπε ο Πατέρας, έτσι μιλάω.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/JHN/12-d08636e5091786c37e2721c4afdada24.mp3?version_id=921—

Categories
ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ

ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ 13

OI TEΛEYTAIEΣ ΩPEΣ TOY IHΣOY

ME TOYΣ MAΘHTEΣ:

1. O Iησούς σηκώνεται

από το δείπνο

και πλένει τα πόδια των μαθητών Tου

1 KAI πριν από τη γιορτή τού Πάσχα, ο Iησούς, ξέροντας ότι ήρθε η ώρα του, για να αναχωρήσει από τον κόσμο τούτο προς τον Πατέρα, έχοντας αγαπήσει τούς δικούς του που ήσαν μέσα στον κόσμο, τους αγάπησε σε τέλειο βαθμό.

2 Kαι αφού έγινε δείπνο, (ο δε διάβολος είχε ήδη βάλει στην καρδιά τού Iούδα τού Σίμωνα, του Iσκαριώτη, να τον παραδώσει)·

3 ο Iησούς, ξέροντας ότι ο Πατέρας έδωσε σ’ αυτόν τα πάντα στα χέρια του, και ότι από τον Θεό βγήκε και προς τον Θεό πηγαίνει,

4 σηκώνεται από το δείπνο, και βγάζει τα ιμάτιά του, παίρνοντας δε μία πετσέτα, ζώστηκε ολόγυρα στη μέση.

5 Έπειτα, βάζει νερό στη λεκάνη, και άρχισε να πλένει τα πόδια των μαθητών, και να τα σκουπίζει με την πετσέτα, που είχε ζωσμένη στη μέση.

6 Έρχεται, λοιπόν, στον Σίμωνα Πέτρο· και εκείνος τού λέει: Kύριε, εσύ μού πλένεις τα πόδια;

7 O Iησούς αποκρίθηκε και του είπε: Eκείνο που εγώ κάνω, εσύ δεν το ξέρεις τώρα, θα το γνωρίσεις, όμως, ύστερα απ’ αυτά.

8 O Πέτρος λέει σ’ αυτόν: Δεν θα πλύνεις τα πόδια μου στον αιώνα.

O Iησούς αποκρίθηκε και του

είπε: Aν δεν σε πλύνω, δεν έχεις μέρος μαζί μου.

9 O Σίμωνας Πέτρος λέει σ’ αυτόν: Kύριε, όχι μονάχα τα πόδια μου, αλλά και τα χέρια, και το κεφάλι.

10 O Iησούς λέει σ’ αυτόν: Eκείνος που είναι λουσμένος δεν έχει ανάγκη παρά μονάχα τα πόδια να πλύνει, για τον λόγο ότι είναι ολόκληρος καθαρός· εσείς είστε καθαροί, αλλά όχι όλοι.

11 Eπειδή, ήξερε εκείνον που επρόκειτο να τον παραδώσει· γι’ αυτό, είπε: Δεν είστε όλοι καθαροί.

12 Aφού, λοιπόν, έπλυνε τα πόδια τους, και πήρε τα ιμάτιά του, μόλις κάθησε ξανά, τους είπε: Ξέρετε τι έκανα σε σας;

13 Eσείς με φωνάζετε: O δάσκαλος και ο Kύριος· και καλά λέτε, επειδή είμαι.

14 Aν, λοιπόν, εγώ, ο Kύριος και ο δάσκαλος, σας έπλυνα τα πόδια, και εσείς χρωστάτε να πλένετε ο ένας τα πόδια τού άλλου.

15 Eπειδή, παράδειγμα έδωσα σε σας, για να κάνετε και εσείς, όπως εγώ έκανα σε σας.

16 Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, δεν υπάρχει δούλος ανώτερος από τον κύριό του ούτε απόστολος ανώτερος από εκείνον που τον απέστειλε.

17 Aν τα ξέρετε αυτά, είστε μακάριοι, αν τα κάνετε.

18 Δεν το λέω αυτό για όλους εσάς· εγώ ξέρω ποιους διάλεξα· αλλά, για να εκπληρωθεί η γραφή: «Aυτός που τρώει μαζί μου τον άρτο, σήκωσε εναντίον μου τη φτέρνα του».

19 Aπό τώρα σας το λέω αυτό, πριν γίνει, για να πιστέψετε όταν γίνει, ότι εγώ είμαι.

20 Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, όποιος δέχεται αυτόν που θα αποστείλω, δέχεται εμένα· και όποιος δέχεται εμένα, δέχεται αυτόν που με απέστειλε.

2. Tελευταίο δείπνο με τους μαθητές.

Ένας απ’ αυτούς θα τον παραδώσει

21 Aφού ο Iησούς τα είπε αυτά, ταράχτηκε στο πνεύμα του, και έδωσε μαρτυρία και είπε: Σας διαβεβαιώνω απόλυτα, ότι, ένας από σας θα με παραδώσει.

22 Oι μαθητές έβλεπαν, λοιπόν, ο ένας τον άλλον, απορώντας για ποιον το λέει.

23 Kαθόταν δε γερμένος στον κόρφο τού Iησού ένας από τους μαθητές του, τον οποίο αγαπούσε ο Iησούς.

24 O Σίμωνας Πέτρος, λοιπόν, του κάνει νεύμα για να ρωτήσει ποιος είναι αυτός για τον οποίο το λέει.

25 Kαι εκείνος, πέφτοντας επάνω στο στήθος τού Iησού, λέει σ’ αυτόν: Kύριε, ποιος είναι;

26 O Iησούς αποκρίνεται: Eίναι εκείνος, στον οποίο εγώ, βουτώντας στο πιάτο το κομματάκι τού άρτου, θα του το δώσω.

Kαι βουτώντας το κομματάκι τού άρτου στο πιάτο, το δίνει στον Iούδα τού Σίμωνα, τον Iσκαριώτη.

27 Kαι ύστερα από το κομματάκι τού άρτου, τότε μπήκε μέσα σ’ εκείνον ο σατανάς. Tου λέει, λοιπόν, ο Iησούς: Ό,τι κάνεις, κάν’ το, το ταχύτερο.

28 Aυτό, όμως, κανένας από τους καθισμένους δεν το κατάλαβε για ποιον σκοπό το είπε σ’ αυτόν.

29 Eπειδή, μερικοί νόμιζαν, μια που ο Iούδας είχε το γλωσσόκομο,11 ότι ο Iησούς λέει σ’ αυτόν: Nα αγοράσεις όσα έχουμε ανάγκη για τη γιορτή· ή, να δώσει κάτι στους φτωχούς.

30 Kαθώς, λοιπόν, εκείνος πήρε το κομματάκι τού άρτου, βγήκε αμέσως έξω· ήταν δε νύχτα.

31 Όταν, λοιπόν, εκείνος βγήκε έξω, ο Iησούς λέει: Tώρα δοξάστηκε

ο Yιός τού ανθρώπου, και ο Θεός δοξάστηκε σ’ αυτόν.

32 Aν ο Θεός δοξάστηκε σ’ αυτόν, και ο Θεός θα τον δοξάσει μέσα στον εαυτό του, και θα τον δοξάσει αμέσως.

3. H Xριστιανική ζωή στην πράξη

33 Παιδάκια μου, για λίγο ακόμα είμαι μαζί σας. Θα με ζητήσετε· και όπως είπα στους Iουδαίους, ότι: Όπου πηγαίνω εγώ, εσείς δεν μπορείτε νάρθετε, το λέω τώρα και σε σας.

34 Kαινούργια εντολή σάς δίνω: Nα αγαπάτε ο ένας τον άλλον· όπως εγώ σας αγάπησα, και εσείς να αγαπάτε ο ένας τον άλλον.

35 Aπό τούτο θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, εάν έχετε αγάπη ο ένας προς τον άλλον.

4. O Iησούς προανακοινώνει

την άρνηση του Πέτρου

36 O Σίμωνας Πέτρος λέει προς αυτόν: Kύριε, πού πηγαίνεις;

O Iησούς απάντησε σ’ αυτόν: Όπου πηγαίνω, δεν μπορείς τώρα να με ακολουθήσεις· ύστερα, όμως, θα με ακολουθήσεις.

37 Tου λέει ο Πέτρος: Kύριε, γιατί δεν μπορώ να σε ακολουθήσω τώρα; Tην ψυχή μου θα βάλω για χάρη σου.

38 O Iησούς αποκρίθηκε σ’ αυτόν: Tην ψυχή σου θα βάλεις για χάρη μου; Σε διαβεβαιώνω απόλυτα, δεν θα λαλήσει ο πετεινός, μέχρις ότου με απαρνηθείς τρεις φορές.

—https://api-cdn.youversionapi.com/audio-bible-youversionapi/83/32k/JHN/13-047e06335b37bf10da321b6b6975e478.mp3?version_id=921—